Δημήτρης Μαυρίδης
Δύσκολα θα καταλήγαμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για τη στάση της κοινής γνώμης στον υπόλοιπο, εκτός Ελλάδας, κόσμο πάνω στο ζήτημα της σημερινής αραβοϊσραηλινής διαμάχης. Κι αυτό, κυρίως, συμβαίνει αφενός λόγω της πλουσιοπάροχης πληροφόρησης σ’ ότι αφορά τις εκατέρωθεν εχθρικές ενέργειες και αφετέρου της φειδωλής ενημέρωσης σχετικά με την τελική εικόνα που έχουν αποκομίσει οι πολίτες της ευρωπαϊκής ηπείρου για την κατάσταση στην Παλαιστίνη και τη στάση που, ενδεχομένως, εξαιτίας της εικόνας αυτής έχουν οι ίδιοι υιοθετήσει. Βέβαια, εάν αυτό επιτυγχανόταν, σίγουρα θα επρόκειτο για μια στάση κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της παρεχόμενης πληροφόρησης από την πληθώρα των στρατολογημένων μίντια.
Στη χώρα μας, παρόλο που η διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης δε διαφέρει πολύ από αυτήν του υπόλοιπου δυτικού κόσμου, η αποτύπωση μιας εικόνας για τη στάση των ελλήνων πολιτών απέναντι στην αραβοϊσραηλινή διένεξη είναι συγκεχυμένη και λαμβάνει διαστάσεις σχιζοειδούς χαρακτήρα, καθώς ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι δυσχεραίνουν την «επιλογή στρατοπέδου». Φυσικά, η «επιλογή» αυτή αποτελεί ένα ψευδοδίλημμα, καθώς το ζητούμενο δεν είναι να συνωστιστούμε ως λαός σε μια λογική πλάνη, ένα ολοκληρωτικής χροιάς argumentum ad populum που, ενδεχομένως, θα παρασύρει ακόμα και τις μικρότερες μειοψηφίες στην ενσωμάτωσή τους σε μια χιμαιρική πλειοψηφία υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Γιατί, απλούστατα, το ζητούμενο εδώ δεν είναι η αναγκαστική κατάταξη στη μια η στην άλλη πλευρά, αλλά ο άνθρωπος και η ανθρωπιά.
Κάνοντας λόγο για ανθρωπιά, δεν αναφερόμαστε τόσο στην ηθική διάσταση του θέματος, αφού η έννοια της «ηθικής» διέπεται από την αρχή της υποκειμενικότητας, ως κάτι δηλαδή που διαμορφώνεται κατά το δοκούν, και γι’ αυτό και η «ηθική» αποτελεί ευάλωτο στοιχείο στις συζητήσεις οξύτατων αντιγνωμιών, όπως για παράδειγμα σε μια συζήτηση που αφορά τη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, αν καταφέρουμε ως κοινωνία και ξεφύγουμε από τη μανιχαϊστική λογική του τύπου «ο κακός Παλαιστίνιος και ο καλός Εβραίος» (ή το αντίστροφο) και θέσουμε ως βάση συζήτησης απλώς το κατά πόσον τα τελευταία γεγονότα έχουν ενεργοποιήσει τα ανθρωπιστικά μας και μόνον αντανακλαστικά, τότε μόνο έχει σημασία ένας ελπιδοφόρος «αγώνας λόγων» επί του «μεσανατολικού» των ημερών μας.
Οπωσδήποτε, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ιστορικοπολιτικοί και ενίοτε θρησκευτικοί είναι οι λόγοι που διαμορφώνουν τη σημερινή στάση των ελλήνων πολιτών απέναντι στη νέα κρίση του μεσανατολικού ζητήματος, το οποίο αφορά την περιοχή της Παλαιστίνης. Όπως σε όλον τον κόσμο, έτσι κι εδώ, από τη μια πλευρά, τίθεται το επιχείρημα της αυτοάμυνας του Ισραήλ και από την άλλη, το επιχείρημα του δίκαιου αγώνα των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση και για αξιοπρεπή διαβίωση στα πατρογονικά τους εδάφη σε καθεστώς ελευθερίας. Το πρόβλημα ξεκινάει από την ιστορική αλήθεια ότι οι κατοικούντες την χώρα αυτή, που λέγεται Ελλάδα, πέρασαν κατά καιρούς είτε από τη μια είτε από την άλλη κατάσταση που βίωσαν και εξακολουθούν να βιώνουν και σήμερα Εβραίοι και Παλαιστίνιοι. Δηλαδή, στην ιστορία της «εθνικής αποκατάστασης» των Ελλήνων και της «εθνικής» τους «ολοκλήρωσης» αναγνωρίζουμε ιστορικές αντιστοιχίες τόσο στο μεγάλο εγχείρημα των Εβραίων για δημιουργία ενός εθνικά ομοιογενούς κράτους όσο και στην προσπάθεια των Παλαιστινίων να απελευθερωθούν από έναν δυνάστη και να αποκτήσουν τη δική τους, επαρκή για την επιβίωση και την ανθρώπινη διαβίωσή τους, κρατική οντότητα. Πιο συγκεκριμένα, η ίδρυση του ελληνικού κράτους κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. μετά από την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία) μοιάζει πολύ με την ίδρυση – αναμφισβήτητα με τις ευλογίες, την παρότρυνση και τη στήριξη των Αγγλοαμερικανών – του κράτους του Ισραήλ στα 1948. Έτσι, θα μπορούσε κάλλιστα η ελληνική περίπτωση να εκληφθεί ως ιστορικό προηγούμενο δημιουργίας κράτους. Επίσης, η προσπάθεια της εδαφικής και πολιτισμικής επέκτασης του ελληνικού κράτους στη Βαλκανική Χερσόνησο, και δη στην περιοχή της Μακεδονίας εις βάρος των σλαβόφωνων πληθυσμών κατά την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 20ου αι., θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί στη συνεχή προσπάθεια του Ισραήλ για περαιτέρω εδαφική επέκταση μετά το 1948 επί εδαφών που στην πλειοψηφία τους κατοικούνται από Παλαιστινίους. Στην πρώτη περίπτωση η αντιστοιχία έγκειται κυρίως στην τελική απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να δημιουργήσουν μια κρατική οντότητα για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών ενώ στη δεύτερη περίπτωση στην ύπαρξη μια ακμάζουσας εθνικής αστικής τάξης με τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που θέτουν μέρος του αποθέματός τους στην εξυπηρέτηση του σκοπού της εθνικής ολοκλήρωσης μέσω της εδαφικής επέκτασης, υλοποιώντας πρωτίστως τα προτάγματα του ιμπεριαλισμού και της οικονομικής διείσδυσης και κυριαρχίας δια μέσου του «εθνικού σκοπού». Κοινός παρονομαστής και των δύο αντιστοιχιών είναι η απόφαση υλοποίησης της πολιτικής του εκάστοτε παγκόσμιου διευθυντηρίου με απώτερο σκοπό το κέρδος.
Συνεπώς, και οι δύο χώρες, Ελλάδα και Ισραήλ, σε κάθε ευκαιρία, δείχνουν εμπράκτως την «ευγνωμοσύνη» στις δυνάμεις αυτές κυρίως μέσω της οικονομικής και στρατιωτικής συμμετοχής τους στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των μεγάλων της γης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο σήμερα όλο το τόξο της ελληνικής Δεξιάς και ο Τύπος της, έμμεσα ή και απροκάλυπτα, συγχαίρει την ελληνική πολιτική στο αραβοϊσραηλινό ζήτημα, καθώς «για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση πήρε τόσο σαφή θέση» υπέρ του Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας «τρομοκρατικές» τις επιθέσεις που αυτό δέχεται, με το αιτιολογικό «του αυτονόητου δικαιώματος στην αυτοάμυνα».
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εντυπωσιακές αντιστοιχίες ανάμεσα στην ελληνική και την ιστορία του παλαιστινιακού λαού. Και οι αντιστοιχίες αυτές, επειδή αφορούν σε ιστορίες αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη, είναι κραυγαλέες. Γιατί στη συλλογική εθνική μνήμη το γεγονός της δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών έχουν ελάσσονα σημασία απ’ ότι ο διωγμός, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μιλούν για τους νικηφόρους αγώνες επέκτασης της επικράτειας του ελληνικού κράτους. Αντίθετα, η πλειοψηφία μιλά για την αγωνία της σωτηρίας από το μένος του επιτιθέμενου, τον ανείπωτο πόνο της απώλειας ανθρώπων και της προσφυγιάς, το ρατσισμό στον τόπο υποδοχής και την σταδιακή διάψευση των ελπίδων για επιστροφή στη γενέθλια γη, στοιχεία θεμελιώδη για την οικοδόμηση της ενσυναίσθησης από ένα λαό δοκιμασμένο απέναντι σε ένα λαό καθημαγμένο που εξακολουθεί να δοκιμάζεται. Γιατί ο ελληνικός λαός θυμάται και, αν δε θυμάται, αντιλαμβάνεται τις συνέπειες πολλών ξεριζωμών και καταστροφών. Και στα πρόσωπα των Παλαιστινίων μπορεί εύκολα να διακρίνει τον ξεριζωμένο Μικρασιάτη, τον μετεμφυλιακό πολιτικό πρόσφυγα, τον εξόριστο της Μακρονήσου, τον βασανισμένο από τη δικτατορία αντιφρονούντα, τον εκπατρισμένο από τα κατεχόμενα Κύπριο, τον αριστερό πολιτικό πρόσφυγα στη Βόρεια Μακεδονία. Συνεπώς, τα τελευταία γεγονότα στην Παλαιστίνη έχουν ενεργοποιήσει κυρίως τα ανθρωπιστικά μας αντανακλαστικά και όχι τα πολιτικά, όπως πολύ θα το ήθελαν σε ανάλογες περιπτώσεις πολλές ελληνικές κυβερνήσεις – ως χαρακτηριστικά δείγματα εντολοδόχων των ιμπεριαλιστών – κι έτσι η πλειοψηφία του λαού δεν παρασύρθηκε στο ψευδοδίλημμα «με ποιους είσαι;».
Πράγματι, η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη του κόσμου στον κατατρεγμένο συνάνθρωπο τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή αποτελεί το ζητούμενο, καθώς η ανθρωπότητα έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα από της συγκλονιστικές εικόνες σκοτωμένων παιδιών και σακατεμένων ανθρώπων, τόσο κατά το παρελθόν όσο και τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Αθώοι άνθρωποι πλήρωσαν με τις ζωές τους τον παραλογισμό των ναζιστών στα κρεματόρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σύσσωμη η ανθρωπότητα κατέβαλε μεταπολεμικά τεράστιες προσπάθειες για την επούλωση των πληγών και την αποκατάσταση της αδικίας εις βάρος του λαού του Ισραήλ και, αναμφίβολα, το ίδιο πρέπει να πράξει και σήμερα με τον τερματισμό της αδικίας εις βάρος των Παλαιστινίων, ενός λαού που αγωνίζεται για την επιβίωσή του και τη δικαιοσύνη. Ανεξάρτητα από τα σχέδια των νεοαποικιοκρατών, των σύγχρονων ιμπεριαλιστών, και τις βουλές του κεφαλαίου, επιβάλλεται ο λαός να κινηθεί με γνώμονα το δίκαιο και τον ανθρωπισμό. Όσο για τους εκ του ασφαλούς κρίνοντες και ρεαλιστικά σκεπτόμενους, ίσως να αρκούσαν δύο και μόνο στίχοι από το Να σκέφτεσαι τους άλλους του Νταρουίς, για να ταρακουνηθούν από την αφασία τους και από την ασυλλόγιστη και ψευδοδιλημματική επιλογή «στρατοπέδου».
Μαυρίδης Δημήτρης
e-prologos.gr