– Να μην το παρακάνεις με το φαΐ. Να τρως όσο να γεμίσει ο κόρφος κι οι γάμπες σου. Οι γυναίκες πρέπει να ‘χουν γεμάτο κόρφο για να πορεύουν άντρες και μωρά και γεμάτες γάμπες, για να περπατούν όμορφα.
– Καλά, γιαγιά.
– Και με τον ήλιο να μην το παρακάνεις γιατί μαραγκιάζει τα μάγουλα και στεγνώνει τα μαλλιά. Αν θες με κάτι να το παρακάνεις, γιατί η ζωή θέλει και τη λολάγρα της, παράκανέ το με την κανέλλα.
Να δες! Η Λαμπρινή κάνει ωραίο ρυζόγαλο. Το ρύζι δε σφίγγει και το γάλα δεν ταγκίζει και βάζει στο τέλος και μια κουταλιά καϊμάκι, να παχαίνει το γαλάκτωμα της κάθε μπουκιάς και να μένει λίγο στον ουρανίσκο. Μα λυπάται την κανέλλα.
– Είναι ακριβή. γι αυτό.
– Ρυζόγαλο δίχως κανέλλα, ουρανός χωρίς αστέρια.
Είχε πάντα στην τσέπη της ένα μικρό γυάλινο βαζάκι με κανέλλα. Πρόσθετε τη δική της δόση στο ρυζόγαλο, στη σάλτσα με βασιλικό, στον κρασάτο κόκορα, και στο πιλάφι.
Σ’ ένα βάζο με λάδι ελιάς, μπούκωνε ξύλα κανέλλας και το ‘δινε για τον πονόλαιμο, το σφίξιμο στην καρδιά, τις φαγούρες, τη δροσερή αναπνοή και τον καημό της μοναξιάς.
Παράγγελνε απ’ τον Πειραιά μεγάλες ποσότητες κανέλλας.
Μια φορά θύμωσε..
– Αυτό δεν είναι γνήσια κανέλλα. Είναι κανελλοκάσσια. Δε θα τη φάμε. Δεν έχει μήτε γλύκα, μήτε παρηγοριά, Να τη βάλετε στο βερνίκι που θα βάψετε τις πόρτες. Δίνει χρώμα.
Η γιαγια Αγγελίνα ήταν η μάνα του πατέρα μου. Είχε γκρίζα μάτια και άσπρο δέρμα, τσίμπαγε λίγο τα μάγουλά της όταν χτύπαγε η πόρτα και το άσπρο δέρμα έπαιρνε ένα μικρό κοκκίνισμα ντροπαλοσύνης, χωρίς να είναι ντροπαλή.
Πριν ανοίξει την πόρτα, άνοιγε το βαζάκι της τσέπης κι έγλειφε μια δαχτυλιά κανέλα.
Η κανέλλα, στο σπίτι της, που είχε περιπέτειες επιτάξεων και αποχαιρετισμών και πολλά ράφια με βάζα και κατσαρόλες, ποτέ δεν έλειπε. Κι όχι μόνο δεν έλειπε αλλά σφράγιζε τόσο με το άρωμά της την ιστορία του, που νόμιζα πως πάνω από το σπίτι των επιτάξεων είχε μόνιμα ένα σύννεφο κανέλλας.
Όταν μάλιστα, την Άνοιξη κυρίως, έφερναν οι νοτιάδες την άμμο της Σαχάρας ως τα μέρη μας και η βροχή κατέβαζε την κόκκινη σκόνη της ερήμου στους τοίχους, στο σπίτι με τη μεγάλη ιστορία, έλεγα πως έβρεχε κανέλλα.
– Γιατί γλείφεις κανέλλα, γιαγιά, όταν χτυπά η πόρτα;
– Για να ‘χεις όμορφη γεύση στο στόμα, όποιον κι αν δεις, ό,τι κι αν ακούσεις.
Όταν πέθανε, μια βδομάδα μετά τον άντρα της, που άφησε τέσσερα δάχτυλα στις σιδηροτροχιές της Αμερικής, το σπίτι μύριζε, πιο έντονα από ποτέ, κανέλλα.
– Μυρίζει πολύ κανέλλα, είπε η μάνα μου στη Λαμπρινή
– Έσπασε το βαζάκι που είχε στην τσέπη της και πασπαλίστηκε παντού.
Την άλλη μέρα, κι ενώ τα βάζα με τα μπαχαρικά εξακολουθούσαν να ‘ναι το ίδιο γεμάτα και οι πόρτες φρεσκοβερνικωμένες με κανελοκάσσια, το σύννεφο της κανέλλας έφυγε πάνω από το σπίτι κι ούτε ξανάρθε ποτέ και οι ανοιξιάτικες βροχές πια ήταν σκέτο κόκκινο χώμα.
Όταν στη σοφίτα της Πολίτικης Κουζίνας άκουσα απ’ τον παππού πως η κανέλλα είναι η Αφροδίτη, και πικρή και γλυκιά όπως όλες οι γυναίκες, κατάλαβα πως μάλλον ήξερε κι αυτός το κόλπο κι είχε στην τσέπη του ένα βαζάκι με φρεσκοτριμμένη κανέλλα για τον πονόλαιμο, το σφίξιμο στην καρδιά και τον καημό της κάθε μοναξιάς.
Ένα απόσπασμα από την ταινία Πολίτικη κουζίνα (2003) σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τάσου Μπουλμέτη. Σε αυτό το κομμάτι της ταινίας γίνεται σύνδεση ορισμένων πλανητών του ηλιακού μας συστήματος με διάφορα μπαχαρικά.
e-prologos.gr