Από τους ευεργέτες στους χορηγούς
Αν και δεν μπαίνει κανείς στον κόπο να το αποδείξει, οι ιστορικοί εθνικοί ευεργέτες θεωρούνται πρόσωπα υπεράνω υποψίας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει καταγράψει με “χρυσά γράμματα” τις δωρεές και τα κληροδοτήματα εκατοντάδων ευπόρων συμπατριωτών μας. Και πράγματι, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί σήμερα η εθνική προσφορά του Ζάππα, των Ζωσιμάδων, του Τοσίτσα, του Αρσάκη, του Πάντου, του Σίνα, του Στουρνάρα, του Αβέρωφ, του Ριζάρη, του Δρομοκαϊτη και τόσων άλλων που άφησαν -μετά θάνατον, κατά κανόνα- εκπαιδευτήρια, βιβλιοθήκες, μουσεία, νοσοκομεία, φυλακές κ.λπ. Αλλά και οι μεταγενέστερες προσωπικότητες του πλούτου, που ακολούθησαν την παράδοση των μεγάλων ευεργετών, κατά την μεταπολεμική περίοδο, ήδη αποτελούν λαμπρά παραδείγματα ανιδιοτέλειας και πατριωτισμού. Ο χρόνος βοηθά σ’ αυτό. Η κριτική -όταν ασκείται- περιορίζεται, στους σύγχρονους Μαικήνες, οι οποίοι προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα της δωρεάς σε μιά εποχή γενικευμένης καχυποψίας και έντονου ανταγωνισμού συμφερόντων. Τα ευεργετήματά τους -που, είναι αλήθεια ότι πλέον πραγματοποιούνται στο μέσον της επιχειρηματικής τους διαδρομής, και αξιοποιούνται από τα τμήματα δημοσίων σχέσεων των ομίλων τους- θεωρούνται ως στοιχεία επιχειρηματικής στρατηγικής.
Το κλίμα αυτής της εξέλιξης αποδίδει η αυστηρή πένα του έμπειρου αρθρογράφου Χρήστου Πασαλάρη (“Απογευματινή”, 25.9.1994): “Οι μεγάλες ευεργεσίες σταμάτησαν στον Ωνάση, τον Ευγενίδη, τη Γουλανδρή, τον Αγγελόπουλο, τον Λάτση και μερικούς άλλους, μ’ όλο που το έθνος δεν έπαυσε να δυστυχεί και να κινδυνεύει. Η σημερινή, όμως, γραφή αναφέρεται στη νέα γενιά των ‘λεφτάδων’, την πιο σκάρτη, την πιο ασυνείδητη και την πιο άπληστη απ’ όσες γνωρίσαμε (…) Ανθρωποι αμόρφωτοι οι περισσότεροι, ακαλλιέργητοι και αδίστακτοι κερδοσκόποι, προκαλούν βάναυσα το δημόσιο αίσθημα, σκανδαλίζουν το κοινωνικό σύνολο, εξοργίζουν τον αγρίως φορολογούμενο πολίτη με τις μυθώδεις βίλες, τα πλωτά παλάτια, τις οργιαστικές κοσμικότητες και την απροκάλυπτη χρηματοδότηση μέσων δημοσιότητας, παραγόντων και λειτουργών του Τύπου.” Η επιθετικότητα της άποψης, μάλλον ισοπεδώνει τις αποχρώσεις της νέας πραγματικότητας και μηδενίζει τη λειτουργία της ευεργεσίας. Ισως να φταίει και το γεγονός ότι η διαδικασία συσσώρευσης του μεγάλου κεφαλαίου, πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια μας (και όχι π.χ. κάπου στους “μαύρους” της Αφρικής), και με διαδικασίες που στο πλαίσιο της Δημοκρατίας επιτρέπεται να συζητιούνται. Γιατί, δηλαδή, τα χρήματα που προσέφερε το Ιδρυμα Ωνάση για το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής στη Νέα Σμύρνη τις προάλλες, να είναι περισσότερο “πατριωτικά” από τα λεφτά του κ. Βεντούρη για την αγορά ενός ελικοπτέρου του Λιμενικού;
Οπως πληροφορούμαστε από την Επιτροπή Διεκδίκησης της Ολυμπιάδας του 2004, οι χορηγίες έχουν ταξινομηθεί αυστηρά ώστε οι ευεργέτες να μην αυτοπροβάλλονται ασύμμετρα. Θα αποκτούν τους τίτλους (και θα δικαιούνται προβολή) ανάλογα με το ύψος της κατάθεσής τους: Ευεργέτης (από 300 εκατομμύρια και άνω), μέγας χορηγός (200 εκ.), χρυσός χορηγός (100 εκ.), αργυρός (50 εκ.), χορηγός (25 εκ.), υποστηρικτής κ.ο.κ. Ως τώρα η μόνη ευεργεσία που έχει ανακοινωθεί υπήρξε, όπως άλλωστε αναμενόταν, εκείνη του ζεύγους Αγγελοπούλου. Δισεκατομμύρια συνεχίζουν να διοχετεύονται από τα θησαυροφυλάκια ιδιωτών για την εκπλήρωση εξίσου πατριωτικών στόχων. Πέρα από τα ιλιγγιώδη ποσά που, με τη μορφή δωρεών, ευθέως δαπανούνται σε απίθανους τομείς για να στηρίξουν τις καμπάνιες προβολής σχεδόν όλων των επιχειρήσεων (π.χ καπνοβιομηχανιών, ποτών, ασφαλιστικών και τραπεζικών κολοσσών), εκσυγχρονίζεται και η παλιά καλή εθνική ευεργεσία.
Οι ιδιοκτήτες της “Χαλυβουργικής” έχουν σχεδόν ταυτιστεί με το μέλλον της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Τυχαία ονομάστηκε ο Π. Αγγελόπουλος “Αρχων Λογοθέτης και Μέγας Ευεργέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου”; Συμπτωματικά βραβεύτηκε με την ανώτατη τιμή από το ελληνοαμερικανικό λόμπι και τον Ιάκωβο; Ο ίδιος ο Κλίντον μίλησε τον περασμένο Ιούνιο για την “απαράμιλλη αφοσίωσή του σε πλήθος φιλανθρωπικών έργων που αντικατοπτρίζουν το αμερικάνικο όνειρο και τα ελληνικά ιδεώδη”. Διότι δεν ήταν μόνο τα δισεκατομμύρια της “Χαλυβουργικής” που δόθηκαν για το Πατριαρχείο της Πόλης, αλλά και “η εμψύχωση των εθνικών συλλαλητηρίων” της πρόσφατης εσοδείας. Με περισσότερο εντοπισμένο πάθος για τα εθνικά θέματα εμφανίζεται ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου της “Μηχανικής Α.Ε”: Αγορά από το Κρίστις (170 εκ.) και περιοδείες του “Κρυφού σχολειού” του Γύζη, σ’ όλη τη χώρα. Χορηγός της διακομματικής αποστολής (Καμμένος, Μπαντουβάς, Βουνάτσος) στην Ιμβρο, το 1994. Λεύκωμα για τη Μακεδονία και το Αγιον Ορος. Αγωνίζεται για την υλοποίηση της εθνικά πολύτιμης Εγνατίας Οδού. Χρηματοδοτεί τις τελετές της Πάτμου. Εκδίδει ελληνοπομακικό λεξικό. Ιδρύει βρεφονηπιακό σταθμό για τους υπαλλήλους του υπ. Δημόσιας Τάξεως κ.λπ. Ο Γιάννης Κωστόπουλος, επίσης, δεν είναι μόνο ένας σκληρός τραπεζίτης, που επηρεάζει το ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων. Η Alpha Tράπεζα Πίστεως είναι και η χορηγός ψυχή της μεγαλειώδους έκθεσης “Η Δόξα του Βυζαντίου”, που αυτόν τον καιρό γοητεύει τους επισκέπτες του Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Εκατοντάδες σημαντικοί Ελληνες μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ και πλήθος εγκωμίων επλάκησαν, όχι, φυσικά, μόνο για το μεγαλείο του Βυζαντίου.
Την εικόνα αυτή δεν είναι δυνατόν να την αμαυρώσει καμιά είδηση σχετικά με τις αυστηρά επιχειρηματικές δραστηριότητες των ευεργετών. Ποιος θυμάται γιατί ο τάδε βρίσκεται στα δικαστήρια με το Δημόσιο, γιατί ο δείνα κατέστρεψε μια περιοχή ή πόσους εργάτες απέλυσε ο άλλος; Ακόμα κι όταν οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτοί στρέφονται κατά του ελληνικού δημοσίου, διεκδικώντας χρήματα, αναθέσεις έργων ή διευκολύνσεις, δεν μας ξενίζει η στάση τους. Ο σύγχρονος ευεργέτης οφείλει να είναι αμείλικτος εργοδότης, σκληρός διαπραγματευτής με την κυβέρνηση, υπόδειγμα κεφαλαιοκράτη. Η προσφορά του στρέφεται όλο και περισσότερο προς το “έθνος” και λιγότερο προς την “κοινωνία”. Προτιμά να δαπανά για την αγορά και την περιφορά μιας “εικόνας” ή για τη διοργάνωση ενός συμποσίου για τις αξίες του ελληνισμού, παρά για την ανέγερση ενός σχολείου.
Οι λεγόμενοι εθνικοί ευεργέτες του περασμένου αιώνα περιβλήθηκαν το μύθο του αγαθοεργού πλούσιου. Με τα χρήματα τους καλύφθηκαν στοιχειώδη κενά στην υποδομή του νεοελληνικού κράτους. Η δικαίωσή τους ήρθε μετά θάνατον και κανείς δεν ασχολείται με τον τρόπο που συγκεντρώθηκε ο πλούτος τους. Οι σύγχρονοι δεν αρκούνται στην υστεροφημία. Προσθέτουν στο σημερινό τους επιχειρηματικό προφίλ την ιδιότητα του “χορηγού” με το αζημίωτο. Η θεσμοθέτηση των φορολογικών απαλλαγών για τις δωρεές, μετακυλύει ο κόστος των “ευεργεσιών” στην τσέπη όλων των φορολογουμένων. Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει μια σύγχρονη “χορηγία” από μια πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα. Ποιος μπορεί σήμερα με σιγουριά να πει αν με το “Μέγαρο” ο γνωστός εκδότης ξοδεύει ή κερδίζει χρήματα; Αν δηλαδή υπήρξε παραγωγική η επένδυση αυτή; Το σίγουρο είναι ότι η πολιτεία από σήμερα τον τιμά και τον αντιμετωπίζει με τον ξεχωριστό τρόπο που αρμόζει σε κάθε ευεργέτη. Κι εκείνος, με τη σειρά του, ανοίγει το δρόμο σε άλλους “υπό-χορηγούς”.
Μνήμη εθνικού τοκογλύφου
Το όνομά του θεωρήθηκε συνώνυμο της ευεργεσίας προς το έθνος: ομώνυμες φυλακές και πτωχοκομείο, δημοτικό θέατρο, μουσεία στην Ολυμπία και τους Δελφούς, κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών, νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη… Ακόμη και το μικρό πέτρινο δημοτικό σχολείο της Φολεγάνδρου οφείλεται στη δική του γενναιοδωρία. Πεθαίνοντας, άφησε με τη διαθήκη του 100.000 λίρες στον “Ευαγγελισμό” για την ανέγερση ειδικής πτέρυγας, καθώς και τα ποσά που απαιτούνταν για την κατασκευή της ομώνυμης λεωφόρου Αθήνας-Φαλήρου και τη δημιουργία του ειδικευμένου στις μεταδοτικές ασθένειες νοσοκομείου που φέρει το όνομά του.
Ο Ανδρέας Συγγρός (1828-1899) υπήρξε πράγματι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση “εθνικού ευεργέτη” του προηγούμενου αιώνα, το “αρχέτυπο” των αμφιλεγόμενων αυτών προσωπικοτήτων που από τη μια εξαντλούσαν όλα τα περιθώρια που τους προσέφερε η ανεκτική εποχή τους για να θησαυρίσουν, από την άλλη φρόντιζαν να συνδέσουν το όνομά τους με εντυπωσιακά έργα φιλανθρωπίας που μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν την αιώνια ευγνωμοσύνη των ομοεθνών τους. Και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στους πρώτους έλληνες σοσιαλιστές που τον χαρακτήρισαν “λωποδύτη φιλάνθρωπο” (περ. “Σοσιαλιστής”, Ιούλιος 1893), για να αντιληφθούμε ότι ο Συγγρός και οι πολυσχιδείς δραστηριότητές του είχαν προκαλέσει την οργή πολλών συγχρόνων του. Αρκεί μια ματιά στα πρακτικά της Βουλής ή ένα ξεφύλλισμα ιστορικών αφηγημάτων της περιόδου για να διαπιστώσουμε πως αρκετοί υπήρξαν εκείνοι που μοιράζονταν τη (μεταγενέστερη) άποψη του Γιάννη Κορδάτου ότι ο Συγγρός υπήρξε ένας “μηχανορράφος και επιδέξιος πολιτικάντης” που συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη εκμεταλλευόμενος τις ακόμη αρχαϊκές δομές του ελληνικού κράτους και καθοδηγώντας προς ίδιο όφελος τις οικονομικές επιλογές αλλεπάλληλων κυβερνήσεων της εποχής. “Θέλει κατά το τουρκικόν παράδειγμα να σχηματίση μίαν ιδιωτικήν εταιρείαν, η οποία να εκμεταλλεύηται τον Τόπον”, τόνιζε στις 25 Νοεμβρίου 1885 στη Βουλή ο Αριστείδης Οικονόμου, αντικρούοντας την πρόταση του Συγγρού, βουλευτή τότε Σύρου, να εγκρίνουν οι πληρεξούσιοι το μονοπώλιο του καπνού.
Χρηματιστής και τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, ο Συγγρός (Τσιγγρός ήταν το όνομά του, προτού το “εξευγενίσει”) μετέφερε εγκαίρως τον κύκλο των εργασιών του στην Αθήνα, όπου ο επιτυχής συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας τον μετέτρεψε σύντομα στον μεγαλύτερο κεφαλαιούχο της εποχής. Περίφημη υπήρξε η κερδοσκοπία του με τις μετοχές του Λαυρίου που εξανέμισε τις περιουσίες των αφελών και του χάρισε τον τίτλο του “λαυριοφάγου”. Η αγορά τεράστιων τσιφλικιών και η σκληρή εκμετάλλευση των κολίγων του, ο επανειλημμένος επαχθής δανεισμός του ελληνικού δημοσίου, η προσωπική αξιοποίηση πολιτικών πληροφοριών για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι διασυνδέσεις του με το παλάτι και οι απειλές για ίδρυση δικού του κόμματος, όταν δεν τον ικανοποιούσαν οι τρικουπικοί ή οι δηλιγιαννικοί, συνιστούν μερικές από τις όψεις της δράσης του που απασχόλησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Δεν είναι όμως μόνον οι αντίπαλοί του που προσφέρουν στοιχεία για την αντιφατική προσωπικότητα του μεγάλου ευεργέτη. Τις απολαυστικότερες ίσως πληροφορίες για τη ζωή του μπορούμε να αντλήσουμε από τα ίδια τα “Απομνημονεύματά” του. Πρόκειται για ένα έργο τριών τόμων και χιλίων συνολικά σελίδων, το οποίο μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε τους μηχανισμούς που επέτρεψαν τον γρήγορο πλουτισμό κάποιων Ελλήνων της διασποράς, τη μεταγενέστερη εμπλοκή τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας και τη διαδικασία που τους οδήγησε στις όχι πάντοτε αφιλοκερδείς ευεργεσίες τους. Ας περιοριστούμε σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Αναφερόμενος στη συνομολόγηση δανείου 30 εκατομμυρίων φράγκων μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και ομίλου γάλλων χρηματιστών το 1869, το οποίο διαπραγματεύτηκε ο ίδιος, ο Συγγρός εξηγεί ότι το τουρκικό κράτος έλαβε τελικά 12 εκατ., ενώ ο ίδιος κέρδισε 30.000 τούρκικες λίρες χωρίς να έχει καταβάλει δεκάρα. “Και ταύτα τα μηχανήματα ονομάζοντο τραπεζικαί πράξεις!”, αναφέρει στα “Απομνημονεύματά” του. “Είμεθα άπληστοι, αλλά κάπως συγγνωστέοι, βλέποντες την αφροσύνην και παχυλήν αμάθειαν των κυβερνώντων τα οικονομικά της Τουρκίας”. Αλλά και στην Αίγυπτο δεν ήταν και πολύ διαφορετικά τα πράγματα: “Εν Αιγύπτω τότε έπρεπε να είναι τις ή εντελώς ηλίθιος ή πλήρης ελαττωμάτων διά να μη σχηματίση τάχιστα σπουδαίαν περιουσία”. Η μέθοδος των μη ηλιθίων αυτών Αιγυπτιωτών εξηγείται σε άλλο σημείο: “Εδάνειζον προς τόκον 30 ή 36% ετησίως, επί δε της εσοδείας του γεωργού και του χρεώστου εις πληρωμήν ελάμβανον προϊόντα υποτετιμημένα κατά 20 και 30%”. Ουδείς ψόγος: “Ειργάσθην ως τραπεζίτης, ή μάλλον τοκιστής”, αναφέρει κάπου με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ίδιος.
Παιδί της εποχής του, ο Συγγρός μάζεψε όσα μάζεψε με τους τρόπους που τα μάζεψε, αλλά ενδιαφέρθηκε σοβαρά για τη μετά θάνατο επένδυσή τους σε κοινωφελείς σκοπούς. Εναν αιώνα αργότερα, το σκηνικό έχει μεταβληθεί αισθητά. Η διαφοροποίηση αυτή εντοπίστηκε ήδη κατά τη δεκαετία του ’60 από τον Σπ. Μαρκεζίνη, ο οποίος στην “Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος” νοσταλγεί το εκλιπόν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είδος του εθνικού ευεργέτη: ” Βραδύτερον οι ευεργέται δεν ενδιαφέρονται παρά διά την ανέγερσιν απλώς ενός κτιρίου φέροντος το όνομά των. Επιδιώκεται δε πλέον η συντήρησις δι’ αρωγής εκ του κρατικού προϋπολογισμού”.
Η εξαφάνιση της δωρεάς
Η συνηθέστερη μορφή εθνικής ευεργεσίας είναι η μετά θάνατον φιλανθρωπία. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο νόμος να ορίζει ότι “κατ’ επέκτασιν εθνικόν κληροδότημα νοείται παν ωφέλημα παρεχόμενον είτε διά διατάξεως τελευταίας βουλήσεως (κληρονομίας, κληροδοσίας, καθολικού καταπιστεύματος, αιτία θανάτου δωρεάς) είτε δια πράξεως εν ζωή προς το Εθνος ή το κράτος ή Κοινότητα.”
Κατά παράδοξο τρόπο, η ιστορία των κληροδοτημάτων είναι εξίσου πολυκύμαντη με τη ζωή των εθνικών ευεργετών. Σε μια ιστορική συνεδρίαση της Ελληνικής Εθνοσυνέλευσης τον Φεβρουάριο του 1925, ο εισηγητής Σκεύος Ζερβός ανέλυσε εξαντλητικά την τύχη των τεράστιων περιουσιών που άφησαν για κοινωφελείς σκοπούς οι ιδιοκτήτες τους. Το συμπέρασμα του εισηγητή ήταν αναπάντεχο: “Η μελέτη του ζητήματος τούτου με έφερεν εις όντως καταπληκτικά και απίστευτα αποτελέσματα.” Δεν ήταν μόνο η γραφειοκρατία και η κακή διαχείριση. Κάποιες “αμφιβόλου καθαριότητος” διαδικασίες δέσμευαν μυθώδη ποσά απ’ τα κληροδοτήματα και τα άφηναν ανενεργά στα χέρια ιδιωτών και, κυρίως, τραπεζών.
“Θα μοι επιτρέψητε να σας είπω επιπροσθέτως ότι εις την Εθνικής Τράπεζαν δεν εύρον δυστυχώς μεγάλην προθυμίαν προς παροχήν και λήψιν σχετικών περί των εν γένει κληροδοτημάτων πληροφοριών. Μία πολιτική
προσωπικότης εις την οποίαν τρέφω άπειρον σεβασμόν και προς την οποίαν κατέφυγον παραπονούμενος με συνεβούλευσεν να επέμβω
δραστηρίως: ‘Διατί δεν παίρνετε τους χωροφύλακες να εισέλθετε εις αυτήν;'”
Η ένοπλη αυτή εισβολή στην Τράπεζα δεν έγινε ποτέ, όμως ο Σ. Ζερβός κατόρθωσε να συλλέξει στοιχεία εκατοντάδων ανενεργών δωρεών, αποκαλύπτοντας μπροστά στους έκπληκτους συναδέλφους του ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες “έχουσι μεσάνυχτα κατά το δη λεγόμενον”. Μεγάλος κερδισμένος απ’ αυτό το χάος ήταν φυσικά οι τράπεζες και κυρίως η Εθνική. Ακόμα και σήμερα είναι άγνωστος ο αριθμός των κληροδοτημάτων που έμειναν στα αζήτητα και τα ιδιοποιήθηκαν οι τράπεζες ή κάποιοι επιτήδειοι “εκτελεστές”. Αλλά και μ’ αυτό τον τρόπο συγκεντρώθηκε πάλι πλούτος στα χέρια λίγων, που με τη σειρά τους διεκδίκησαν κι αυτοί τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη.
Υπάρχουν όντως ευεργέτες;
Οταν κανένας θελήσει ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα για το ποιος μπορεί να θεωρείται, ποιος μπορεί επάξια να φέρει τον τιμητικό τίτλο του ευεργέτη, ιδιαίτερα του εθνικού ευεργέτη, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει ν’ ακολουθήσει τη μέθοδο της ορίζουσας, δηλαδή του οργανοποιού κινήτρου της κίνησης, της εξέλιξης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής με βάση τη διαλεκτική κάθε εποχής (με βάση το νόμο της αντίφασής της). Αλλη ήταν η σημασία της ευεργεσίας και άλλη η έννοια του ευεργέτη στην αρχαιότητα και άλλο το σύγχρονο περιεχόμενό της. Απαιτείται, λοιπόν, η μελέτη της δοσμένης ιστορικά κοινωνικής διάρθρωσης, της ιστορικής-κοινωνικής διάρθρωσης και της ιστορικής διάρθρωσης γενικά. Η πιό πάνω αντιμετώπιση του προβλήματος θα μας αποδείξει ότι εθνικοί ευεργέτες δεν υπήρξαν ούτε στη δουλοκτητική αρχαιότητα, ούτε στο φεουδαλικό μεσαίωνα. Εμφανίζονται από τότε που ολοκληρώνεται η εθνογενετική εξέλιξη των λαών και εμφανίζεται η εθνική συνείδηση. Κι αυτό είναι φαινόμενο των νεώτερων χρόνων, που σημαδεύονται με την εποχή του αποικιοκρατικού καπιταλισμού, δηλαδή από τότε που αποκτάει και η παγκόσμια ιστορία ενιαία ιστορική εξελικτική διαδικασία.
Είναι αυτονόητο ότι εθνικός ευεργέτης είναι εκείνος που ωφέλησε με το έργο της ζωής του, με τις πράξεις του, το έθνος του για να αναπτυχθεί παραπέρα, για να είναι ελεύθερο και ταυτόχρονα ικανό να προσφέρει, ως σύνολο, με τον πολιτισμό του, τις υπηρεσίες του για το καλό της ανθρωπότητας, για το καλό όλων των εθνών του κόσμου (ας μην ξεχνάμε ότι η φύση του καπιταλισμού είναι τέτοια, που επιβάλλει το αντίθετο: την καταπίεση έθνους από έθνος). Το πρόβλημα είναι όμως αν τηρούνται τα αντικειμενικά κριτήρια: ποιος κρίνει, ποιος αποφασίζει και ποιος απονέμει αυτό τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη; Η ιστορική εμπειρία μας λέει ότι εδώ τα πράγματα περιπλέκονται τα μέγιστα, γιατί επιδρούν πολλές και διάφορες δυναμικές κοινωνικές σχέσεις. Φυσικά, αν μια φορά ισχύει η παροιμία “πες μου με ποιον κάθεσαι για να σου πω ποιος είσαι” για τον καθένα μας, χίλιες φορές ισχύει περισσότερο για όσους αποκτούν τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη.
Το ελληνικό έθνος ολοκληρώθηκε μέσα στη σκλαβιά Και ήταν το πιό καταπιεσμένο έθνος της βάρβαρης μεσαιωνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κ. Μάρξ). Στα χρόνια της εθνεγερσίας, αλλά και μετά από την ίδρυση του μικρού ελληνικού αστικού κράτους, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας συνεχίστηκε για πάνω από έναν αιώνα. Και συνεχίζεται (Κύπρος). Σε όλο αυτό το διάστημα αντικειμενικά, εμφανίστηκαν πολλοί εθνικοί ευεργέτες. Παρά το γεγονός ότι η διαλεκτική του ανερχόμενου καπιταλισμού γεννούσε την ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας και κυρίως και πρωταρχικά το στόχο της συσσώρευσης πλούτου, υπήρξαν άνθρωποι, Ελληνες, που έδωσαν τα πάντα για το έθνος τους και όχι μονάχα γι’ αυτό. Ενας, ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, ήταν ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Εδωσε και την περιουσία του και το μεγάλο διαφωτιστικό έργο του, μα και τη ζωή του. Υπερίσχυσε η εθνική και όχι η ταξική συνείδησή του. Αλλά και μετά εμφανίστηκαν και άλλοι που έδωσαν τα πάντα για το έθνος, για την προκοπή του, και άλλοι που δώρησαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για να αναπτυχθεί η Ελλάδα. Αυτούς τους τελευταίους δεν τους ονόμασαν εθνικούς ευεργέτες, αφού η καπιταλιστική ιδεολογία, κυρίαρχη και στην ελληνική κοινωνία, θεωρεί το κέρδος τη μέγιστη των αξιών. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, όλοι οι μεγάλοι στοχαστές μας, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες μας, αυτοί, “επισήμως”, ποτέ δε θεωρήθηκαν εθνικοί ευεργέτες. Γιατί; Επειδή το τεράστιο σε πολιτισμικό πλούτο έργο τους δε μπορεί να μετρηθεί με παράδες. Κι αν αυτά συνέβαιναν την εποχή που ο καπιταλισμός ακολουθούσε την ανιούσα πορεία, ας σκεφτούμε τι συμβαίνει σήμερα που βρίσκεται σε κατιούσα πορεία προς την αυτοκαταστροφή του! Παρ’ όλα αυτά και σε στιγμές παρακμής γεννιούνται εθνικοί ευεργέτες κι αυτό γιατί το έθνος έχει μέλλον, ενώ ο καπιταλισμός ήδη ιστορικά ξεπερνιέται.
ΟΙ ΜΕΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕ
ΖΑΠΠΑΣ. Ο Ευάγγελος Ζάππας, μαζί με τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο τιμούνται ως εθνικοί ευεργέτες από το 1859, όταν ιδρύθηκαν τα “Νέα Ολύμπια”, έκθεση γεωργική, τεχνική και βιομηχανική που ορίστηκε να πραγματοποιούνται ανά τετραετία (στο “Ζάππειο”). Η τεράστια περιουσία τους δεν οφειλόταν μόνο στις επιχειρήσεις που διατηρούσαν στη Ρουμανία: “Το τουρκικόν κράτος ολίγους προ της παραχωρήσεως της Θεσσαλίας μήνας, επώλησε πάντα τα εκ της δημεύσεως προελθόντα τσιφλίκια εις Μεγάλους του Εθνους Ευεργέτας, οίτινες υπήρχε βεβαιότης ότι ήθελον τα κληροδοτήσει εις το έθνος των. Ούτω μεν άλλα (16) τσιφλίκια ηγόρασεν ο Ευάγγελος Ζάππας, άλλα (32) τσιφλίκια ηγόρασεν ο Στεφάνοβικ, άλλα ο Ζαρίφης και άλλα ο Χρηστάκης εφένδης Ζωγράφος. Σπουδαίως επέδρασεν εις τας αποφάσεις και τα βίαια μέτρα των ελληνικών κυβερνήσεων η ιδιότης αύτη των νέων αγοραστών των τσιφλικίων.” (Από το κλασικό “μανιφέστο” του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη “Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας”, πρώτη έκδοση 1906, επανέκδοση “Στοχαστής” 1974).
ΖΑΧΑΡΟΦ. Ο Σερ Μπάζιλ Ζαχάροφ υπήρξε στις αρχές του αιώνα γνωστός έμπορος όπλων και μεγαλοτραπεζίτης, ο οποίος πουλούσε πολεμικό υλικό τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, ο Ζαχάροφ έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της Ελλάδας, όταν αποφάσισε να τεθεί αποκλειστικά στο πλευρό της (1910). Δώρισε στο κράτος 2.500.000 δολάρια το 1912-1913 και άλλα 1.250.000 το 1916-1917. Ηδη το 1911 είχε προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση ένα παρισινό μέγαρο, όπου επρόκειτο να στεγαστεί αργότερα η ελληνική πρεσβεία.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ. Ο Χρηστάκης εφένδης Ζωγράφος συγκαταλέγεται στη χορεία των ευεργετών από την εποχή που προσέφερε την ομώνυμη βιβλιοθήκη. Κανείς δεν θυμάται πια ότι πρόκειται για τον στυγνό τσιφλικά της Θεσσαλίας, αυτόν που πρωταγωνίστησε σε κάθε δίωξη των αγροτών κατά την περίοδο του Κιλελέρ. Ο ίδιος πάντως στη μελέτη του “Το αγροτικό ζήτημα εν Θεσσαλία” δεν μασάει τα λόγια του: “Ο θεσσαλικός χωρικός [,,,] συνδέων και συγχέων την ιδέαν της οθωμανικής κυριαρχίας προς την της ιδιοκτησίας, ενόμιζεν ότι καταλυομένης της μεν, έδει και η ετέρα να καταρρεύση συγχρόνως. Οθεν, ευθύς μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας και Αρτης, οι καλλιεργηταί διεξεδίκησαν την ιδιοκτησίαν της γης. Επεμβάσης όμως της Πολιτείας προς φρούρησιν νομίμως κεκτημένων δικαιωμάτων, μετά είδαν ματαιωμένας τας προσδοκίας των.”
ΚΟΝΔΥΛΗΣ. Από μία αναφορά του Γεωργίου Ράλλη στη Βουλή του 1934 πληροφορούμαστε ότι ο Ευάγγελος Κονδύλης δεν ήθελε να αφήσει στην Ελλάδα την περιουσία του, βλέποντας την κακή τύχη που περίμενε το κληροδότημα του Κωνσταντίνου Ζάππα. Μάλιστα είχε επιλέξει ως λύση να δωρίσει την περιουσία του στην Αλβανία. Εκνευρισμένος, ο τότε πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης είχε προσπαθήσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: “Υποθέτω ότι κακοί σύμβουλοι ενέβαλον εις τον αείμνηστον εκείνον δωρητήν Κονδύλην την ιδέαν να αφήση την περιουσίαν του εις άλλον κράτος. Ευτυχώς όμως τα γενναία αισθήματα αυτού τον ήγαγον την τελευταίαν στιγμήν να αφήση την περιουσίαν του εις ένα ελληνικόν ίδρυμα.”
ΜΠΕΝΑΚΗΣ. Ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο σημαντικότερος ίσως από τους οικονομικά ισχυρούς υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου, άφησε πλήθος δωρεών (νοσοκομεία, περίθαλψη προσφύγων, εκπαιδευτικά ιδρύματα, βιβλιοθήκη, μουσείο). Δεν γλίτωσε όμως τη χαρακτηριστική βολή του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου που τον κατατάσσει στο “σωρό” των ευεργετών: “Δυστυχισμένοι Αρβανίτες της Αττικής, πού να ξέρετε πως τα έργα και οι δωρεές του Συγγρού, το πιο πολύ είναι ιδρώτας και αίμα δικό σας. Κακόμοιροι αγρότες που σας μαθαίνουν στα σχολεία ένα σωρό παραμύθια για τους “μεγάλους ευεργέτες του Εθνους”, πού να ξέρετε πως οι Τοσίτσηδες, οι Ζαππαίοι, οι Μπενάκηδες, οι Αβέρωφ, οι Ζωγράφηδες, οι Βαλλιάνοι, οι Μαρασλήδες και τράβα κορδέλα, ήταν σκληροί εκμεταλλευτές των αγροτών και εργατών της Αιγύπτου, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ρωσίας…” (“Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας”, τ. 4, έκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα 1958, σ. 445).
ΜΠΟΔΟΣΑΚΗΣ. Προτού κατορθώσει να αναλάβει το μονοπώλιο της πυρίτιδας και του τηλεφωνικού δικτύου στην Ελλάδα, ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης έπρεπε να αποδείξει ότι προτιμά το ελληνικό από το τουρκικό κράτος. Κι αυτό, επειδή έως το 1910 ήταν προμηθευτής του τουρκικού στρατού. Προκειμένου να πείσει για τις προθέσεις του, χρειάστηκε να δώσει 7 εκατομμύρια φράγκα για την αγορά ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην Κωνσταντινούπολη και να το προσφέρει στην κυβέρνηση. Οπως είναι γνωστό, στη συνέχεια χρηματοδότησε ολόκληρη σειρά παραστρατιωτικών οργανώσεων κατά τη δεκαετία του ’20.
ΣΤΑΥΡΟΥ. Δεν εφείσθη πράξεων φιλανθρωπικού χαρακτήρα ο ιδρυτής της Εθνικής Τράπεζας Γεώργιος Σταύρου, ιδιαίτερα προς την πόλη των Αθηνών, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Τα ελληνικά χαρτονομίσματα απεικόνιζαν τη μορφή του για πολλά χρόνια. Αρχίζοντας τη σταδιοδρομία του ως ταμίας του Αλή Πασά, ο Γεώργιος Σταύρου υπήρξε ιδρυτής και πρώτος διοικητής της πρώτης σύγχρονης ελληνικής τράπεζας, η οποία ήταν “μια επιχείρηση πραγματοποιημένη από την γαλλική πολιτική, όπου όμως ο βασιλικός οίκος των Βίτσελμπαχ έχει ένα σημαντικό μερίδιο.” (Κ. Μοσκώφ).
ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ. Ο Στέφανος Σκουλούδης υπήρξε τραπεζίτης και πολιτικός. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, για ένα διάστημα υπήρξε μαζί με τον Ανδρέα Συγγρό υπεύθυνος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα έγινε βουλευτής Σύρου, υπουργός και πρωθυπουργός. Το 1918 κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Στη διαθήκη του δώριζε τη συλλογή πινάκων του στην Εθνική Πινακοθήκη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Κωνσταντίνου Τσουκαλά “Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922)” (Αθήνα 1977, εκδ. Θεμέλιο). Η διδακτορική διατριβή του γνωστού ιστορικού και κοινωνιολόγου, με πρόλογο του Νίκου Σβορώνου. Μιά από τις σημαντικότερες απόπειρες να αναλυθεί η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, με ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο του παροικιακού πληθυσμού και της οικονομικής ολιγαρχίας.
Νίκου Ψυρούκη “Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο” (ΑΘήνα 1974, εκδ. Επικαιρότητα). Γραμμένη 14 χρόνια πριν από την έκδοσή της, αυτή η μελέτη είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές του συγγραφέα της. Απέναντι στους υμνητές ( Προκοπίου, Πολίτης) και τους υβριστές (Κορδάτος) των εκπροσώπων του ελληνικού παροικιακού κεφαλαίου προτείνει μιά “μη μεταφυσική” ερμηνεία.
Κωστή Μοσκώφ “Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909)” ( Θεσσαλονίκη 1972). Η πρώτη και πιο ολοκληρωμένη εργασία του ιστορικού και διανοητή, εμπνευσμένη από τις μεθόδους της γαλλικής σχολής των Annales. Η σχηματικότητα κάποιων προτάσεων δεν εμπόδισε τη μεγάλη διάδοση του βιβλίου σε μια δύσκολη εποχή.
Ανδρέου Συγγρού “Απομνημονεύματα” (Εν Αθήναις 1908, Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Συναρπαστική περιγραφή της ζωής του κατεξοχήν μεγάλου εθνικού ευεργέτη, από κάποιον που έχει το θάρρος της γνώμης του. Θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και “Εγχειρίδιον Μεγαλοαπατεώνος”…
ΔΕΙΤΕ
Τα Λαυρεωτικά του Γιώργου Μιχαηλίδη (1981). Ταξική πάλη στο Λαύριο του περασμένου αιώνα, στο πρώτο σοσιαλρεαλιστικό τηλεοπτικό “σίριαλ της Αλλαγής”. Οι αντικαπιταλιστικές ευαισθησίες της εποχής επιτρέπουν στην κρατική ΕΡΤ να αναφερθεί εκτενώς στις όχι και τόσο εθνωφελείς δραστηριότητες του ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού.
Η εκτέλεση του Κώστα Κουτσομύτη (1993). Τηλεοπτική βιογραφία του Ιωνα Δραγούμη, έντονα σημαδεμένη από το πολιτικό-ιδεολογικό κλίμα της πρόσφατης μακεδονομαχικής περιόδου. Στο ρόλο του γλοιώδους “κακού”, ο εθνικός μας ευεργέτης Εμμανουήλ Μπενάκης.
Ο Ελληνας μεγιστάνας (The Greek Tycoon) του Τζον Λι-Τόμσον (1978). Μετριότατη κινηματογραφική βιογραφία του Αριστοτέλη Ωνάση, με τον -πρώην Ζορμπά- Αντονι Κουίν στο ρόλο του πάλαι ποτέ “εθνικού μας εφοπλιστή”.
Πηγή: Ιός – Ελευθεροτυπία, 23/3/1997
e-prologos.gr