Ο Παλαιστίνιος διανοούμενος και θεωρητικός Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ παίρνει συνέντευξη για λογαριασμό του ιντερνετικού περιοδικού Mondoweiss, από τον μαχόμενο Παλαιστίνιο ποιητή Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ για το νέο του βιβλίο που αφορά τον αγώνα για την αφήγηση της Παλαιστινιακής αντίστασης χωρίς «εκπτώσεις», και το πόσο αντιφατικό είναι να γράφει για ένα κοινό το οποίο αρνείται να κατευνάσει.

Στο νέο του βιβλίο Perfect Victims (Τέλεια θύματα), ο Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ αρνείται το σενάριο που υπαγορεύει εδώ και καιρό με ποιο τρόπο πρέπει να αφηγηθούν οι Παλαιστίνιοι την καταπίεσή τους. Το βιβλίο είναι μια πράξη περιφρόνησης ενάντια στην πολιτική των εκκλήσεων – την απαίτηση να γίνουν οι Παλαιστίνιοι ευανάγνωστοι μέσα από τα πάθη και τον πόνο τους, τις πρόβες αθωότητας και τις παραστάσεις θυματοποίησης που είναι ευχάριστες για τις δυτικές ευαισθησίες.

Σε έναν κόσμο που απαιτεί να εκθέτουμε τη σάρκα μας για να πιστέψουν στο θάνατό μας -αλλά ακόμα και όταν αναγνωρίσουν ότι πεθαίνουμε, εξακολουθούν να βρίσκουν τρόπους να κατηγορήσουν το πτώμα- το βιβλίο του Ελ-Κουρντ προσφέρει μια φρέσκια, μη απολογητική και ταυτόχρονα ισχυρή κριτική των κυρίαρχων τρόπων εκπροσώπησης και των χρόνων της παλαιστινιακής πολιτικής που χρησίμεψαν μόνο στο να κάνουν υπερβολικές παραχωρήσεις. Απορρίπτοντας εν τέλει αυτόν τον τρόπο έκκλησης, ο Ελ-Κουρντ κατασκευάζει ένα διαφορετικό, πιο ριζοσπαστικό τρόπο: Μια έκκληση που δεν ζητά άδεια, που δεν απολυμαίνει, μια έκκληση που στρέφεται ταυτόχρονα κατά της «έκκλησης». Είναι μια επιβεβαίωση της παλαιστινιακής αξιοπρέπειας που δεν δεσμεύεται από την ανάγκη για αναγνώριση, μια επιμονή σε μια πολιτική που δεν εξαρτάται από την καλοσύνη ενός φανταστικού κοινού. Το βιβλίο αναγκάζει τους αναγνώστες του να έρθουν σε αντιπαράθεση, ανατρέποντας τα πλαίσια που διέπουν την αλληλεγγύη και εκθέτοντας τους ψυχικούς και ιδεολογικούς περιορισμούς με τους οποίους λειτουργούν ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι υποστηρικτές της Παλαιστίνης.

Αυτή η συνομιλία με τον Ελ-Κουρντ είναι, εν μέρει, μια ανασκαφή αυτών των εντάσεων – οι αντιφάσεις του γραψίματος για ένα κοινό το οποίο αρνείται να κατευνάσει, ο αγώνας της αφήγησης της αντίστασης χωρίς «αραιώσεις», και η πρόκληση της αποσύνθεσης και ανασύνθεσης του ίδιου του λόγου τον οποίο μεταχειρίζεται κανείς για να μιλήσει. Για την ιστορία, αυτή η συνέντευξη ηχογραφήθηκε, μεταγράφηκε και έγινε προϊόν επιμέλειας.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ως συγγραφέας,στο σημείωμά σας, περιγράφετε το γράψιμο στην εποχή της γενοκτονίας ως βασανιστικό έργο. Φαίνεται ότι το γράψιμο υπό τη σκιά μιας τέτοιας τεράστιας βίας είναι, για σας, μια πράξη επιβίωσης και μαζί αντίστασης -ένας ισχυρισμός, αλλά και μια βαθιά αντικρουόμενη διαδικασία. Είναι από μια πλευρά αναγκαίο, αλλά ταυτόχρονα, φαίνεται να παλεύετε με τον γραπτό λόγο και τον αντίκτυπό του, ως εάν το να υπερασπίζεται κανείς αυτό ή το άλλο μέσω της γραφής περιέχει κατ’ ανάγκην αντιφάσεις. Μπορείτε να αναλύσετε αυτή την ένταση; Πιστεύω ότι πολλοί Παλαιστίνιοι, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, συμμερίζονται αυτόν τον αγώνα.

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Καλή ερώτηση. Διστάζω να ονομάσω το γράψιμο «αντίσταση», αλλά ναι, υπάρχει σίγουρα η ένταση που περιγράφεις. Από τη μια πλευρά, το γράψιμο είναι απαραίτητο, ειδικά στα αγγλικά, γιατί μετά τις 7 Οκτωβρίου, η ρητορική γύρω από την Παλαιστίνη ήταν τρομερή-περιοριστική, εχθρική προς την αντίσταση και γεμάτη παραχωρήσεις. Υπήρχε μια συντριπτική απόρριψη της παλαιστινιακής ένοπλης αντίστασης, και ακόμη και όταν ο λόγος ήταν κατ’ όνομα υποστηρικτικός, έφτανε με τόσες πολλές πιστοποιήσεις που αδυνάτιζε την έννοια της αλληλεγγύης. Όταν είναι τέτοιο το κλίμα, νιώθεις υποχρεωμένος να γράψεις – όχι απαραίτητα να εμπλακείς σε συζητήσεις αλλά να διεισδύσεις σ’ έναν χώρο που κυριαρχείται απ’ αυτούς τους συμβιβασμούς.

Ταυτόχρονα, αναγνωρίζεις τους περιορισμούς της γλώσσας. Ελλείψει όπλων, ελλείψει τουφεκιών, νιώθει κανείς ότι τα λόγια είναι συχνά ανεπαρκή. Επιπλέον, το να γράφεις για έναν συνεχή αγώνα, όταν τα πάντα είναι σε διαδικασία εξέλιξης, φαίνεται σχεδόν τολμηρό – ίσως και αλαζονικό. Πώς μπορείς να κάνεις αναλύσεις την ώρα που άνθρωποι δολοφονούνται και γίνονται μάρτυρες; Υπάρχει και το ζήτημα της απόστασης. Αν και μέρη του βιβλίου γράφτηκαν στην Παλαιστίνη, το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε στη Νέα Υόρκη. Αυτός ο φυσικός διαχωρισμός εγείρει ερωτήματα σχετικά με την εξουσία – για το τι σημαίνει να γράφεις από απόσταση την ώρα που άλλοι ζουν και πεθαίνουν μέσα από τα γεγονότα που περιγράφεις.

Αναγνωρίζω όμως την αξία της γραφής, ειδικά σε ένα περιβάλλον τόσο εχθρικό προς την Παλαιστινιακή αντίσταση.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Αισθάνομαι το ίδιο. Το γράψιμο έχει έννοια τόσο ως κάποιου είδους πνευματική δέσμευση, όσο και ως βαθιά προσωπική ανάγκη, αλλά φέρει επίσης μια εσωτερική αντίφαση –την ανάγκη να γράψεις και την ίδια ώρα μια δυσφορία γι’ αυτό που κάνεις.

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Απολύτως έτσι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θέλησα στο βιβλίο να εμπλακώ προσωπικά σ’ αυτό που έγραφα. Είναι εύκολο να στέκεσαι σε απόσταση και να ασκείς κριτική – να κουνάς το δάχτυλο στους άλλους και να επισημαίνεις τις αδυναμίες τους. Ήθελα όμως ο αναγνώστης να δει ότι και εγώ εμπλέκομαι σε αυτές τις αντιφάσεις.

Για παράδειγμα, υπάρχει ένα κεφάλαιο στο οποίο κάνω κριτική στον τρόπο με τον οποίο η διεθνής αντίληψη για τα πολιτικά δικαιώματα υπερτονίζεται στις παλαιστινιακές αφηγήσεις. Χρησιμοποιώ την περίπτωση του Ομάρ Ας’άντ, ενός 80χρονου Παλαιστίνιου άνδρα που του έδεσαν τα μάτια, του φόρεσαν χειροπέδες και αφέθηκε να πεθάνει από τον ισραηλινό στρατό. Ενώ έγραφα γι’ αυτόν, βρήκα τον εαυτό μου να ψάχνει για ένα άρθρο που επιβεβαίωνε ότι είχε επίσης ξυλοκοπηθεί – επειδή, στο μυαλό μου, τα βάσανά του δεν ήταν «αρκετά», εκτός κι αν υπήρχε ένα επιπλέον στρώμα βαρβαρότητας. Συνειδητοποίησα ότι ακόμη κι εγώ είχα εσωτερικεύσει ορισμένα πρότυπα έμφασης στα παλαιστινιακά δεινά για να τα κάνω πιο «ευανάγνωστα» στο δυτικό κοινό. Το να συμπεριλάβω αυτή την συνειδητοποίηση στο βιβλίο ήταν σημαντικό για μένα – όχι ως αυτομαστίγωμα, αλλά για να είμαι ειλικρινής σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους διαμορφωνόμαστε και εμείς από τα ιδεολογικά πλαίσια τα οποία κριτικάρουμε.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Στα αρχικά κεφάλαια, προσκαλείτε τον αναγνώστη στο σαλόνι σας, παρουσιάζοντας το βιβλίο ως μια οικεία συνομιλία. Θα υποστήριζα ωστόσο ότι δεν τους μπάζετε στο σαλόνι – τους τοποθετείτε στη βεράντα ή τους αφήνετε ίσως να στέκονται στην πόρτα. Είναι μια πρόσκληση, αλλά προσεκτική ως τέτοια. Το βιβλίο είναι φιλόξενο αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικό, και αυτή η επιφυλακτικότητα έχει νομίζω τις ρίζες της στην ιστορία των διαταραχών που προκλήθηκαν στις παλαιστινιακές παραδόσεις φιλοξενίας από τις πολιτικές αποικιοποίησης. Με άλλα λόγια, και όπως ξέρετε, στην κουλτούρα μας, το να καλωσορίσουμε έναν επισκέπτη έχει να κάνει με το πώς κάνουμε τον ξένο να νοιώθει οικεία. Τι γίνεται όμως όταν ο ξένος είναι και άποικος, κάποιος που στοχεύει να σε απομακρύνει; Η αποικιοκρατία μετατρέπει τη φιλοξενία σε τόπο προδοσίας. Νομίζω ότι το βιβλίο σας αντανακλά αυτή την αμφιθυμία. Από τη μια προσκαλείτε τον αναγνώστη μέσα, αλλά από την άλλη ξεκαθαρίζετε ότι η παρουσία τους είναι υπό όρους. Δεν είναι εύκολη πρόσκληση. Δεν προσελκύετε τον αναγνώστη με συμβατικό τρόπο, και όμως, απορρίπτοντας την έκκληση, παράγετε ένα διαφορετικό είδος έκκλησης. Μπορείτε να μιλήσετε γι’ αυτήν την ένταση;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Αυτή είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ανάγνωση. Δεν είχα συνδέσει συνειδητά τη μεταφορά για τη φιλοξενία στο βιβλίο με την ευρύτερη παλαιστινιακή παράδοση φιλοξενίας, αλλά έχει σαφώς λογική.

Υπάρχουν οπωσδήποτε όροι για την πρόσκληση. Λέω στους αναγνώστες ότι είναι ευπρόσδεκτοι, αλλά καθώς προχωρούν μέσα στο βιβλίο, γίνεται σαφές ότι πατάνε σε πολύ λεπτό πάγο. Η φιλοξενία δεν είναι άνευ όρων. Ίσως αυτό αντανακλά ένα ευρύτερο ιστορικό μοτίβο – πώς οι αυτόχθονες πληθυσμοί σε όλο τον κόσμο επέδειξαν γενναιοδωρία στους αποίκους, κι αυτοί το ανταπέδωσαν μόνο με προδοσία. Το έχουμε δει στην Παλαιστίνη, όπου έποικοι όπως ο Γιόζεφ Βάιτζ υπήρξαν καλόδεχτοι στα σπίτια μας προτού ενορχηστρώσουν την απομάκρυνσή μας.

Για μένα, η συγγραφή αυτού του βιβλίου ήταν μια πράξη εξέγερσης ενάντια σε όλα όσα μου έμαθαν για το πώς να μιλάω στη Δύση. Μεγαλώνοντας στο Σέιχ Τζαράχ, όπου πήραν το σπίτι μου έποικοι, έδινα διαρκώς παραστάσεις για διπλωμάτες, δημοσιογράφους και εκπροσώπους ΜΚΟ. Οικειοποιήθηκα ένα σενάριο -όχι επειδή μου το δίδαξε κάποιος ρητά, αλλά βλέποντας τη γιαγιά μου, τον πατέρα μου, τις θείες μου και άλλους να το εκτελούν. Ήταν γεμάτο από χαρακτηρισμούς, αποποιήσεις ευθυνών και διαβεβαιώσεις, σχεδιασμένες να κάνουν τους Παλαιστίνιους ευχάριστους στο δυτικό κοινό. Αυτό το βιβλίο ήταν η προσπάθειά μου να αποβάλω εντελώς αυτές τις παραστάσεις.

Υπάρχουν φυσικά απομεινάρια του – είναι ίσως αναπόφευκτο. Αλλά ο στόχος μου ήταν να παρουσιάσω μια ασυμβίβαστη, αξιοπρεπή επιβεβαίωση της παλαιστινιακής ύπαρξης και πάλης. Απορρίπτω την ιδέα ότι πρέπει να φαινόμαστε αξιολύπητοι ή άθλιοι για να προκαλέσουμε συμπάθεια. Η αξιοπρέπεια πείθει περισσότερο από τη θυματοποίηση. Το βιβλίο είναι τελικά πειστικό – αλλά μέσω μιας στρατηγικής κατά της πειθούς. Αρνείται την ικεσία, και μ’ αυτόν τον τρόπο, απαιτεί αναγνώριση με τους δικούς μας όρους.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία του βιβλίου σας είναι η επικέντρωση σε φιγούρες Παλαιστινίων που συνήθως διαγράφονται ή κακολογούνται από το δυτικό λόγο – μαχητές, άντρες, εκείνοι για τους οποίους πιστεύεται ότι δεν πρέπει να τους θρηνούν. Η άρνησή σας να χρησιμοποιήσετε ουδέτερες ως προς το φύλο αντωνυμίες όταν μιλάτε για Παλαιστίνιους, για παράδειγμα, μοιάζει με σκόπιμη απόρριψη των εξυγιαντικών αφηγήσεων που δίνουν έμφαση μόνο σε γυναίκες και παιδιά. Γιατί ήταν σημαντικό για σας να επικεντρώσετε σ’ αυτές τις φιγούρες;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Γιατί είναι αναγκαίο. Για χρόνια, οι άνθρωποι κριτικάρουν τη ρητορική που επικεντρώνει σε «γυναίκες και παιδιά» στις συζητήσεις για τα παλαιστινιακά δεινά, αλλά αυτές οι κριτικές ακολουθούνται συχνά από δικαιολογίες – «οι Παλαιστίνιοι άνδρες επίσης, επειδή είναι καλοί πατεράδες και πολυπράγμονες. Αυτό αγνοεί εντελώς την ουσία. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η απάλειψη των ανδρών – είναι και η απάλειψη των μαχητών, εκείνων που θεωρούνται τρομακτικοί, εκείνων που δεν ευθυγραμμίζονται με την εικόνα του τέλειου θύματος.

Το επιχείρημα του βιβλίου -ότι απορρίπτουμε την πολιτική του εξανθρωπισμού και της έκκλησης- είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς μ’ αυτό θεωρητικά. Αλλά η πραγματική δοκιμασία έρχεται όταν την εφαρμόζουμε σε πρόσωπα με τα οποία το δυτικό κοινό δυσκολεύεται να συμπάσχει. Επικεντρώνοντας σ’ αυτά, προκαλώ τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις του. Πιστεύουν αληθινά στην παλαιστινιακή απελευθέρωση ή μόνο σε μια εκδοχή της που είναι σύμφωνη με τις ευαισθησίες τους;

Ακόμη και η χρήση της αντωνυμίας «αυτός» αντί για ουδέτερες ως προς το φύλο αντωνυμίες σε όλο το βιβλίο, ήταν μια σκόπιμη επιλογή. Ήταν μια απόρριψη της απαίτησης να γίνεται λόγος για τους Παλαιστίνιους μόνο με τρόπους που τους καθιστούν εύπεπτους από το δυτικό κοινό.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του βιβλίου ενθυλακώνεται στη φράση «ακόμα και αν». Γιατί επιλέγετε να ξεκινήσετε με αυτή τη φράση; Ποιο είναι το μήνυμα της;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Το επιχείρημα του βιβλίου είναι πολύ απλό, πραγματικά. Δεν είναι ένα πρωτότυπο επιχείρημα – δανείζομαι από μαύρες ριζοσπαστικές παραδόσεις, από φεμινιστικά επιχειρήματα για τη σεξουαλική βία. Η ιδέα ότι πρέπει να απορρίψουμε τον εξανθρωπισμό ως προϋπόθεση για τη δικαιοσύνη έχει διατυπωθεί στο παρελθόν. Η πρόκληση ήταν να το απεικονίσω με απτό τρόπο.

Ξεκινάω λοιπόν με το «Ακόμα κι αν». Ακόμα κι αν υπήρχαν όπλα κρυμμένα κάτω από το νοσοκομείο Αλ-Σίφα, δεν θα έπρεπε να βομβαρδιστεί. Ακόμα κι αν οι Παλαιστίνιοι μαχητές κρύβονταν μεταξύ αμάχων, εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να αντισταθούν. Ακόμα κι αν οι Παλαιστίνιοι έτρεφαν αισθήματα δυσαρέσκειας προς τους Εβραίους, δεν θα έπρεπε να βρίσκονται υπό κατοχή. Ακόμα κι αν… ακόμα κι αν… ακόμα κι αν… Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν οι Παλαιστίνιοι που θα δικαιολογούσε τη σιωνιστική αποικιοκρατία. Ο στόχος είναι ν’ αλλάξει το πλαίσιο, να καταστεί σαφές ότι ο Σιωνισμός είναι το πρόβλημα και όχι η παλαιστινιακή συμπεριφορά.

Το επιχείρημα «ακόμα κι αν» αφορά την άρνηση να παίξουμε άμυνα. Πρόκειται για την άρνηση απάντησης στα ηθικά τεστ των Σιωνιστών, την άρνηση να υποστηρίξουμε την υπόθεσή μας με τρόπο που να συνάδει με τις αποικιακές προσδοκίες. Είναι μια απόρριψη της παράστασης στην οποία εξαναγκάζονται οι Παλαιστίνιοι -η συνεχής απαίτηση να αποδειχτούμε άξιοι απελευθέρωσης.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Εγείρετε επίσης αντιπαραστάσεις μεταξύ προσωπικοτήτων όπως η Σιρήν Αμπού Ακλέχ και η Γκρουμπ Βαρασνέχ, μεταξύ εκείνων που επισύρουν παγκόσμια οργή όταν δολοφονούνται και εκείνων των οποίων ο θάνατος μετά βίας γίνεται είδηση. Πιστεύετε ότι υπάρχει ιεράρχηση πένθους;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Ασφαλώς και υπάρχει ιεράρχηση πένθους. Μπορούμε να πούμε, θεωρητικά, ότι όλοι οι Παλαιστίνιοι μάρτυρες είναι ίσοι, ότι δεν κάνουμε διακρίσεις μεταξύ τους. Αλλά στην πράξη, ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι.

Η Σιρήν Αμπού Ακλέχ ήταν Αμερικανίδα πολίτης, δημοσιογράφος. Εξαιτίας αυτού, ο θάνατός της επέσυρε ιδιαίτερη προσοχή. Υπήρξε παγκόσμια οργή για τη δολοφονία της, έρευνες, διπλωματικές δηλώσεις, ακόμη και περιορισμένη αναγνώριση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αλλά συγκρίνετέ την με κάποια όπως την Γκρουμπ Βαρασνέχ, μια Παλαιστίνια δημοσιογράφο από τη Χεβρώνα που σκοτώθηκε κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Η ιστορία της θάφτηκε.

Και αυτό δεν αφορά μόνο την προκατάληψη των μέσων ενημέρωσης -αφορά τις υλικές συνθήκες. Έχει να κάνει με το πώς λειτουργεί η εξουσία. Η δική μου γειτονιά στο Σέιχ Τζαράχ έγινε διεθνώς γνωστή όχι επειδή διοργανώσαμε την καλύτερη εκστρατεία μέσων ενημέρωσης, αλλά επειδή τυχαίνει να βρίσκεται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, περιτριγυρισμένη από πρεσβείες και διεθνείς οργανισμούς. Η ίδια η γεωγραφία έκανε αδύνατο το να αγνοηθεί.

Επομένως, δεν πρόκειται μόνο για διπλά μέτρα και σταθμά. Πρόκειται για τους ευρύτερους μηχανισμούς που καθορίζουν ποιου ο πόνος είναι ορατός, ποιου ο θάνατος θεωρείται τραγικός, και ποιου η αντίσταση θεωρείται νόμιμη.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ένα από τα υπόγεια ρεύματα του βιβλίου είναι η κριτική των παλαιστινιακών ελίτ. Νιώθω ότι το απομειώσατε κάπως, αλλά είναι εκεί. Αναφέρετε πρόσωπα από την πνευματική και πολιτική τάξη, και ο επίλογος φαίνεται να απευθύνεται τόσο στους Παλαιστίνιους όσο και σε ένα ακροατήριο του εξωτερικού. Ποιο είναι το πρόβλημα με την παλαιστινιακή ελίτ;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Ο Θεός να τους έχει καλά. Αλλά δεν συνειδητοποιούν ότι, συχνά, κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Θέτουν τους όρους δέσμευσης, καθορίζουν τα όρια του τι είναι «αποδεκτό» να ειπωθεί στον δημόσιο λόγο, και μ’ αυτόν τον τρόπο συρρικνώνουν το εύρος του τι είναι δυνατό για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων, ή πιο συγκεκριμένα, τον λόγο της.

Πολλοί από τους λεγόμενους εκπροσώπους της Παλαιστίνης στα διεθνή μέσα ενημέρωσης και την ακαδημαϊκή κοινότητα προέρχονται από προνομιούχο υπόβαθρο. Έχουν τους πόρους και τις συνδέσεις που τους επιτρέπουν να καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις. Και δεν λέω ότι αυτό γίνεται κακόβουλα, αλλά το ταξικό τους υπόβαθρο συχνά τους τυφλώνει στο έδαφος της πραγματικότητας.

Γενικότερα, οι ελίτ στις αποικισμένες κοινωνίες συχνά καταλήγουν να χρησιμεύουν ως η διοικητική τάξη της αποικιακής κυριαρχίας. Στην Παλαιστίνη, το βλέπουμε πιο ξεκάθαρα με την Παλαιστινιακή Αρχή, αλλά εκτείνεται πέρα από αυτό. Όταν ένας φτωχός Παλαιστίνιος συνεργάζεται με την κατοχή, δικαίως εξοστρακίζεται. Αλλά όταν οι ελίτ συνεργάζονται με πιο λεπτούς τρόπους -αποδεχόμενοι τη λογική της κατοχής, αστυνομεύοντας τον λόγο, κάνοντας συμβιβασμούς για την καριέρα τους- δεν τηρούνται τα ίδια μέτρα.

Υπάρχει επίσης το γεγονός ότι τα πάθη των Παλαιστινίων δημιουργούν ευκαιρίες για ορισμένους ανθρώπους. Ένας Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος ή εργαζόμενος σε ΜΚΟ μπορεί να πει ακριβώς το ίδιο πράγμα που λένε οι δυτικοί αριστεροί για την Παλαιστίνη και να τιμηθεί απλώς επειδή είναι Παλαιστίνιος. Αυτό το είδος της ταυτοτικής λογικής επιτρέπει στις ελίτ να οικειοποιούνται τον αγώνα για δικό τους όφελος.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ένα από τα στιλιστικά στοιχεία που βρήκα εντυπωσιακό στο βιβλίο είναι ο τρόπος που αλλάζετε ανάμεσα σε διαφορετικούς τόνους – ο τόνος γίνεται άλλοτε ποιητικός, άλλοτε αναλυτικός, άλλοτε οικείος, άλλοτε σαρκαστικός. Υπάρχουν στιγμές λύπης, στιγμές αγανάκτησης και στιγμές χιούμορ. Το βιβλίο κινείται ρευστά μεταξύ του λυρισμού και της κριτικής, καθιστώντας το τόσο ένα κείμενο με στρώματα μεγάλου βάθους όσο και προσιτό. Αυτή είναι μια δύσκολη ισορροπία – βάθος και απλότητα ταυτόχρονα. Αλλάζετε επίσης μεταξύ προσωπικών και συλλογικών αντωνυμιών -μεταξύ “εγώ”, “εμείς” και “αυτοί”- όταν αναφέρεσαι στους Παλαιστίνιους. Γιατί επιλέξατε να γράψετε μ’ αυτόν τον τρόπο; Ήταν εξαρχής σκόπιμες αυτές οι επιλογές ή προέκυψαν φυσικά όπως γράψατε;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Οι αλλαγές στον τόνο δεν ήταν εντελώς σκόπιμες στην αρχή. Άρχισα να γράφω τα δύο πρώτα κεφάλαια με πολύ ποιητικό, λυρικό τρόπο – εν μέρει επειδή ήθελα το βιβλίο να είναι ένα λογοτεχνικό έργο, κάτι καλογραμμένο και ευχάριστο, και εν μέρει επειδή, εγωιστικά, με νοιάζει η γλώσσα να είναι όμορφη, να διαθέτει μουσικότητα και να είναι ακριβής. Αλλά καθώς προχωρούσα, παρατήρησα ότι το γράψιμό μου κινούνταν μεταξύ διαφορετικών υφών αρκετά φυσικά και τελικά έκλινα προς αυτό.

Μερικοί αναγνώστες προτιμούν την απλή ανάλυση, άλλοι συνδέονται περισσότερο με την προσωπική αφήγηση και κάποιοι έλκονται από τη λυρική πεζογραφία. Δεν ήθελα το βιβλίο να περιοριστεί σε έναν μόνο τρόπο έκφρασης. Δομικά, ξεκίνησα με μια πιο θεωρητική βάση, και καθώς το βιβλίο ξετυλίγεται, το επιχείρημα παίρνει πιο απτές, συγκεκριμένες μορφές. Αυτή η μετάβαση ήταν σκόπιμη – ήθελα να περάσω από την αφαίρεση στην πραγματικότητα, από τις ιδέες στη βιωμένη εμπειρία. Όσο για τις εναλλαγές μεταξύ «εγώ», «εμείς» και «αυτοί», αυτό ήταν μια αντανάκλαση του παλαιστινιακού κατακερματισμού. Μπορεί να είναι δύσκολο να μιλήσουμε με συλλογικούς όρους όταν η παλαιστινιακή εμπειρία είναι τόσο διχασμένη – μεταξύ της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, της Ιερουσαλήμ, της Χάιφα, της διασποράς. Οι πραγματικότητές μας είναι διαφορετικές, οι αγώνες μας διαμορφώνονται από διαφορετικές συνθήκες. Μερικές φορές, νιώθω το «εμείς» ως ακριβές· άλλες φορές, πρέπει να κάνω ένα βήμα πίσω και να πω «αυτοί» γιατί δεν μοιράζομαι μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Οφείλω επίσης να ομολογήσω ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η χρήση του «αυτοί» ήταν νομική απόφαση. Υπήρχαν στιγμές που έγραψα σε πρώτο πρόσωπο -όπου είπα, «Πήρα το τουφέκι», για παράδειγμα-, αλλά με συμβούλεψαν να το αλλάξω για νομικούς λόγους, ιδιαίτερα λόγω των νόμων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την υλική υποστήριξη προς την τρομοκρατία. Είχα τις αντιρρήσεις μου για το αν θα ακολουθούσα αυτήν τη συμβουλή, αλλά τελικά κράτησα κάποιες από αυτές τις αλλαγές γιατί μου άρεσε ο ρυθμός που δημιούργησαν.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Ενδιαφέρον. Βλέπω επίσης μια σκόπιμη απόρριψη ακαδημαϊκών συμβάσεων στο στυλ σας. Το βιβλίο είναι βαθιά αναλυτικό, αλλά δεν ακολουθεί τις άκαμπτες δομές της ακαδημαϊκής γραφής. Έχει μια σχεδόν προφορική ποιότητα μερικές φορές – σαν να συνομιλείτε απευθείας με τον αναγνώστη. Αποφύγατε συνειδητά μια ακαδημαϊκή προσέγγιση;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Απολύτως. Δεν υπήρξα ποτέ ακαδημαϊκός – έχω γράψει ίσως δέκα ακαδημαϊκές εκθέσεις στη ζωή μου και δεν έχω την κατάρτιση για να γράφω σ’ αυτό το στυλ. Αλλά πολύ περισσότερο, δεν ήθελα. Το βιβλίο έπρεπε να είναι ευανάγνωστο, έπρεπε να έχει ρυθμό, έπρεπε να ξεφύγει από τις τυποποιημένες δομές που κυριαρχούν στη γραφή για την Παλαιστίνη.

Γι’ αυτό στράφηκα προς ένα ύφος που συνδυάζει διαφορετικά ύφη -λυρικά αποσπάσματα, πολεμικές κριτικές, προσωπικό προβληματισμό, πολιτική ανάλυση. Όταν έγραφα, είχα στο μυαλό μου τον Λόγο για την Αποικιοκρατία του Αιμέ Σεζαίρ. Αν και έχω κάποιες ιδεολογικές διαφωνίες μαζί του, θαυμάζω τον πώς μετατοπίζεται μεταξύ της ποίησης και της οξείας πολιτικής κριτικής, μερικές φορές μάλιστα φωνάζει απευθείας άτομα με το όνομά τους πριν επιστρέψει σε λυρικά αποσπάσματα. Αυτό το είδος της ρευστότητας μου μίλησε.

Στο τέλος, ήθελα να γράψω το βιβλίο με τον μόνο τρόπο που ξέρω – συνδυάζοντας αυτά που αγαπώ στην ποίηση, αυτά που βρίσκω πιο συναρπαστικά στην πολιτική γραφή και όσα έχω μάθει από τις δικές μου εμπειρίες από την επαφή με το κοινό σε διαφορετικά περιβάλλοντα.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Το βιβλίο δεν αφορά μόνο την Παλαιστίνη – αφορά και το τι σημαίνει η Παλαιστίνη για τον κόσμο. Ο αγώνας δεν αφορά μόνο τον τερματισμό της σιωνιστικής αποικιοκρατίας. έχει να κάνει με το πώς είναι δομημένη η παγκόσμια τάξη. Τι σημαίνει να είσαι αλληλέγγυος με την Παλαιστίνη, όχι απλώς αλληλέγγυος με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου ζητήματος που τίθεται σχετικά με την τάξη πραγμάτων στην οποία ζούμε όλοι;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Το θέσατε τέλεια. Οι άνθρωποι στη Δύση αντιμετωπίζουν συχνά την Παλαιστίνη ως κάτι μακρινό, σαν να είναι μια ατυχής τραγωδία που εκτυλίσσεται στο περιφερειακό μέρος της ματιάς τους. Αλλά η Παλαιστίνη δεν είναι μια ανωμαλία – είναι μια αντανάκλαση του πώς λειτουργεί ο κόσμος. Ο αγώνας ενάντια στον Σιωνισμό είναι ένας αγώνας ενάντια στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων που του επιτρέπει να υπάρχει. Τα όπλα που χρησιμοποιούνται εναντίον μας στη Γάζα εξάγονται στα αστυνομικά τμήματα των ΗΠΑ. Η τεχνολογία παρακολούθησης που δοκιμάστηκε σ’ εμάς πωλείται σε αυταρχικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο. Η λογική της ρατσιστικής εκκένωσης, της διαγραφής, της αποικιοκρατίας των εποίκων δεν σταματά στην Παλαιστίνη.

Το ζήτημα της Παλαιστίνης δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης για έναν λαό. Αφορά το μέλλον του κόσμου. Σε τι κόσμο θέλουμε να ζούμε; Εάν η γενοκτονία στη Γάζα είναι ένας δείκτης, τότε οδεύουμε προς έναν κόσμο ολοκληρωτικής επιτήρησης, πολέμου που καθοδηγείται από την τεχνητή νοημοσύνη και μαζικών εκτοπισμών. Ο αγώνας ενάντια στον Σιωνισμό είναι ένας αγώνας ενάντια στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων που του επιτρέπει να υπάρχει.

Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ: Στο βιβλίο, αφιερώνετε το έργο σας στον Ομάρ*, ο οποίος είναι φυλακισμένος. Τον αναφέρετε σε όλο το κείμενο. Ενώ συζητάμε, βλέπουμε κάποιους κρατούμενους να απελευθερώνονται και φυσικά, υπάρχει ελπίδα ότι ο Ομάρ θα είναι σύντομα ανάμεσά τους. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η αφιέρωση;

Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ: Ήθελα να αφιερώσω το βιβλίο στον Ομάρ ως μια μικρή χειρονομία ευγνωμοσύνης για όλα όσα μου έχει διδάξει, για τους τρόπους που προκάλεσε τη σκέψη μου όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά πέρα από αυτό, ήταν επίσης απαραίτητο για μένα – να υπενθυμίσω στον εαυτό μου γιατί έγραφα εξαρχής. Υπήρξαν στιγμές που αμφισβήτησα το σκοπό της γραφής, όταν ένιωσα παράλυτος από το τεράστιο μέγεθος αυτού που συνέβαινε στη Γάζα και από τη γνώση ότι η γλώσσα, τελικά, δεν μπορεί να σταματήσει τις βόμβες. Αλλά το να θυμάμαι τον Ομάρ, να θυμάμαι τους Παλαιστίνιους κρατούμενους -που δεν είναι μόνο πολιτικοί αιχμάλωτοι αλλά και σύμβολα του συλλογικού μας αγώνα- μου έδωσε καθαρότητα. Το βιβλίο έπρεπε να τονίσει πόσο βαθιά προσωπικά είναι όλα αυτά. Η απόσταση από την Παλαιστίνη, από τον άμεσο αγώνα, μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση απόσπασης και ήθελα ν’ αντισταθώ σε αυτό. Η συμπερίληψη του Ομάρ στο βιβλίο ήταν ένας τρόπος να προσγειωθώ σ’ αυτό που πραγματικά έχει σημασία. Δεν ξέρω αν θα το διαβάσει όταν αποφυλακιστεί, αλλά ελπίζω όταν το κάνει, να του δώσει μια ελάχιστη έστω στιγμή χαράς. Αυτή είναι πραγματικά η υψηλότερη φιλοδοξία που έχω γι’ αυτήν την αφιέρωση και το βιβλίο.

*Ο Αμπνταλτζαβάντ Ομάρ είναι Παλαιστίνιος λόγιος και θεωρητικός του οποίου το έργο επικεντρώνεται στην πολιτική της αντίστασης, της αποαποικιοποίησης και του Παλαιστινιακού αγώνα.

επιμέλεια Θέμις Αμάλλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το