Το ότι το σιτάρι μαζί με το καλαμπόκι αποτελούν ακρογωνιαία στοιχεία της ανθρώπινης διατροφής, ούτε λόγος να γίνεται.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά και η ρωσική ραγδαία πτώση της αγροτικής παραγωγής (σιτοβολώνες της γης) κατρακύλησαν τις εξαγωγές και αύξησαν τις τιμές των σιτηρών (σιτάρι μαλακό και σκληρό, καλαμπόκι, σίκαλη, βρώμη, βρίζα) στα παγκόσμια χρηματιστήρια, με άμεση συνέπεια στην τιμή του αλευριού, του ψωμιού, των ελαφρών λαδιών, των αρτοσκευασμάτων, των σαλτσών, των παιδικών τροφών, των ζωοτροφών κλπ. Όπως είναι επόμενο, η ανησυχία των κυβερνήσεων είναι διάχυτη, καθώς μία συνέχιση του πολέμου ενδεχομένως οδηγήσει σε επισιτιστική κρίση.
Κι ερχόμαστε στο ρητορικό ερώτημα, του τις πταίει;
Στην περίπτωση της Ελλάδας τα πράγματα είναι απολύτως καθαρά. Για όλη τη νοσηρή κατάσταση και για τον αφανισμό της φτωχομεσαίας αγροτιάς ευθύνεται η ντόπια ολιγαρχία, τα ξένα στηρίγματά της και οι πολιτικοί εκφραστές τους, τα κόμματα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και τα αριστερά δεκανίκια τους. Τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού από το 34% (το 1981, χρονιά της ένταξης στην ΕΟΚ) στο 6-7%, σύμφωνα με το «δόγμα Μάνσχολντ», την είχαν αποδεχθεί και συμφωνήσει από την πρώτη ημέρα που μας έχωσαν με το στανιό μέσα στο σκλαβοπάζαρο της ΕΟΚ και αργότερα της ΕΕ. Αυτοί συμφώνησαν για την επαίσχυντη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αυτοί αποδέχτηκαν την αθλιότητα της ΚΑΠ, αυτοί προσυπόγραψαν την απαράδεκτη Συμφωνία της GATT, αυτοί υποκλίνονται στους σημερινούς αντιδραστικούς κανονισμούς του ΠΟΕ και αργότερα του TTPI κ.ά…
Η αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, που εφάρμοσαν με ιδιαίτερη σκληρότητα και αλαζονεία οι αστικές κυβερνήσεις εδώ και τέσσερις δεκαετίες, έχει συσσωρεύσει όλο αυτό το πλήθος προβλημάτων, που οδηγούν στο σημερινό αδιέξοδο. Για τα κόμματα αυτά, η ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας θα προέλθει από το ξεκλήρισμα της φτωχομεσαίας αγροτιάς και τη συγκέντρωση της γης σε μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παράλληλα με τον προσανατολισμό αυτών των εκμεταλλεύσεων σε «νέες πρωτοπόρες καλλιέργειες». Κι όταν αναφέρονται στη βελτίωση του αγροτικού επιπέδου, αναφέρονται ακριβώς στις νέες αυτές μεγάλες εκμεταλλεύσεις (είτε ανήκουν σε μεγαλοαγρότες, είτε σε γεωργικές επιχειρήσεις, είτε σε αγροδιατροφικές αλυσίδες) που θα προκύψουν από το ξαναμοίρασμα της εγκαταλελειμμένης ή κατασχεμένης γης των φτωχομεσαίων νοικοκυριών.
Τα δύο κόμματα της πλουτοκρατίας έταξαν προεκλογικά λαγούς με πετραχήλια. Ξέχασαν σκόπιμα τους ληστρικούς όρους των δανείων της ΑΤΕ, την ασύδοτη κερδοσκοπία των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων γεωργικών εφοδίων και μηχανημάτων, την αποδοχή του αφερέγγυου συστήματος επιδοτήσεων και συνυπευθυνότητας, την πραξικοπηματική διάλυση του αγροτικού συνεταιριστικού και συνδικαλιστικού κινήματος, το ύπουλο κόψιμο των επιδοτήσεων, τους φορομπηχτικούς ασφαλιστικούς νόμους, την ύποπτη διάλυση των Οργανισμών Βάμβακος, Καπνού και Ελαιολάδου, την παντελή έλλειψη σχεδιασμού όσον αφορά το είδος των καλλιεργειών και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, την απαράδεκτη άρνηση εφαρμογής προγραμμάτων Εγγείων Βελτιώσεων και Ύδρευσης, την αθρόα εκμετάλλευση των ξένων εργατών γης, την αμέριστη κρατική υποστήριξη στη δημιουργία γεωργικών επιχειρήσεων γνωστών Μονοπωλιακών Ομίλων, τα αγροτοκτόνα Μητρώα Αγροτών και τόσες άλλες αντιαγροτικές επιλογές των πολιτικών εκφραστών της ντόπιας ολιγαρχίας. Ξεχνούν ακόμα τους καταστροφικούς κανονισμούς που αφορούν τον καπνό, τα δημητριακά και την κτηνοτροφία, τον τριπλασιασμό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα αγροτικά καύσιμα, τη διάλυση κορυφαίων Συνεταιριστικών Οργανώσεων (ΚΥΔΕΠ, ΣΠΕΚΑ κ.ά.), την κατάργηση των εθνικών επιδοτήσεων στα λιπάσματα και τις ζωοτροφές, την αναπροσαρμογή προς τα πάνω των επιτοκίων της ΑΤΕ. Ξεχνούν τέλος τις κατασταλτικές μεθόδους χειραγώγησης του αγροτικού κινήματος, τα ΜΑΤ και τα αγροτοδικεία.
Έρχεται έτσι στην επιφάνεια η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στις υπάρχουσες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας για κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα και στο γεγονός ότι αυτές συνθλίβονται από το κριτήριο του κέρδους, που καθορίζει τι και πόσο θα παραχθεί. Αυτό το κριτήριο υπηρετεί η εφαρμοζόμενη πολιτική στο πλαίσιο και της ΚΑΠ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σταδιακά, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ), το μαλακό σιτάρι άρχισε να εγκαταλείπεται, ενώ παράλληλα στηρίχθηκε η στροφή σε άλλα δημητριακά, όπως το σκληρό σιτάρι κλπ, που αποτελούν βασική πρώτη ύλη στη βιομηχανία τροφίμων (πχ ζυμαρικά). Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου, παράγοντας 2.274.250 τόνους. Το 2018 καλλιεργήθηκαν για μαλακό σιτάρι μόλις 1.196.980 στρέμματα και η παραγωγή ήταν 302.849 τόνοι, ενώ είχαν εισαχθεί 989.493 τόνοι. Οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν τους 1,3 εκατ. τόνους ετησίως, επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα από πλεονασματική έγινε ελλειμματική.
***
Με την καταστροφή αγροτικών προϊόντων, τις αποσύρσεις, τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας που εφαρμόζονταν επί δεκαετίες στο πλαίσιο της ΚΑΠ, ενισχύθηκαν εμπόδια και περιορισμοί στην αγροτική παραγωγή που οδήγησαν σε εξαφάνιση ολόκληρους κλάδους της, όπως ο καπνός, η σταφίδα, η τευτλοκαλλιέργεια και η παραγωγή ζάχαρης. Οι δυνατότητες της χώρας, οι υπάρχουσες υποδομές -με τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης- και η σημαντική τεχνογνωσία απαξιώθηκαν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και σε άλλους τομείς, όπως η κλωστοϋφαντουργία ή η βιομηχανία ζωοτροφών και λιπασμάτων, που διασυνδέονταν με την εγχώρια αγροτική παραγωγή.
Παράλληλα, σε άλλους κλάδους, οι παραπάνω περιορισμοί προήγαγαν τη συγκέντρωση της γης και του ζωικού κεφαλαίου σε μια χούφτα καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως έγινε πχ στη γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία.
Συνολικά, μέσα από τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και την ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων, την άρση των τελωνειακών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ και τρίτες χώρες, ενισχύθηκε η δυνατότητα των μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων να εξασφαλίζουν όποια πρώτη ύλη θέλουν και απ’ όπου τους συμφέρει καλύτερα, με αποτέλεσμα μεγάλα ελλείμματα σε βασικά διατροφικά προϊόντα (μαλακό σιτάρι, ζάχαρη, κρέας χοιρινό και βόειο, αγελαδινό γάλα κλπ).
Την ίδια στιγμή συντηρούνται ορισμένοι κλάδοι της παραγωγής (ορισμένα φρούτα και λαχανικά, ρύζι, κρέας κοτόπουλου, πρόβειο γάλα για παραγωγή φέτας κλπ), στους οποίους όμως καταγράφονται αθρόες εισαγωγές ξένων προϊόντων, φθηνότερων, πολλές φορές ακόμα και αμφίβολης ποιότητας. Κι αυτό επειδή η ανάπτυξη της παραγωγής δεν κατευθύνεται από τις λαϊκές ανάγκες, αλλά από το κριτήριο της «ανταγωνιστικότητας», για να ενισχύεται η κερδοφορία των ομίλων της εμπορίας και της μεταποίησης της αγροτικής παραγωγής, αλλά και των τραπεζών.
Παράλληλα, το σύστημα των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή επιδοτήσεων αξιοποιείται μέχρι και σήμερα από το κεφάλαιο ώστε να συγκρατούνται οι τιμές που πουλάνε οι παραγωγοί τα προϊόντα τους σε επίπεδα ακόμα και κάτω του κόστους, να εξυπηρετείται το μονοπωλιακό υπερκέρδος μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων, αλλά και η συνέχιση της παραγωγής των αναγκαίων πρώτων υλών, ακόμα και από μικρομεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις όταν δεν συμφέρει στις μεγάλες επιχειρήσεις να επενδύουν άμεσα στην αγροτική παραγωγή.
***
Αυτός είναι και ο λόγος που, όλ’ αυτά τα χρόνια των πρωτοφανών αγροτικών κινητοποιήσεων, έχουν εγκαταλείψει συνειδητά τη φτωχομεσαία αγροτιά έρμαιο στα νύχια των μονοπωλίων, των μεσαζόντων, των τοκογλύφων και των αεριτζήδων έτσι ώστε μόνη της , απελπισμένη, προδομένη να εγκαταλείπει σιγά-σιγά τη γη της και ν’ αναζητά αλλού ένα καλύτερο μέλλον. Η σημερινή κρίση που σωστά θεωρείται σαν η μεγαλύτερη στην μεταπολεμική ιστορία του τόπου συνοδεύεται από το καθημερινό ρήμαγμα εκατοντάδων αγροτικών νοικοκυριών, από την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων τόνων αγροτικών προϊόντων, από την αθρόα εισαγωγή κοιναγορίτικων -και όχι μόνο- αγροτικών προϊόντων και από την ανεξέλεγκτη πλέον αύξηση των τιμών των γεωργικών εφοδίων και μηχανημάτων.
Είμαστε μάρτυρες μιας αντιλαϊκής πολιτικής, μιας σειράς σκληρών αντιαγροτικών μέτρων, απ’ όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις που εναλλάσσονται στην εξουσία με στόχο το μεθοδικό ξερίζωμα της φτωχομεσαίας αγροτιάς, σύμφωνα με τις επιταγές του Κοινοτικού Διευθυντηρίου. Τα πρωτοφανή μέτρα καταστολής, η άγρια τρομοκρατία, τα σαμποτάζ σε βάρος της αγροτικής περιουσίας, η ποινικοποίηση των αγροτικών αγώνων, όλα αυτά φέρουν την σφραγίδα του δυτικοευρωπαϊκού και αμερικάνικου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των ντόπιων υποτακτικών τους.
Ο αγώνας των αγροτών αφορά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, είναι υπόθεση όλου του εργαζόμενου λαού και χρειάζεται την πιο πλατειά και την πιο θερμή υποστήριξη όλων όσων δέχονται στο πετσί τους την ληστρική εκμετάλλευση και καταπίεση της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr