γράφει ο Νίκος Σερντεδάκις
Η ψήφιση του Νόμου 4703 από τη Βουλή για τις υπαίθριες συναθροίσεις αναζωπύρωσε τον δημόσιο διάλογο για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα στην Ελλάδα. Υπέρμαχος του νόμου υποστήριξε ότι όσοι εναντιώνονται στις εισαγόμενες ρυθμίσεις «δείχνουν κάποιες φοβίες οι οποίες ανάγονται στο παρελθόν, οι οποίες όμως ούτε από την πρόσφατη ιστορία μας δικαιολογούνται τόσο πολύ» (Αντώνης Μανιτάκης, parapolitika.gr, 14/7/20120). Μια τέτοια θέση τροφοδοτείται από μια κατανόηση για το παρόν και το παρελθόν, με το τελευταίο να συνιστά μουσειακό είδος και το πρώτο να προκύπτει αυτοφυώς, σχεδόν από παρθενογένεση.
Με δεδομένη την ανάγκη ανάλυσης της εκάστοτε συγκυρίας στο ευρύτερο δικό της πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό, εθνικό και διεθνές περιβάλλον, ίσως θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι το συγκυριακό παρόν συνιστά «στιγμή» που απορρέει από τις «συνυφάνσεις» της μακράς και της μέσης διάρκειας. Μ’ άλλα λόγια, δεν αρκεί να βλέπουμε το δέντρο (στο δάσος), αλλά και τις ρίζες του.
Τις ρίζες της κατασταλτικής πολιτικής αναθυμήθηκαν πολλοί και πολλές επικρίτριες του νέου νόμου, όταν ανέτρεξαν στον χουντικό νόμο, διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι «ο νομοθέτης» απλά μετέφρασε από την καθαρεύουσα στη δημοτική το νομικό κατασκεύασμα ενός καθεστώτος που αποτέλεσε την επιτομή του μετεμφυλιακού κράτους έκτακτης ανάγκης. Ενώ ορθά επισημάνθηκε τούτη η εκλεκτική συγγένεια της Δεξιάς με το εκτρωματικό παράγωγο της μετεμφυλιακής τροχιάς της, μάλλον παραβλέφθηκαν «στιγμές» του παρελθόντος της που σημάδεψαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία της «σύντομης δεκαετίας του ’60».
Εδώ οι φόβοι και οι αναλογίες ίσως καταστούν ευκρινέστερες, καθώς πράγματι ένα δικτατορικό καθεστώς δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα καθεστώς τυπικού κοινοβουλευτισμού. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για να θυμηθούμε τι μπορεί να σημαίνει η κρατική καταστολή σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από μια δεξιά κυβέρνηση του νόμου και της τάξης.
Ρήγμα στην εθνικοφροσύνη
Κομβική στιγμή για τη δεκαετία του 1960 αναμφισβήτητα αποτελεί η εκλογική αναμέτρηση της 29ης Οκτωβρίου 1961. Η ανάδειξη της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) σε αξιωματική αντιπολίτευση, στις εκλογές του Μαΐου 1958, διαμόρφωσε το έδαφος για την ένταση της καταστολής κατά του εσωτερικού εχθρού και ενεργοποίησε ποικίλους σχεδιασμούς από τους νικητές του Εμφυλίου, τόσο θεσμικούς όσο και αντιθεσμικούς, για την εκλογική συρρίκνωση της Αριστεράς.
Στο θεσμικό επίπεδο, οι πολιτικοί ηγέτες του διασπασμένου Κέντρου συναινούν σε μια πρόσκαιρη ενοποίησή τους στο σχήμα της Ενωσης Κέντρου (Ε.Κ.) για να διεκδικήσουν την εκλογική τους κατίσχυση, έπειτα από μια περίοδο εννεαετούς δεξιάς διακυβέρνησης.
Από τη μεριά της, η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενεργοποιεί τους κρατικούς και τους παρακρατικούς μηχανισμούς για να αποτρέψει την ψήφο προς την ΕΔΑ, καταλήγοντας όμως σε μια γενικευμένη τρομοκράτηση των πολιτών πέραν της εθνικόφρονος Δεξιάς. Στις εκλογές του 1961 θα θριαμβεύσει η ΕΡΕ, όμως η Ε.Κ. θα επενδύσει στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της «βίας και της νοθείας» για να πλήξει τον εκ δεξιών αντίπαλό της στον χώρο των «νόμιμων ιδιοκτητών της εξουσίας». Επέλεξα να παρακολουθήσω τις πολιτικές εξελίξεις της μετεκλογικής περιόδου από τις στήλες της εφημερίδας «Ελευθερία», της εφημερίδας του Πάνου Κόκκα, στενού φίλου και καθημερινού συνομιλητή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ενός εκ των τότε ηγητόρων της Ε.Κ.
Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά τις εκλογές του 1961, η αξιωματική αντιπολίτευση κατήγγειλε την ΕΡΕ για την άσκηση «βίας και νοθείας», αρνούμενη να νομιμοποιήσει τη νέα κυβέρνηση με ποικίλες υψηλού συμβολικού περιεχομένου αποφάσεις και την κήρυξη του «ανένδοτου αγώνα» για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας».
Ενδεικτικά, στις 27/2/1962 στο πρωτοσέλιδο της «Ελευθερίας» θα παρατεθεί σε τίτλο η δήλωση του Γ. Παπανδρέου: «Μετέβαλε το κράτος εις συμμορίαν η ΕΡΕ» ενώ την επόμενη ημέρα προβάλλεται η συζήτηση στη Βουλή με θέμα την ενδεχόμενη παραπομπή της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα στο Ειδικό Δικαστήριο. Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας για το «κυβερνητικό πραξικόπημα» αναδεικνύονται αναφορές για την καταμέτρηση ψήφων «νεκρών και μεταναστών». Με τη λήξη της συζήτησης στη Βουλή, ο Γ. Παπανδρέου θα προβάλει ως αίτημα της Ε.Κ. «την παραίτησιν της Κυβερνήσεως ως παρανόμου και στηριζομένης εις παράνομον κοινοβουλευτικήν πλειοψηφίαν» («Ελευθερία», 2/3/1962, σελ. 1).
Ολα όσα συμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, με αφορμή την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, έχουν βαθιές επιπτώσεις στο μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μετά τις εκλογές του 1961 εισάγεται μια νέα διαιρετική τομή, η οποία διαμορφώνει ένα αγεφύρωτο ρήγμα ανάμεσα στις νικήτριες του Εμφυλίου πολιτικές ελίτ της χώρας. Μια διαιρετική τομή που συνεχίζει να συνυπάρχει με εκείνη της διάκρισης ανάμεσα σε εθνικόφρονες δυνάμεις και τον κομμουνισμό ως εξωτερική και εσωτερική πολιτική απειλή.
Στον σύντομο χρόνο της εκκίνησης της ρήξης ανάμεσα στους νικητές του Εμφυλίου καθίσταται ορατή η εγγενής τάση της ελληνικής Δεξιάς, σε περιόδους κρίσης ή απειλών για την απώλεια της εξουσίας, να μετατοπίζεται προς την επιλογή αυταρχικών λύσεων, συρρικνώνοντας ακόμα περισσότερο το περιεχομενικό εύρος της τυπικής δημοκρατίας. Συμβολικά τούτο καθίσταται προφανές με την απαγόρευση της δημόσιας συγκέντρωσης, στην οποία θα καλέσει η Ε.Κ. στις 20 Απριλίου 1962 στην πλατεία Καρύτση, κοντά στη Λέσχη Φιλελευθέρων.
Όμως εξίσου ενδεικτική της συγκρότησης της μετεμφυλιακής Δεξιάς είναι η στάση της στις κοινωνικές διεκδικήσεις στη μετεκλογική περίοδο, όταν δηλαδή η διάρρηξη της ενότητας των πολιτικών ελίτ καθιστά το αντιπολιτευόμενο τμήμα τους έναν ισχυρό εν δυνάμει σύμμαχο των κοινωνικών ομάδων που επιλέγουν να κινητοποιηθούν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της συλλογικής δράσης των φοιτητών εκείνης της περιόδου.
Η φοιτητική έκρηξη
Στο κλίμα που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές του 1961, καταγράφεται η διάθεση ορισμένων κοινωνικών ομάδων να «εκμεταλλευτούν» τη συγκυρία και, με δεδομένη τη ρήξη στις πολιτικές ελίτ, να νομιμοποιήσουν τη συλλογική τους δράση σταδιακά πλαισιώνοντας τα επιμέρους αιτήματά τους με διεκδικήσεις για τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1962 αρχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας μια σειρά από ήσσονος βαρύτητας ειδήσεις από τον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με σημαντικότερες τις παρατεταμένες διεκδικήσεις των φοιτητών της Θεολογίας και της Φυσικής. Η δυναμική τους κορυφώνεται σύντομα, μέσα στον Απρίλιο του 1962, όταν μια σειρά από γεγονότα στα πανεπιστήμια θα οδηγήσουν στην πλέον κραυγαλέα απόφαση του αυταρχικού κράτους να απαγορεύσει «επ’ αόριστον» κάθε υπαίθρια συνάθροιση.
Οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής σε έκτακτη γενική συνέλευση αποφασίζουν να προχωρήσουν σε «απεργία διαρκείας εις ένδειξιν διαμαρτυρίας διά την αποφασισθείσαν υπό του Ανωτάτου Συμβουλίου Εκπαιδευτικού Προγραμματισμού (ΑΣΕΠ) μείωσιν των ωρών διδασκαλίας των θρησκευτικών εις τα γυμνάσια», χαρακτηρίζοντάς την ως «αντιχριστιανικήν και αντεθνικήν», με την κυβέρνηση να ανταπαντά ότι «δεν θα δεχθή την εισήγησιν του ΑΣΕΠ περί του περιορισμού των ωρών διδασκαλίας» («Ελευθερία» 28/2/1962, σελ. 6).
Την Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου, οι φοιτητές της Νομικής απέχουν «από τις επί πτυχίω εξετάσεις εις το Ρωμαϊκόν Δίκαιον, διά την αφόρητον κατάστασιν την οποία εδημιούργησεν ο επανελθών μετά τριετή απουσίαν λόγω ασθενείας καθηγητής του μαθήματος κ. Πετρόπουλος, ο οποίος εις την προηγουμένην εξεταστικήν περίοδον απέρριψε τα 93% των εξετασθέντων εις το μάθημά του» («Ελευθερία» 1/3/1962, σελ. 5).
Στις 5 Μαρτίου, η Νεολαία της Ε.Κ. πραγματοποιεί συγκέντρωση στο Θέατρο Χατζηχρήστου, η οποία εξελίσσεται σε πορεία από την Πανεπιστημίου έως την Ομόνοια, «την πρώτην αυτήν φοιτητικήν διαδήλωσιν από μακρού χρόνου». Στη συγκέντρωση παρεμβαίνει ο Γ. Παπανδρέου σημαίνοντας «την απαρχή της νέας φάσεως του αγώνος του Κέντρου διά την ανατροπήν του προσφάτου εκλογικού πραξικοπήματος – της απευθείας επαφής με τον λαόν». Το δημοσίευμα της «Ελευθερίας» περιγράφει τη συγκέντρωση ως «μεγαλειώδη», εμφανίζει τους πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένους να παραληρούν ομαδικά και «με την ρυθμικήν κραυγή των Δη-μο-κρα-τία… Δη-μο-κρα-τία» να αποθεώνουν τον Γ. Παπανδρέου («Ελευθερία» 6/3/1962, σελ. 1, 7).
Την επόμενη ημέρα, οι φοιτητές του Φυσικού προχωρούν «εις 24ωρον προειδοποιητικήν απεργίαν, εν αγανακτήσει ευρισκόμενοι διά την απόφασιν του συμβουλίου του ΟΤΕ, η οποία αποκλείει την περαιτέρω πρόσληψιν εις τον οργανισμόν των ειδικευμένων φυσικών ραδιοηλεκτρολόγων του πανεπιστημίου», με την Ενωση Φυσικών Ελλάδος να «ζητεί την άμεσον κατάργησιν της αστόχου και επιβλαβούς διά τον ΟΤΕ αποφάσεως» («Ελευθερία» 6/3/1962, σελ. 8).
Την Τετάρτη 7 Μαρτίου 1962, στη Νομική, ενόψει της εκλογής εκπροσώπων των πρωτοετών στον φοιτητικό σύλλογο, σημειώνονται επεισόδια με πρωταγωνιστή το μέλος της Εθνικής Κοινωνικής Οργανώσεως Φοιτητών (ΕΚΟΦ) Φύσσα, ο οποίος συνοδεία αστυνομικών θα «απαιτήσει να δοθούν ψηφοδέλτια εκτός του εκλογικού χώρου».
Η άρνηση του προέδρου του συλλόγου προκαλεί τη βίαιη επίθεση του μέλους της ΕΚΟΦ κατά του γραμματέα του συλλόγου Νίκου Καραμανλή. Στην κλήση του προέδρου του συλλόγου να επέμβει η αστυνομία για να συλλάβει τον βιαιοπραγούντα, κατέφθασαν στη Νομική «τα περιπολικά αμέσου δράσεως και αρκετά τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να συρθούν εις το τμήμα εκτός του Φύσσα, ο Πρόεδρος της Θέμιδος, ο Γεν. Γραμματεύς και άλλα μέλη του Δ.Σ., ενώ ταυτοχρόνως η αστυνομία απηγόρευσεν όλως αυθαιρέτως την διεξαγωγήν των αρχαιρεσιών». Οπως μας πληροφορεί το δημοσίευμα, μετά την επιστροφή των προσαχθέντων στη Νομική, οι παριστάμενοι φοιτητές τούς υποδέχθηκαν με συνθήματα, απευθυνόμενα προς τα συγκεντρωμένα μέλη της ΕΚΟΦ: «Δεν περνά ο φασισμός, Κάτω η συμμορία, Εξω η βία».
Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί στον αναγνώστη η αναφορά του συντάκτη της είδησης ότι «ο Φύσσας και ευάριθμοι φίλοι του, ως επίσης και οι τέσσαρες αστυνομικοί με πολιτική περιβολή, οι οποίοι συνήθως παρευρίσκονται και παρακολουθούν τας φοιτητικάς συνδικαλιστικάς συγκεντρώσεις εις το Πανεπιστήμιον, ηναγκάσθησαν να αποχωρήσουν από την Σχολήν». Οι αντιδράσεις προκαλούν την επανεμφάνιση αστυνομικών, έτοιμων να εκκενώσουν το κτίριο, με τους φοιτητές να τους φωνάζουν «Εξω από το άσυλόν μας» («Ελευθερία» 8/3/1962, σελ. 8).
Ολα τα παραπάνω αποτυπώνουν εύγλωττα το εύρος του αυταρχισμού, της επιτήρησης και της καταστολής στην κατ’ όνομα δημοκρατική Ελλάδα, όπως επίσης και τη θεώρηση των αστυνομικών πρακτικών ως τετριμμένων από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Η κλιμάκωση
Οι φοιτητές του Φυσικού προχωρούν στην κήρυξη «απεργίας διαρκείας, αποφασισμένοι να παραδώσουν τα βιβλιάρια των σπουδών εις το Υπουργείον Παιδείας» για το θέμα του αποκλεισμού τους από τις προσλήψεις του ΟΤΕ («Ελευθερία», 16/3/1962, σελ. 6).
Σταδιακά, η κινητοποίηση των φοιτητών οδηγεί σε παμφοιτητικές συγκεντρώσεις και ολιγόωρες αποχές από τα μαθήματα σε όλες τις Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών («Ελευθερία», 20/3/1962, σελ. 8). Αντίστοιχα, οι θεολόγοι εμμένουν στις θέσεις τους και αποστέλλουν τηλεγράφημα προς τον βασιλέα, χαρακτηρίζοντας «ως αντιχριστιανικήν και αντεθνικήν την απόφασιν του ΑΣΕΠ και διαμαρτύρονται διά την μη αύξησιν των ημερών διδασκαλίας εις τα γυμνάσια και την μη αναγνώρισιν του μαθήματος ως πρωτεύοντος και την αποκατάστασιν των 1.000 αδιορίστων θεολόγων» («Ελευθερία», 21/3/1962, σελ. 8).
Τα αιτήματα των φοιτητών της Θεολογίας και του Φυσικού ενοποιούνται από τη Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών (ΔΕΣΠΑ), η οποία προκηρύσσει 48ωρη «απεργία», προσθέτοντας στα αιτήματα τη δυσαρέσκεια των φοιτητών του Γαλλικού Τμήματος για «την μείωσιν του κύρους των πανεπιστημιακών πτυχίων, η οποία επέρχεται κατόπιν της σκέψεως του κράτους όπως διορίση εις την μέσην εκπαίδευσιν αποφοίτους ινστιτούτων και οργανισμών, παραγνωρίζουσα τους πτυχιούχους του πανεπιστημίου. Τούτο, εν συνδυασμώ προς τας εναντίον των φυσικών και των θεολόγων ενεργείας δημιουργεί την πεποίθησιν ότι το πανεπιστήμιον βάλλεται κατά τρόπον οργανωμένον». Ενόψει της προγραμματισμένης συγκέντρωσης της ΔΕΣΠΑ, η αστυνομία απαγορεύει «οιανδήποτε φοιτητικήν συγκέντρωσιν εν υπαίθρω “διά λόγους δημοσίας τάξεως”» («Ελευθερία», 22/3/1962, σελ. 8).
Κατά το επόμενο διάστημα, η ένταση στα πανεπιστήμια θα ανέβει κατακόρυφα, γεγονός μάλλον παράδοξο, καθώς οι φοιτητές της Θεολογίας και του Φυσικού διατυπώνουν συντεχνιακά αιτήματα. Οι πρώτοι κινούνται στο πλαίσιο της κατεστημένης εθνικοφροσύνης, ενώ οι τελευταίοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση με φοιτητές του Πολυτεχνείου. Ομως, η αυταρχική Δεξιά δεν ανέχεται κανενός είδους συλλογική διαμαρτυρία και δημόσια διεκδίκηση αιτημάτων. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη σφοδρότητα της αστυνομικής καταστολής το Σάββατο 31 Μαρτίου 1962.
Σε μια συγκέντρωση των φοιτητών του Φυσικού στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, μετά την άφιξη τεσσάρων λεωφορείων με συμφοιτητές τους από τη Θεσσαλονίκη και την απόπειρά τους να συγκροτήσουν πορεία προς τον ΟΤΕ, η αστυνομία επιτίθεται για πάνω από δύο ώρες στους συγκεντρωμένους με περισσό μένος, προκαλώντας τον τραυματισμό δέκα φοιτητών.
Σε ανακοίνωσή της η αστυνομία θα ισχυριστεί ότι «μεταξύ των φοιτητών παρεισέφρησαν και αριστερίζοντα στοιχεία τα οποία τους εξώθησαν εις εκνόμους ενεργείας. Η αστυνομία δεν ημπόδισε την συγκέντρωσιν των φοιτητών εις τα προπύλαια του Πανεπιστημίου, ηναγκάσθη όμως να επέμβη όταν οι συγκεντρωθέντες επεχείρησαν εν διαδηλώσει να μεταβούν εις τον ΟΤΕ διά να διαμαρτυρηθούν και να αποκόψουν τας συγκοινωνίας κατά την ώραν της μεγάλης κινήσεως» («Ελευθερία», 1/4/1962, σελ. 1, 11).
Με την ευκαιρία της επετείου έναρξης της δράσης της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, μικρής έντασης επεισόδια θα σημειωθούν έπειτα από συγκέντρωση φοιτητών και την πρόθεσή τους να συγκροτήσουν πορεία ενώ στους δρόμους της Αθήνας θα εμφανιστεί το σύνθημα του «1-1-4», μαζί με άλλα: «Δημοκρατία», «Αίσχος ΕΡΕ», «Καραμανλής – Αβέρωφ προδότες του Κυπριακού», «Δημοκρατία – Ενωσις».
Στις μέρες που μεσολαβούν μέχρι την επόμενη μεγάλη φοιτητική κινητοποίηση, η ΔΕΣΠΑ τίθεται επικεφαλής μιας εκστρατείας καταγγελίας της αστυνομικής βίας και της παραβίασης του πανεπιστημιακού ασύλου. Σ’ ένα πρώτο βήμα επιλέγεται η απεύθυνση προς τη Βουλή, η μήνυση των αστυνομικών που βιαιοπράγησαν κατά των φοιτητών και η κατάθεση διαμαρτυρίας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και σε πολλές διεθνείς φοιτητικές οργανώσεις, με κλιμάκωση των κινητοποιήσεων στην Αθήνα, οι οποίες σταδιακά μετασχηματίζονται σε άμεση δράση για τη δημοκρατία («Ελευθερία», 3/4/1962, σελ. 1, 7 και 4/4/1962, σελ. 1).
Την Παρασκευή 8 Απριλίου, στο Θέατρο Χατζηχρήστου τρεις χιλιάδες φοιτητές συμμετέχουν στη συγκέντρωση της ΔΕΣΠΑ: «Με έμβλημα το άρθρον 114 του Συντάγματος και με κυριαρχούν σύνθημα την ιαχήν “Δη-μο-κρα-τία” […] οι φοιτηταί όρθιοι, με υψωμένο το χέρι επαναλαμβάνουν με σταθερή φωνή, λέξι προς λέξι, τον όρκον των: “Ορκίζομαι να φυλάττω το Σύνταγμα και την Δημοκρατίαν, πιστός στις παραδόσεις της ελληνικής νεολαίας, και να υπερασπίζω τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και το ακαδημαϊκό άσυλο. Ζήτω η Δημοκρατία”».
Με τη λήξη της εκδήλωσης, οι φοιτητές συγκεντρώνονται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, χορεύοντας «σε παραλλαγή το Σουλιώτικον “Στη στεριά δεν ζει το ψάρι ούτε ο ανθός στην αμμουδιά και οι Ελληνες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά”», ενώ στο άγαλμα του Κοραή αποθέτουν ελληνική σημαία με το 114 στο κέντρο της («Ελευθερία», 7/4/1962, σελ. 1, 3 και 6).
Η άσκηση υπέρμετρης αστυνομικής βίας θα απασχολήσει εκ νέου την κοινή γνώμη την Τετάρτη 11 Απριλίου, όταν η πρόθεση των φοιτητών της Θεολογικής Αθήνας και Θεσσαλονίκης να πορευτούν, έπειτα από συγκέντρωση στα Προπύλαια, προς το υπουργείο Παιδείας κινητοποιεί την ηγεσία της αστυνομίας για την αποτροπή της. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, παρόντες στον τόπο της συγκέντρωσης ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας Ρακιντζής, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί και «με πολιτικήν περιβολήν ο επικεφαλής της υπηρεσίας διώξεως κομμουνισμού αστυνόμος Παπασπυρόπουλος».
Η βία κατά των φοιτητών της Θεολογίας, που με συνθήματα δηλώνουν εθνικόφρονες και αντικομμουνιστές, ξεπερνά κάθε όριο και οδηγεί σε νοσοκομεία και στις πρώτες βοήθειες δεκάδες φοιτητές («Ελευθερία», 12/4/1962, σελ. 1, 7). Το ίδιο απόγευμα, επεισόδια ξεσπούν στην Πάντειο, όταν οι φοιτητές διακόπτουν την κίνηση στη Συγγρού για να διαμαρτυρηθούν για τη βία κατά των συναδέλφων τους και να δεχτούν κι αυτοί με τη σειρά τους την αστυνομική βία.
Στο εύφλεκτο αυτό κλίμα, το βράδυ της επόμενης ημέρας, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών επιλέγει να παραθέσει προγραμματισμένη δεξίωση, με «τους Βασιλείς, μέλη της κυβερνήσεως και μέγα αριθμό προσκεκλημένων» ενώ προηγουμένως η Σύγκλητος αποφασίζει να κλείσει το Ιδρυμα για δέκα ημέρες, «με την απειλήν ότι εάν επαναληφθούν τα έκτροπα θα ζητήσει την παρέμβασιν του Κράτους, απαγορευομένης τής εις πανεπιστημιακούς χώρους συγκεντρώσεως ταραχοποιών στοιχείων, προσβαλλόντων την ιερότητα του χώρου» («Ελευθερία», 13/4/1962, σελ. 1, 7). Περίπου 500 φοιτητές, εξοργισμένοι από τη στάση του πρύτανη και της Συγκλήτου, θα επιχειρήσουν να παρακωλύσουν τη δεξίωση, φωνάζοντας συνθήματα κατά την προσέλευση των προσκεκλημένων, με δεδομένη τη νέα απαγόρευση συγκέντρωσης της ΔΕΣΠΑ που έχει αναγγελθεί για την επόμενη ημέρα.
Τα φαινόμενα άμετρης αστυνομικής βίας επαναλαμβάνονται την Παρασκευή 13 Απριλίου, με πολύωρες συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας. Εκατοντάδες διαδηλωτές συλλαμβάνονται και καταγράφονται δεκάδες επιθέσεις σε φοιτητές, δημοσιογράφους και περαστικούς που συμπαραστέκονται στους διαδηλωτές («Ελευθερία», 14/4/1962, σελ. 1, 8).
Το απαγορευμένο συλλαλητήριο
Τα επαναλαμβανόμενα γεγονότα διαμαρτυρίας, οι απαγορεύσεις συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων θα απασχολήσουν τη Βουλή και θα καταστούν μέρος της πολιτικής κρίσης που σοβεί από μηνών. Στην ομιλία του στη Βουλή «ο κ. Γ. Παπανδρέου διεδήλωσε την συμπαράστασιν της Ενώσεως Κέντρου προς όσους αγωνίζονται διά τα συνταγματικά των δικαιώματα [και] κατήγγειλε την κυβέρνησιν ότι καταλύει το Σύνταγμα και το δημοκρατικόν πολίτευμα, αναφέρας ενδεικτικώς την ουσιαστικήν κατάργησιν του δικαιώματος του συνέρχεσθαι» («Ελευθερία» 14/4/1962, σελ. 1).
Την Τρίτη 17 Απριλίου 1962, η «Ελευθερία» στο πρωτοσέλιδό της πληροφορεί τους αναγνώστες για την κυβερνητική, «επ’ αόριστον», απαγόρευση των συγκεντρώσεων σε όλη τη χώρα, με αφορμή αίτημα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διοργανώσει την Παρασκευή 20 Απριλίου ανοιχτή εκδήλωση στην Αθήνα: «Η αίτησις της Ενώσεως Κέντρου διετυπώθη χθες την εσπέραν υπό των κ.κ. Σ. Κωστοπούλου και Κ. Μητσοτάκη προς τον υπουργόν των Εσωτερικών κ. Ράλλη. Ο κ. Ράλλης έχων ήδη προσυνεννοηθή με την κυβέρνησιν, ανεκοίνωσεν εις τους εκπροσώπους της Ε.Κ. την απόφασιν περί γενικής απαγορεύσεως των συγκεντρώσεων εις ανοικτόν χώρον, προσθέσας ότι η κυβέρνησις θα ήτο διατεθειμένη να επιτρέψη την συγκέντρωσιν εις το γήπεδο του “Παναθηναϊκού”, το οποίον ως περιφραγμένον, θεωρείται κλειστός χώρος».
Ο Γ. Ράλλης φέρεται να διευκρινίζει ότι η κυβερνητική άρνηση οφείλεται σε «θετικάς πληροφορίας περί μελετωμένης εκμεταλλεύσεως της συγκεντρώσεως εις ανοικτόν χώρον υπό της άκρας αριστεράς προς εκτροπήν εις οχλοκρατικάς εκδηλώσεις» («Ελευθερία» 17/4/1962, σελ. 1, 8).
Παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις της κυβέρνησης ότι πρόκειται για παράνομη συγκέντρωση, πολλές χιλιάδες πολίτες θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα της Ε.Κ. και θα διεκδικήσουν στο «πεζοδρόμιο» την τήρηση του Συντάγματος, αψηφώντας τα πρωτοφανή αστυνομικά μέτρα αποκλεισμού του κέντρου της Αθήνας. Στις προσπάθειες των πολιτών να πλησιάσουν στον τόπο της συγκέντρωσης, η αστυνομία θα επιτεθεί με σφοδρότητα, κακοποιώντας και τραυματίζοντας ακόμα και βουλευτές της Ε.Κ. Ανάμεσά τους φέρεται ως κακοποιούμενος και ο Κ. Μητσοτάκης ενώ οι βουλευτές Τσαπάρας, Πετραλιάς, Μπακόπουλος, Ζορμπάς, Τσουδερός, Παπαπολίτης και Παπασπύρου κατονομάζονται ως σοβαρά τραυματισμένοι.
Τα σοβαρότερα επεισόδια θα σημειωθούν μετά τη λήξη της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου, στην Ομόνοια κοντά στις εννιά το βράδυ, όταν περίπου πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένοι διέκοψαν την κυκλοφορία, φωνάζοντας συνθήματα κατά της βίας και υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Για πρώτη φορά μετά τα επεισόδια με τους οικοδόμους τον Δεκέμβριο του 1960, οι διαδηλωτές θα αμυνθούν: «Οταν εξεδηλώθη η επίθεσις του μηχανοκινήτου της Αστυνομίας, διά πρώτην φοράν οι διαδηλωταί αντέδρασαν ενεργώς και λαβόντες ξύλα οικοδομών, τρίποδας της ΥΔΡΕΞ και φράγματα της Δημαρχίας, ως και καροτσάκια οικοδομών, ήγειραν οδοφράγματα. Ο “οδοστρωτήρ” του μηχανοκινήτου κατεδικάσθη εις ακινησίαν. Οι διαδηλωταί αντεπετέθησαν εναντίον των αστυνομικών με ξύλα και λίθους» («Ελευθερία» 21/4/1962, σελ. 3).
Από τη μεριά της, η κυβέρνηση με ανακοίνωσή της εμμένει στην ορθότητα της απόφασής της να απαγορεύσει τη συγκέντρωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όλως πρωτότυπα επικαλούμενη τον εσωτερικό εχθρό: «Το προσκλητήριον της “Αυγής” και του ραδιοφωνικού σταθμού των συμμοριτών ως και αι θετικαί πληροφορίαι αι οποίαι υπήρχον περί κινητοποιήσεως μαχητικών ομάδων του κομμουνισμού, επέβαλον εις την κυβέρνησιν να λάβη όλα τα αναγκαία μέτρα προς προστασίαν της γαλήνης του λαού και της δημόσιας ασφαλείας, εις την διασάλευσιν της οποίας απέβλεπεν η κινητοποίησις. […] Ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου, αντί να μετανοή δι’ όσα προεκάλεσε, θριαμβολογεί και ομιλεί περί “γενικής δοκιμής” λησμονών τας προηγηθείσας των Δεκεμβριανών γενικάς δοκιμάς» («Ελευθερία» 22/4/1962, σελ. 12).
Μετά από 58 έτη
Όπως τότε, για την προστασία της γαλήνης του λαού και της δημόσιας ασφάλειας νομοθετεί η σημερινή κυβέρνηση. Επανήλθαμε άραγε στη μετεμφυλιακή περίοδο; Προφανώς όχι, τουλάχιστον στο επίπεδο των χαρακτηριστικών της εποχής, μιας και για τις ιδέες ορισμένων κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί. Νεφελώδεις εσωτερικοί εχθροί, φαντάσματα του παρελθόντος, απειλούν την εύτακτη καθημερινή ζωή των πολιτών. Έναντι του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης υπερισχύει το δικαίωμα της απρόσκοπτης λειτουργίας της οικονομίας, ό,τι την παρεμποδίζει τίθεται υπό απαγόρευση, εκτός αν διαφορετικά εκτιμήσει η αστυνομία. Επιτέλους, οι νόμιμοι κύριοι της κοινωνίας και του κράτους έχουν κάθε δικαίωμα να υπερασπιστούν την ιδιοκτησία τους.
Προς τούτο η Ιστορία είναι διδακτική. Με τη μορφή ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου η ελληνική Δεξιά στη μακρόχρονη διαδρομή της, σε περιόδους κατά τις οποίες αισθάνεται ιδιαιτέρως ισχυρή αλλά και σε περιόδους κρίσης, γρήγορα ανασύρει από τη φαρέτρα της την καταστολή ως την προσήκουσα μέθοδο για την περιστολή των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων και την πειθάρχηση του εκάστοτε «εσωτερικού εχθρού».
*αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
πηγή: commune.org.gr από efsyn.gr
e-prologos.gr