Χρήστος Κάτσικας
ΝΕΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΝΕΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Αξιολόγηση, Αυτονομία και στη μέση Επιλογές Νέων Στελεχών: 3 θηλιές που υποκρίνονται τις γραβάτες
Tην Παρασκευή 28 Μαΐου η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, καλεί αιφνιδιαστικά τις δυο εκπαιδευτικές ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ-ΔΟΕ) για συζήτηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κ. Κεραμέως αναμένεται να ενημερώσει τη συνδικαλιστική ηγεσία για το νομοσχέδιο που περιλαμβάνει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τις νέες κρίσεις-επιλογές στελεχών εκπαίδευσης και το θέμα της αυτονομίας των σχολικών μονάδων.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας αναμένεται να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο της ερχόμενης Δευτέρας. Εκεί η υπουργός Παιδείας θα παρουσιάσει το νομοθέτημα (που ήταν έτοιμο από τις αρχές του χρόνου) με κάποιες τροποποιήσεις που αφορούν στην ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών από την ερχόμενη σχολική χρονιά, στα κριτήρια και στις διαδικασίες επιλογής στελεχών εκπαίδευσης, στην επαναφορά του θεσμού του σχολικού συμβούλου με την ονομασία «σύμβουλος εκπαίδευσης» και στο θεσμικό πλαίσιο αυτονομίας των θεσμικών μονάδων.
Από τα τέλη του 2020 με το «Ενοποιημένο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής 2021» το ΥΠΑΙΘ είχε προγραμματίσει να καταθέσει τον Φεβρουάριο του 2021 νομοσχέδιο με τίτλο «Νέο σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης, αυτονομία και αξιολόγηση εκπαιδευτικών».
Ωστόσο, τα γενικότερα προβλήματα της κυβερνητικής πολιτικής, η μαζική αμφισβήτηση των ηλεκτρονικών εκλογών στα υπηρεσιακά συμβούλια, η συντριπτική άρνηση στην αυτοαξιολόγηση, το γύρισμα της πλάτης του συνόλου των συλλόγων εκπαιδευτικών σχολικών μονάδων στα λεγόμενα πρότυπα-πειραματικά σχολεία και η μαζικότητα και η επιμονή των διαδηλώσεων ενάντια στην κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική δημιούργησε ρωγμές στην αδιάλλακτη στάση του ΥΠΑΙΘ.
Και έτσι αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν για να μην τσαλακωθούν. Προσωρινά. Ως τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για να ανοίξουν νέες διαδρομές στον σκληρό πυρήνα των νεοφιλελεύθερων αντιεκπαιδευτικών μέτρων που παραμένουν αμετακίνητος στόχος της κυβερνητικής πολιτικής.
Μετά την προσωρινή αναδίπλωση η Νίκη Κεραμέως επιστρέφει δριμύτερη
Τρεις μήνες αργότερα, σήμερα, λίγο πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς και λίγο πριν από την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ξαναφέρνει το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τις κρίσεις-επιλογές νέων στελεχών.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά την κατάργηση του επιθεωρητισμού και 24 χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου μιας σειράς νόμων για την αξιολόγηση που ακυρώθηκαν στην πράξη από το εκπαιδευτικό κίνημα, το Υπουργείο Παιδείας αφού προχώρησε στην έκδοση Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.) με ΦΕΚ 140/20-1-2021 και τίτλο: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο» επιχειρεί να ολοκληρώσει το βήμα του με την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Η αξιολόγηση, όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.
Οι διατάξεις του νόμου 4692/2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2020 εμπεδώνουν ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό που ήδη περιέχονταν στο ν. 4547/2018, με μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Διαδικασία, βέβαια, που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες. Αντίθετα, μαζί με το νέο νομοσχέδιο «Αυτονομία σχολικών μονάδων, αξιολόγηση εκπαιδευτικών και νέο σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης» που φέρνει το ΥΠΑΙΘ, συγκροτούν ένα πανοπτικό μοντέλο, που διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων, που θα πάρει σαφέστερα χαρακτηριστικά με την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που θα ορίσουν φόρμες και δείκτες αξιολόγησης. Μιλάμε για μια διαδικασία που οδηγεί στην κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών και ένα εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.
Η διεθνής εμπειρία
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στη λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ-ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΝΕΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ
Σύμφωνα με πληροφορίες στο υπουργείο Παιδείας το τελευταίο χρονικό διάστημα υπάρχει έντονος προβληματισμός για το θέμα της κρίσης-επιλογής στελεχών, που εκκρεμεί από το 2020 και, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του ΥΠΑΙΘ, θα έπρεπε ήδη να είχε δρομολογηθεί.
Τον Αύγουστο του 2020 το ΥΠΑΙΘ άλλαξε τους διευθυντές των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (η θητεία τους είχε τελειώσει ήδη) και τοποθέτησε προσωρινούς διευθυντές, κατά βάση στελέχη της Ν.Δ., όπως έκαναν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις. Σειρά είχαν οι συντονιστές των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού – ΠΕΚΕΣ (πρώην σχολικοί σύμβουλοι) και οι διευθυντές-προϊστάμενοι σχολικών μονάδων που ανέρχονται σε περίπου 14.000.
Το νομοσχέδιο δεν ήρθε και στη θέση του ήρθε ο η απογοήτευση, ο εκνευρισμός και ο θυμός όσων περίμεναν την κυβερνητική αλλαγή για μια νέα αναδιανομή των θέσεων. Οι μεγαλύτερες πιέσεις αφορούν στις κρίσεις των συντονιστών των ΠΕΚΕΣ καθώς και των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, ενώ σημαντικές είναι και οι πιέσεις για τις κρίσεις διευθυντών σχολικών μονάδων.
Η θητεία των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, σε αντίθεση με τη θητεία των συντονιστών και των διευθυντών σχολικών μονάδων που έχει λήξει προ καιρού, λήγει το 2022. Από τη μια μεριά υπάρχει η έντονη «γκρίνια» εκπαιδευτικών οργανικών μελών της Ν.Δ. ή γνωστών φίλων και από την άλλη υπάρχει διχογνωμία στην ηγεσία του ΥΠΑΙΘ για τον κατάλληλο χρόνο κρίσης και επιλογής των νέων στελεχών.
Τα τρία αγκάθια
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΥΠΑΙΘ φαίνεται να έχει καταλήξει να έρθει το νομοσχέδιο μέσα στον Ιούνιο, να ψηφιστεί το καλοκαίρι και να ξεκινήσει μια διαδικασία από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο (κρίσεις συντονιστών) και να συνεχίσει και να ολοκληρωθεί στο Α΄ τρίμηνο του 2022 με τις κρίσεις επιλογές διευθυντών σχολικών μονάδων.
Στην εισήγηση αυτή οι προσωρινοί διευθυντές Διευθύνσεων Εκπαίδευσης παραμένουν στη θέση τους και το σχολικό έτος 2021/22 και οι κρίσεις-επιλογές των τελευταίων καθώς και των περιφερειακών διευθυντών προβλέπεται να ολοκληρωθούν στις αρχές του καλοκαιριού του 2022.
Ωστόσο, εδώ υπάρχουν τρία προβλήματα που εμποδίζουν ακόμη το ΥΠΑΙΘ να καταλήξει και να ανακοινώσει καθαρά τις προθέσεις του. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι η παράταση για ακόμη έναν, περίπου, χρόνο της θητείας των διευθυντών σχολικών μονάδων θα αναμετρηθεί με τις φετινές μαζικές συνταξιοδοτήσεις εκπαιδευτικών (άρα και διευθυντών) και με τους καταλόγους υποψηφίων διευθυντών που σε πολλές περιπτώσεις έχουν στερέψει.
Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με τη σειρά που προτείνεται να γίνει η κρίση-επιλογή στελεχών (συνηθίζεται οι κρίσεις να γίνονται κλιμακωτά, από τις υψηλότερες θέσεις προς τις χαμηλότερες, από τον περιφερειακό διευθυντή στον διευθυντή σχολικής μονάδας και όχι ανάποδα ή ανάκατα).
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι, για το «σιδερένιο» πέρασμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η διοίκηση χρειάζεται να έχει συγκροτημένο «σώμα» και «πνεύμα» αξιολογητών, που θα αρχίζει από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας στο νέο του ρόλο και με τα νέα του καθήκοντα και θα συνεχίζεται με τους συντονιστές-επιθεωρητές και τους διευθυντές εκπαίδευσης ως ταξίαρχους του επιθεωρητισμού.
e-prologos.gr