Παύλου Κούφη: Η πρώτη εμφάνιση των ανταρτών στα Άλωνα Φλωρίνης

Άνοιξη του 1943. Η Φλώρινα στενάζει κάτω από την μπότα των χιτλεροφασιστών καταχτητών. Μαύρη, ατέλειωτη νύχτα. Πείνα. Άγρια τρομοκρατία. Μια μικρή εικόνα της τρομοκρατίας της εποχής εκείνης μπορεί να δώσει το ακόλουθο περιστατικό.

Κατέβαινα συχνά από το χωριό στη Φλώρινα. Μια μέρα, καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, κεντρικού δρόμου της πόλης, περνάει δίπλα ένας γερμανός με τα χέρια στη μέση. Ακούμπησε ο αγκώνας του στο πλευρό μου. Αγρίεψε και όρμησε επάνω μου. Έβγαλε την ξιφολόγχη να με σφάξει! Το ‘βαλα στα πόδια. Τρέχει κι αυτός από πίσω, με κυνηγά με το ξίφος γυμνό. Μπήκα δίπλα σε ένα υαλοπωλείο να κρυφτώ. Μπαίνει κι αυτός. Πρόλαβα και πήδησα τον πάγκο. Τώρα ο ναζίστας δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αλλιώς το ξίφος του, παρά μόνο σαν ρόπαλο. Μου έδωσε μερικά χτυπήματα στο κεφάλι, ξεθύμανε και έφυγε.

Μάτωσαν τα χέρια μου από τα χτυπήματα. Τα είχα βάλει μπροστά να φυλάξω το κεφάλι.

Στο μεταξύ, ο μαγαζάτορας είχε γίνει άφαντος. Όλος ο κόσμος που κυκλοφορούσε στο δρόμο, πουλητές και αγοραστές από τα μαγαζιά τριγύρω, σταμάτησαν και παρακολουθούσαν το φριχτό θέαμα, άναυδοι. Με κομμένη την ανάσα. Πιο πολύ, όμως, τα χρειάστηκε ο υαλοπώλης. Παιδικός μου φίλος, συγχωριανός, ο Γεώργιος Αντωνίου Τσώτσος. Σαν πέρασε ο κίνδυνος, βγήκε από το καταφύγιό του κατάχλωμος και μου είπε με παράπονο:

-Εδώ βρήκες να κρυφτείς;

Μόλις τότε, την Άνοιξη του 1943, είχε αρχίσει για μας να αναδίνεται λίγο φως. Να γλυκοφέγγει η ελπίδα της λευτεριάς. Να νιώθουμε πως αρχίσαμε να μπαίνουμε πια στην αρχή του τέλους της μεγάλης νύχτας. Από διάφορα κανάλια, έφταναν τα μαντάτα για τις νίκες των συμμαχικών δυνάμεων στα διάφορα μέτωπα. Την τιτανομαχία του Στάλινγκραντ. Την ηρωική αντίσταση και το ξεσήκωμα των λαών ενάντια στους φασίστες καταχτητές.

Οι φήμες για το αντάρτικο έδιναν και έπαιρναν: «Στο τάδε χωριό μπήκαν». «Πόσοι πολλοί ήσαν!» «Με τουφέκια και αυτόματα στους ώμους. Με χειροβομβίδες. Με πολυβόλα!»

Τα κουβεντιάζαμε ψιθυριστά, κρυφά. Και περιμέναμε να έρθει και η δική μας η σειρά. Ανυπόμονοι και με κρυφή χαρά.

Επιτέλους, ήρθαν!

Μια βραδιά, περασμένα μεσάνυχτα θα ‘τανε, 12 ή 13 του Απρίλη, ακούμε χτύπους στην πόρτα.

-Δάσκαλε, άνοιξε. Ήρθαν τ’ αδέλφια.

Ήταν ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, Πρόεδρος του χωριού. Μαζί του και ένας άγνωστος οπλισμένος. Είχε σκεπάσει το πρόσωπό του με ένα μαντήλι. Μόνο τα μάτια του γυάλιζαν, στο σκοτάδι. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Τότε, η Εφορία Φλωρίνης μού είχε αναθέσει να κρατώ τους λογαριασμούς των χωρικών. Πόσα έσπειρε ο καθένας, για να παραδώσει το δέκατο της σοδιάς του. Ήταν νόμος της κατοχικής «Ελληνικής κυβέρνησης». Ζήτησαν τους καταλόγους και ό,τι άλλα σχετικά έγγραφα είχα. Άλλο που δεν περίμενα. Τα έδωσα όλα και βγήκαμε μαζί στο μεσοχώρι. Εκεί ανοίξαμε το σχολείο. Έκοψαν το τηλέφωνο, μάζεψαν και άλλα χαρτιά από το κοινοτικό γραφείο, τα έριξαν σωρό στην πλατεία και βάλανε φωτιά. Πιάστηκαν όλοι τους χέρι-χέρι και το ‘στρωσαν στο χορό και το τραγούδι γύρω από τη φωτιά.

Τραγουδούσαν όλοι και επαναλάβαιναν κάθε στιχάκι δυο φορές:

Για σε Πατρίδα μας Ελλάδα, ζώσαμε τ’ άρματα ξανά,

Τη λευτεριά μας για να βρούμε πήραμε κάμπους και βουνά.

Αυτά που έγραψεν ο Ρήγας έναν καιρό παλιό καιρό,

Οι παρτιζάνοι απ’ τα Βαλκάνια τα κάναν έργο ζωντανό.

Θα φτιάσουμε μια κοινωνία, όλ’ οι λαοί να ενωθούν,

Μίση παλιά και άλλες έχθρες παντοτινά να ξεχαστούν.

Σ’ αυτόν τον ιερό αγώνα έχουμε σύμμαχους γερούς,

Σε θάλασσα, στεριά κι αέρα, τους δημοκρατικούς λαούς.

Νε σάκαμε μπογκάτστβο, νε σάκαμε παρί.

Τουκ’ σάκαμε σλομπόντα, τσσοβετσκι πραβινί

(Δεν θέλουμε τα πλούτη, δεν θέλουμε λεφτά,

μον’ θέλουμε λευτεριά και δίκια ανθρωπινά).

Για πρώτη φορά βλέπαμε αντάρτες. Ένας κόσμος παρδαλός. Άντρες μεστωμένοι με μουστάκια και παιδιά αμούστακα. Πρόσωπα μουτζουρωμένα, μαυρισμένα. Ένας με δίκωχο στο κεφάλι και άλλος με μια παλιοτραγιάσκα ή σκούφο. Με τσαρούχι στο πόδι ή παλιό άρβυλο. Κρεμασμένη στην πλάτη μια παλιοκαραμπίνα ή αυτόματο. Χόρευαν. Πηδούσαν ζωηρά και τραγουδούσαν. Μαζί τους και πολλοί νέοι του χωριού.

Ήταν ένα μεγάλο αντάρτικο τμήμα. Έλληνες, γιουγκοσλάβοι και βούλγαροι μαζί. Οι έλληνες ξεχώριζαν από το σήμα του ΕΛΑΣ. Οι γιουγκοσλάβοι και βούλγαροι από το κόκκινο αστέρι στο καπέλο.

Εδώ ανοίγω μια παρένθεση.

Μεγάλο μέρους του πληθυσμού της περιοχής, την εποχή εκείνη, ήταν σλαβομακεδόνες. Μετά το διώξιμο των τούρκων το 1912-1913, οι ελληνικές αρχές που εγκαταστάθηκαν εκεί, ακολουθούσαν απέναντί τους τακτική βίαιου εξελληνισμού και διωγμών. Από τη μια μεριά, επίσημα, αγνοούσαν την ύπαρξή τους, έκλειναν τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα και τους θεωρούσαν έλληνες. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, σλαβόφωνους έλληνες. Ενώ, από την άλλη, τους αποκαλούσαν περιφρονητικά βουλγάρους.

Η πολιτική αυτή των διώξεων και διακρίσεων πήρε την ακραία της μορφή στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936. Τότε, και επίσημα πια, απαγορεύτηκε στους σλαβομακεδόνες η χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Όσοι συλλαμβάνονταν να τη μιλούν οδηγούνταν στα δικαστήρια, υποβάλλονταν σε βασανιστήρια, τιμωρούνταν με βαριά πρόστιμα και εξορίες. Είχαμε και το εξής τραγελαφικό φαινόμενο: Ενώ ο γιος πολεμούσε τους φασίστες εισβολείς στο Μέτωπο, έχυνε το αίμα του με το όπλο στο χέρι για την πατρίδα, ο πατέρας του στελνόταν εξορία στα ξερονήσια σαν βούλγαρος. Στη διάρκεια του πολέμου, τρεις χωριανοί μας εξορίστηκαν στη Χίο: Κούρτης Θεμελής, Κούρτης Δημήτρης του Χρήστου, Βραντσίδης Αθανάσιος του Βασιλείου.

Σε τέτοια κατάσταση διχασμού και διωγμών βρέθηκαν οι σλαβομακεδόνες όταν, ύστερα από την προδοσία των πεμπτοφαλαγγιτών στρατηγών, εισέβαλαν στην Ελλάδα οι γερμανοί και ιταλοί καταχτητές με τους δορυφόρους τους βούλγαρους φασίστες. Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, που απαιτούνταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά ενότητα πάλης ολόκληρου του λαού της Ελλάδας, μια μικρή μερίδα σλαβομακεδόνων, εξαιτίας της καταπιεστικής πολιτικής που εφάρμοζε ενάντιά τους το επίσημο ελληνικό κράτος, έδειχνε στην αρχή έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο κίνημα αντίστασης του ελληνικού λαού. Οι σλαβομακεδόνες αυτοί, κατεχόμενοι από το δικαιολογημένο μίσος ενάντια στην ελληνική αντίδραση, στην αρχή δεν μπόρεσαν να δουν ότι για τις διώξεις ενάντιά τους δεν φταίει ο ελληνικός λαός, που και ο ίδιος υπόφερε και υποφέρει από το καθεστώς της ελληνικής πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Δεν μπόρεσαν να δουν ότι το συμφέρον τους απαιτεί να συνενώσουν την πάλη τους στον κοινό πατριωτικό αντιφασιστικό αγώνα με τον ελληνικό λαό. Μερικοί παρασύρθηκαν από τα σοβινιστικά συνθήματα των βουλγάρων φασιστών και των οργάνων τους. Υπήρχε κίνδυνος να ανάψει ένας αδελφοκτόνος πόλεμος ανάμεσα σε σλαβομακεδόνες και έλληνες.

Να πόσο επιζήμια για το λαό, για την απελευθερωτική του πάλη αποδείχτηκε η πολιτική των διώξεων κατά των σλαβομακεδόνων που εφάρμοζαν οι αντιδραστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας.

Ορισμένα χωριά, μάλιστα, είχαν πάρει όπλα από τον καταχτητή να πολεμήσουν τους αντάρτες.

Το ΚΚΕ είδε, επισήμανε έγκαιρα τους κινδύνους και πήρε τα ανάλογα μέτρα. Δεν έπρεπε να χαριστεί στον εχθρό το μέρος αυτό του πληθυσμού. Έπρεπε να κερδηθεί και να πάρει τη θέση του στο κίνημα που αντικειμενικά, του ανήκε. Αυτό το σκοπό επιδίωκαν οι επιβλητικές κοινές εμφανίσεις ενωμένων αντάρτικων τμημάτων στα γύρω χωριά. Να δον οι παραπλανημένοι με τα μάτια τους, να ακούσουν για τα «αγαθά» της βουλγάρικης φασιστικής κατοχής από κείνους που τα γεύονταν και είχαν αρπάξει τα όπλα να την πολεμήσουν.

Ο Αλέκος Σιέμπης, Α΄ Γραμματέας της Π.Ε. Φλώρινας ΚΚΕ (Απρίλης 1941-Νοέμβρης 1943). Σκοτώθηκε στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1949

Κλείνω την παρένθεση.

Καθώς συγκεντρώθηκε κόσμος πολύς – άντρες, γυναίκες, παιδιά – ανέβηκε στο φράχτη του ηρώου ένας ψηλός, λιγνός μεσόκοπος άντρας με γυαλιά. Ήταν ο διοικητής των γιουγκοσλάβων ανταρτών. Μίλησε για το όργιο των βουλγάρων φασιστών. Για τους προδότες, τον αγώνα, τη λευτεριά. Με πάθος. Δεν ήταν λόγια αυτά που έβγαιναν από το στόμα του. Ήταν σπίθες που άναβαν φωτιές. Φωτιές. Μια φράση συγκράτησα από τον πύρινο εκείνο λόγο του, κατά λέξη. Μου είχε κάνει εντύπωση η παραστατικότητά της.

-Οι βούλγαροι μοναρχοφασίστες, είπε, λένε πως μας φέρανε τη λευτεριά. Την είδαμε τη «λευτεριά» τους. Γουμάρια ήμασταν και γουμάρια απομείναμε. Τα σαμάρια μονάχα που μας άλλαξαν.

Τα ‘λεγε για να τα ακούσουν κείνοι που επηρεάζονταν από τη φασιστική βουλγαρική προπαγάνδα. Όπως είναι γνωστό, η τοτινή μοναρχοφασιστική Βουλγαρία, δορυφόρος της χιτλερικής Γερμανίας, είχε προσαρτήσει το γειτονικό γιουγκοσλάβικο τμήμα της Μακεδονίας και δούλευε εντατικά με τα όργανά της για να επεκτείνει την προσάρτηση και στην ελληνική Μακεδονία.

Με το ίδιο πνεύμα μίλησε και άλλος αντάρτης, με βουλγάρικη στολή, από μέρος ομάδας βουλγάρων στρατιωτών που είχαν προσχωρήσει στους αντάρτες. Τελευταίος ανέβηκε στο βήμα ελασίτης.

Όλους τους καταλάβαμε. Δεν χρειάζονταν διερμηνείς. Ήταν λόγια που άγγιζαν την καρδιά.

Θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό!

Σμρτ να φασσίσμοτ, σλομπόντα να ναρόντοτ!

Έτρεξαν οι νεολαίοι στα σπίτια. Τους φορτώσαμε τρόφιμα και τους ξεπροβοδίσαμε στα σκοτάδια. Θυμάμαι που έβγαλαν έξω στην πλατεία έναν πίνακα του σχολείου, τον στήσανε ψηλά και χάραξαν με μεγάλα γράμματα: ΖΗΤΩ ΟΙ ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΙ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη παρτιζάνος. Και δεν μπορούσα να μπω καλά στο νόημά της. Από τότε, η λέξη αυτή έγινε η πιο διαδομένη και αγαπητή. Την πρόφεραν μικροί και μεγάλοι.

Πριν χωρίσουμε, με πλησίασε ένα ανταρτόπουλο ελασίτης. Φορτωμένο με μια χοντρή άσπρη βελέντζα. Ήταν γνωστό μου εβραιόπουλο από τη Φλώρινα. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Οι ναζήδες υποχρέωσαν τους εβραίους να ράψουν στο ρούχο τους ένα μεγάλο κίτρινο αστέρι. Τους σημάδεψαν να ξεχωρίζουν από μακριά. Τους μαζεύανε μικρούς και μεγάλους και τους στέλνανε σε ειδικά στρατόπεδα. Εκεί τους καίγανε ζωντανούς. Τους κάνανε σαπούνι. Κείνες τις μέρες, το εβραιόπουλο είχε βγει στο βουνό και του έρχονταν βαριά η βελέντζα. Με παρακάλεσε να του την αλλάξω. Του έδωσα κουβέρτα. Ένα χοντρό, μπλε υπόσαγμα που είχα φέρει από το στρατό.

Την άλλη βραδιά, πήραν στο γειτονικό χωριό Τρίβουνο. Οι οπλισμένοι τριβουνιώτες, επηρεασμένοι από τη βουλγάρικη φασιστική προπαγάνδα, τους παράδωσαν τα όπλα χωρίς να ρίξουν τουφεκιά. Και μόλις ξημέρωσε, πρωί-πρωί, τρέξανε στη Φλώρινα, στη γερμανική κομαντατούρα, να δώσουν το μαντάτο στον Κάλτσεφ. Για «το κακό που τους βρήκε». Ο Ηλίας Καρατσόρης με άλλους δυο χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν στο γραφείο του.

-Μεγάλο κακό μας βρήκε, του λένε.

-Τι; Ποιο είναι το μεγάλο κακό;

-Το και το, του λένε. Ήρθαν οι σουμκάρηδες, κύκλωσαν το χωριό και μας πήραν τα όπλα! (Σουμκάρηδες λέγανε περιφρονητικά οι βούλγαροι τους αντάρτες. Κάτι σαν το «κατσαπλιάδες»).

-Ωχ, καημένοι και σεις, τους λέγει με προσποιητή αδιαφορία. Αυτό σας στενοχώρησε; Έχει όπλα η Βουλγαρία…

Έτσι υποδεχτήκαμε τους πρώτους αντάρτες. Τους φανταζόμασταν σαν κάτι το ασύλληπτο. Πρόσωπα μυθικά. Με δύναμη υπερφυσική. Ημίθεους. Κι αυτοί δεν ήσαν παρά απλοί άνθρωποι. Σαν και μας. Με τσαρούχια. Με ένα παλιό δίκωχο στο κεφάλι ή τριμμένη τραγιάσκα. Ηλιοκαμένοι, μουτζουρωμένοι, λασπωμένοι. Και γι’ αυτό ακριβώς, επειδή ήσαν τέτοιοι, μίλησαν ίσα στην ψυχή. Άναψαν πυρκαγιά στο χωριό. Οι νέοι, ιδιαίτερα, γίνανε ακράταγοι. Βούιξαν τα παρτιζάνικα τραγούδια. Πήραν το δρόμο του βουνού οι πρώτοι αντάρτες ελασίτες, Τσώτσος ή Κοσμάς Ηλίας του Ιωάννου, Κιατίπης Ηλίας του Μποζίνη, Στάμκος Δημήτριος του Γεωργίου.

Αργότερα μάθαμε περισσότερες λεπτομέρειες. Η κομματική οργάνωση του χωριού κρατούσε επαφή και συνεννοήθηκε πότε θα έκαναν την εμφάνισή τους. Δημιούργησε το κλίμα της αναμονής. «Σήμερα θα ‘ρθουν, αύριο θα ‘ρθουν». Κι όταν ήρθαν, όλα ήταν έτοιμα. Όλο το χωριό στο πόδι. Ο καθοδηγητής της αχτιδικής οργάνωσης Στάμκος Δημήτριος του Γεωργίου, που κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Σταύρος, τους έφερε από το διπλανό χωριό Μπούφι (σημερινό Ακρίτας). Οι οργανωμένοι νέοι τούς βοήθησαν να βάλουν σκοπιές γύρω από το χωριό. Φύλαξαν και αυτοί μαζί τους. Ο  γραμματέας του ΚΚΕ του χωριού Συμεών Χρήστου Δημητριάδης (Ντήμτσες) φύλαξε με τον Γιάννη Λαζάρου Τσώτσο. Ο Τσώτσος ήταν αντάρτης συγχωριανός μας εγκατεστημένος στη Φλώρινα. Την ώρα που οι άλλοι καίγανε τα χαρτιά και χόρευαν γύρω από τη φωτιά, αυτοί φύλαγαν το δρόμο από τη Φλώρινα προς το χωριό.

-Πιάσαμε μαζί την τοποθεσία «Μαναστίρτσετο» – διηγείται ο Σίμος – έξω από το χωριό, και στήσαμε το οπλοπολυβόλο στην καλύβα του Κούρτη. Αν παρουσιαστεί κίνδυνος, να έρχονται από την Φλώρινα, θα ρίχναμε μερικές ριπές, σύνθημα πως πρέπει να πάρουν τα μέτρα τους οι άλλοι. Μπάι Βάνε τονε λέγανε στο αντάρτικο. Τον λέγανε και Στόγιαν. Δεν ήθελε να φανερωθεί για να αποφύγει τα αντίποινα των γερμανών ενάντια στην οικογένειά του.

Ο Αρριανός (Αριστοτέλης Χοτούρας) διηγείται τα εξής για τον Μπάι Βάνε:

-Λαμπρό παλικάρι ο Τσώτσος. Και στη μάχη μα και κατά την ξεκούραση, με τα αυτοσχέδια μονόπραχτα που σκάρωνε και άλλες εκδηλώσεις σε ώρες ανάπαυσης. Σκοτώθηκε τον Ιούλη του 1944 στη Βάλια Κάλντα με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανών στη μάχη.

Στρατιωτικός διοικητής του γιουγκοσλάβικου τμήματος ήταν κάποιος Στρογκώφ, δάσκαλος. Πολιτικός επίτροπος κάποιος Κόλε, δικηγόρος. Σκοτώθηκαν κι οι δυο σε μάχη αργότερα στη Γιουγκοσλαβία.

Ο ελασίτης με το κρυμμένο πρόσωπο που πήρε τα χαρτιά από το σπίτι ήταν ο Μάρκος Σεχίδης. Σημαδεμένος κομμουνιστής από τη Φλώρινα. Γνωστός μου από τα μαθητικά του χρόνια στο Γυμνάσιο Φλώρινας.

Το εβραιόπουλο, όπως έμαθα αργότερα, κρυβόταν με το ψευδώνυμο Ταρζάν.

Και οι αντάρτες ελασίτες, και οι άλλοι αγωνιστές πατριώτες που δούλευαν στις παράνομες απελευθερωτικές οργανώσεις, ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), την ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), την ΕΑ (Εθνική Αλληλεγγύη) κλπ, όλοι τους προσπαθούσαν να κρυφτούν, να μη μαθευτεί το όνομά τους, τι δουλιά κάνουν και πού βρίσκονται. Απόφευγαν να βγουν στο φανερό. Κρύβονταν με διάφορα ψεύτικα ονόματα. Να μερικά ψευδώνυμα των πιο γνωστών ανταρτών της περιοχής:

-Λέων (Σουπούρκας Ναούμ) από την Καληνίκη Φλώρινας. Καπετάνιος του πρώτου αντάρτικου συγκροτήματος στο Βίτσι. Πέθανε πολιτικός πρόσφυγας στη Σόφια. Σε σημειώσεις του διηγείται ο ίδιος για το πρώτο ξεκίνημα του αντάρτικου στη Φλώρινα τα εξής: «Όταν το Στάλινγκραντ ήταν ακόμα κυκλωμένο σχεδόν, και πολλοί λέγανε ότι σήμερα-αύριο θα πέσει, εμείς με την περιφερειακή οργάνωση του ΚΚΕ – Ζιώγα, Σιέμπη – αποφασίζαμε να βγάλουμε στο βουνό τους πρώτους αντάρτες. Αρχίσαμε από 15-16 του Γενάρη (1943) να τους συγκεντρώσουμε στο δικό μας σπίτι. Στις 18 Γενάρη φέρνουν τον Τίγρη. Λίγο αργότερα τον Σπύρο από την Κλαμπούτσιστα (Πολυπλάτανο) και αργότερα από το χωριό Κλέστινα τους Θαρραλέο, Σωφέρη, Κεραυνό, Σωτήρη.

Ο Θανάσης Ζιώγας

Όλοι έλληνες πρόσφυγες. Αργότερα, από την Φλώρινα φέρνουν τον Ηρακλή (Παναγιώτης Μασιώτης) Μπαρμπαγιάννη και Περιστέρη, και στις 21 του Γενάρη τον Αετό. Ως εδώ, όλοι έλληνες με ψευδώνυμα. Τρεις σλαβομακεδόνες από το χωριό μου: εγώ, ο Μαραγκός, ο Κωνσταντίνοφ. Έτσι γινήκαμε 13 άτομα. Αυτοί είναι οι πρώτοι αντάρτες στην περιοχή της Φλώρινας. Η Περιφερειακή Επιτροπή διορίζει εμένα πολιτικό Επίτροπο και τον Αετό για στρατιωτικό. Στις 24 του Φλεβάρη, τη νύχτα, ξεκινήσαμε από το σπίτι μου για το χωριό Νεοχωράκι, στον αχυρώνα του Σάββα Ιορδανίδη. Την άλλη νύχτα, αφοπλίσαμε τους 12 χωροφύλακες στο χωριό Μελίτη. Από κει, πήγαμε στην Κολχική, όπου παραμείναμε 24 ώρες. Μετά, πήγαμε στην Τριανταφυλλιά, όπου μείναμε 10 μέρες στον αχυρώνα του γέρου Στόγιαν Γκότσεφ… Κάναμε την εμφάνισή μας στα χωριά περικοπή, Κορυφή, Νερέτι…».

-Αετός (Παπαδόπουλος Κώστας) από το Αμμοχώρι Φλώρινας. Είχε καταφύγει εκεί ύστερα από τις σφαγές της Δράμας, με την προσάρτηση στη Μοναρχοφασιστική Βουλγαρία. Αργότερα, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και στάλθηκε να οργανώσει το αντάρτικο στη Δράμα. Καπετάνιος Τάγματος του ΕΛΑΣ στο Παγγαίο και μετά την απελευθέρωση μέλος του συμμαχικού στρατηγείου Ανατολικής Μακεδονίας, από μέρος του ΕΛΑΣ. Διοικητής Τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού σκοτώθηκε στη μάχη των Παπάδων Δράμας το 1948.

-Αρριανός (Χοτούρας Αριστοτέλης) από τη Λευκοθέα Κοζάνης. Από τους πρώτους αντάρτες στο Βόιο. Ήρθε στο Βίτσι με 4 συγκροτήματα. Είχαν φύγει στο μεταξύ οι γιουγκοσλάβοι με τους βούλγαρους αντάρτες. Σήμερα, πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκέντη της Σοβιετικής Ένωσης.

-Αμύντας (Σπανός Κοσμάς) από το Λέχοβο Φλώρινας. Από τους πρώτους αντάρτες στο Βίτσι. Σήμερα, πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία.

Ο ελασίτης αγωνιστής Γιάννης Περπερίδης (Επαναστάτης) από τους Άγιους Ανάργυρους Φλώρινας, που πολέμησε κάτω από τις διαταγές τους, γράφει τα παρακάτω: «Ο Αμύντας ήταν ένας από τους καλύτερους στρατιωτικούς αρχηγούς, όχι μόνον όταν δυνάμωσε ο ΕΛΑΣ και τα συγκροτήματα έγιναν Αρχηγείο Βίτσι, αλλά από το πρώτο ξεκίνημα του αντάρτικου κινήματος στην περιοχή μας. Κι όταν μπαίναμε στη μάχη, ορμούσαμε με το όνομα του Αρριανού και του Αμύντα. Τους είχαμε βγάλει και τραγούδι, γιατί ήταν λαμπροί ηγέτες:

Εχουμε τον Αρριανό στο Τάγμα αρχηγό μας, Αμύντα λεοντόκαρδο έχουμε λοχαγό μας».

-Μακεδόνας (Νεδέλκος Γεώργιος του Δημητρίου), γιατρός από τη Φλώρινα. Από τους πρώτους αντάρτες στη Φλώρινα. Σήμερα, πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία.

Άλλα πολύ γνωστά ψευδώνυμα ελασιτών της Φλώρινας:

-Κεραυνός (Αποστολίδης Χρήστος) από τις Κάτω Κλεινές. Πρωτοπόρος αντάρτης με την ομάδα του Λεών και Αετού. Σκοτώθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο το 1946. Λαμπρό παλικάρι.

-Αυγερινός (Παπαδόπουλος Γιάννης) από το Αμμοχώρι. Αδελφός του Αετού. Είχαν καταφύγει εκεί μετά τις σφαγές της Δράμας. Σκοτώθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο το 1946.

-Καμό ή Σωτήρης (Κορίνας Πέτρος) από το Αμύνταιο. Ατρόμητος λαϊκός εκδικητής. Φόβος και τρόμος των προδοτών. Από τους πρωτεργάτες στο εγχείρημα του Σταθμού της Βεύης. Όταν σταμάτησαν το τραίνο (20.5.1943) και λευτέρωσαν τον κρατούμενο αγωνιστή Αθάνατο (Χαραλαμπίδης Χαράλαμπος, φαρμακοποιός στις Άνω Κλεινές Φλώρινας. Σήμερα, πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία). Το εξαίρετο αυτό παλικάρι σκοτώθηκε, κυκλωμένος από πολυάριθμους ναζήδες αφού εξάντλησε και την τελευταία σφαίρα του πιστολιού.

Δεκαέξη παλικάρια επονίτες, μαθητές του Γυμνασίου Φλώρινας οι περισσότεροι, ήταν οι ήρωες του εγχειρήματος του Σταθμού Βεύης. Ο Περπερίδης Γιάννης (Επαναστάτης) θυμάται και τα ονόματά τους.

1.Κορίνας Πέτρος (Καμό) από το Αμύνταιο.

2.Περπερίδης Χαράλαμπος (Γρανίτης) από τους Αγίους Αναργύρους.

3.Παπαδόπουλος Γιάννης (Αυγερινός) από το Αμμοχώρι.

4.Χανής Γιάννης (Ρήγας) δάσκαλος στην Κλέστινα (Κάτω Κλεινές).

5.Νεδέλκος Γεώργιος (Μακεδόνας), γιατρός από τη Φλώρινα.

6.Αντωνιάδης Θεόδωρος, από τη Λακκιά.

7.Χατζημηνάς.

8.Βουκαλόπουλος.

9.Φιλίππου.

10.Τσακίρης Νίκος.

11.Τσακίρης Γιάννης.

12.Θεοδωρίδης Γιάννης.

13.Ισμιρίδης Γιάννης.

14.Σερβίνης Μιχάλης, σπουδαστής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Φλώρινας, από την Αγία Παρασκευή. Τους υπόλοιπους δύο από τους 16 δεν τους θυμάται.

Ο Μιχάλης Σερβίνης

Προσπαθούσαν να κρυφτούν, όπως είπα, αλλά δεν τα κατάφερναν πάντοτε. Ο εχθρός με τα τσιράκια του βρίσκονταν παντού. Και δούλευε ύπουλα. Σατανικά. Έτσι, με προδοσία, πιάστηκε, κλείστηκε στις φυλακές Επταπύργιου Θεσσαλονίκης και εκτελέστηκε ο Βαφειάδης Λάζαρος, προοδευτικός δάσκαλος, αγωνιστής. Από τους πρώτους ιδρυτές του ΕΑΜ στη Φλώρινα και μέλος της Επιτροπής Πόλης του ΕΑΜ. Πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, ήταν μέλος της οργάνωσης «Λευτεριά».

Για αντίποινα, πιάστηκαν και βασανίζονταν άγρια οι πατεράδες του γιατρού Νεδέλκου (Μακεδόνα), του δικηγόρου Κολέντση (Κόκκινου), του Τσώτσου (Στόγια ή Μπάι Βάνε). Οι χιτλεροφασίστες έβαζαν μπροστά στη φάλαγγα των αυτοκινήτων, τον Μπάρμπα Δημήτρη, πατέρα του Μακεδόνα, τον Κολέντση του Κόκκινου, τον Μπάρμπα Λάζαρο, του Μπάι Βάνε και τραβούσαν για το δρομολόγιο Φλώρινα-Κορυτσά όπου δρούσαν οι αντάρτες. Αν πατήσουν σε νάρκη, πρώτοι αυτοί να ανατιναχτούν.

**

Η επιβλητική αυτή εμφάνιση των ανταρτών έδωσε μεγάλη ώθηση στην οργάνωση του χωριού. Αναθάρρεψε ο κόσμος. Άρχισε να φεύγει ο φόβος, να διαλύεται το παραμύθι για το «ανίκητο του χιτλερικού στρατού. Ώστε θα αλλάξουν τα πράγματα. Δεν μπορεί να μείνει για πάντα η «νέα τάξη πραγμάτων», η κατοχή. Θα ξημερώσει η μέρα της λευτεριάς. Τώρα, όλοι σχεδόν οι οργανωμένοι βγήκαν στο φανερό.

Γραμματέας του ΚΚΕ ήταν ο Σίμος Δημητριάδης. Του ΕΑΜ ο Σταύρος Φιλίππου Ηλιάδης. Της ΕΠΟΝ ο Ευάγγελος Παύλου Κούρτης. Στρατιωτικός υπεύθυνος ο Σωτήρης Παντελής Χρηστίδης (Νοβάτσης). Υπεύθυνος του τύπου ο Νικόλαος Κωνσταντίνου Γιουρούκης. Βγήκαν στο φανερό και τα άλλα μέλη της οργάνωσης που έκαναν διάφορες δουλιές. Ο Φίλιππος Παντελή Βασιλείου, ο Σίμος Σωτηρίου Βραντσίδης, ο Κώστας Ηλία Γράτσος, ο Ηλίας Μποζίνη Κιατίπης, ο Πέτρος Παπαπαναγιώτου Ηλιού, ο Ευάγγελος Ανδρέου Στόικος, ο Σίμος Δημητρίου Κωνσταντινίδης, ο Σταύρος Χρήστου Μαρκούλης, ο Πέτρος Βασιλείου Γρούιος…

Στην οργάνωση των γυναικών δούλευαν η Θεοδώτα Δημητρίου Βραντσίδου (Φακίτσα), η Φανή Χρήστου Δημητριάδου, η Μελπομένη Μιχαήλ Κοσμά ή Τσώτσου, η Γιάννα Στεφάνου Βραντσίδου, η Ελένη Κώστα Τσώτσου…

Ζάρωσαν οι παραπλανημένοι. Αργότερα, οι περισσότεροι από αυτούς μπήκαν στην οργάνωση. Άλλοι πολέμησαν με το όπλο στο χέρι και έπεσαν.

Για την ιστορία, αναφέρω τα ονόματα των ανταρτών που πολέμησαν από τις γραμμές του ΕΛΑΣ:

1.Τσώτσος Ιωάννης του Λαζάρου.

2.Τσώτσος Φίλιππος του Στόιτσε.

3.Ταντσίδης Νικόλαος του Συμεών.

(Έπεσαν στις μάχες με τους χιτλεροφασίστες καταχτητές.)

4.Βασιλείου Παντελής του Θεοδώρου.

5.Μάγγος Φώτης του Αναστασίου.

6.Στάμκος Ευάγγελος του Γεωργίου.

7.Τσώτσος Νικόλαος του Κων/νου.

8.Στανόης Δημήτριος του Συμεών.

(Έπεσαν πολεμώντας από τις γραμμές του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας).)

9.Κιατίπης Ηλίας του Μποζίνη, σήμερα βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία.

10.Στάμκος Δημήτριος του Γεωργίου, σήμερα βρίσκεται στον Καναδά.

11.Τσώτσος ή Κοσμάς Ηλίας Ιωάννου, σήμερα βρίσκεται στην Τασκέντη-ΕΣΣΔ.

12.Αλεξίου Νικόλαος του Συμεών, σήμερα βρίσκεται στην Τσεχοσλοβακία.

13.Γιουρούκη Μελπομένη του Πέτρου, σήμερα βρίσκεται στην Αυστραλία.

14.Κιατίπη Χριστίνα του Κων/νου, σήμερα βρίσκεται στον Καναδά.

15.Κωνσταντινίδης Θωμάς Χρήστου, σήμερα βρίσκεται στην Ελλάδα.

16.Στόικος Βασίλειος του Σταύρου, σήμερα βρίσκεται στον Καναδά.

17.Τσώτσου ή Κοσμά Μελπομένη του Μιχαήλ, σήμερα βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία.

18.Τσώτσος Κώστας του Στόιτσε, σήμερα βρίσκεται στον Καναδά.

19.Τσώτσος Παντελής του Νικολάου.

Κι όταν αργότερα οι άγγλοι ιμπεριαλιστές με τα κανόνια τους κάθισαν καινούργιοι καταχτητές στο σβέρκο του λαού, ξανάφεραν τους δωσίλογους και προδότες στην εξουσία, ξαπόλυσαν το τρομοκρατικό όργιο ενάντια στους πατριώτες αγωνιστές και άναψαν τον εμφύλιο πόλεμο, σύσσωμο το χωριό ξεσηκώθηκε και πάλι. Αυτοστρατεύτηκε, μπήκε στον δίκαιο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού και έγινε ολοκαύτωμα.

Σαράντα τέσσερις είναι οι μαχητές που έπεσαν πολεμώντας από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ.

Εικοσιτέσσερα τα άλλα θύματα των χιτλεροφασιστών και του Εμφυλίου.

Εικοσιτρείς οι εκπατρισμένοι αγωνιστές πολιτικοί πρόσφυγες που άφησαν την τελευταία τους πνοή μακριά από την πατρίδα.

Οχτακόσιοι κείνοι που εγκατέλειψαν την πατρική τους γη ψάχνοντας να βρουν καλύτερη ζωή και βρήκαν καταφύγιο στο Τορόντο του Καναδά.

Τετρακόσιοι στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Και πόσοι άλλοι αλλού! Σε όλες τις γωνιές της γης!

Ολοκληρωτικό ξερίζωμα. Αφανισμός!

Ίσως αναρωτηθεί κάποιος και πει: Γιατί τόσα βάσανα; Τόσο αίμα και δάκρυα;

Για το δίκιο! Για τη λευτεριά!

Στη μεγάλη σύγκρουση των δυνάμεων της προόδου με την πισωδρόμηση, της δημοκρατίας και της ειρήνης με τις δυνάμεις του φασισμού και του πολέμου, τάχτηκαν με την πρόοδο και τη δημοκρατία. Με την ειρήνη! Πολέμησαν για το δίκιο.

Και θυσίες που δίνονται στον αγώνα για το δίκιο και τη λευτεριά ποτέ δεν πάνε χαμένες.

Βουκουρέστι, Μάρτης 1981

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», Συλλογή 30ή, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1982, σ.σ.49-55. Λίγες διορθώσεις στην ορθογραφία και στα σημεία στίξης από parapoda. Οι φωτογραφίες από το βιβλίο του Θανάση Ζιώγα «Η Εθνική Αντίσταση στη Φλώρινα-Καστοριά 1941-1944», εκδ. Εντός.

Βλ. επίσης

Γ. Νεδέλκου: Πώς τους αφοπλίσαμε

Γκ. Πυλάεφ: Ηρωικές παραδόσεις του ΕΑΜ στο Ξινό Νερό / Г. Пилаев: Геройските традиции на ЕАМ во Екшису

Απελευθέρωση κρατουμένου των ναζί από την ΕΠΟΝ Φλώρινας (20/05/1943)

Κλίμη Χαραλαμπίδη (Σωφέρ): Αφιερωμένο στο πρώτο αντάρτικο συγκρότημα του Βίτσι

πηγή: parapoda.wordpress.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το