Δημήτρης Μαυρίδης

Καμιά έκπληξη δεν προκάλεσαν σε πολλούς τα λόγια ανθρώπων της πολιτικής κονίστρας και των εκπροσώπων του συστημικού δημοσιογραφικού κατεστημένου, όταν στις δηλώσεις και στους σχολιασμούς τους πάνω στο δυστύχημα των Τεμπών – πάντα με κονσερβοποιημένο και αγορασμένο από επαγγελματίες επικοινωνιολόγους τεθλιμμένο ύφος – χρησιμοποίησαν το ρήμα θυσιάζω στη μέση φωνή φυσικά  -και όχι στην παθητική με προσθήκη του ποιητικού αιτίου- ή το παράγωγο ουσιαστικό από το αρχαίο ρήμα θύω, θυσία. Και, βέβαια, κανένας απ’ αυτούς δε μίλησε για τόπο θυσίας, για κάποιο θυσιαστήριο. Προφανέστατα, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως ο τόπος προσφοράς αίματος δεν περιορίζεται στο δύσβατο όριο ανάμεσα στα δύο γεωγραφικά διαμερίσματα (Μακεδονία – Θεσσαλία) όπου δεκάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, αλλά αναφέρεται σε όλη την ελληνική επικράτεια.

Όλοι γνωρίζουμε ότι η χώρα αυτή είναι ένα απέραντο θυσιαστήριο, μια χώρα – βωμός όπου άνθρωποι κάθε ηλικίας και σχεδόν κάθε κοινωνικής τάξης θυσιάζονται και «θυσιάζονται» από άλλους κι όχι από μόνοι τους, για την επίτευξη κάποιων στόχων εμβαπτιζομένων στην κολυμπήθρα της εθνικής ενότητας -κατά βούληση και κατά περίσταση από τους εκάστοτε διοικούντες- ως «ιερών» και προβαλλόμενων εν τέλει ως αυταξιών. Μιλάμε, βεβαίως, για μια δολοφονία συγκεκαλυμμένη από τους φορείς της εξουσίας, της οικονομικής ελίτ και των σφουγγοκωλαρίων που την υπηρετούν, αλλά και καλυμμένη πίσω από λέξεις άλλοτε διαστρεβλωμένες και άλλοτε διατυπωμένες κυριολεκτικότατα.

Και αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο, το ότι αυτοί σου μιλάνε κυριολεκτικά για θυσία κι εσύ νομίζεις ότι πρόκειται για κάποιο γλωσσικό ολίσθημα. Και τότε είναι που βιάζεσαι να ψέξεις το φαινομενικό lapsus linguae του αντιπάλου, για να κερδίσεις -ο ανόητος- πόντους στον διαδικτυακό και τηλεοπτικό αγώνα λόγων, ενώ στην πραγματικότητα κλείνεις τα μάτια σε μια ολέθρια για τους πολίτες αυτής της χώρας αλήθεια, στο ότι αυτοί όταν λένε «θυσία», εννοούνε θυσία, τη θανάτωση δηλαδή ανθρώπων προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος «ανώτερος» στόχος. Θεωρούν τη θυσία ως μια εκλογικευμένη ενδεχόμενη πράξη ενός προτσές, αυτού της περαιτέρω συσσώρευσης κεφαλαίου. Πρόκειται για την ασύλληπτη για τον μέσο άνθρωπο πράξη της ανθρωποθυσίας, που ωστόσο θεωρείται αποδεκτή από τους ιεροφάντες της λατρείας του νεοφιλελευθερισμού, όπως θεωρούνταν σε πολλές παγανιστικές θρησκείες της αρχαιότητας.

Κάνοντας μια αναδρομή στα τελευταία τριάντα – σαράντα χρόνια διαπιστώνει κανείς ότι η «ανθρωποθυσία» στη χώρα αυτή θεωρείται από πολλούς ένα εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη. Πιο συγκεκριμένα, είδαμε εκατοντάδες ανθρώπους να πνίγονται, για να σημειωθεί πρόοδος ως προς τους όρους και τους κανονισμούς μιας ασφαλούς ναυσιπλοΐας, χιλιάδες ανθρώπινες ζωές να χάνονται στους κακότεχνους και οφιοειδείς δρόμους, για να κατασκευαστούν ασφαλέστερα οδικά δίκτυα και τούνελ και εκατοντάδες εργαζόμενους να σακατεύονται και να σκοτώνονται, για να προαχθούν ανθρωπινότερες συνθήκες και αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας στους χώρους εργασίας.

