«Εδημιουργήθη κατάστασις λίαν δυσμενής διά τους εξορίστους,
ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα την υποβολήν αθρόων δηλώσεων μετανοίας»
Αριστοφάνης Κολλάτος, γενικός διευθυντής Χωροφυλακής (19/5/1942)

Φέρνουμε σήμερα στο φως δύο συγκλονιστικά ντοκουμέντα για μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της δεκαετίας του 1940: τον θάνατο από πείνα δεκάδων κομμουνιστών που η μεταξική δικτατορία είχε εξορίσει στα ξερονήσια − και οι διάδοχοί της κράτησαν με τη βία εκεί, μετά την κατάρρευση του μετώπου, ως εγγύηση και πειστήριο της «συνέχειας του κράτους» μεταξύ 4ης Αυγούστου και της Γερμανικής κατοχής.

Το πρώτο είναι μια έκκληση του Ερυθρού Σταυρού προς τον δωσίλογο πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου (22/2/1942), όπου ζωγραφίζεται με τα πιο μελανά χρώματα η κατάσταση των φυλακισμένων και κυρίως των εξορίστων, με συγκεκριμένες πληροφορίες για τους πρώτους θανάτους από πείνα στον Αη Στράτη και διακριτικό αλλά σαφές αίτημα απόλυσής τους.

Το δεύτερο είναι η επίσημη αρνητική απάντηση του γενικού διευθυντή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Αριστοφάνη Κολλάτου, τρεις μήνες αργότερα (19/5/1942)

Και τα δύο έγγραφα εντοπίστηκαν στο ΕΛΙΑ, στο Αρχείο του διευθυντή της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι (ΕΔΒΕ) του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Αριστοτέλη Κουτσουμάρη (φ. 51.2, «Περί των πολιτικών κρατουμένων»).

Συντάκτης του πρώτου ντοκουμέντου, που σώζεται σε ανυπόγραφο αντίγραφο, ήταν πιθανότατα ο ίδιος ο Κουτσουμάρης − πρώην αστυνομικός, κατόπιν δικηγόρος και κρατικό στέλεχος. Με προσεκτικές διατυπώσεις, που δεν αφήνουν όμως το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας για την ακρίβεια των γραφομένων, σκιαγραφεί τη δραματική κατάσταση κρατουμένων κι εξορίστων (με αποκορύφωμα τους θανάτους από ασιτία στον Αη Στράτη), θυμίζει την απόλυτη αυθαιρεσία της κρατικής καταστολής επί Μεταξά και Μανιαδάκη αλλά και την πρόσφατη αποσυμφόρηση των φυλακών από ποινικούς κρατούμενους και ζητά την απόλυση των ετοιμοθάνατων εξορίστων, με επιχείρημα όχι μόνο τον στοιχειώδη ανθρωπισμό αλλά και την προστασία της διεθνούς εικόνας του κράτους.

Μνημονεύει, τέλος, τις καταγγελίες ότι στον Αη Στράτη «υπάρχουν τρόφιμα, αλλά δεν επιτρέπει ο αστυνομικός Σταθμάρχης εις τους κρατουμένους να προμηθευθούν» − κι επιπλέον τους απαγόρευσε τη δυνατότητα να καλλιεργούν τη γη για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Από τον πίνακα κοινοποίησης του εγγράφου της Χωροφυλακής πληροφορούμαστε πως ο παραλήπτης του διαβίβασε κάποιες απροσδιόριστες εντολές, ύστερα ιδίως από σχετική παρέμβαση (και) του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, δύο μήνες αργότερα (14/4).

Αυτό καθαυτό το περιεχόμενο της απάντησης επιβεβαιώνει ωστόσο την ουσία των καταγγελιών, ενισχύοντας τις υπόνοιες πως η λιμοκτονία των πολιτικών εξορίστων εντασσόταν σ’ ένα άτυπο πρόγραμμα εκκαθάρισής τους, με αξιοποίηση της πείνας ως όπλου για την απόσπαση δηλώσεων μετανοίας και τη φυσική εξολόθρευση των υπολοίπων· αυτό τουλάχιστον αφήνει να διαφανεί η επίκληση, ως επιτεύγματος, της δραστικής μείωσης του αριθμού των εξορίστων του Αη Στράτη μέσω αυτής της διαδικασίας.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πιστοποιείται πανηγυρικά είναι η απροκάλυπτη εχθρότητα της ηγεσίας των σωμάτων ασφαλείας απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», ακόμη και κάτω από τις καινούργιες συνθήκες του λιμού και της ξένης στρατιωτικής κατοχής.

Η άρνηση των κρατουμένων ν’ αποκηρύξουν τις ιδέες τους και, κυρίως, η ανησυχία ότι, μετά την απελευθέρωσή τους, ήταν ενδεχόμενο να επιδοθούν σε αντιστασιακές δραστηριότητες, καθιστά για την ηγεσία της Χωροφυλακής (και την κυβέρνηση Τσολάκογλου) σαφώς προτιμότερο –αν όχι επιθυμητό– τον μαρτυρικό θάνατό τους.

Η μαρτυρία Πουρναρά

Παρά τα ψέματα και κυρίως τις μισές αλήθειες της, η απάντηση της Χωροφυλακής έρχεται έτσι επί της ουσίας να επιβεβαιώσει όσα έγραψε και δημοσίευσε μεταπολεμικά ένας από τους επιζήσαντες της τραγωδίας του Αη Στράτη: ο Ηπειρώτης κομμουνιστής δάσκαλος Κώστας Πουρναράς (Χώσεψη Αρτας 1908 – Ρουμανία 1994), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κώστας Μπόσης.

Το βιβλίο του «Αη Στράτης – Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1947 από την Κ.Ε. του ΚΚΕ και φέρει αναπόφευκτα τα σημάδια εκείνης της φορτισμένης συγκυρίας − κυρίως όσον αφορά τον διαρκή τονισμό της διάκρισης ανάμεσα στους επίλεκτους αγωνιστές που άντεξαν μέχρι τέλους, προτιμώντας τον θάνατο από την υπογραφή μιας ατιμωτικής δήλωσης μετανοίας, και όσους τελικά «έσπασαν» και συνθηκολόγησαν.

Ως μαρτυρία αποδεικνύεται ωστόσο όχι μόνο εξαιρετικά ρεαλιστική, όσον αφορά την ψυχολογία και τις στάσεις των ανθρώπων κάτω από μια τέτοια θανάσιμα βασανιστική πίεση, αλλά και άκρως διαφωτιστική για τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ξετυλίχτηκε το δράμα του Αη Στράτη.

Οσα η έκθεση του Ερυθρού Σταυρού μνημονεύει διπλωματικά ως ισχυρισμούς που «δεν τολμά να πιστεύση ότι έχονται αληθείας», ο Πουρναράς τα αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια, ως πραγματικά περιστατικά που ο ίδιος και οι σύντροφοί του βίωσαν στο πετσί τους. Η λιμοκτονία τους, εξηγεί πειστικά και παραστατικότατα, δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα γενικότερης έλλειψης τροφίμων στο νησί, αλλά ως συνειδητή επιλογή του νέου διοικητή της φρουράς, Βουδικλάρη, προκειμένου να λυγίσουν και να υποβάλουν δηλώσεις μετανοίας.

Αφετηρία του δράματος αποτέλεσε η τρομοκρατική σφαγή της 26ης Απριλίου 1941, όταν χωροφύλακες και ντόπιοι πεζοναύτες σκότωσαν εν ψυχρώ τρεις εξορίστους και τραυμάτισαν άλλους τόσους, αποτρέποντας τη φυγή των υπολοίπων (σ. 14-18). Δύο μέρες μετά, κατέφθασαν στο νησί οι Γερμανοί και η εξορία τους μονιμοποιήθηκε, με αλλαγή διοικητή Χωροφυλακής στις αρχές Ιουνίου, για λογαριασμό των καινούργιων αφεντικών (σ. 18).

Στις αρχές Νοεμβρίου, ύστερα από συνεννόηση του διοικητή με Γερμανούς αξιωματικούς της Λήμνου και με την ενεργό συνεργασία του ντόπιου κοινοτάρχη, άρχισαν οι απαγορεύσεις: έξωση των 225 εξορίστων από τα 40 περίπου σπίτια που νοίκιαζαν στο χωριό (σ. 32-3)· αποβολή τους από τα χωράφια που νοίκιαζαν και απαγόρευση κάθε συναλλαγής με τους ντόπιους (σ. 34)· απαγόρευση να μαζεύουν χόρτα (σ. 36 & 42) ή θαλασσινό νερό (σ. 35), να απομακρύνονται πάνω από 30 μέτρα από τους θαλάμους τους (σ. 41), ακόμη και να τρώνε τα ζώα που ψοφούσαν από το κρύο (σ. 51).

Σε αντίθεση με αυτή την κτηνωδία, που αποδίδεται σε σύμπραξη της Χωροφυλακής με «την Γκεσταπό του Μούδρου» (σ. 30-1 & 56), οι σποραδικές παρεμβάσεις των υπόλοιπων Γερμανών φαντάζουν σχεδόν σαν όαση ανθρωπισμού.

Κατά την επίσκεψη γερμανικού κλιμακίου στο νησί (10/1/1942), λίγες μέρες πριν από τον πρώτο θάνατο εξορίστου από ασιτία (14/1), διαβάζουμε, «τέτοια ήταν η κατάσταση, που συγκινήθηκαν κι αυτά τα θηρία. Κάτι έλαμψε, κάτι σαν δάκρυ στα μάτια μερικών. Δυο τρεις φύγανε και γυρίσανε με κάμποσα ψωμιά του ενός κιλού. Τα μοιράσανε στους ετοιμοθάνατους, στα παιδάκια, στις γυναίκες και στους φυματικούς»(σ. 52).

Οταν πάλι ο Γερμανός διοικητής Λήμνου επισκέφτηκε τον Αη Στράτη (15/2/1942) και «είδε όλη μας την κατάσταση, έμαθε το τι έγινε, έφυγε με την υπόσχεση να μας στείλει τρόφιμα από τη Λήμνο» (σ. 80). Τελικά, το καΐκι με το φορτίο που περιγράφεται στο έγγραφο της Χωροφυλακής έφτασε στο νησί το μεσημέρι της 27ης Φεβρουαρίου, αφού είχαν ήδη βρει τον θάνατο 33 από τους εξορίστους. Αγνωστο αν η αποστολή του οφειλόταν στις γερμανικές υποσχέσεις ή στην παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού, που δημοσιεύουμε εδώ, πέντε μέρες νωρίτερα.

Η αφήγηση του Πουρναρά ξεκαθαρίζει επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα, που θίγεται στο έγγραφο της Χωροφυλακής: την προσωρινή εγκατάλειψη της καλλιέργειας των κτημάτων από τους εξορίστους, προτού «η νομή των επανέλθη εις τους ιδιοκτήτας»με εντολή του διοικητή της φρουράς.

Στα τέλη Ιουλίου, διαβάζουμε, ανακοινώθηκε επίσημα η επικείμενη μεταγωγή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. «Πηδήξαμε από τη χαρά μας. […] Παρατήσαμε χωράφια, μαγκάνια, σπορά, καλλιέργεια, μύλο, ζώα. Βάλαμε στο σφυρί την παραγωγή. Κριθάρια, κουκιά και ό,τι άλλο είχαμε και πουλιόταν εύκολα. Τις πατάτες στο καζάνι, όσες ήθελε ο καθένας. Οσα είχαμε μαζέψει μήνες και μήνες, μ’ ένα σωρό στερήσεις, τα σκορπίσαμε μέσα σε λίγες μέρες».

Οταν κατάλαβαν το λάθος τους –και την εξαπάτηση– «ήταν πια αργά. Πουλήσαμε φάβα 13 δραχμές και τώρα έφτασε τις 40. Και κανείς δεν πουλούσε» (σ. 22).

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην άλλη άκρη του Αιγαίου, στην Ανάφη, όπου οι εξόριστοι μέτρησαν επίσης 18 νεκρούς από πείνα τον χειμώνα του 1942 (Νίκος Τζαμαλούκας, «Ανάφη, ένας γολγοθάς της λευτεριάς», Αθήνα 1975, σ. 81-2). Απλή σύμπτωση;

Συγκλονιστική είναι, τέλος, η ίδια μαρτυρία για την εχθρική, αδιάφορη ή απλά ιδιοτελή στάση των περισσότερων κατοίκων απέναντι στο ανθρώπινο δράμα που ξετυλιγόταν δίπλα τους. Κατά κανόνα αρνούνταν κάθε βοήθεια, συχνά με υποκριτικές δηλώσεις αδύναμης συμπόνοιας· η αποβολή των εξορίστων από τα χωράφια έγινε επίσης δεκτή σαν «επανάσταση», καθώς οι ιδιοκτήτες τους «θα κερδίζανε την παραγωγή, δίπλα στα νοίκια που μας τρώγανε» (σ. 34).

Με την πλάτη της χωροφυλακής υπεξαιρέθηκαν ακόμη και τα λιγοστά ζώα, πάνω στα οποία βάσιζαν τις ελπίδες τους για επιβίωση: «Την Πρωτοχρονιά, καλόγερος, αστυνόμος και καθάρματα του χωριού γλεντούσανε με τα δικά μας γουρούνια. Πνοή χάρου, κρύα και φαρμακερή, φύσηξε μέσα στο θάλαμο» (σ. 43).

Αλλοι κάτοικοι, πάλι, επιδόθηκαν στη μαύρη αγορά σε βάρος των λιμοκτονούντων, αποσπώντας όσα χρήματα, καλά ρούχα, παπούτσια ή τιμαλφή τούς είχαν απομείνει, για μια χούφτα τρόφιμα: «Κάποιος σύντροφος είχε ένα μεγάλο χρυσό ρολόι. Το Γραφείο το παζαρεύει, ζητάει εφτά οκάδες κριθάρι και μια γυναίκα δίνει πέντε» (σ. 86)· «Οι χωρικοί που φοβόνταν, έτσι έλεγαν, να μας πουλήσουν κριθάρι, φάβα κτλ. τώρα τρέχανε ο ένας πίσω στον άλλο να μας πουλήσουνε τα ψοφίμια. Πολλοί πάσχιζαν να μας γελάσουν κιόλας, λέγαν πως δεν ήταν ψόφια αλλά σφαγμένα» (σ. 52).

Οταν οι εναπομείναντες μελλοθάνατοι δεν είναι πια σε θέση από την εξάντληση ούτε να βγάλουν από τον θάλαμο τους νεκρούς συντρόφους τους για ταφή, το φάσμα μιας θανατηφόρας επιδημίας φαντάζει έτσι στα μυαλά τους σαν λυτρωτική εκδίκηση:«Εμάς δε θα πιάσει χολέρα, γιατί θα είμαστε πεθαμένοι … αν θα πιάσει το χωριό και την αστυνομία; Μακάρι, χίλιες φορές μακάρι, ποδάρι να μη μείνει» (σ. 81).

Η έκκληση του Ερυθρού Σταυρού: «ανεξίτηλον στίγμα εις βάρος του πολιτισμού της Χώρας μας»

Επιτροπή Διαχειρίσεως Αποστολών Τροφίμων υπό του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού Κολοκοτρώνη 3, Αθήναι Αριθ. [2531]

Η ημετέρα Επιτροπή, αφ’ ής παρέλαβε το πρώτον φορτίον τροφίμων, έλαβεν είτε απ’ ευθείας είτε μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού επανειλημμένα τηλεγραφήματα και εκκλήσεις εκ μέρους των πολιτικών κρατουμένων εις διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή φυλακάς του Κράτους, διά των οποίων εζητείτο η άνευ αναβολής αποστολή τροφίμων. Και κατ’ αρχάς μεν αποστέλλομεν τα τρόφιμα εις τας επιτοπίους αρχάς με την παράκλησιν να διατίθενται διά την διατροφήν των κρατουμένων.

Βραδύτερον, όμως, επειδή προεκλήθησαν παράπονα ότι δεν διετίθετο άπασα η αποστελλομένη ποσότης διά τους πολιτικούς κρατουμένους υπό των αρμοδίων αρχών, παρά τας περί τούτου ρητάς οδηγίας μας, ηναγκαζόμεθα να αποστέλλωμεν αντιπροσώπους τους Ερυθρού Σταυρού εις τα κατά τόπους στρατόπεδα, ίνα ούτως εξασφαλίσωμεν την παράδοσιν των τροφίμων εις εκείνους, διά τους οποίους προωρίζοντο υπό της Διεθνούς Επιτροπής.

Εκ της επικοινωνίας όμως ταύτης διεπιστώσαμεν ότι η κατάστασις των πολιτικών τούτων κρατουμένων, η οποία περιεγράφετο εις διάφορα υπομνήματα αυτών με τα μελανώτερα χρώματα, ήτο έτι δραματικωτέρα απ’ ό,τι περιεγράφετο.

Χιλιάδες άνθρωποι, κατά πλείστων εκ των οποίων δεν κατηγγέλη καν κατηγορία διά συγκεκριμένην τινά κολάσιμον κατά τους κειμένους νόμους πράξιν κατά παράβασιν και των στοιχειωδεστέρων κανόνων της δικαιοσύνης, είχον εγκλεισθή εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή εκτοπισθή εις τας απομεμακρυσμένας νήσους της Χώρας κατ’ επιταγή του απεριγράπτου τέως Υπουργού της Δημοσίας Ασφαλείας Μανιαδάκη, ο οποίος είναι γνωστόν πόσον ανοικτειρμόνως εχρησιμοποίησε τα όργανα της Δημοσίας Ασφαλείας προς καταπίεσιν των πολιτών. Εκτοτε οι άνθρωποι αυτοί σήπονται εις ανηλίους τρώγλας, όπου διαβιούν υπό τας χειροτέρας των συνθηκών, χωρίς άρτον, χωρίς τρόφιμα, χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα (αφού στερούνται σάπωνος), χωρίς καμμίαν ιατρικήν περίθαλψιν, χωρίς καμμίαν τέλος εκδήλωσιν κρατικής μερίμνης εκ μέρους των κρατικών οργάνων, τινά μάλιστα των οποίων εξηκολούθουν να φέρωνται με την αυτήν, όπως και επί Μανιαδάκη, απάνθρωπον βαναυσότητα.

Τοιουτοτρόπως οι πλείστοι των κρατουμένων κατέστησαν φυματικοί. Επειδή δε και μετά την εκδήλωσιν της νόσου των εξακολουθούν να διαβιούν υπό τους ιδίους όρους, χωρίς να μεταφέρωνται εις Σανατόρια ή τουλάχιστον εις ιδιαίτερα διαμερίσματα, όπου τυγχάνωσι κάποιας ιδιαιτέρας περιθάλψεως, τήκονται εντός των ιδίων διαμερισμάτων, όπως και πρότερον, και εν τέλει αποθνήσκουν εν μέσω των εκατοντάδων των συγκρατουμένων των, εις τους οποίους μεταδίδουν την αθεράπευτον νόσον των, και οι οποίοι από ημέρας εις ημέραν τούς ακολουθούν εις τον θάνατον.

Ακόμη και εν μέσαις Αθήναις, εντός του κρατητηρίου του Τμήματος Μεταγωγών, το οποίον επεσκέφθημεν μετά των αντιπροσώπων του Γερμανικού και Ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, διεπιστώσαμεν σκηνάς απεριγράπτου φρικαλεότητος.

Εις ένα υπόγειον χώρον, ανήλιον, χωρίς επαρκή αερισμόν, όστις κανονικώς δεν ήτο επαρκής και διά 30 ακόμη άτομα, είχον στιβαχθή περί τους 200 κρατούμενοι. Εκρατούντο δε αναμίξ κατάδικοι και υπόδικοι, κοινοί εγκληματίαι, ζωοκλέπται, φονείς, διαρρήκται κ.λπ. μετά πολιτικών κρατουμένων υποδίκων εισέτι. Δεκάς φυματικών κρατουμένων, οίτινες είχον μεταφερθή εξ Αιγίνης, διήρχετο τας τελευταίας αγωνιώδεις στιγμάς της. Καθ’ ήν μάλιστα στιγμήν ευρισκόμεθα εντός του κρατητηρίου, είς εκ των κρατουμένων είχεν καταληφθή υπό του επιθανατίου ρόγχου. Το δ’ έτι χείρον είναι ότι, καθ’ ά μας ανεκοίνωσαν οι κρατούμενοι, οι αποθνήσκοντες ελλείψει μέσων μεταφοράς του Δήμου δεν αποκομίζονται εκ του κρατητηρίου αμέσως, αλλά συνέβη να παραμείνουν εκεί και επί 24ωρον ακόμη, μέχρις ού η Δημαρχία δυνηθή να τους μεταφέρη εις το Νεκροτομείον και τοιουτοτρόπως οι κρατούμενοι ηναγκάσθησαν πολλάκις ελλείψει χώρου να κατακλιθούν παραπλεύρως των νεκρών. Και η σκέψις ακόμη μιας τοιαύτης μακαβρίας εικόνος προκαλεί την φρίκην.

Οταν δε τοιαύται τραγικαί σκηναί λαμβάνωσι χώραν εντός των κρατητηρίων της Πρωτευούσης, είναι εύκολον να φαντασθή τις τι δύναται να συμβαίνη εις τας απομεμακρυσμένας νήσους ή εις τα μακράν της Πρωτευούσης ευρισκόμενα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Η τραγωδία των ανθρώπων αυτών είναι απερίγραπτος. Εις ταύτην από μηνών ήδη προστίθενται οι θάνατοι εξ ασιτίας και τελείας εξαντλήσεως.

Την κατάστασιν ταύτην αντιπρόσωποι του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού εξέθεσαν προ μηνός και πλέον εις τον Γενικόν Διευθυντήν του Υπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας κ. Νάσκον, όστις υπεσχέθη ότι θα ελάμβανε δέοντα μέτρα διά την βελτίωσιν της καταστάσεως.

Παρά ταύτα, η κατάστασις των πολιτικών εξορίστων εξακολουθεί να παραμένη απελπιστική. Από τηλεγράφημα πολιτικού εξορίστου κρατουμένου εις Αγιον Ευστράτιον πληροφορούμεθα ότι μεταξύ της 13ης Ιανουαρίου και της 28ης [προφανώς: 18ης] Φεβρουαρίου, απέθανον εκ πείνης επτά πολιτικοί εξόριστοι, οι:
Κων/τίνος Μήτσης
Ιωάννης Κανδήλας
Αναστάσιος Τραγιανός
Δημήτριος Φέζος
Χαράλαμπος Μοράκης
Ηλίας Σπούνος και
Σιντώ Καλή [πραγματικό όνομα: Καλές] Δύο άλλοι, οι Κων/τίνος Λευκαδίτης και Νικόλαος Βέτσης, έπαθαν συνεπεία των στερήσεων διανοητικήν παράκρουσιν, ο πρώτος δε εκ τούτων απέθανε την 29ην Ιανουαρίου εκ πείνης.

Τριάκοντα φυματικοί κατάκεινται ετοιμοθάνατοι. Πνέουν δε τα λοίσθια, συνεπεία τελείας εξαντλήσεως εκ της πολυμήνου ασιτίας οι:
Σεραφείμ Τσιώνος
Ανδρέας Χατζίδης
Δημήτριος Χαμλάτζης
Δημ. Ζιάκας
Θεοδ. Θεοδωρίδης
Βασ. Γκιουβέκας
Βασ. Δημητρίου
Αναστ. Γρίβας
Κωνστ. Φαγαντίδης
Θεοδ. Ράλλης
Κωνστ. Μπουμαρσόπουλος
Γρηγ. Τσαουσίδης
Ηλίας Σουρμελής
Γεωρ. Σταματιάδης
Δημ. Αγγέλου
Μηνάς Καμπέλης και
Χρήστος Χαρδαλούμπας

Κύριε Πρόεδρε

Δεν γνωρίζομεν αν έχετε γνώσιν της οικτράς ταύτης καταστάσεως. Ελπίζομεν δε ότι θα λάβετε παν μέτρον ίνα εκλείψη το στίγμα τούτο το οποίον προσάπτεται εις τον πολιτισμόν της Χώρας μας. Εις εποχήν κατά την οποίαν ηνοίξατε τας θύρας των φυλακών διά να απελευθερωθούν οι φονείς και οι καθ’ έξιν εν γένει κοινοί εγκληματίαι, διότι η πολιτεία ευρίσκετο εις αδυναμίαν να αντιμετωπίση το πρόβλημα της διατροφής των, παρά τον κίνδυνον όστις είναι ενδεχόμενον ν’ απειλήση γενικώτερον την κοινωνίαν εξ αφορμής ενός τοιούτου μέτρου, το οποίον αναμφισβήτως συντελεί εις το να ογκούται οσημέραι το κύμα της εγκληματικότητος, θα ήτο αποτρόπαιον να παρατείνεται η κράτησις Πολιτικών κρατουμένων, τους οποίους η Πολιτεία καταδικάζει εις τον εξ ασιτίας θάνατον, διότι δεν έχει τα μέσα να τους συντηρήση.

Διότι δεν τολμούμεν να πιστεύσωμεν ότι έχεται αληθείας το μεταδιδόμενον εκείθενότι δηλαδή εις την νήσον υπάρχουν τρόφιμα, αλλά δεν επιτρέπει ο αστυνομικός Σταθμάρχης εις τους κρατουμένους να προμηθευθούν ή ότι τους υπεχρέωσε να καταστρέψουν τον λαχανόκηπον, τον οποίον εκαλλιέργουν διά προσωπικής εργασίας και εκ του οποίου ηδύναντο να εξασφαλίσουν ένα μέρος των λαχανικών, τα οποία εχρειάζοντο διά την συντήρησίν των.

Εάν δεχθώμεν προς στιγμήν ως αληθή τα ανωτέρω καταγγελλόμενα, τότε θα έδει να φαντασθώμεν –πράγμα απίστευτον– ότι το Κράτος επιδιώκει εσκεμμένως τον θάνατον των πολιτικών τούτων εξορίστων, οπότε προτιμώτερον θα ήτο να διατάξη τον τουφεκισμόν των, αντί να παρατείνη επί τοσούτον την αγωνίαν των.

Επειδή όμως κ. Πρόεδρε πιστεύομεν ότι δεν είναι δυνατόν το Κράτος να εμφορήται υπό τοιούτων απανθρώπων αντιλήψεων και ίνα προλάβωμεν το ενδεχόμενον να αχθή το ζήτημα τούτο υπ’ όψει του Κεντρικού Συμβουλίου του Ερυθρού Σταυρού παρά των ενταύθα αντιπροσώπων του, οπότε υπάρχει κίνδυνος και να προσαφθή ανεξίτηλον στίγμα εις βάρος του πολιτισμού της Χώρας μας διά την τοιαύτην μεταχείρισιν των πολιτικών κρατουμένων, λαμβάνομεν την τιμήν να επισύρωμεν την προσοχήν υμών επί των ανωτέρω, με την ελπίδα ότι θα θέσητε τέρμα εις μίαν τοιαύτην βαρβαρότητα.

Μετά πάσης τιμής[η υπογραφή λείπει από το δακτυλογραφημένο αντίγραφο]

Η απάντηση της Χωροφυλακής:
«Ουδεμία εγγύησις υπάρχει ότι θα επιδείξωσι νομιμόφρονα διαγωγήν»…

Το απαντητικό έγγραφο του συνταγματάρχη Κολλάτου, γενικού διευθυντή της κατοχικής Χωροφυλακής. Το απαντητικό έγγραφο του συνταγματάρχη Κολλάτου, γενικού διευθυντή της κατοχικής Χωροφυλακής. | ΕΛΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Εν Αθήναις τη 19η Μαΐου 1942
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Γ΄ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΣΙΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΔ. ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ Β΄
Αριθ. πρωτ. 18/156/2

ΠΡΟΣ
ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΥΠΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΕΝΤΑΥΘΑ

«Περί των όρων διαβιώσεως των εξορίστων κομμουνιστών»

Εχομεν την τιμήν, εν σχέσει προς το υπ’ αριθ. 2531 από 22-2-1942 υμέτερον έγγραφον, περί των όρων διαβιώσεως των εν εκτοπίσει διατελούντων εις το Στρατόπεδον Ακροναυπλίας και τας Νήσους ατόμων, να ανακοινώσωμεν υμίν τα εξής:

Οι εις τα ανωτέρω μέρη διατελούντες εν εκτοπίσει, τυγχάνουσι άπαντες κομμουνισταί. Και περί του ότι ούτοι έχουσι σημειώσει κατά το παρελθόν αξιόλογον κομμουνιστικήν δράσιν και εμμένουσι μετά φανατισμού εις τας ιδέας των, ουδεμία γεννάται αμφιβολία. Είμεθα εις θέσιν να γνωρίζωμεν ότι κατά το παρελθόν κατεβλήθη πάσα προσπάθεια όπως μειωθή εις το ελάχιστον ο αριθμός των εξορίστων κομμουνιστών, όστις ουδέποτε υπερέβη τους χιλίους τριακοσίους. Απεστάλησαν προς αυτούς συγγενείς των, φίλοι των και Αξιωματικοί ακόμη, με τον σκοπόν να τους πείσουν να επανέλθουν πλησίον των συζύγων των, των τέκνων των και των γονέων των, επί τη υποβολή μόνον δηλώσεως μετανοίας, και όμως οι περισσότεροι εκ τούτων, οι σήμερον δηλαδή διατελούντες εν εκτοπίσει παρέμεινον αμετάπειστοι, υπείκοντες εις τας υποδείξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπερ συνιστά την ανάπτυξιν πνεύματος ηρωισμού και αυτοθυσίας μεταξύ των κομμουνιστών, αποκρούον και καταδικάζον την υποβολήν δηλώσεων μετανοίας.

Προ της εμπλοκής της Ελλάδος εις Πόλεμον μετά της Γερμανίας, οι εν εκτοπίσει κομμουνισταί δεν υπερέβαινον τους χιλίους διακοσίους εβδομήκοντα. Σήμερον ο αριθμός ούτος εμειώθη αισθητώς και οι διατελούντες εν εκτοπίσει δεν υπερβαίνουσι τους εννεακοσίους τριάκοντα. Είναι δε οι πλείστοι εξ αυτών επίλεκτα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος και αρνούνται να αποκηρύξωσι τας κομμουνιστικάς των ιδέας, εις άς εμμένουσι μετά φανατισμού, ίνα αφεθώσιν ελεύθεροι και επανέλθωσιν εις τας εστίας των. Ανευ βεβαίως τοιαύτης δηλώσεως δεν είναι δυνατόν ν’ αφεθώσιν ελεύθεροι, αφ’ ενός μεν διότι ουδεμία εγγύησις υπάρχει ότι θα επιδείξωσι νομιμόφρονα διαγωγήν, αφ’ ετέρου δε διότι δεν επιτρέπουσι τούτο αι Αρχαί Κατοχής. Διαπιστώσαμεν μάλιστα μετά λύπης, ότι απολυθέντες εξόριστοι κομμουνισταί ή δραπετεύσαντες εκ του τόπου του εκτοπισμού των, επανήρχισαν την κομμουνιστικήν των δράσιν και τινές μάλιστα κατεδικάσθησαν εις θάνατον υπό των Γερμανικών αρχών και εξετελέσθησαν.

Το Υπουργείον δεν αγνοεί, βεβαίως, ότι η κατάστασις των εξορίστων κομμουνιστών από επισιτιστικής πλευράς κατέστη ιδία τους τελευταίους μήνας δυσμενής. Οι εις τας Νήσους ιδία ευρισκόμενοι και ειδικώτερον οι εις Αγιον Ευστράτιον, τελούν υπό δυμενεστάτας [χειρόγραφη διόρθωση: δυσμενεστέρας] συνθήκας. Το Υπουργείον δεν έπαυσε ουδ’ επί στιγμήν να επιδεικνύη ζωηρόν ενδιαφέρον διά την βελτίωσιν της επισιτιστικής των καταστάσεως και προς τούτο όχι μόνον εις επανειλημμένα προέβη διαβήματα προς το Υπουργείον Επισιτισμού διά την αποστολήν τροφίμων, αλλά και προς τους οικείους Νομάρχας και τας αρχάς Χωροφυλακής εξέδωκε διαταγάς, ίνα επιληφθώσι σοβαρώς του ζητήματος τούτου.

Η έλλειψις όμως αποθεμάτων τροφίμων εις τας Νήσους και αι δυσχέρειαι περί την μεταφοράν των, λόγω ελλείψεως συγκοινωνιακών μέσων, συνετέλεσαν εις την δημιουργίαν της καταστάσεως ταύτης.

Και επί της υγιεινής των καταστάσεως το Υπουργείον δεν ηδιαφόρησε. Κατόπιν επιμόνων και μακροχρονίων ενεργειών, επέτυχεν έγκρισιν προς εισαγωγήν εις το Σανατόριον Πέτρας Ολύμπου πεντήκοντα περίπου φυματικών, εχόντων ανάγκην αμέσου Νοσοκομειακής περιθάλψεως, άλλους δε πάσχοντας εκ διαφόρων άλλων νοσημάτων εισήγαγεν εις Νοσοκομεία. Δυστυχώς η έλλειψις Νοσοκομείου ή κλινών εις τα υπάρχοντα τοιαύτα δεν επιτρέπει την αποστολήν μεγαλυτέρου αριθμού ασθενών εις Νοσοκομεία.

Οσον αφορά την κατάστασιν των εξορίστων εν Αγίω Ευστρατίω, ήτις είναι πράγματι αθλία, δεν είναι αληθές ότι εδημιουργήθη υπαιτιότητι της τοπικής Αστυνομικής Αρχής. Εξ ενεργηθείσης σχετικής ερεύνης, εντολή ημών, προέκυψαν τα εξής:

Προ της καταλήψεως της νήσου υπό των Γερμανικών στρατευμάτων είχεν επιτραπή εις αυτούς να εργάζωνται επ’ αμοιβή εις τα αγροκτήματα των κατοίκων, να ενοικιάζωσι και καλλιεργώσι αγροκτήματα και κήπους, εξ ών απεκόμιζον σιτηρά, γεώμηλα και άλλα είδη διατροφής. Τοιουτοτρόπως και διά του παρεχομένου αυτοίς επιδόματος διατροφής, η επισιτιστική των κατάστασις ευρίσκετο εις ευχάριστον σημείον.

Μετά την κατάληψιν όμως της Νήσου, παρημέλησαν την καλλιέργειαν και ηκύρωσαν τας συμφωνίας ενοικιάσεως των αγροκτημάτων, ών η νομή επανήλθεν εις τους ιδιοκτήτας. Αφ’ ετέρου λόγω της πενιχράς παραγωγής της Νήσου, ής οι κάτοικοι στερούνται ήδη και αυτού του άρτου, η προμήθεια τροφίμων εκ της ελευθέρας αγοράς κατέστη αδύνατος. Εκτός τούτου μεταβάς εις την Νήσον Γερμανός Αξιωματικός απηγόρευσε την ελευθέραν κυκλοφορίαν των κομμουνιστών, οίτινες περιωρίσθησαν εις δύο οικίας, ως και την καλλιέργειαν υπ’ αυτών αγροκτημάτων.

Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη κατάστασις λίαν δυσμενής διά τους εξορίστους, ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα την υποβολήν αθρόων δηλώσεων μετανοίας και την μείωσιν του αριθμού αυτών από 225 περίπου εις 92.

Τελευταίως κατ’ αναφοράν της Υποδ/σεως Χωρ/κής Λήμνου ελήφθη απόφασις, εν συνεννοήσει μετά του επάρχου και του Γερμανού Διοικητού Κάστρου, όπως αποσταλώσιν εις Αγιον Ευστράτιον 1.350 οκάδες φάβας και 1.000 οκάδες σησαμίου.

Τέλος, ως προς το ζήτημα των κρατουμένων εις το Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών, ανακοινούμεν ότι πράγματι ούτοι διαβιούν υπό συνθήκας λίαν δυσμενείς. Το οίκημα είναι όντως ακατάλληλον και κατεβλήθη εις το παρελθόν προσπάθεια προς εξεύρεσιν καταλληλοτέρου, πλην δεν κατέστη τούτο δυνατόν. Ελπίζομεν όμως ότι αι νέαι προσπάθειαι ημών επί του ζητήματος τούτου να καρποφορήσουν.

Οσον αφορά την επί μακρόν πολλάκις χρόνον παραμονήν των κρατουμένων εις το ανωτέρω Τμήμα, αύτη οφείλεται ως επί το πολύ εις την σημερινήν κατάστασιν των συγκοινωνιακών μέσων, ήτις, ιδία διά τας νήσους, δεν επιτρέπει την ταχείαν μεταφοράν των.

ΕΝΤΟΛΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
Ο Γενικός Δ/ντής Χωροφυλακής
ΚΟΛΛΑΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦ.
Συντ/ρχης

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ
− ΓΡΑΦΕΙΟΝ κ. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Επί υπ’ αριθ. 4387 Α/ΥΙΙ και 7808 Α/Χ εγγράφων του
− ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΠΙΣΙΤΙΣΜΟΥ
Παρακαλούμενον όπως μεριμνήση διά την όσον ένεστι ταχείαν αποστολήν τροφίμων εις τας νήσους εκτοπίσεως των κομμουνιστών.
− ΙΕΡΑΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ ΑΘΗΝΩΝ
Κατόπιν του προς τον κ. Πρόεδρον Κυβερνήσεως διαβιβασθείσης επιστολής από 14-4-1942.

ΠΑΡΕΒΛΗΘΗ
Διά την Αντιγραφήν
Αθήναι τη 20-5-1942
Η Δ/σις Ασφαλείας

Διαβάστε
▶ Κώστας Μπόσης, Αη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941 (Αθήνα 1947, έκδ. Κ.Ε. του ΚΚΕ). Συγκλονιστική μαρτυρία για τη συστηματική εξόντωση των πολιτικών εξορίστων του νησιού από την πείνα τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής.
▶ Margaret E. Kenna, Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας. Πολιτικοί κρατούμενοι στο Μεσοπόλεμο(Αθήνα 2004, εκδ. Αλεξάνδρεια). Μελέτη μιας Βρετανίδας κοινωνικής ανθρωπολόγου για τους πολιτικούς εξόριστους της ίδιας περιόδου στην Ανάφη, με κορμό το φωτογραφικό αρχείο ενός από αυτούς. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται και στιγμιότυπα από τις κηδείες των πρώτων δύο νεκρών, τον Μάρτιο του 1942.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το