Με τον παραπάνω νόμο και ειδικότερα με τα άρθρα 10 και 11 προβλέπεται η σύσταση (σε κάθε σχολείο) είτε της Επιτροπής Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΕΔΕΑΥ) είτε της Ομάδας Εκπαιδευτικής Υποστήριξης.
Με βάση το άρθρο 11 παράγραφος 2 του Ν. 4547 και την εγκύκλιο για τις Ομάδες Εκπαιδευτικής Υποστήριξης προβλέπεται συγκεκριμένα ότι «στις σχολικές μονάδες που δεν λειτουργεί ΕΔΕΑΥ συνιστάται για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής ομάδα εκπαιδευτικής υποστήριξης μαθητών, η οποία υποστηρίζεται στο έργο της από το ΚΕΣΥ, συγκροτείται με απόφαση του συλλόγου διδασκόντων και αποτελείται από τον διευθυντή ή τον υποδιευθυντή του σχολείου, τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό επικοινωνίας με το ΚΕΣΥ και τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό του τμήματος».
Στα άρθρα 10 και 11 του ίδιου νόμου αναφέρεται ότι: «Στις συνεδριάσεις των ομάδων εκπαιδευτικής υποστήριξης καλούνται οι γονείς και κηδεμόνες των μαθητών, καθώς και οι ίδιοι οι μαθητές, όπου αυτό καθίσταται εφικτό, για την παροχή απόψεων για τον σχεδιασμό Εξατομικευμένου Προγράμματος Εκπαίδευσης (ΕΠΕ) και σε κάθε άλλη περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο».
Το Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης που αναφέρεται παραπάνω είναι ένα γραπτό σχέδιο δράσης με διαδοχικούς μετρήσιμους στόχους και αφορά κυρίως τους μαθητές με ειδικές ανάγκες, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι υπόλοιποι μαθητές.
Για να ασχοληθεί το ΚΕΣΥ με ένα παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (δηλαδή για την αξιολόγηση και την έκδοση σχετικών αξιολογικών εκθέσεων-γνωματεύσεων) απαιτείται:
α) Υποβολή σχετικού αιτήματος των γονέων ή κηδεμόνων προς το ΚΕΣΥ,
β) «αιτιολογημένη εισήγηση του συλλόγου διδασκόντων προς το ΚΕΣΥ, από την οποία να προκύπτει ότι έγιναν όλες οι αναγκαίες υποστηρικτικές παρεμβάσεις από τη σχολική μονάδα του μαθητή, τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων αυτών, καθώς και το βραχυχρόνιο πρόγραμμα παρέμβασης, το οποίο έχει συνταχθεί και υλοποιηθεί από την ΕΔΕΑΥ ή την Ομάδα Εκπαιδευτικής Υποστήριξης»!
Ουσιαστικά, με τον παραπάνω νόμο μετακυλίεται η ευθύνη ένταξης των μαθητών με ειδικές ανάγκες στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Με τη ρευστοποίηση των ΚΕΔΔΥ μέσω των ΚΕΣΥ, το υπουργείο Παιδείας υιοθετεί την αντίληψη περί «λειτουργικότητας της αναπηρίας» και της «συμπερίληψης» που υποστηρίζουν η Ε.Ε. και η Παγκόσμια Τράπεζα, ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις ανάγκες που προκύπτουν από τη φύση και τη βαρύτητα της αναπηρίας.
Το κράτος «απελευθερώνεται» από τις ευθύνες του απέναντι στους αναπήρους και η ιδιωτική πρωτοβουλία αναλαμβάνει να επεκτείνει την κερδοφορία της από τα πεδία απόσυρσης του κράτους.
Σύμφωνα με τη νέα εγκύκλιο, την ευθύνη ένταξης των μαθητών με ειδικές ανάγκες την έχουν το σχολείο και ο σύλλογος των εκπαιδευτικών, αφού η ΕΔΕΑΥ προτείνει την παραπομπή στα ΚΕΣΥ μαθητών για διάγνωση «ύστερα από εφαρμογή στο σχολείο τους βραχυχρόνιου προγράμματος παρέμβασης», «αιτιολογημένη απόφαση του συλλόγου διδασκόντων, από την οποία να προκύπτει ότι έχουν γίνει όλες οι αναγκαίες υποστηρικτικές παρεμβάσεις από τη σχολική μονάδα και την ΕΔΕΑΥ και τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων αυτών», δηλαδή επίσημη ομολογία αποτυχίας του σχολείου και ταυτόχρονα «αίτηση των γονέων ή κηδεμόνων» των μαθητών.
Με λίγα λόγια, το ΥΠΠΕΘ ζητάει από τους εκπαιδευτικούς των γενικών σχολείων, ούτε λίγο ούτε πολύ, να διαγνώσουν μαθητές με ειδικές ανάγκες και να εφαρμόσουν εξειδικευμένα προγράμματα ένταξης, χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις και με παντελή έλλειψη εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής, Δημήτρη Καρυώτη, ο βασικός στόχος για μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό των δομών της Ειδικής Αγωγής έχει αρχίσει να υλοποιείται καθώς οι εκπαιδευτικοί καλούνται να κάνουν την πρώτη διάγνωση και να διαμορφώσουν και να εφαρμόσουν βραχύχρονα Εξατομικευμένα Προγράμματα Εκπαίδευσης (ΕΠΕ) σε μαθητές που χρήζουν ειδικής εκπαιδευτικής υποστήριξης!
Δηλαδή, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αντικαταστήσουν τη διεπιστημονική επιτροπή (!) και στη συνέχεια να εφαρμόσουν εκπαιδευτική παρέμβαση, χωρίς στην ουσία να έχουν στα χέρια τους επιστημονική διάγνωση.
Είναι προφανές ότι είναι αντιεπιστημονικό και αντιπαιδαγωγικό να το κάνουν αυτό οι Ομάδες Εκπαιδευτικής Υποστήριξης. Κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων, μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους πρώτα και κύρια για το ίδιο το παιδί.
Η διαδικασία της αξιολόγησης-διάγνωσης είναι έργο διεπιστημονικής ομάδας η οποία πρέπει να χαράσσει και τους άξονες της εκπαιδευτικής παρέμβασης.
Μπαίνει σε εφαρμογή με αυτόν τον τρόπο το σχέδιο υποβάθμισης του ευαίσθητου χώρου της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης το οποίο κινείται στη λογική της «ένταξης» των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο γενικό σχολείο, χωρίς την αναγκαία επιστημονική υποστήριξη!
Οπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. «Γιώργος Σεφέρης», το κράτος, αντί να κάνει μόνιμους μαζικούς διορισμούς όλων των ειδικοτήτων (εκπαιδευτικών, Ειδικού Εκπαιδευτικού και Βοηθητικού Προσωπικού) στα δημόσια σχολεία, ειδικά και γενικά, και αντί να στελεχώσει όλες τις αναγκαίες δομές της ειδικής αγωγής, ώστε έγκαιρα και με επιστημονικό τρόπο να εξασφαλίζεται σε όλα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες η αναγκαία εκπαιδευτική υποστήριξη, μεταφέρει την ευθύνη του στις πλάτες των εκπαιδευτικών και μάλιστα της γενικής αγωγής.
Η όποια άτυπη παιδαγωγική αξιολόγηση, την οποία κάνει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και πάντα προς όφελος του μαθητή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντικαταστήσει τη διεπιστημονική αξιολόγηση-διάγνωση αλλά και την πλήρη εκπαιδευτική υποστήριξη στην οποία πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης κάθε μαθητής.
Η όλη διαδικασία φανερώνει τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τη λογική της «συμπερίληψης και ένταξης» δομών, εκπαιδευτικών και μαθητών ειδικής αγωγής στα γενικά σχολεία, που προωθεί το υπουργείο Παιδείας.
Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών τους και ειδικότερα των μαθητών με αναπηρία ή και με ειδικές ανάγκες, το δικαίωμα του κάθε παιδιού να έχει τη θέση του στο δημόσιο σχολείο και στη δομή που έχει ανάγκη.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι είναι αντιπαιδαγωγικό και βαθιά αντιεπιστημονικό να εναπόκειται στους εκπαιδευτικούς η διαδικασία της αξιολόγησης των παιδιών με ειδικές ανάγκες.
Χρήστος Κάτσικας
e-prologos.gr