Το ερώτημα, ωστόσο, πάντα, σε κάθε τραγικό περιστατικό, είναι το ίδιο: έπρεπε να συμβεί αυτό το δυστύχημα για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ή να έχουν ήδη τηρηθεί οι απαραίτητες σύγχρονες προδιαγραφές στις υποδομές; Εφόσον, όμως, οι ιθύνοντες κυριολεκτούν μιλώντας για θυσία, τότε η απάντηση είναι εύκολη. Τίποτα δεν πρόκειται να διορθώσουν ξοδεύοντας έστω και το ελάχιστο, καρπούμενοι μ’ αυτόν τον τρόπο και με τα χαμηλά κόστη εργασίας τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη εις βάρος της ασφάλειας των πολιτών, για όσο χρονικό διάστημα εθελοτυφλεί το κράτος στις παρασπονδίες τους μέχρι να συμβεί το μοιραίο. Και τότε τίθεται σε εφαρμογή ο καλολαδωμένος μηχανισμός της διαχρονικής αναζήτησης ευθυνών με τελικό υπεύθυνο τον γνωστό Χατζηπετρή, που εντελώς ανερυθρίαστα θα τοποθετηθεί από τους πραγματικούς ανευθυνοϋπεύθυνους χρονολογικά οπωσδήποτε πριν από την εποχή του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897…

Κι εδώ γίνεται ξεκάθαρος ο ρόλος της παθητικής φωνής του θυσιάζω και η αναγκαιότητα δήλωσης του ποιητικού αιτίου για την απόδειξη της αλήθειας. Τα γεγονότα μας αποκαλύπτουν ότι πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας θυσιάζονται από το ίδιο το κράτος στο βωμό του κέρδους. Από έναν οργανισμό που έχει χάσει τον πραγματικό σκοπό του, δηλαδή την προστασία του πολίτη από τους ισχυρούς και έχει μετατραπεί σε μια πλατφόρμα εξακτίνωσης και πολλαπλασιασμού επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων με σκοπό την αφαίμαξη του ίδιου του λαού του και τη θυσία του τελευταίου για χάρη του ήδη υπερδιογκωμένου κεφαλαίου. Άρα μιλάμε για θυσιασμό υποχρεωτικό, επιβαλλόμενο άνωθεν κι όχι για εκούσια προσφορά κάποιου ή υποβολή του σε στέρηση για την επίτευξη ενός στόχου. Άλλωστε, κανείς δεν είναι τόσο ανόητος να επιλέγει να ζει στην ανέχεια, για να συντηρεί με την εξαθλίωσή του την ευμάρεια κάποιου άλλου.

Όμως, η χώρα αυτή δε θυσιάζει μόνο ανθρώπους.

Από τον Έβρο έως και την Κρήτη χλωρίδα και πανίδα καταστρέφονται καθημερινά προς όφελος των επενδυτών γης. Τα βουνά και τα δάση θυσιάζονται για την εξόρυξη χρυσού και μαρμάρου και την εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Η ποιότητα ζωής των πολιτών ξεφτίζει στο όνομα των διεθνών οικονομικών υποχρεώσεων μιας χώρας στην οποία πάντοτε χρωστούν οι πολλοί ενώ με γεωμετρική πρόοδο αυγατίζει το βιος των λίγων. Θυσιάζει το κράτος τη δημόσια παιδεία, τις κοινωνικές ελευθερίες, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και οσονούπω το ίδιο τους το νερό, όπως και τόσα άλλα κοινωνικά αγαθά. Όλα στο βωμό της κερδοφορίας των ολίγων και της εσκεμμένης ανισοκατανομής του πλούτου της ελληνικής γης.

Όλη η χώρα ένα θυσιαστήριο.

Αετονύχηδες όλων των βεληνεκών, θλιβεροί τοπικοί κομματάρχες και εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας που τους σιγοντάρουν συνεργάζονται αγαστά στην εξυπηρέτηση των ντόπιων και ξένων αφεντικών τους, εφησυχασμένοι στις διαβεβαιώσεις των τελευταίων ότι όσοι άνθρωποι κι αν σκοτωθούν, θα υπάρχει πάντα ένας μηχανισμός μεταβίβασης ευθυνών σε άτομα και θεσμούς του απώτατου παρελθόντος κι «άστους όλους να ψάχνουν».

Στα θεσσαλικά Τέμπη δε «θυσιάστηκαν» οι συνάνθρωποί μας. Αυτούς, τους θυσίασε το ίδιο το σύστημα, γεγονός που ισοδυναμεί με δολοφονία. Ωστόσο, εδώ και καιρό η κοινωνία παλεύει να προσδιορίσει μέσα της αν επρόκειτο για μια δολοφονία εξ αμελείας ή εκ προθέσεως. Στο μέλλον θα ξεκαθαριστεί οπωσδήποτε το ζήτημα του είδους της δολοφονίας, γιατί πολλά ακόμη στοιχεία θα δούμε να αναδύονται στην επιφάνεια μέσω της ανεξάρτητης και μόνο δημοσιογραφικής έρευνας.

Το δυστύχημα στη Λάρισα δημιούργησε, αναμφισβήτητα, στην ελληνική κοινωνία ένα ακόμα συλλογικό τραύμα που σίγουρα θα την προσδιορίσει τα επόμενα χρόνια, θα αλλάξει τον τρόπο σκέψης μας σχετικά με τη σημασία του ρόλου του κράτους στην ασφάλεια των πολιτών του στα μέσα μεταφοράς, αλλά, όμως, είναι άγνωστος ο χρόνος επούλωσής του.

«Ὁ θεός νά μήν τό ξαναδώσει».

(φράση δανεισμένη από Το Γάλα του Γιώργου Ιωάννου)   

Δημήτρης Μαυρίδης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το