Η Ζηνοβία, γνωστή μπαχαλοσατανίστρια, που μάζευε τα μαλλιά της ψηλά, μ’ ένα κοκαλάκι νυχτερίδας, για να φαίνονται τα άστρα κρεμασμένα στα αυτιά της, είχε στη ζώνη δυο μικρά μπουκάλια με μαγικά φίλτρα, ένα κατά του λοιμώδους μπογδανισμού και του περονόσπορου κι άλλο ένα για να φουντώνει τις ελπίδες και να βάζει ταχύκαυστο φυτίλι στα όνειρα, που τα εκφενδόνιζε μακριά.
Όταν διψούσε έπινε μια γουλιά απ’ το κάθε φίλτρο κι όταν πεινούσε για γλύκα, τσιμπολογούσε απ’ το τσαμπί με τα κόκκινα ζουμερά σταφύλια, που το κουβαλούσε πάντα στις υπερπόντιες πτήσεις της.
Καταγόταν από οικογένεια μεγάλων μαγισσών και είχε προ προ προ γιαγιά της την Αβασκάντη, που γέννησε τη Μελισσάνθη, που γέννησε τη Δρούσιλλα, που γέννησε τη Γαμβατίνη, που γέννησε τη Ζηνοβία.
Οι πιο παλιές γιαγιάδες κάηκαν στον προηγούμενο Μεσαίωνα και η Ζηνοβία, είχε κρεμασμένο στη ζώνη της κι ένα μικρό κουτί με τις στάχτες της γιαγιάς Αβασκάντης. Η στάχτη παραδινόταν από γενιά σε γενιά μαγισσών, για να θυμούνται όλες πως η Αβασκάντη κάηκε σα μάγισσα γιατί είπε μια φορά, καθώς σκούπιζε τον ίδρώτα της βαριάς δουλειάς στα λατιφούντια με τις φράουλες, “γαμώ τα φέουδά σας”. H Μελισσάνθη κάηκε γιατί μάγεψε, με την ομορφιά της, τις μέλισσες που της πήγαιναν όσο μέλι έφτυνε το μικρό τους στόμα. Όμως δεν έμειναν οι στάχτες της γιατί όλα τα σμάρια των μελισσών σήκωσαν, φτεροκοπώντας από καημό, μεγάλο άνεμο και πήραν μαζί τους τις στάχτες της Μελισσάνθης.
Η Ζηνοβία ήταν όμορφη, σαν τη γιαγιά Μελισσάνθη κι ας της έφτιαξε εκείνη η παλαβιάρα, η χαρτοπλάστρια, μια μύτη σαν μπακλαβά γωνία. Είχε όμως λυγερή μέση, πεταχτά ζυγωματικά και φορούσε τα στρογγυλά γυαλάκια που κληρονόμησε απ’ τη γιαγιά της, Δρούσιλλα, που της άρεσε πολύ να διαβάζει τα μελλούμενα στους αφρούς των κυμάτων και στα ξέφτια των σύννεφων.
Η Ζηνοβία, όπως κάθε βράδυ Πρωτοχρονιάς, ζώστηκε τα φυλαχτά και τα φίλτρα της, φόρεσε γαντάκια με τρύπες στα δάχτυλα για να μπορεί να χειρίζεται το πιλοτήριο της ιπτάμενης σκούπας, έβαλε το βοηθό της Τσιτσιπίγκο στο πίσω κάθισμα του αεροδυναμικού σκουπόξυλου και ξεκίνησε τη συνηθισμένη πτήση, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της τελευταίας νύχτας του Δεκέμβρη.
– Τι λες, Ζηνοβία, θ’ αλλάξει, φέτος ο χρόνος;
– Θα σου πω μετά τις δώδεκα.
Ο Τσιτσιπίγκος έβαλε το χοντρό σκουφί που του κατέβαινε στα μάτια και κρατήθηκε γερά απ’ τη μέση της, καθώς η Ζηνοβία, η μπαχαλοσατανίστρια, το πάταγε το γκάζι στο σκουπόξυλο κι έκανε επικίνδυνους ελιγμούς ανάμεσα στους υδρατμούς των σύννεφων, τις κορφές των βουνών, τα καυσαέρια των πόλεων και τις άκρες των καμένων δέντρων.
Κάθε φορά που χαμήλωναν για να δει η Ζηνοβία τα ποθούμενα σημάδια της αλλαγής του χρόνου, άκουγαν τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. “Καλήν εσπέραν, άρχοντες”
– Πολλούς αρχόντους έχει τελικά η γη, ε Ζηνοβία;
– Ξιπασμένοι φτωχομπινέδες είναι και το λένε για ξόρκι.
Σε μια γειτονιά τα παιδιά ήταν πιο προσγειωμένα και τραγουδούσαν,
Σ αυτό το σπίτι το ψηλό, μπάτσος να μη μπουκάρει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να ζει , όπως γουστάρει.
– Θα μου πεις τουλάχιστον το δρομόλογιο, Ζηνοβία;
– Πρώτα θα περάσουμε από το μεγάλο καμένο δάσος, να δούμε αν η γη έχει βγάλει πάλι πράσινο χνούδι και σκέπασε τις στάχτες.
Και μιας και μιλάμε για στάχτες, Τσιτσιπίγκο, αν με κάψουν σ’ αυτό το μεσαίωνα, να βάλεις τις στάχτες μου στο κουτί με τη γιαγιά Αβασκάντη.
– Ζηνοβία!
– Καλά, μην τρομάζεις. Μετά θα πάμε πάνω απ’ τους πάγους να μετρήσουμε πόσο βαθιά είναι η ρίζα τους μέσα στο νερό και παρακάλα, Τσιτσιπίγκο, να φτάνουν οι ρίζες κοντά στον πάτο της θάλασσας γιατί αλλιώς θα φουσκώσουν τα νερά και θα γεννήσουν Ατλαντίδες.
Θα κατεβούμε νότια μετά, να δούμε αν η μπαχαλαρίνα με το κόκκινο φουστάνι κατάφερε να ρίξει τη ζάχαρή της στις μηχανές των τανκς, να τις ρημάξει, να μείνουν εκεί ακίνητες και να σκουριάσουν στους αιώνες.
Θα στρίψουμε ύστερα, κατά κει που βγαίνει ο ήλιος. Θα πάμε πάνω από τη χώρα που τα παιδιά είναι φτιαγμένα μόνο από κόκαλα και κοίτα καλά, Τσιτσιπίγκο, αν άρχισε κάποιο παιδί να έχει κόκκινα μάγουλα.
Εκεί κοντά είναι και οι χώρες των σκλάβων. Αν οι άνθρωποι περπατούν ελεύθεροι και οι αλυσίδες τους πετάχτηκαν σε κλίβανους να γίνουν σιδηροτροχιές για να περνούνε τρένα μέσα απ’ τις ερήμους, όλα καλά, θα φύγουμε να πάμε στα ορυχεία των παιδιών του Καζακστάν και στα υφαντουργεία των χαλιών του Πακιστάν και στα αντίσκηνα της Μόρια, να μετρήσουμε πόσα μικρά δάχτυλα δεν ξεπαγιάζουν, κρατούν γλυκά και παίζουνε με μπάλες και με κούκλες.
Τελευταίος σταθμός και για να μην πουντιάσεις, Τσιτσιπίγκο, θα είναι πάνω από τη λίμνη των κύκνων. Πρέπει να μάθουμε αν οι κύκνοι ακόμη απεργούν και χορεύουν με γυμνά μπράτσα και παγωμένες πουέντες, μέσα στο χειμωνιάτικο ψύχος, την 4η πράξη του Τσαϊκόφσκι.
– Αν όλα αυτά έγιναν;
– Ε τότε πα’ να πει πως άλλαξε ο χρόνος, θα σε φιλήσω και θα σου πω ‘καλή χρονιά’, Τσιτσιπίγκο
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr