Συνέργειες εκπαιδευτικών πολιτικών και γλωσσικών μαθημάτων. Πνευματικά εγκλήματα και κοινωνικοί φράχτες σε βάρος των μαθητών
της Αθηνάς Σφαιροπούλου (φιλόλογου),
- Ονομάσατε το σχέδιο για τη δομή της Γ’ Λυκείου και το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ «Ριζοσπαστικές λύσεις, προσεκτικά βήματα». Είναι ριζοσπαστικό το μόνο μάθημα γενικής παιδείας που διατηρείται στη Γ’ Λυκείου να είναι τα Θρησκευτικά, ενώ απουσιάζουν η Ιστορία, ο Ευρωπαïκός Πολιτισμός, η Βιολογία;
- Το μάθημα που εισάγεται είναι οι έξι ώρες Γλώσσα και Γραμματεία. Τα υπόλοιπα τα έχουν διδαχθεί στην Α’ και Β΄ Λυκείου, όπου και ολοκληρώνεται ο κύκλος των εγκύκλιων σπουδών. Ως προς τα Θρησκευτικά, ο τρόπος που διατυπώνετε την ερώτησή σας είναι σα να ασκείτε κριτική. Με εντυπωσιάζει πόσο προχωρημένη είναι η εφημερίδα σας !
( Από τη συνέντευξη του Κ. Γαβρόγλου στην Καθημερινή 10/9/2019 )
Θεωρούμε θετική την ενιαία εξέταση των δύο αυτών μαθημάτων, καθώς με
αυτό τον τρόπο καλλιεργείται η φιλαναγνωσία και ενισχύεται η κριτική σκέψη.
(Κοινή δήλωση της Ν. Κεραμεώς και Σ. Ζαχαράκη)
Μεγάλες αντιπαραθέσεις, άγχος και αγωνία έχει προκαλέσει στην εκπαιδευτική κοινότητα και σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που εμπλέκεται με τις Πανελλήνιες εξετάσεις η τροποποίηση που έκανε η κυβέρνηση Σύριζα και διατηρεί (παρά τις προεκλογικές καταγγελτικές της δηλώσεις ) η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αναφορικά με τη συνεξέταση του Μαθήματος της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας για τους υποψηφίους όλων των ομάδων προσανατολισμού όπως ορίζει ο τελευταίος εκπαιδευτικός Νόμος. Πέρα απ’ τις προφάσεις εν αμαρτίαις της νέας αρχής του Υπουργείου για τη διατήρηση αυτής της ρύθμισης, τύπου: «σεβόμαστε την αγωνία των μαθητών και την αναστάτωση που θα επέφερε σε ένα σύστημα που έχει ήδη ψηφιστεί» (την ώρα ωστόσο που ακόμη δεν εφαρμόστηκε!), επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά η συνέχεια του κράτους και η συνέπεια του στις βασικές κατευθύνσεις που εκκινούν απ’ το όραμα της Ευρωπαïκής Ένωσης και των παντοδύναμων καπιταλιστικών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα για το σχολείο του 21ου αιώνα. Κατευθύνσεις που πάνω από μια εικοσαετία προσαρμοσμένες στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, οργανώνουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο εκπαίδευσης, αυστηρά ιεραρχικό, δομημένο πάνω στην επιχειρηματική λογική και τη συναφή αποτελεσματικότητα, αποστεωμένο από ανθρωπιστικά ιδεώδη και αρχές δικαίου. Ένα σχολείο που υπηρετώντας το βασικό του προορισμό – την αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της κυρίαρχης ιδεολογίας – καλείται όλο και πιο επιτακτικά να υπακούει στις απαιτήσεις της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής παραγωγής και να προετοιμάζει την εργατική δύναμη ώστε να προσαρμοστεί αδιαμαρτύρητα στο πλαίσιο αυτών των απαιτήσεων. Μα θα πει κανείς: Πώς η αύξηση της διδασκαλίας των ωρών του κατεξοχήν αντικειμένου των ανθρωπιστικών σπουδών, της ελληνικής γλώσσας και η «άνοδος» της λογοτεχνίας στην πινακοθήκη των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων της Γ’ Λυκείου συνδέονται με το επιχειρηματικό πνεύμα; Μοιάζει κάπως με τον ποιητικό μύθο του πετάγματος της πεταλούδας στη θεωρία του χάους, τόσο αγαπητό στις μεταμοντέρνες αναγνώσεις του κόσμου… Πώς η de facto φροντιστηριοποίηση μιας τάξης δεν απαλλοτριώνει τα θεριεμένα με τα χρήματα των γονέων χωράφια της παραπαιδείας όπως ευαγγελίζεται ο πρώην υπουργός; Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Είναι πολλά τα χρόνια, που η διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων (και όχι μόνο) ήδη απ’ το Γυμνάσιο, καθώς και η γλώσσα ως εργαλείο σκέψης ευρύτερα, δέχθηκαν ανεπανόρθωτα πλήγματα. Ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 90’ η Λευκή Βίβλος έθεσε το στρατηγικό στόχο της επιτάχυνσης και της αύξησης της συνεισφοράς της εκπαίδευσης στην καλύτερη αποδοτικότητα της οικονομίας. Αυτό μεταφράστηκε σε συγκρότηση Αναλυτικών Προγραμμάτων που μεθόδευσαν την υποκατάσταση της «γνώσης» από τις λεγόμενες «δεξιότητες» ενώ κύριος στόχος έγινε όχι η μάθηση καθ’ εαυτή, η αναλυτική και συνθετική ικανότητα ως προϋπόθεση μιας εις βάθους κατανόησης αλλά η «εκμάθηση της μάθησης», η εξοικείωση με την περιπλάνηση σε μια σούπα πληροφοριών, ένα γρήγορο πέρασμα μέσα από θραύσματα ασύντακτων δεδομένων, μια προσομοίωση για την περιπλάνηση στην κινούμενη άμμο της εργασιακής ευελιξίας. Μαθητές και μαθήτριες κλήθηκαν να μεταμορφωθούν σε «μικρούς ερευνητές», σε «μικρούς επιστήμονες», μικρούς πειραματιζόμενους μάγους που εναλλασσόμενοι σε πληθώρα ρόλων χτίζουν τον εαυτό τους ως μελλοντικό εργαζόμενο, προγεύονται τους επαγγελματικούς τους ρόλους, αυτούς που τους επιφυλάσσουν οι μεταμορφώσεις της παραγωγικής διαδικασίας μέσα απ’ τη «δια βίου κατάρτιση και την επαγγελματική κινητικότητα». Τα ίδια τα Διαθεματικά Πλαίσια σπουδών (2001 κ. εξ) επικαλέστηκαν την παγκοσμιοποίηση για να επιφέρουν ένα καίριο χτύπημα στη συγκρότηση της σκέψης συγκολλώντας τεχνητά, πολτοποιώντας γνωστικά αντικείμενα, μετατρέποντας επιστημονικούς κλάδους σε επιστημονικούς τραγέλαφους στο όνομα του ενιαίου της γνώσης. Και όλα αυτά ενορχηστρωμένα κάτω από τη μπαγκέτα της αξιολόγησης που αναγορεύτηκε σε θεραπεία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Η επιλεκτική λειτουργία του σχολείου ενισχύθηκε έναντι της μορφωτικής. Οι τρόποι διδασκαλίας προσαρμόστηκαν στις εξετάσεις και στα τεστ, που σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και το επιχείρημα της «αντικειμενικότητας» και της άρσης της παπαγαλίας, μετατράπηκαν σε «κουίζ» διαλύοντας τη νοητική συνέχεια των απαντήσεων, αποτελειώνοντας τη δημιουργική αναδίπλωση της σκέψης και την κριτική ικανότητα που η ίδια η εξεταστική διαδικασία ούτως ή άλλως καταστρέφει προκειμένου να αριθμοποιήσει τη γνώση και να μετρήσει αποτελέσματα όπως επιβάλλεται στο χώρο της παραγωγής.
Ειδικότερα στα φιλολογικά μαθήματα κυριάρχησε η διάλυση της ενιαίας αφήγησης που πρόσφερε τη δυνατότητα συνολικής ματιάς και πραγματικής κατανόησης, επιτρέποντας τη σύγκριση, την αντιπαράθεση, την κρίση αλλά και τη συναισθηματική μέθεξη ως πρωταρχικό παράγοντα επικοινωνίας με τα κείμενα , ενοίκησης του κόσμου τους και αγάπης για τη γνώση. Τα βιβλία μετατράπηκαν σε σώματα προχειροφτιαγμένα από σπόλια αδυνατώντας να εκφράσουν αλλά και να διαμορφώσουν ταυτόχρονα στους αναγνώστες την ιδέα μιας συγκροτημένης ταυτότητας. Έτσι διαβάσαμε κάτι απ’ τον Όμηρο σε τεύχη χωρίς συνέχεια ενώ τα ιστορικά γεγονότα, επιλεκτικά δοσμένα, ανεβοκατεβαίνοντας την τραμπάλα εθνικισμού- κοσμοπολιτισμού κάλπαζαν με άλματα στις φανταχτερές πια σελίδες, διαχεόμενα σε ακατάληπτες μαρτυρίες, αντιφατικές πηγές και ασαφείς πίνακες χωρίς να συνιστούν το πεδίο ανάπτυξης των άλλων ιστοριών, εκείνων που ξεκάρφωτες ξεπηδούσαν μέσα απ’ τα βιβλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας. Την ώρα που σημαντικοί συγγραφείς εξοστρακίζονταν ως διδακτέα ύλη ο «επικαιρικός» λόγος των διαφημίσεων και των περιοδικών του συρμού έκανε ύπουλα την είσοδό του στα σχολικά βιβλία επικαλούμενος την αναγκαιότητα της σύνδεσης με τη ζωή ( βλ. αγορά) καθηλώνοντας τη σκέψη στο απαιτούμενο όριο της παραγωγής και της κατανάλωσης. Ταυτόχρονα ενισχύθηκε σε όλα τα γλωσσικά μαθήματα η ποσότητα, που παρέα με τη δυσκολία και την αναντιστοιχία των κειμένων προς την προσληπτική ικανότητα των μαθητών, απεργάζονταν συστηματικά από κοινού το σμπαράλιασμα των νοητικών τους δυνατοτήτων. Και αφού επί χρόνια παραχώσαμε βιαστικά στα κεφάλια των παιδιών πλήθος συντρίμματα από πολλά γνωστικά πεδία, διασπώντας τη λογική συνέχεια αλλά και την όποια μαγεία μπορεί να αποπνέουν τα κείμενα, αποτελειώσαμε το θεάρεστο έργο της χειραγώγησής τους απαιτώντας εργασίες κατά πολύ ανώτερες απ’ τους γνωστικούς και πνευματικούς τους ορίζοντες, κατευθύνοντάς τους έντεχνα (όσους άντεχαν) στην αγκαλιά της παραπαιδείας και στην αγορά τυποποιημένων απαντήσεων που με μέθοδο και φαντασία λανσάρουν οι εκδοτικοί οίκοι. Μεταλλαγμένοι από δημιουργοί σε καταναλωτές έτοιμων λύσεων οι μαθητές εσωτερικεύουν την αποτυχία να ανταποκριθούν στις κούρσες του εντεινόμενου ανταγωνισμού που στήνει γύρω τους το πλέγμα των διαρκών εξετάσεων. Αυτός ήταν πάντα ο τρόπος για να προχωρήσουν οι «άξιοι», να αναδειχθούν οι «άριστοι», όπως κάνει σημαία της σήμερα η κ. Κεραμέως, να χωριστεί η ήρα απ’ το στάρι, να διακριθούν οι χρήσιμοι απ’ τους άχρηστους, αυτοί που είναι φτιαγμένοι για «τα μεγάλα, τα ωραία και τα αληθινά» και οι ταπεινοί υπηρέτες τους. Για τους δεύτερους – που τυγχάνει συντριπτικά να ανήκουν στην εργατική τάξη – αρκούν οι δεξιότητες και το όραμα μιας τεχνικής ειδίκευσης μέσα απ’ τη μετ’ εμποδίων περιπλάνηση στους λαβυρίνθους της επαγγελματικής εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της επανακατάρτισης και της μαθητείας.
Στην κατεύθυνση αυτή, της επίτασης των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση, πρέπει να πούμε ότι καταλυτική επίδραση είχε και η επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και μάλιστα με ένα τρόπο που κατάφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα συνολικά στο γλωσσικό αισθητήριο των μαθητών. Η εκμάθηση της ζωντανής τους γλώσσας ήρθε σε δεύτερη μοίρα προς τιμήν του ένδοξου παρελθόντος, ενώ η αποσπασματικότητα, η δυσκολία, η ποσότητα της ύλης και η ταχύτητα που επιβάλλει το αναλυτικό πρόγραμμα στη διδασκαλία ακυρώνουν επί της ουσίας κάθε δυνατότητα δημιουργικής συνάντησης με τον αρχαίο ελληνικό λόγο και τις ιδέες που αυτός έντυσε. Πλήρες κομφούζιο για την πλειοψηφία των μαθητών﮲ τύποι, φαινόμενα, λέξεις και νοήματα, σύνταξη και γραμματική σε ένα παράλογο α-συνεχές, ένα διάτρητο πάτσγουορκ μηχανιστικής απομνημόνευσης στο όνομα της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, που αδυνατεί να ζεστάνει τις εφηβικές ψυχές, να δώσει χαρά και αληθινή έμπνευση στις πνευματικές τους απορίες. Μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής μετράμε μόνο θύματα: μαθητές που αγνοούν και σιχαίνονται, καθηγητές που ματαιώνονται, τα νέα ελληνικά γλώσσα ανενεργή ως εργαλείο σκέψης, οικειοποίησης και διάδρασης με τον κόσμο ενώ τα αρχαία ελληνικά ένας νεκρός κόσμος, ένα πουκάμισο αδειανό, πρόσφορο καταφύγιο μόνο στο μισαλλόδοξο εθνικισμό που φουντώνει σε μια απονενοημένη προσπάθεια να καλύψουμε τη γύμνια μας, να οικειοποιηθούμε κάτι απ’ τη αίγλη των προγόνων, να σκιάσουμε τους άλλους μπας και προβάλλουμε λιγάκι φωτεινοί…Τα ευήκοα ώτα, που τόσο εύκολα πλάνεψε ο φασιστικός λόγος της Χρυσής Αυγής στα σχολεία μας, είναι η φυσική κατάληξη και της στρεβλής σχέσης μας με τον αρχαίο κόσμο όπως την καλλιεργεί το σχολείο.
Φθάνοντας οι μαθητές στο Γενικό Λύκειο – όσους δεν έχει καταφέρει να μαγκώσει η κρησάρα των εξετάσεων, το πνεύμα του «πραγματισμού» και τα οικονομικά αδιέξοδα, κι όσοι επιμένουν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του συστήματος να τους πείσει ότι «δεν τα παίρνουν» και ότι είναι φύσει γεννημένοι μόνο για χειρωνακτικές εργασίες – έρχονται αντιμέτωποι με ανάλογα οργανωμένες – διαλυμένες «γνώσεις», με υψηλές απαιτήσεις που βασίζονται στα υποτιθέμενα μορφωτικά κεκτημένα του Γυμνασίου και με μια ανηφορική ανταγωνιστική πορεία, που υποταγμένη απόλυτα στην κατάκτηση της «Παραδείσου» της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, δια της βασάνου των Πανελλήνιων, θα επιτρέψει το πέρασμα στους «εκλεκτούς», στην αριστοκρατία του πνεύματος όπως θα έλεγε και ο θείος Πλάτων.
Οι «μεταρρυθμιστικές» τομές στην ελληνική εκπαίδευση είχαν και έχουν κατά κανόνα ως επίκεντρο το εξεταστικό σύστημα. Αυτό από μόνο του κάνει φανερό πως το πρωτεύον για την πολιτεία αναφορικά με την εκπαίδευση είναι η κατανομή – ιεράρχηση του μαθητικού πληθυσμού και όχι η μόρφωση. Οι εξετάσεις ορίζουν το περιεχόμενο και ούτε καν το αντίστροφο. Αυτό δείχνει και η εναλλαγή ή «ποσόστωση» των εξεταζόμενων κάθε φορά μαθημάτων, που κυρίως υπακούει σε συντεχνιακές πιέσεις παρά σε πραγματικές μορφωτικές ανάγκες. Όλη η θεωρία περί αξιολόγησης – στην οποία ομνύουν οι ευρωπαïκές ντιρεκτίβες επιστρατεύοντας και πλουτίζοντας πλήθος διανοητών και εκδοτών όπως και με τη βιομηχανία των πιστοποιήσεων – πάει περίπατο. Όλα τα ευφυολογήματα περί ανατροφοδότησης της διδακτικής πράξης, καλύτερης κατανόησης, εμπλουτισμού και αναστοχασμού μέσα απ’ την αξιολόγηση ξεγυμνώνονται μπροστά στην πανεθνική αυτή ιεροτελεστία όπου προσφέρουμε ως σφάγιο τον ανθό της νεολαίας μας. Είναι η στιγμή της άγριας νιότης, τότε που πρέπει εκτός από το να τους κατατάξουμε, να τους υποτάξουμε απόλυτα, να τετραγωνίσουμε τόσο τη σκέψη τους ώστε να προσαρμοστούν χωρίς αντιστάσεις στην επίσημη νόρμα όπως αύριο μεθαύριο θα απαιτούν οι επιχειρήσεις. Στην ίδια νόρμα όλοι αλλά μέσα από διαφορετικές, ατομικές, σπαρακτικές διαδρομές που θα σβήσουν από μέσα τους ό,τι κατάφερε να μείνει όρθιο και να ανθίσει μετά από τόσα χρόνια εκπαίδευσης της αμάθειας. Είναι ο χρόνος να τους στρέψουμε απόλυτα τον ένα ενάντια στον άλλο για να εμπεδώσουν καλά ότι έτσι προχωράει ο κόσμος, ανταγωνιστικά μιας και δεν είμαστε όλοι φύσει και θέσει ίσοι και κάποιοι δικαιούνται περισσότερα. Υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο οι ατμομηχανές και τα βαγόνια. Αυτή την προκλητική αναγνώριση της ιεραρχίας ως αδήριτης φυσικής τάξης και όχι ως πολιτικής- κοινωνικής επιβολής ήρθε να επικυρώσει τελικά και το «αριστερής έμπνευσης» αλλά τόσο βολικό για μια δεξιά κυβέρνηση πρόσφατο νομοσχέδιο του κ. Γαβρόγλου. Αυτό που έκανε τη χάρη στις δευτεράντζες της εργατικής τάξης να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε κάποιες «κατώτερες» σχολές. Αυτό που συρρίκνωσε, και με τη βούλα πλέον, τις εγκύκλιες σπουδές στα πέντε χρόνια καταργώντας εν μία νυκτί τη γενική παιδεία στην τελευταία τάξη, σβήνοντας απ’ τον εκπαιδευτικό χάρτη όλη τη νεότερη ιστορία και αναγνωρίζοντας τη Γ’ Λυκείου μόνο ως προθάλαμο του Πανεπιστημίου. Έτσι λέει κάνουν τόσες «πολιτισμένες χώρες» στην Ευρώπη. Αφήνοντας κατά μέρος τη συζήτηση για τον «πολιτισμό» της Γηραιάς Ηπείρου που εκτός απ’ τον αιώνα των Φώτων γέννησε και την αποικιοκρατία και το φασισμό (η σύγχρονη προσφυγική κρίση μας δίνει κάποιο μέτρο γι’ αυτό), ας εστιάσουμε στην αντιδραστικότητα της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής αναφορικά με την εξέταση του «αναβαθμισμένου» Μαθήματος των Νέων Ελληνικών.
Σύγχυση, ταραχή έως και πανικός επικρατεί στις τάξεις των φιλολόγων που καλούνται να προπονήσουν τη φετινή φουρνιά τελειόφοιτων για την κούρσα των Πανελληνίων στα Γενικά Λύκεια. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πειθήνιων συντονιστών εκπαιδευτικού έργου να τους «καθησυχάσουν» ώστε να μείνουν ψύχραιμοι και να «κάνουν αυτό που ξέρουν», το βάρος της ευθύνης σε αυτή την «ιερή» στιγμή του κοινωνικού καταμερισμού που θα κρίνει τις ζωές χιλιάδων μαθητών είναι μεγάλο. Ο Αρμαγεδών της Παιδείας, όπως είχε χαρακτηρίσει η Κ. Κεραμέως συνολικά το νομοσχέδιο Γαβρόγλου, βρίσκεται σε εξέλιξη και συμπαρασύρει τους πάντες. Η αιφνιδιαστική απόφαση για τη συνεξέταση δύο διακριτών γνωστικών αντικειμένων, με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του το καθένα, μέσα σε ένα τρίωρο, εγείρει εύλογες ανησυχίες καθώς όχι μόνο συνθλίβει και τα δύο γνωστικά αντικείμενα αλλά και ανεβάζει δραματικά το βαθμό δυσκολίας της συγκεκριμένης εξέτασης. Το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή αφορά όλους τους υποψηφίους κάνει τα πράγματα ακόμη πιο σοβαρά. Βέβαια το Υπουργείο είχε καιρό αρχίσει τα πειράματά του με τη συνδιδασκαλία και συνεξέταση των δύο μαθημάτων στα ΕΠΑΛ, εκεί που δεν χρειάζεται να αναλώνεται και τόσο ο μαθητής στη σφαίρα των ιδεών, ενώ από πέρυσι επίσης δοκίμασε την κοινή τους εξέταση στην Α’ και Β’ τάξη του Γενικού Λυκείου μέσα σε ένα τρίωρο αλλά με διαφορετικά θέματα για κάθε μάθημα. Το πείραμα της εντατικοποίησης, που ίσως προμηνύει αντίστοιχες «συνέργειες» και άλλων μαθημάτων στο μέλλον, φαίνεται πως πέτυχε και έτσι σύμβουλοι και μυστικοσύμβουλοι οργανώθηκαν βιαστικά μες το καλοκαίρι, έστησαν σεμινάρια με εκδοτικούς οίκους και ιδιωτικά σχολεία ενώ οι υπολογιστές άναψαν προκειμένου να προλάβουν το Σεπτέμβρη για να αναζωογονηθεί η τόσο προσοδοφόρα φάμπρικα των σχολικών βοηθημάτων. Τελευταίοι όπως πάντα ενημερώθηκαν δι’ ανακοινώσεων οι εκπαιδευτικοί που ως απλοί εντολοδόχοι πασχίζουν στα τυφλά να διαχειριστούν τα πάνω από δέκα παλιά και νέα βιβλία, μαζί με το πλούσιο ηλεκτρονικό υλικό, μη γνωρίζοντας ακόμα και τώρα πώς ακριβώς θα τα συνδυάσουν τη στιγμή μάλιστα που προτείνονται νέοι στόχοι και μεθοδολογία.
Η αιφνιδιαστική σύμπτυξη στα γλωσσικά μαθήματα της Γ’ Λυκείου είναι ένα ακόμη δώρο που έκανε η κυβέρνηση της Αριστεράς στην κυβέρνηση της Δεξιάς, την τόσο φανατική υπέρ της αξιοκρατίας προς κοινωνικά άνισους. Η αρχική υπουργική απόφαση του Ιουλίου του 2019 δεν όριζε ευδιάκριτα θέματα ανάμεσα στα δύο μαθήματα και οι παρατηρήσεις που αναφέρονταν σε λογοτεχνικά κείμενα κάλυπταν το 45% του συνόλου της βαθμολογίας (3Χ15). Η κ. Κεραμέως διατηρώντας ακέραιο το νέο ασφυκτικό πλαίσιο στραγγαλισμού της γνώσης στη Γ’ Λυκείου, σε μια κίνηση «ευσπλαχνίας», (ΥΑ 124892/Δ2/12-8-19-ΦΕΚ. τ.Β/3164) είπε να αποσαφηνίσει κάπως τους όρους εξέτασης του λογοτεχνικού κειμένου και να το «χρεώσει» μόνο με 15 μονάδες. Να γίνουμε καλοί αναγνώστες αλλά μην παραμορφωθούμε κιόλας! Η λογοτεχνία σε ρόλο τσόντας ίσα για να δυσκολέψουμε τα πράγματα. Αυτό εξόργισε την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, που, σε επίπεδο μόνο συνετής διαμαρτυρίας δι’ υπομνημάτων, επικυρώνει συχνά τη λογιστική αντίληψη του χρηματιστηρίου αξιών της νεοφιλελεύθερης εκπαίδευσης. Σύμφωνα με αυτή, η μοριοδότηση ενός γνωστικού τομέα στις εξετάσεις είναι ανάλογη προς την αξία του. Έτσι η ΠΕΦ δήλωσε ότι: «…η υπουργική απόφαση περιορίζει την αξιολόγηση των μαθητών σε ό,τι αφορά τη Λογοτεχνία σε ένα ερώτημα που βαθμολογείται με το 15% επί της συνολικής βαθμολογίας. Θεωρούμε υποβάθμιση του μαθήματος της Λογοτεχνίας την ισχνή μοριοδότηση του σε ένα μόνο θέμα, στο οποίο συνωστίζονται το ερμηνευτικό σχόλιο, ο εντοπισμός και η ερμηνεία της λειτουργίας «κειμενικών δεικτών», δηλαδή κάθε στοιχείου του κειμένου (sic), το «συγκείμενο» δηλ. η αναζήτηση του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου, ακόμη και η διατύπωση ερμηνευτικού σχολίου σχετικού με το περιεχόμενο του κειμένου.» Δυστυχώς ο συνωστισμός που εύστοχα επισημαίνει η ΠΕΦ αποτελεί επί χρόνια γονιμοποιό παράγοντα σχολικής αφασίας. Απ’ τον αχταρμά των πληροφοριών σε σελίδες και μυαλά, φτάσαμε στον αχταρμά των γνωστικών αντικειμένων και το συνωστισμό – συγκερασμό ερωτημάτων διαφορετικής φύσης. Μήπως, πέρα απ’ τον αντιεπιστημονικό και δυσπρόσιτο χαρακτήρα τους τέτοιες ερωτήσεις ακολουθούν κατά διαβολική σύμπτωση γενικότερα τα σημάδια των καιρών, απ’ το «συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης» μέχρι το συνωστισμό των μαθητών μας στα τμήματα, το συνωστισμό των αδιόριστων συναδέλφων μας, το συνωστισμό στις ουρές των συσσιτίων, το συνωστισμό των κολασμένων της γης στα αμέτρητα προσφυγικά στρατόπεδα;…
Ερωτήσεις πολυεργαλεία για μαθητές – μελλοντικούς εργαζόμενους πολυεργαλεία. Η απαιτητικότητα των θεμάτων, που διακρίνονται για τη δημιουργική τους ασάφεια, ειδικά σε συνδυασμό με τον περιορισμένο χρόνο των 3 ωρών προϋποθέτει δυνατούς αναγνώστες. Ο μαθητής/τρια, που τόσα χρόνια εκπαιδεύτηκε να απαντάει σχεδόν όπως στα τηλεπαιχνίδια, καλείται ξαφνικά να απαντήσει διεξοδικά σε ερωτήσεις κριτικού στοχασμού, να πυκνώσει, να συνθέσει και να αναλύσει εις βάθος περισσότερα ζητούμενα σε λιγότερο χρόνο για να κρατηθεί στο παιχνίδι. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από τα ενδεικτικά κριτήρια αξιολόγησης που έστειλε το Υπουργείο, τα οποία για άλλη μια φορά χαρακτηρίζονται από αοριστίες, αντιφάσεις και λάθη. Τα λάθη αυτά βέβαια δεν κοστίζουν τίποτα στους επιστημονικά αρμόδιους του Υπουργείου και στην πολιτική του ηγεσία μιας και αυτοί δεν φαίνεται να απειλούνται από καμία αξιολόγηση ώστε να πεταχτούν έξω απ’ το παιχνίδι που παίζουν εις βάρος μας τόσα χρόνια.(Το αν θα απειληθούν από ένα γενναίο εκπαιδευτικό κίνημα είναι στο χέρι μας να το κάνουμε πράξη!)Ταυτόχρονα ενώ έχουν αποσταλεί οι οδηγίες διδασκαλίας του μαθήματος (143300/Δ2/16-9-2019) δεν υπάρχει τροποποιητική Υ.Α για τον καθορισμό της ύλης στις Πανελλήνιες όπως έγινε με τα άλλα φιλολογικά μαθήματα (ΦΕΚ 3226 / 22-8-2019). Αυτό σε συνδυασμό με τον όγκο των βιβλίων αναφοράς παραπέμπει στο ότι ύλη είναι τα πάντα. Αν τώρα συνυπολογίσουμε και τη σιωπή του Υπουργείου σχετικά με το ποιοι θα υλοποιήσουν τις ενδοσχολικές εξετάσεις του Ιουνίου – αυτές που θα δώσουν το δύσκολο, «αναβαθμισμένο» απολυτήριο αντιλαμβανόμαστε πόσο πιεστική γίνεται η κατάσταση για κάθε εμπλεκόμενο.
Στην τσίτα λοιπόν όλοι, μαθητές, καθηγητές, γονείς, παραλυμένοι απ’ το τρέξιμο και την ανασφάλεια, υπάκουοι στρατιώτες ο καθένας στον ανώτερό του και όλοι μαζί στη ύπατη υπουργική «Αρχή» με τελευταίο τροχό της αμάξης τα παιδιά. Στις πρώτες επιμορφώσεις fast track – τις πάντα εκ των υστέρων και πυροσβεστικού χαρακτήρα – ο διάχυτος εκνευρισμός των φιλολόγων δεν μετουσιώθηκε σε σοβαρή κριτική, πόσο μάλλον δε σε έντονη διαμαρτυρία. Φαίνεται πώς η χρόνια έκπτωση της μαθησιακής διαδικασίας δεν έχει αφήσει αλώβητους μήτε τους διδάσκοντες, πως ο τεμαχισμός της αφήγησης τόσα χρόνια στη διδακτική πράξη έχει στραγγαλίσει όχι μόνο το λόγο των μαθητών αλλά και αυτό των διδασκόντων. Ξαναπαίχτηκε σαν σε ανεστραμμένο κάτοπτρο η στείρα τυποποιημένη – μηχανιστική διαδικασία που ρημάζει τις τάξεις θυσιάζοντας την ομορφιά της μάθησης στην αποθέωση της βαθμολόγησης. Στην τελευταία λοιπόν επικεντρώθηκε και η συζήτηση, μιας και η εκ του πονηρού ασάφεια των προτεινόμενων ερωτήσεων φαίνεται να ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και να προμηνύει ανοιξιάτικες καταιγίδες τον Ιούνιο. Σε ένα θέατρο του παραλόγου, παρά την αρνητική στα λόγια διάθεση απέναντι σε αυτή τη μεταρρύθμιση και την εκπεφρασμένη αδυναμία υπηρέτησης του σχεδίου επί της ουσίας, μια ανίερη ομερτά στελεχών της εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών πρόκρινε