Η καρδερίνα ήταν λίγο βραχνιασμένη και δεν είχε διάθεση για τραγούδι. Βασικά ήταν καρδερίνος. Ωδική μαεστρία στα πουλιά, έχουν μόνο τα αρσενικά.Ανεξαρτήτως φύλου πάντως, δεν είχε διάθεση για τραγούδι και καθώς δεν είχε και οίστρο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρήσει κι άλλο τις ήδη ερεθισμένες φωνητικές του χορδές, μόνο χάριν της τέχνης.
Η καρδερίνα, η κοπέλα του κλουβιού ούτως ειπείν, και σύντροφος του καρδερίνου, δεν τραγουδούσε άριες αλλά είχε όμορφα βαθυκόκκινα μάγουλα, χρυσαφί κίτρινο στα φτερά κι ένα μυτερό ράμφος, σαν μολύβι, σε θριαμβευτική έξοδο απ’ την ξύστρα. Με το πιπινάτο ράμφος της, έσπαγε, τσικ-τσικ, το κανναβούρι, κάνοντας έναν ήχο από καστανιέτες, την ώρα που κελαηδούσε ο οιστρηλατημένος καρδερίνος, κι οι δυο μαζί έφτιαχναν ένα σπανιόλικο φλάμενκο, που θα ζήλευε όλη η Ανδαλουσία.
Άλλες πάλι φορές, με το μυτερό της ράμφος, καθάριζε τα πούπουλα του καρδερίνου απ’ τη σκόνη, αυτός γαργαλιόταν και ξεκαρδιζόταν στα γέλια και είχε πλάκα να ακούει κανείς καρδερίνο να ξεκαρδίζεται γιατί αναπετούσαν τα πούπουλα πάνω απ’ τη μικρή του καρδιά. Εξάλλου τι καρδιά, τι καρδερίνα, κανένα όνομα δεν είναι τυχαίο. Άπλωνε μετά τα κίτρινα φτερά του, αγκάλιαζε την πουλίτσα με το προκλητικό ράμφος και ακολουθούσαν όσα κάνουν οι ενήλικες καρδερίνες για να γεννήσουν αυγά.
Είναι τόσο ονομαστή η τρυφερότητα του καρδερίνου για την καρδερίνα του, που όση ώρα κοιλοπονάει για να γεννήσει τα σαν κουφέτα αυγά της, αυτός τραγουδά δίπλα της όλες τις άριες που ξέρει το γένος των χρυσόσπινων.
Αυτά βέβαια συνέβαιναν τον πρώτο καιρό του εγκλεισμού τους όταν οι αναμνήσεις απ’ τη ζωή στο δάσος ήταν ολοζώντανες και είχαν, αδιευκρίνιστο πώς, μιαν αφελή προσδοκία για απελευθέρωση κι επιστροφή στην ψηλή κορφή της καστανιάς.
Όσο περνούσε όμως ο καιρός, το κλουβί στένευε και η προσδοκία αδυνάτιζε. Το κανναβούρι δεν είχε τη νοστιμιά των σπόρων της βατομουριάς ή των μικρών σκουληκιών. Χόρταινε βέβαια την πείνα τους κι επιπλέον ζάλιζε και θόλωνε λίγο τη νοσταλγία για το δάσος. Ούτε και το νερό στην πλαστική ποτίστρα είχε τη νοστιμιά του φρέσκου νερού των ποταμών.
Η καρδερίνα του έξυσε λίγο το μαύρο λοφίο.- Έλα τώρα! Θα με κάνεις να μοιάζω με τσαλαπετεινό! Του έβαλε στο στόμα καθαρισμένο κανναβούρι και λίγο απ’ το γιατρευτικό της σάλιο, το ίδιο που μαλάκωνε τα τσιμπήματα των κουνουπιών στα φαλακρά της στρούθια. Εκεί απάνω, θυμήθηκε τα τελευταία της αυγά με τα χρυσά στίγματα, σφίχτηκε η μικρή καρδιά, ‘τι καρδιά, τι καρδερίνα’ σκέφτηκε και ‘πού να είναι άραγε τώρα τα καρδερινόπουλα;’Στο απέναντι κλουβί, ο παπαγάλος παρακολουθούσε την τρυφερή σκηνή κάνοντας με τα δυσκίνητα, απ’ την αχρηστία φτερά του, ένα αδιόρατο φριιιιτς, που κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ήταν επιδοκιμασία ή ζήλεια.
Οι αναμνήσεις του απ’ το τροπικό δάσος είχαν ξεθωριάσει, τα νύχια του είχαν μακρύνει και δε θυμόταν καν τι χρώματα είχε η τελευταία παπαγαλίνα και σε ποιο δέντρο γνωρίστηκαν. – Όσο περνά ο καιρός, θα βραχνιάζει περισσότερο. Δεν θα γιατρευτεί, χρυσοπουλίτσα, αν δεν γυρίσετε στο δάσος. Είπε και ελάλησε και κουκούλωσε ξανά τη γαμψή του μύτη μέσα στα ξεθωριασμένα πούπουλα του κόρφου του.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr