Θα έρθει η φωτιά, του ΟΛΙΒΕΡ ΛΑΣΕ
ΙΣΠΑΝΙΑ-ΓΑΛΛΙΑ-ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ (2019)
Ο Αμαδόρ επιστρέφει στο χωριό του, σε μια απομακρυσμένη ορεινή περιοχή της Γαλικίας (επαρχία της Βορειοδυτικής Ισπανίας), έχοντας εκτίσει ποινή φυλάκισης για εμπρησμό.
Θα εγκατασταθεί αθόρυβα στο πατρικό του κοντά στην ηλικιωμένη αγρότισσα μητέρα του, επιδιδόμενος στη φροντίδα των λιγοστών αγελάδων τους -παρέα με τον πιστό σκύλο του, αποφεύγοντας τις συναναστροφές με τους συγχωριανούς του, κάποιοι απ’ τους οποίους δεν θα διστάσουν να τον ειρωνευτούν δημόσια για το παρελθόν του.
Η επαφή με τη νέα κτηνίατρο του χωριού ξυπνάει αποκοιμισμένες επιθυμίες, οι συνθήκες δεν ευνοούν όμως το προχώρημα της σχέσης, κι ο Αμαδόρ βυθίζεται στη μοναχικότητά του.
Στην εναρκτήρια σκηνή, την πιο δυνατή ίσως της ταινίας και μια από τις υποβλητικότερες απεικονίσεις νυχτερινού φυσικού περιβάλλοντος που έχουμε παρακολουθήσει στην οθόνη τα τελευταία χρόνια (μαγευτική η φωτογραφία του Μάουρο Χέρσι), γιγάντιοι ευκάλυπτοι υποχωρούν ο ένας μετά τον άλλον, για να σωριαστούν υπόκωφα στο χώμα, σαν σπρωγμένοι από μια αόρατη δύναμη. Η δύναμη αποκαλύπτεται σύντομα και δεν είναι άλλη από ένα τεράστιο υλοτομικό μηχάνημα που προχωράει μουγκρίζοντας και κόβοντας. Το θέαμα προκαλεί αποτροπιασμό, έως και οδύνη.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο γεννημένος στο Παρίσι, γιος Γαλικιανών εμιγκρέδων 38χρονος Όλιβερ Λάσε, κάνει φανερές τις προθέσεις του -είμαστε άλλωστε προϊδεασμένοι σχετικά από τον τίτλο ακόμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, παγιδευμένος στα γρανάζια του καπιταλισμού (ο Ινάσιο μετατρέπει το παλιό Γαλικιανό σπίτι σε ξενώνα, προτιμώντας τον τουρισμό από τη σκληρή αγροτική δουλειά), επιτίθεται με πρωτοφανή ασέβεια στη φύση, προ-καλώντας με τη στάση του την εκδικητική της απόκριση. Και “η φωτιά θα έρθει”. Όπως ήρθε πρόσφατα στον Αμαζόνιο, όπως ήρθε στην Αυστραλία, αλλά και στο δικό μας τόπο.
Mε χαρακτηριστική λιτότητα εκφραστικών μέσων και κάμερα που ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στο ρεαλισμό και τις ονειρικές λήψεις (αξέχαστο μένει το αγγελοπουλικό πλάνο όπου ο Αμαδόρ συνοδευόμενος από τη Λούνα διασχίζει το χωράφι μέσα σ’ ένα παχύ πέπλο ομίχλης), ο Λάσε τοποθετεί τον σιωπηλό ήρωά του – που προτιμάει τη μουσική των δέντρων από το “Suzanne” του Λέοναρντ Κοέν- σ’ ένα μεγαλειώδες φυσικό τοπίο που “απαλλοτριώνεται” ερήμην του. Ο Αμαδόρ νιώθει μέρος αυτής της φύσης, ο χτύπος της γεμάτης αίσθημα καρδιάς του (Αμαδόρ στα ισπανικά είναι αυτός που αγαπά), ευθυγραμμίζεται με τον παλμό των αιωνόβιων ριζών που απλώνονται κάτω απ’ το χώμα, η μόνη όμως που παρακολουθεί το θαύμα είναι η γερασμένη μητέρα του. Η φύση τιμωρεί τους απαρνητές της, σοφά ωστόσο, ο Λάσε δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του εμπρηστή -μικρή σημασία έχει άλλωστε.
Ας δούμε όμως τι είχε να πει ο ίδιος επ’ αφορμή της κυκλοφορίας της ταινίας του:
«[…] Ζω στη Γαλικία, την περιοχή που γυρίστηκε η ταινία, όπου μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να ζούμε με την απειλή της φωτιάς. […] Το πιο στενάχωρο όμως είναι πως τα πράγματα χειροτερεύουν όλο και περισσότερο, και η ανθρωπότητα δεν κάνει τίποτα για ν’ αντιμετωπίσει σοβαρά την κλιματική κρίση. Μοιάζει σα να έχουμε αποδεχθεί τη μοίρα μας, σαν η νεωτερικότητα να έχει πεθάνει.[…].
Μ’ ενδιαφέρει πρωτίστως να εξερευνώ τις παραδόσεις, τις αρχέγονες μεθόδους οι οποίες έχουν μείνει αναλλοίωτες γιατί εξασφαλίζουν την ανθρώπινη επιβίωση. Θα μπορούσα να πω, χαριτολογώντας, πως το παρελθόν είναι το μέλλον. Έπειτα με εμπνέουν άνθρωποι σαν το χαρακτήρα του Αμαντόρ Αρίας και της Μπενεντίκτα Σάντσεζ. Δηλαδή ενός μεσήλικα και μιας 84χρονης γυναίκας οι οποίοι έχουν τις ικανότητες να φροντίσουν ολομόναχοι τον εαυτό τους σ’ ένα ορεινό χωριό. […] Μια τέτοια επιλογή προϋποθέτει σπάνια πνευματική ωριμότητα που λίγοι διαθέτουν σήμερα.[…] Το γεγονός και μόνο πως ένας εμπρηστής βρίσκεται στην καρδιά ενός δάσους, δημιουργεί διαπεραστική κινηματογραφική ένταση[…].
Ωστόσο η αληθινή διάσταση του χαρακτήρα φαίνεται στη συναναστροφή του με τη μητέρα και τα ζώα τους. Απέναντι στα μοναδικά όντα που δεν τον κρίνουν εκφράζει ανιδιοτελή αγάπη. Έχει επίσης ξεχωριστή σημασία πως τόσο ο Αρίας όσο και η Σάντσεζ δεν είχαν δουλέψει ποτέ ξανά ως ηθοποιοί και παραδίνουν παρόλα αυτά τόσο συναισθηματικές ερμηνείες. […] Όλα συμβαίνουν στη Γαλικία που βρίσκεται στο περιθώριο της Ευρώπης. […] Τον περισσότερο καιρό νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στο μεταίχμιο των πραγμάτων[…]. Πάντως κάτι που μου αρέσει ειλικρινά στην ταινία, […] είναι πως η αγάπη εντός της είναι αφανής, μα όλοι τη νιώθουν. Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό, γιατί είναι χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων της Γαλικίας».
Μια δυνατή μαρτυρία για τη διαχρονική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ένα εκ βαθέων κάλεσμα για επιστροφή στις “ρίζες”.
Βραβείο Επιτροπής (“Ένα Κάποιο Βλέμμα”) στις Κάννες και “Χρυσός Αλέξανδρος” στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr