«Αυτό σημαίνει απλά ότι το είδωλο (είτε πρόκειται για την τραγουδίστρια Μίνα είτε για τον Πικάσο) η αστική κοινωνία, που το πληρώνει και το προσκαλεί να περάσει το Σαββατοκύριακο στη βίλα, το αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπιζαν κάποτε το γελωτοποιό. Ας μιλάμε στον ενικό, αλλά να είναι σαφές ποιοι είναι τ’ αφεντικά (που διαχειρίζονται τα οικονομικά, οπλίζουνε συμμορίες και στρατούς και κηρύσσουνε πολέμους) και ποιοι είναι οι σαλτιμπάνγκοι (που, εννοείται, δεν πρέπει να ταφούν σε αγιασμένα χώματα)»
παρουσιάζει το κείμενο η Λαμπρινή Θωμά
Εκείνο το απόγευμα του 1972, στο Κονσερβατόριο του Μιλάνου, οι ακροατές περίμεναν να παρακολουθήσουν κονσέρτο του Μαουρίτσιο Πολίνι. Η αφρόκρεμα του Μιλάνου βρίσκονταν στην αίθουσα για να παρακολουθήσει το πιανίστα, ένα μεγάλο όνομα που ήδη, και σε τόσο νεαρή ηλικία, έκανε διεθνή καριέρα, και όπως σημείωναν οι εφημερίδες, ανήκε στην αφρόκρεμα ο ίδιος, όντας γιος του αρχιτέκτονα Τζίνο Πολίνι κι εγγονός του γλύπτη Φάουστο Μελόττι. Η συναυλία δεν άρχισε όμως όπως περίμεναν. Ο πιανίστας δεν υποκλίθηκε για να πάρει τη θέση του στο σκαμνάκι. Αντιθέτως, στάθηκε όρθιος, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και άρχισε να διαβάζει. Ήταν ένα κείμενο καταγγελτικό, εναντίον των αμερικάνικων βομβαρδισμών στο Βιετνάμ. Με το που ακούστηκε η λέξη «Βιετνάμ» στην αίθουσα, ε, έγινε … Βιετνάμ. Το πολιτισμένο κοινό, η αφρόκρεμα, άρχισε να επιτίθεται λεκτικά και να γιουχάρει τον καλλιτέχνη. Ο Πολίνι τους είπε πως, αν δεν του επέτρεπαν να διαβάσει το μήνυμα, δεν θα έδινε το κονσέρτο. Το μήνυμα δε διαβάστηκε και το κονσέρτο δεν δόθηκε. Ένας από τους λίγους ανθρώπου που βγήκαν να στηρίξουν τον Πολίνι στον τύπο ήταν και ο Ουμπέρτο Έκο. Το κείμενο αυτό δημοσιεύουμε και εδώ, σήμερα, θεωρώντας πως είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς η τέχνη μετατρέπεται μπροστά στα μάτια μας σε πολιτικό εργαλείο:
«Πέρασε κιόλας ένας μήνας από τότε που ο πιανίστας Maurizio Pollini προσπάθησε να διαβάσει την πολυσυζητημένη δήλωση για το Βιετνάμ, πριν αρχίσει τη συναυλία στην αίθουσα της «Εταιρείας του Κουαρτέτου», και η διαμάχη δεν τελείωσε ακόμη: το αποδεικνύουν τα γράμματα που συνεχίζουν να έρχονται στα γραφεία των εφημερίδων του Μιλάνου, καθώς και η δήλωση των μουσικών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα «Il Giorno».
Πιστεύω επομένως ότι δε θα είναι κακό αν προσπαθήσω να κάνω μια θεωρητική εξέταση του γεγονότος από όλες τις πλευρές του, γιατί η χειρονομία του Pollini και η αντίδραση που προκάλεσε, δεν αφορά μόνο την πολιτική, αλλά τον ίδιο το ρόλο και την έννοια της τέχνης και του καλλιτέχνη της εποχής μας. Ας δούμε λοιπόν ποιο είναι το νόημα του επεισοδίου από πολιτική σκοπιά, από αισθητική σκοπιά («τι είναι η τέχνη») και από κοινωνιολογική σκοπιά («τι είναι σήμερα ο καλλιτέχνης;»).
Ειπώθηκε ότι ο Pollini έκανε πολιτική μέσα σ’ ένα περιβάλλον που, από παράδοση και ορισμό, πρέπει να είναι άσχετο με την πολιτική. Ωραία. Ας προσπαθήσουμε τώρα να φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν ο Pollini, δίνοντας μια συναυλία μετά από μια καταστροφική νεροποντή, ή μετά από κάποιο σεισμό, ή ακόμη μετά από ένα τρομαχτικό αεροπορικό δυστύχημα, άρχιζε τη βραδιά διαβάζοντας μια συγκινητική δήλωση συμπαράστασης, ζητώντας απ’ το κοινό ενός λεπτού σιγή. Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι όλοι θα σηκωνόντουσαν και, συγκινημένοι, θα δεχόντουσαν την ευγενική πρόταση.
Αυτό όμως που έγινε είναι ότι ο Pollini θέλησε να μιλήσει για τα θύματα άγριων βομβαρδισμών που συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Και οι περισσότεροι θεατές αρνήθηκαν αυτή την έκκληση. Γιατί; Προφανώς γιατί οι διαφωνούντες κάνανε διάκριση μεταξύ θυμάτων για τα οποία είναι ωραίο και ευγενικό να συγκινείται κανείς και θυμάτων για τα οποία πρέπει να δυσπιστούμε. Επομένως αυτός που έκανε πολιτική, ανοιχτή, δηλωμένη, ευτελή, είναι το ακροατήριο που σταμάτησε τον Pollini: είναι σαν να του είπε: «Σώπα, αυτοί οι νεκροί δεν είναι όλων μας, όπως οι νεκροί ενός σεισμού. Είναι μόνο δικοί σου και των φίλων σου. Υπάρχουν νεκροί και νεκροί».
Βέβαια, ο Pollini έκανε μια πολιτική χειρονομία, αλλά ας μην είμαστε υποκριτές κι ας μην κάνουμε πως πιστεύουμε ότι μόνο αυτός έκανε πολιτική: στην αίθουσα υπήρχαν δύο πολιτικές και κανένας (όπως είναι φυσικό) δε συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο απολιτικό. Και δεν είναι πράγματι δυνατό. Το να λέει κανείς ότι στο Βιετνάμ σκοτώνονται άνθρωποι αλλά υπάρχουν και προνομιούχες νησίδες στις οποίες ο αντίλαλος από τον έξω κόσμο δεν πρέπει να εισχωρεί, είναι πολιτική χειρονομία και προϋποθέτει μια κάποια πολιτική αντίληψη της τέχνης: η τέχνη είναι αυτό που ευχαριστιέται κανείς όταν δε θέλει να σκέφτεται την πραγματικότητα.
Έχουμε το δικαίωμα να το δηλώσουμε, όπως μπορούμε και να πούμε ότι ο άνθρωπος δεν κατάγεται από τον πίθηκο, αλλά ας καταλάβουμε ότι αυτή η δήλωση κρύβει μια φιλοσοφία και η φιλοσοφία μιαν ιδεολογία.
Έτσι φτάνουμε στο δεύτερο σημείο. Ποια είναι η θέση της τέχνης, των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, σε σχέση με τις άλλες μορφές της πραγματικότητας; Ίσως οι περισσότεροι από τους θαμώνες της «Εταιρείας του Κουαρτέτου», που πάνε ν’ ακούσουν Chopin –όπως οι κατώτεροί τους κάθονται σπίτι ν’ ακούσουνε την εκπομπή Καντσονίσιμα (δηλαδή να συγκινηθούνε με απλοϊκές μελωδίες)– δε βλέπουν αυτό το πρόβλημα. Αλλά οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, είναι γνωστό, το αντιμετωπίζουν και μάλιστα κατά τρόπο δραματικό. Σε σημείο που καμιά φορά αρνούνται την ίδια την τέχνη. Είναι επομένως λογικό ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, καθώς ετοιμάζεται ν’ ακουμπήσει τα πλήκτρα του πιάνου, τη στιγμή που γύρω-του συμβαίνουν πράγματα συγκλονιστικά για τη συνείδηση κάθε πολιτισμένου ανθρώπου, να αναρωτηθεί: «Έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό που κάνω, να χρησιμοποιήσω την τέχνη για να προσποιηθώ ότι τίποτε δε συμβαίνει, να χρησιμοποιήσω την τέχνη σαν ναρκωτικό;».
Και είναι σωστό που αποφάσισε να εκθέσει στο κοινό τούς λόγους μιας ανησυχίας. Ήταν ανησυχία που, κι αυτό είναι σημαντικό, δεν αφορούσε μόνο τη συνείδηση του Pollini σαν «homo politicus», αλλά και τη συνείδηση του Pollini σαν καλλιτέχνη. Επίτηδες ο Pollini έσπασε την τελετουργία της συναυλίας, γιατί αυτή η τελετουργία τον υποχρέωνε να θεωρήσει το ρόλο του σαν κάτι ξεκομμένο απ’ οτιδήποτε υπήρχε πριν και μετά. Λες και οι μεγάλοι συνθέτες των οποίων τα έργα εκτελούσε δε γράψανε τη μουσική-τους αντιδρώντας σε ιστορικές περιστάσεις, σε συγκεκριμένα γεγονότα, σε πάθη της εποχής τους. Επομένως, ακόμη και με την ιδιότητα του καλλιτέχνη, είχε την υποχρέωση να θυμίσει στο κοινό-του ότι η συναυλία δεν είναι νεκρική πομπή.
Αποκρούοντας την ενέργειά του (και αρνούμενο τουλάχιστο να τη συζητήσει) ένα μεγάλο μέρος του κοινού απαίτησε αντίθετα να γίνει το κοντσέρτο νεκρική πομπή, τελετή νεκροταφείου με μουσική χωρίς ζωντάνια, απόκρυφη δραστηριότητα όπως η ανάγνωση πορνογραφικών περιοδικών, χώρος διανοητικού ευνουχισμού. Αν είχε νόημα να μιλήσουμε χρησιμοποιώντας όρους αποκλειστικά αισθητικούς, θά ‘πρεπε να πούμε στους μελομανείς που σκανδαλίστηκαν ότι εκείνο το βράδυ πρόσβαλαν και ταπείνωσαν την τέχνη σαν δραστηριότητα που συνεχώς αναζητά τους λόγους της ύπαρξής της, τη λειτουργία της και τα όριά της.
Τελευταίο ερώτημα. Τι είναι ο καλλιτέχνης; Στη σύγχρονη κοινωνία, κυρίως, ο καλλιτέχνης εκτός των άλλων είναι και βεντέτα. Θέλει δε θέλει. Μ’ αυτή την ιδιότητα παίζει συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο: είναι αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης. Αν έχει μακριά μαλλιά, θα τον μιμηθούν οι νέοι. Οι ερωτικές του περιπέτειες ενδιαφέρουν τα λαϊκά έντυπα. Οι αρρώστιες του θ’ αναγκάσουνε τις εφημερίδες να του αφιερώσουν πολλά άρθρα. Η κοινωνία χρησιμοποιεί τον καλλιτέχνη σαν πρότυπο, σαν αντικείμενο ταύτισης και προβολής και, σ’ αντάλλαγμα, του παρέχει ένα ευρύ φάσμα ελευθερίας: του συγχωρεί την πολυγαμία, τη χρήση ναρκωτικών, το εκκεντρικό ντύσιμο, την ομοφυλοφιλία, τους τσακωμούς στα νάιτ κλαμπ, την προσβολή των φωτορεπόρτερ.
Απ’ αυτόν το νόμο δεν ξεφεύγουν ούτε οι ερμηνευτές κλασικής μουσικής, οι τενόροι, οι διευθυντές ορχήστρας, οι σοπράνο που εμφανίζονται γυμνές στη σκηνή. Πριν καιρό ο Francesco Alberoni διατύπωσε μια κοινωνιολογική θεωρία των ειδώλων σαν μέλη μιας «ελίτ χωρίς εξουσία». Ασκούν μια τεράστια επιρροή πάνω στο κοινό, υπό τον όρο να μένουν έξω από τη σφαίρα της διαχείρισης των κοινών πραγμάτων. Η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την περίπτωση Pollini, το αγαπημένο και πολυθαυμασμένο είδωλο στο οποίο οι θεατές θα επιτρέπανε τα πάντα (ακόμη και να διακόψει τη συναυλία γιατί κάποιος έβηξε στην αίθουσα, ή γιατί δεν του άρεσε η γραβάτα κάποιου κυρίου στην πρώτη σειρά), αλλά στο οποίο δεν μπορέσανε να συγχωρέσουν το ότι προσπάθησε να επέμβει, κατά κάποιο τρόπο, στα κοινά πράγματα.
Αυτό σημαίνει απλά ότι το είδωλο (είτε πρόκειται για την τραγουδίστρια Μίνα είτε για τον Πικάσο) η αστική κοινωνία, που το πληρώνει και το προσκαλεί να περάσει το Σαββατοκύριακο στη βίλα, το αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπιζαν κάποτε το γελωτοποιό. Ας μιλάμε στον ενικό, αλλά να είναι σαφές ποιοι είναι τ’ αφεντικά (που διαχειρίζονται τα οικονομικά, οπλίζουνε συμμορίες και στρατούς και κηρύσσουνε πολέμους) και ποιοι είναι οι σαλτιμπάνγκοι (που, εννοείται, δεν πρέπει να ταφούν σε αγιασμένα χώματα). Έτσι οι αγαναχτισμένοι μελομανείς δε διστάσανε να διαχωρίσουν τους ρόλους και να επιβάλουν τις αποστάσεις. Οι πόλεμοι, είπανε στον Pollini, είναι δική μας υπόθεση. Εσύ κοίτα να μας διασκεδάσεις.
Και πράγματι, τι θα λέγαμε για ένα σερβιτόρο που πριν μας δώσει το πιάτο με την μπριζόλα, θα ήθελε να μας εκθέσει τις πολιτικές του ανησυχίες; Το κοινό της «Εταιρείας του Κουαρτέτου» θύμισε στον Pollini, και σε όλους εμάς, ότι σε μια καταναλωτική κοινωνία η τέχνη είναι ένα γαστρονομικό αγαθό.
Μ’ αυτόν τον τρόπο αυτό το κοινό έκανε πολιτική και ταπείνωσε την τέχνη.
Τι να πει κανείς; Καλή-μας όρεξη.
Ουμπέρτο Έκο, Ιλ Τζιόρνο, 1973»
Οι υπογραμμίσεις είναι της υπογράφουσας
πηγή: thepressproject.gr
e-prologos.gr