κατά πλειοψηφία, για άλλη μια φορά, την επιλογή της σιωπηρής τυπικής διεκπεραίωσης…Οι εισηγήσεις των συντονιστών παπαγάλισαν τα κελεύσματα των επαïόντων του Υπουργείου αδυνατώντας να δώσουν ουσιαστικές διευκρινήσεις. Η από κοινού αναγνώριση της προχειρότητας των οδηγιών διδασκαλίας και του νέου προγράμματος σπουδών, της μεγάλης αύξησης της ύλης και των απαιτήσεων, των αντιφάσεων και αλληλοεπικαλύψεων της ορολογίας και της κοπτοραπτικής σε πρόδηλα κακομεταφρασμένα αποσπάσματα ξένων εγχειριδίων δεν υπήρξε επαρκής αιτία για να καταγγελθεί το ανεύθυνο των αλλαγών έστω και φραστικά. Λίγα στόματα εξέφρασαν αντιρρήσεις, κάποια αρκετά έντονες ενώ απ’ τα χείλη όλων ξεγλιστρούσε εύλογα η απορία: «Γιατί για άλλη μια φορά οι «τομές» ξεκινούν απ’ την τελευταία τάξη; Γιατί τόση βιάση;»
Γιατί τόση βιάση τελικά;Μήπως γιατί επείγει η επίταση της δυσκολίας των εξετάσεων ως εγγύηση για την «έξωση» του «πλεονάζοντος» μαθητικού δυναμικού προς την τεχνική εκπαίδευση καθώς είμαστε πίσω στους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ και παραμένουμε διαχρονικά σε μια μεγάλη απόκλιση απ’ τον ευρωπαïκό μέσο όρο (Σύμφωνα με το Ευρωπαïκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάστασης για το 2012 μόνο το 30% του μαθητικού πληθυσμού στην Ελλάδα έναντι του 50% των νέων στην Ευρώπη επέλεξαν την επαγγελματική εκπαίδευση, Cedefop 2012,).Μήπως γιατί επείγει η βίαιη προσαρμογή – παράλληλη με τα δημοσιονομικά σύμφωνα και τις επιτηρήσεις/αξιολογήσεις των θεσμών – σε ένα πιο σκληρό εξεταστικό σύστημα που θα εξασφαλίζει τον απόλυτο έλεγχο όλων, εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων για να υπηρετούν με χαρά τον «ουδέτερο» Θαυμαστό Νέο Κόσμο των επιχειρήσεων; Μήπως γιατί η μονότονη, αφυδατωμένη εξετασιοκεντρική εργασία μαθητών και καθηγητών είναι η απαραίτητη προπόνηση του απόλυτα πειθαρχημένου, μεγιστοποιημένης απόδοσης εργαζόμενου; Μήπως γιατί η συρρίκνωση της Γενικής Παιδείας και δη των ανθρωπιστικών σπουδών απεργάζεται την παραγωγή τυφλών «οργάνων» της οικονομίας, ανόητων παιγνίων των επιχειρήσεων των ΜΜΕ; Μήπως γιατί είναι όρος ύπαρξης για την κυρίαρχη τάξη, η «φιλαναγνωσία» και η «κριτική σκέψη» να «οριοθετηθούν», να μη σχετιστούν με τη χαρά της ανακάλυψης, τη δύναμη της αλλαγής αλλά με τη βαθμονομημένη χρησιμότητα στη μοναδική εκδοχή του υπαρκτού κόσμου που τους βολεύει; Μήπως εν τέλει η άλωση ενός από τα τελευταία οχυρά της τέχνης στο Λύκειο, της Λογοτεχνίας, η απομάκρυνση της από τη δημιουργική απόλαυση και η υπαγωγή της στο μετρήσιμο, καταφέρνει ένα ακόμη καίριο πλήγμα στις μαθητικές καρδιές, στη φαντασία και τη συγκίνησή τους ώστε απαθείς και μόνοι να πειστούν ότι είναι αντικείμενα και όχι υποκείμενα της ιστορίας και της ζωής;
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr