γράφει ο Γιάννης Μακρίδης
Η κοινωνική ασφάλιση αποτέλεσε συστατικό στοιχείο του τρόπου παραγωγής των υλικών αγαθών στα πλαίσιο του οικονομικού συστήματος που αυτά παράγονταν. Είναι ένα στοιχείο που προκύπτει από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για τον εργαζόμενο με οποιαδήποτε μορφή όπως η αστάθεια της υλικής κατάστασης του, η αβεβαιότητα για το αύριο, η μόνιμη απειλή της ανεργίας, που για ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης είναι μια σκληρή και απάνθρωπη δοκιμασία, ο φόβος και η ανασφάλεια για τα γηρατειά, τα διάφορα ταξικά εμπόδια που αφορούν φύλο εθνικότητα παιδεία υγεία κλπ. Προέκυψε σαν αναγκαιότητα που μετατράπηκε σε αίτημα προς διεκδίκηση.
Μια πρώτη θεσμική ρύθμισή του για κρατικές συντάξεις καίτοι μη συστηματική έχουμε από τα τέλη του 18ου αιώνα κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης με τον νόμο του Αυγούστου 1790. Η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας διαμορφώνει την πορεία μίας πρώιμων μορφών κοινωνικής ασφάλισης με την ταυτόχρονη ανάπτυξη της εργατικής τάξης και των αγώνων της.
Έτσι ο εργάτης σε πρώτη φάση διαμορφώνει δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας γιατί ο πενιχρός μισθός δεν του επέτρεπε την αποταμίευση. Στη συνέχεια, στο βαθμό που ζητούμενο είναι η σταθεροποίηση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε συγκεκριμένο χώρο – χρόνο αναπτύσσονται και από τους εργοδότες μορφές υποτυπώδους κοινωνικής ασφάλισης.
Μεμονωμένες βιομηχανίες ξεκινούν συστήματα ασφάλισης προκειμένου να εξελιχθούν. Στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην ταυτόχρονη ανάπτυξη του αριθμού των εργαζομένων, το κόστος της ασφάλισης, καλύτερα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης θα το αναλάμβανε αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο (μιας και υπάρχει και η ιδιωτική ασφάλιση) το κράτος αφού: 1. Υπήρχε ανάγκη σε εθνικό επίπεδο να προωθηθούν τα σχέδια της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. 2. Η κινητικότητα των εργαζομένων δεν επέτρεπε στον καπιταλιστή να οικοδομήσει αυτόνομο σύστημα ασφάλισης.
Τα πρώτα αγωνιστικά και μαζικά κινήματα της εργατικής τάξης, όπως αυτά καταγράφηκαν ιδιαίτερα μέσα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848, την Πρώτη Διεθνή το 1864, την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, την εργατική εξέγερση του Σικάγου το 1886 για το οκτάωρο, τη Δεύτερη Διεθνή το 1889, τη διάσπασή της και την αποχώρηση των μαρξιστών-κομμουνιστών από αυτήν , αλλά και τη γενικότερη ανάπτυξη των σοσιαλιστικών και των κομμουνιστικών οργανώσεων και κομμάτων, καθώς και στην περαιτέρω οργάνωση και ενίσχυση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Άλλωστε, η οργανωμένη δυναμική του εργατικού κινήματος στην άρθρωση και τη διεκδίκηση και η ικανοποίηση βασικών πολιτικοοικονομικών αιτημάτων που να ξεφεύγουν από τα πλαίσια της απλής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στο πλαίσιο της ανάγκης για επίτευξη συναίνεσης και κοινωνικής ειρήνης (από την πλευρά κυρίως της κυρίαρχης τάξης), αποτέλεσε βασικό παράγοντα και για την εξέλιξη του κράτους πρόνοιας συνολικά. Οι εξελίξεις στην απασχόληση και στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος διαμόρφωσαν ένα διεκδικητικό πλαίσιο που πρόβαλε δυναμικά την ανάγκη για κοινωνική προστασία και οργανωμένη κοινωνική ασφάλιση που οδήγησε πολλές φορές στην εγκαθίδρυση συστημάτων σε διάφορα κράτη, όχι ως παροχή του κράτους, αλλά ως δικαίωμα των εργαζομένων.
Στο πλαίσιο των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών της επικράτησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του έθνους-κράτους, στα τέλη του 19ου αιώνα, η παροχή κοινωνικής προστασίας από το κράτος άρχισε να θεσμοθετείται σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, η συντελούμενη κοινωνική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη μορφοποίησε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο στη Γερμανία, συνδυαζόμενο με τις επιπτώσεις της κυρίαρχης θέσης της Βρετανίας στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και της ιδιαίτερης πίεσης που άρχισε να ασκεί η επέκταση των σοσιαλιστικών ιδεών στη Γερμανία.
Tο «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας» ιδρύθηκε το 1863 και στο ξεκίνημά του βρισκόταν κοντά η μέσα στα εργατικά συνδικάτα , όπως και τα περισσότερα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του 19ου αιώνα. Το κίνημα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας καταπιέστηκε έντονα στο Γερμανικό Ράιχ της εποχής, ειδικά υπό την καγκελαρία του Ότο φον Μπίσμαρκ. Ο Μπίσμαρκ αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα με το σοσιαλιστικό κίνημα που βρισκόταν σε άνοδο εκείνη την περίοδο. Θέσπισε αντισοσιαλιστικούς νόμους, με απαγορεύσεις συγκεντρώσεων και φυλακίσεις σοσιαλιστών. Παρ’ όλα αυτά, οι σοσιαλιστικές οργανώσεις συνέχιζαν να κερδίζουν έδαφος και το SPD (που κατέβηκε ως ανεξάρτητο κόμμα) κατάφερε να αυξήσει και τις έδρες του στο Ράιχσταγκ. Έτσι, για να κατευνάσει την εργατική τάξη, ο Μπίσμαρκ με μία σειρά νόμων τη δεκαετία του 1880 θέσπισε ως αντιστάθμισμα το πρώτο οργανωμένο σύστημα υποχρεωτικής Κοινωνικής Ασφάλισης, αρχικά για την αντιμετώπιση της ασθένειας και του εργατικού ατυχήματος (1883) και στη συνέχεια και του γήρατος (1889). Η μετάβαση από τα αυτόνομα ταμεία αλληλοβοηθείας στην κρατική ασφάλιση σηματοδοτεί το πέρασμα των εργαζομένων στην προστασία-θηλιά απ’ την οικονομική ολιγαρχία. Ένα ολόκληρο πλέγμα που περιλαμβάνει ασφάλεια, παιδεία, υγεία, επιτήρηση και καταστολή αποτελούν εργαλεία αναπαραγωγής και ελέγχου.
Στην Ευρώπη η ασφάλιση οικοδομήθηκε, με βάση το κοινωνικό κράτος (Κέυνς) ειδικά μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το οποίο δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με αυτήν. Το κοινωνικό κράτος περιβλήθηκε με το μανδύα του προστάτη των εργαζομένων, του ουδέτερου εξισορροπιστή των ταξικών διαφορών και αντιθέσεων.
Στην Ελλάδα
Η Ελλάδα είναι μία χώρα όπου μετά την απελευθέρωσή της από την οθωμανική κυριαρχία διαμορφώθηκε ένα αστοτσιφλικάδικο μπλοκ εξουσίας, με μια στρεβλή οικονομική ανάπτυξη, που ενσωματώνει σημαντικά φεουδαρχικά υπολείμματα, στενά συνδεδεμένη με το ξένο κεφάλαιο. Η εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο οικονομία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Στην Ελλάδα η κοινωνική ασφάλιση εξελίχθηκε σταδιακά από το 1836 που ξεκίνησε η ασφάλιση εργαζομένων στη ναυτιλία. Μετά από μια μακρά νεκρά περίοδο, αρχίζει να ωριμάζει η σκέψη επανεμφάνισης νόμων-θεσμών των κρατικών συντάξεων, υπό την επίδραση πλέον δικαιοπολιτικών παραγόντων. Η ανάγκη ίδρυσης ενός ασφαλιστικού φορέα είχε πρωτοεκφραστεί στους προεπαναστατικούς χρόνους και συνεχίστηκε στην επαναστατική και στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα.
Προβάλλονταν συγκεκριμένα ως «έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης και εθνικής ευγνωμοσύνης», αλλά και «ευρυτέρας σκοπιμότητας δια τους ήρωας και τα θύματα των ναυτικών αγώνων και τους μετέπειτα βιοπαλεστάς του κύματος». Σε ευρύτερη κλίμακα η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα ήταν φυσικό να ξεκινήσει από τη ναυτιλία, που ήταν ο μόνος δυναμικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας και απασχολούσε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Το πρώτο ταμείο δημιουργήθηκε στις Σπέτσες για τους «ενδεείς ναυτικούς», ονομάστηκε «Κάσσα» και τα έσοδά του ήταν το 5% από τα κέρδη των πλοίων για μεταφορές εξωτερικού. Η «Κάσσα» μισθοδοτούσε άνεργους και ανάπηρους ναυτικούς καθώς και τις οικογένειες όσων έχαναν τη ζωή τους πάνω στο πλοίο.
Με το διάταγμα του 1833 «περί Εμπορικού Νόμου» καθιερώνεται ότι «ναύτης ασθενήσας πληρώνεται τους μισθούς του και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου». Με το νόμο του 1836 «περί Αστυνομίας της Εμπορικής Ναυτιλίας» που πέρασε ο αρμόδιος υπουργός Α. Γ. Κριεζής, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), του οποίου τα έσοδα θα ήσαν όχι εργοδοτικές ή κρατικές εισφορές, αλλά τα αντίτιμα των αδειών (ασκήσεως επαγγέλματος) πλοίαρχων και ναυτών και τα πρόστιμα των πλοίων.
Το ΝΑΤ ήταν ο πρώτος Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα και από τους πρώτους στον κόσμο. Κάλυπτε και τους άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού. Ο πρώτος που επιχείρησε να εισάγει στη χώρα μας το θεσμό των συντάξεων για πολίτες, το 1856, ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815-1883), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα. Ως υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη, υπέβαλε το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, η οποία όμως διαλύθηκε και δεν πρόλαβε να το ψηφίσει. Πέντε χρόνια αργότερα (1861) επί κυβερνήσεως Aθ. Μιαούλη δημοσιεύθηκε ο πρώτος νόμος για την καθιέρωση συντάξεων για τους πολίτες δημόσιους υπαλλήλους από ειδικό ταμείο που εξασφάλιζε τους πόρους του από τις κρατήσεις των μισθών (5%) και τη συνδρομή του κράτους.
Σύνταξη δικαιούνταν οι δημόσιοι υπάλληλοι που συμπλήρωναν το εξηκοστό έτος ηλικίας και εικοσιπέντε έτη προϋπηρεσία. Ταυτόχρονα, και με την ίδια νομοθεσία, καθιερώθηκαν και οι αναπηρικές συντάξεις. Επίσης, όσοι είχαν συμμετάσχει στην Επανάσταση του 1821 αναγνωριζόταν η «στρατιωτική θητεία» στα συντάξιμα χρόνια, ενώ κανείς δεν δικαιούνταν να λαμβάνει διπλή σύνταξη.
Οι αγωνιστές της Επανάστασης (από 25 Μαρτίου 1821 μέχρι 1829) αρκούσε να προσκομίσουν επίσημη πιστοποίηση του οπλαρχηγού τους ή δύο «ομολογουμένως κατά τον αγώνα διαπρεψάντων ανδρών». Όλα τα Βασιλικά Διατάγματα και οι Νόμοι που εκδόθηκαν το 1861 και αφορούσαν συντάξεις όπου υποχρεωτικά η σύνταξη –εφόσον εγκρινόταν– έπρεπε να έχει απονεμηθεί το αργότερο εντός δύο μηνών από την αίτηση του δικαιούχου!
Τα επόμενα χρόνια προκύπτουν συνταξιοδοτικές-ασφαλιστικές ρυθμίσεις για δάσκαλους, δημόσιους υπάλληλους και εργαζόμενους στην Εθνική Τράπεζα. Το 1879 δημιουργείται το πρώτο συνδικάτο από τους εργάτες ξύλου των ναυπηγείων της Σύρου, στην Ερμούπολη. Απαιτούν μείωση των ωρών εργασίας σε 10 και αύξηση του μεροκάματου. Μετά τους ναυπηγούς, απεργούν οι βυρσοδέψες της Σύρου με παρόμοια αιτήματα. Έπειτα από βίαιες συγκρούσεις με το στρατό και την αστυνομία, τα αιτήματά τους γίνονται δεκτά.
Η απεργία των μεταλλωρύχων της Καμάριζας Λαυρίου ήταν πρωτόγνωρη για τα ως τότε δεδομένα. Έγινε από τις 7 έως τις 24 Απριλίου 1896. Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία της Καμάριζας, ιδιοκτησίας Γαλλικής Εταιρείας, ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας καλύτερο μισθό και πιο ανθρώπινες συνθήκες ζωής και εργασίας. Η μαζική συμμετοχή των εργαζομένων (συμμετείχαν άνω των 1.500 μεταλλωρύχων) θορύβησε την εργοδοσία. Τα αιτήματα των απεργών ήταν: α. αύξηση του μεροκάματου κατά μια δραχμή, β. κατασκευή νοσοκομείου ή φαρμακείου στην Καμάριζα, γ. διάθεση σούστας στους εργάτες για τη μεταφορά τραυματιών (τότε τα εργατικά ατυχήματα ήταν συνήθη), δ. οικήματα για την αντικατάσταση των αυτοσχέδιων καλυβών, όπου στεγάζονταν οι μεταλλωρύχοι και ε. δημιουργία καταστήματος τροφίμων στην περιοχή.
Την ίδια περίοδο ιδρύονται στην Αθήνα τα πρώτα σωματεία: τυπογράφοι, μεταλλουργοί, εμποροϋπάλληλοι, ραφτάδες, σύλλογος μηχανικών και θερμαστών, με έδρα τον Πειραιά (1899), που εργάζονται στα πλοία κ.α. Δημιουργούνται συνδικάτα στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Πάτρα, στο Βόλο και αλλού. Οι απεργίες πληθαίνουν. Τα αιτήματά τους ήταν συνήθως η αύξηση των ημερομίσθιων, η μείωση των ωρών εργασίας και όχι σε ένα πρώτο επίπεδο η καθιέρωση της κοινωνικής ασφάλισης. Τον τομέα της πρόνοιας προωθούσαν με δικά τους μέσα αυτά της «εργατικής αλληλοβοήθειας».
Οι πρώτες σοσιαλιστικές κινήσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα διατύπωναν γενικές θεωρίες και όταν αναφέρονταν σε αιτήματα δεν επικεντρώνονταν στην κοινωνική ασφάλιση. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως ο θεσμός της ασφάλισης στην Ελλάδα δεν ξεκίνησε για να καλύψει ανάγκες των εργαζομένων, αλλά χρησιμοποιήθηκε για ενσωμάτωση συγκεκριμένων ομάδων διασυνδεόμενων με διαχείριση της κρατικής εξουσίας (στρατιωτικοί κλπ).
Οι σοσιαλιστικές ιδέες
Η Ευρώπη μετατράπηκε σε τεράστιο «γήπεδο» ταξικών αγώνων με τις απελευθερωτικές ιδέες των Μαρξ και Ένγκελς προσδίδουν τις νέες δυνατότητες και προοπτικές στην εργατική τάξη. «Η συγκέντρωση, η πυκνότητα του εργατικού προλεταριάτου που ανεβάζει τη συνειδητότητά του και το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δίνει τη δυνατότητα να αντιπαλεύει με επιτυχία τις ληστρικές τάσεις του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος» (Β.Ι.Λένιν).
Η εργατική τάξη δημιουργεί τον πλούτο αναγκαίο και ικανό για όλα τα έξοδα της κοινωνίας και των συνταξιούχων κάθε φορά. Στην αρχή του 20ου αιώνα μόνο δύο χώρες (η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία) είχαν θεμελιωμένα και ανεπτυγμένα Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης για τους εργαζόμενους.
Στην Ελλάδα οι σοσιαλιστικές ιδέες διευρύνονται. Το 1894 η πρώτη εργατική Πρωτομαγιά στο ψήφισμά της ζητά: οκτάωρο, ανάπαυση την Κυριακή, συντάξεις σε όλους τους απόμαχους εργάτες, κατάργηση της θανατικής ποινής και της προσωπικής κράτησης για χρέη. Στο καταστατικό του ΣΤΕΤ (Σύνδεσμος Εργατικής Τάξης) του Δρακούλη θα γραφεί “…η πολιτεία οφείλει να νομοθετήσει συντάξεις δια τους υπερηλίκους εργάτας, να θεσπίσει ασφαλιστικόν σύστημα κατά του κινδύνου της ανεργίας…”. Στο πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθήνας του Γιαννιού θα ζητηθεί “… Η παροχή της ιατρικής της παιδείας και της δικαιοσύνης δωρεάν(…) καθώς και σύσταση εθνικής ασφάλειας που θα φροντίζει για τις ασθένειες, τα δυστυχήματα, την ανικανότητα, τα γεράματα και την ανεργία των εργατών…” Όμως η ανάπτυξη της εργατικής τάξης αριθμητικά και πολιτικά συνεχίζεται. Γύρω από τα εργοστάσια αναπτύσσονται εργατικοί οικισμοί.
Το 1901 ψηφίστηκε ο νόμος ΒΩΜΑ περί περιθάλψεως των “εν τοις μεταλλείοις παθόντων”. Η Αγγλική εταιρεία Διονύσου κρατούσε 2% του ημερομίσθιου ως ασφάλιστρα περίθαλψης.
Το 1906 οι μεταλλωρύχοι Λαυρίου ιδρύουν σωματείο, το οποίο συγκεντρώνει 5.000 μέλη. Την ίδια χρονιά ο Βουλευτής Φωκίων Νέγρης υπέβαλε πρόταση νόμου περί νοσηλείας – συντάξεων προσωπικού βιομηχανιών.
Το 1907 δημιουργείται Ταμείο Σύνταξης Σιδηροδρομικών. Τα επόμενα χρόνια ιδρύεται ο Σύνδεσμος των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος (ΣΤΕΤ) από το σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη, με σκοπό την ιδεολογική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης και το πρώτο Εργατικό Κέντρο στην Ελλάδα αυτό του Βόλου, με συνδικαλιστική και μορφωτική δράση: διαλέξεις σε θέματα εργατικά, εκμάθησης της δημοτικής γλώσσας, θρησκείας, θεωρίας του σοσιαλισμού.
Ιδρύεται η Φεντερασιόν, στη Θεσσαλονίκη, πολιτικοσυνδικαλιστική σοσιαλιστική εργατική οργάνωση ομοσπονδιακής μορφής, η οποία αποτελείται από εργάτες Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Σλάβους κ.ά., με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Το περιοδικό «Ασμοδαίος» σημείωνε το 1882: «Απεργίαι πανταχού της Ελλάδος· ερρίζωσε η απεργία». Και λίγο αργότερα έγραφε: «Μακρά λιτανεία απεργιών ήρχισε προ τινων μηνών και δεν έπαυσεν ακόμη». Στις αρχές του 20ου αιώνα το εργατικό κίνημα, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, άρχισε να κάνει εντονότερη και πιο οργανωμένη την παρουσία του στην ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτό συνέβαλε η ίδρυση των Εργατικών Κέντρων της Αθήνας, του Πειραιά, της Λάρισας και άλλων πόλεων. Υπό την καθοδήγησή τους ξέσπασαν αρκετές απεργίες, όπως η απεργία των ναυτοθερμαστών Πειραιά (1910), των τροχιοδρομικών της Αθήνας (1911), των καπνεργατών της Καβάλας (1914), των τυπογράφων της Αθήνας (1914) και άλλες.
Το 1909 ψηφίζεται ο Νόμος 3455 που καθιερώνει την Κυριακή αργία, όταν την ίδια χρονιά διαπιστώνεται ότι σε κάθε 1000 εργάτες μεταλλείων υπήρχε 1,5 θανατηφόρο ατύχημα κάθε μέρα και 3,7 σοβαροί τραυματισμοί. Γεγονός που οδηγεί το 1911 στο νόμο «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας». Βασική διαπίστωση για την προηγούμενη περίοδο είναι ότι τα σπέρματα ασφάλισης – πρόνοιας – σύνταξης αφορούσαν περισσότερο το ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η οποία πραγματοποιούνταν εκείνη την περίοδο με τους πιο δυσμενείς όρους. Η κοινωνική ασφάλιση γεννήθηκε από τη ζωτική ανάγκη των εργατών να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.
Το 1910, μετά από μαχητικές απεργίες, στη Αθήνα, τον Πειραιά στο Βόλο, στην Πάτρα ο Βενιζέλος ανέθεσε στον Σπ. Θεοδωρόπουλο ιδρυτή του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και άλλους «κοινωνιολόγους», να επεξεργαστούν νομοσχέδια για την προστασία των εργαζόμενων, που ψηφίστηκαν την περίοδο 1911-1914 και αποτέλεσαν τη βάση της εργατικής νομοθεσίας για τις επόμενες δεκαετίες. Οι νομοθεσίες αυτές πολεμήθηκαν από τους εργοδότες τα παλαιά κόμματα και τα ανάκτορα. Ήταν τότε που ο Ε. Βενιζέλος είπε «Κύριοι εάν δεν κάνουμε σήμερα τας νόμιμους υποχωρήσεις εις τους εργαζόμενους αύριο θα μας πάρουν με επανάσταση πολύ περισσότερα». Πλάι σε αυτά συστήνεται η Επιθεώρηση Εργασίας. Θεσμοθετείται νομοθεσία που απαγορεύει την εργασία για παιδιά κάτω των 12 ετών και σε γυναίκες εγκύους 4 εβδομάδες πριν και 3-4 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Επί πλέον, απαγορεύει τη νυκτερινή εργασία γυναικών και παιδιών και ορίζει ως χρονικό όριο για την ημερήσια εργασία γυναικών και ανηλίκων τις 10 ώρες. Ψηφίζεται ο νόμος «Περί σωματείων», που κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» για τους εργάτες, αναγνωρίζοντας τα σωματεία τους και αποκλείοντας από αυτά τους εργοδότες. Βεβαίως αυτοί οι νόμοι δεν εφαρμόζονται.
Η Συμβολή της Οκτωβριανής επανάστασης
Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν τα πιο σημαντικό γεγονός του 20ού αιώνα. Όχι μόνο για το σοβιετικό λαό, που σε σαράντα μόλις χρόνια ξεπέρασε τη δουλοπαροικία, το οπισθοδρομικό οικονομικό σύστημα, την ακραία φτώχεια, την αγραμματοσύνη και την αποικιακή καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων και οικοδόμησε ένα σύγχρονο κράτος, τη μόνη χώρα που ήταν ικανή να σταματήσει την πολεμική μηχανή των Ναζί, τη στιγμή που οι καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης παραδόθηκαν μόλις σε λίγες εβδομάδες.
Η συμβολή της προλεταριακής επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης ήταν σημαντική. Με την ανατροπή της ρωσικής αστικής τάξης το 1917, η αστική τάξη όλου του κόσμου συνειδητοποίησε ότι η εργατική τάξη είναι πράγματι σε θέση να τη νικήσει, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να εγκαθιδρύσει μια νέα κοινωνική δομή. Ο φόβος της «μόλυνσης με επαναστατικότητα» διαδόθηκε αμέσως σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και ειδικότερα στην Ευρώπη. Η αστική τάξη δεν ήθελε να ρισκάρει να εξαλείψει βίαια το οργανωμένο και επαναστατικοποιημένο εργατικό κίνημα, η μαχητικότητα του οποίου ενισχύθηκε με το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης και ήταν αποφασισμένο να υπερασπίσει τις κοινωνικές παροχές που κατέκτησε.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες η Σοβιετική επανάσταση εγγυήθηκε το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία και την ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Η 7ωρη εργάσιμη ημέρα και το πενθήμερο εισήχθησαν στη Σοβιετική Ένωση ήδη από το 1956. Οικοδομήθηκαν υποδομές για ξεκούραση, ανάπαυση και διακοπές. Στήθηκε ένα αξιόλογο δίκτυο θεάτρων και κινηματογράφων σε όλη τη χώρα. Ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά εμφανίστηκαν καλλιτεχνικές και αθλητικές οργανώσεις, καθώς και βιβλιοθήκες.
Το κράτος παρείχε τα μέσα για καλλιτεχνική παιδεία, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία. Κάθε Σοβιετικός πολίτης δικαιούνταν σύνταξη. Οι άντρες στα 60 και οι γυναίκες στα 55. Οι εργάτες δε γνώριζαν την απειλή της ανεργίας. Η σοσιαλιστική εξουσία εξασφάλιζε τη βάση της ισότητας ανδρών και γυναικών. Απελευθέρωσε τη γυναίκα από πολλές ευθύνες για το νοικοκυριό. Πάνω από το 75% του πληθυσμού απέκτησε τουλάχιστον απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ενώ το 1917 τα δύο τρίτα του πληθυσμού ήταν αναλφάβητα.
Η σοσιαλιστική εξουσία ευνόησε την άνθηση της φυσικής και των μαθηματικών, την πρώτη πτήση ανθρώπου στο διάστημα. Οι κατακτήσεις του σοσιαλιστικού πολιτισμού ωφέλησαν πολύ τον πληθυσμό. Τα νέα γι’ αυτά τα επιτεύγματα σύντομα ξεπέρασαν τα εμπόδια που έστησε η αντικομμουνιστική προπαγάνδα και διαδόθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και στους πολιτικούς-συνδικαλιστικούς κύκλους παρά την προσπάθεια υποτίμησης ή διαστρέβλωσης. Η κοινωνική νομοθεσία, η ίδια η σύλληψή της, εμπνεύστηκε σε διεθνές επίπεδο από την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και την κοινωνική της νομοθεσία.
Οι άλλες χώρες αναγκάστηκαν να τη λάβουν υπόψη, ακόμη και αν το έκαναν προκατειλημμένα ή διαστρεβλωμένα. Ο φόβος του σοσιαλισμού βοήθησε σημαντικά στη θετική εξέλιξη της κοινωνικής ασφάλισης και όλα αυτά μέχρι την κατάρρευση την δεκαετία του 1990. Αρκεί κανείς να σκεφτεί την Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που έπρεπε να υπερβεί τη διακήρυξη που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της Γαλλικής επανάστασης και να λάβει υπόψη τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Η κοινωνική ασφάλιση με τη μορφή που εμφανίστηκε και εξελίχτηκε στις καπιταλιστικές χώρες ήταν αποτέλεσμα ενός διαρκούς πολύμορφου ταξικού αγώνα που επιδίωκε να αναγκάσει τα αφεντικά να πληρώσουν για τα ρίσκα που ήταν συνυφασμένα με το σύστημά τους.
Ο Μεσοπόλεμος
Οι σοσιαλιστικές ιδέες που αναπτύσσονται και με την παράλληλη συνδικαλιστική ανάπτυξη οδηγούν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ στα 1918. Το εργατικό κίνημα γυρίζει σελίδα στην οργάνωση και την προοπτική των αγώνων του. Όσο το κόμμα μορφοποιείται οργανωτικά και ιδεολογικά τα δικαιώματα των εργαζομένων επαναδιατυπώνονται και εμπλουτίζονται στη φωτιά των ταξικών αγώνων και υπό το πρίσμα του μαρξισμού-λενινισμού.
Νέοι συνδικαλιστικοί αγώνες αναπτύσσονται για το μισθό, την ανεργία, την ασφάλιση. Η απάντηση του πολιτικού κατεστημένου είναι η νομοθετική κατοχύρωση του θεσμού της ασφάλισης που εξασφαλίστηκε περαιτέρω το 1922 με την ψήφιση του Ν. 2868/1922 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων με εισφορές 3% εργοδοτών 6% εργατών». Ο νόμος αυτός αν και δεν εφαρμόστηκε αποτέλεσε τη βάση για την ίδρυση, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κλαδικών ασφαλιστικών ταμείων. Το ΤΕΒΕ (ο σημερινός ΟΑΕΕ), ιδρύθηκε με τον νόμο 6364/1934 με τις υπογραφές του τότε, Προέδρου της Δημοκρατίας, Αλεξ. Ζαϊμη και των Υπουργών, Σπ. Ταλιαδούρου, Δ. Χελμη, Στ. Στεφανόπουλου, στις 31/10/1934.
Τα επόμενα χρόνια συγκροτείται το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο και συντάσσεται το πρώτο καταστατικό. Το 1939 τίθεται σε λειτουργία ο Ασφαλιστικός Οργανισμός. Και την επόμενη χρονιά δίνει σχεδόν όλα τα αποθέματα του, 17εκ δρχ., στο κράτος για τον πόλεμο. Στην κατοχή χορηγεί «βοηθήματα» σε «γέροντες» και «χήρες» απ’ ό,τι έχει απομείνει…
Το 1951 μετατρέπουν τα «βοηθήματα» σε συντάξεις. Την περίοδο 1923-25 δημιουργούνται τα ταμεία των αρτεργατών, καπνεργατών, λιμενεργατών, τυπογράφων, το 1928-32 το ΤΣΑΥ, Ταμείο Νομικών, ΤΣΑ, και η Εργατική Εστία, το 1934 το ΙΚΑ, το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο Εργατών Τύπου, την επόμενη χρονιά αρχίζει να εφαρμόζεται το σύστημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και το1940 ιδρύεται το ΤΑΕ( Εμπόρων). Το 1930 ξεκινάει η «νόμιμη» φιλοκυβερνητική ΓΣΕΕ καθυστερημένα τη μάχη της ασφάλισης. Στις 1/3/1930 αντιπροσωπεία της επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Βενιζέλο και του θυμίζει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Ο τελευταίος όχι μόνο αρνήθηκε αλλά ζήτησε να παραδεχτεί επίσημα η ΓΣΕΕ ότι ποτέ αυτός δεν έδωσε τέτοιες υποσχέσεις. Βέβαια μέχρι το 1930 έχουν ιδρυθεί πάνω από 30 ταμεία σύνταξης που καλύπτουν 70.000 μέλη. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία αφορούν τραπεζοϋπαλλήλους, δημόσιους υπαλλήλους και στρατιωτικούς.
Με αργά και βασανιστικά βήματα, με την ανάπτυξη των αγώνων, η ασφάλιση, παρόλες τις νομοθετικές καλύψεις και ιδρύσεις ασφαλιστικών φορέων, το 1934 από τα 2.300.000 επίσημα εργαζόμενους καλύπτει μόνο 209.000 περίπου. Από το 1929, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναλαμβάνοντας τις προτάσεις που είχαν γίνει στον Τύπο ή στην Βουλή από το 1902 και ύστερα και υπό το βάρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εξήγγειλε την προσεχή εφαρμογή γενικευμένου συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης κατά της ασθένειας, ανικανότητας, γήρατος και θανάτου. Το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή στις 19 Μαΐου 1932 και ψηφίστηκε (Ν. 5733/1932), αλλά δεν εφαρμόστηκε, γιατί επακολούθησε πολιτική αστάθεια.
Σύντομα όμως ψηφίστηκε νέος νόμος, με συντάκτη τον Χρ. Αγαλλόπουλο (Ν. 6296/1934 «περί ιδρύσεως του ιδρύματος κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ)»), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 19/12/1937, επί δικτατορίας Μεταξά, μόνο σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη και στο τέλος του 1938 σε κάποιες άλλες πόλεις. Η νομοθεσία αυτή, που τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από νεότερους νόμους, εισήγαγε την καθολικότητα της ασφάλισης των μισθωτών (με δυνατότητα επέκτασης σε κατηγορίες αυτοτελώς εργαζόμενων) από ενιαίο φορέα, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ).
Οι σχετικές με το ΙΚΑ διατάξεις συμπληρώνονται από πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις τις οποίες υπέγραψε η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Ο ιδρυτικός νόμος στηρίχτηκε στις αρχές της κλασσικής κεντροευρωπαϊκής κοινωνικής ασφάλισης, με διατάξεις που ήταν προσαρμοσμένες στα δεδομένα της τότε ελληνικής πραγματικότητας. Αρχικά το Ι.Κ.Α. λειτουργούσε με αρχές που προσομοίαζαν σε αυτές της ιδιωτικής ασφάλισης και είχε περιορισμένες υποχρεώσεις. Όμως η οικονομική κρίση, ο φασισμός και η προοπτική του πολέμου καθορίζουν την περαιτέρω πορεία των οικονομιών στον κόσμο.
Σημαντικές επισημάνσεις
Α. Το αμαρτωλό Ταμείο
Στα πλαίσια της φιλοσοφίας του κατακερματισμού και της διαδικασίας εκφασισμού του συνδικαλιστικού κινήματος, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, με πρωτοβουλία του Γραμματέα της «ΓΣΕΕ» (είναι η άλλη ΓΣΕΕ η οποία είχε μετονομαστεί στη συγκεκριμένη περίοδο σε «Εθνική» Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας) και ταυτόχρονα υπουργού Εργασίας Α. Δημητράτου, ιδρύει το περίφημο «Ταμείο Εργατικών Στελεχών», ή «Ταμείο των Εργατοπατέρων», όπως ήταν περισσότερο γνωστό μεταξύ των εργατών.
Ο «συνδικαλισμός» της μεταξικής δικτατορίας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προέκταση του κρατικού μηχανισμού. Τα συνδικαλιστικά στελέχη (πάντα βέβαια αναφερόμαστε στα συμβιβασμένα με το κράτος συνδικαλιστικά στελέχη, γιατί οι αντιφασίστες συνδικαλιστές βρίσκονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εξορία), είναι απλά ανώτεροι κυβερνητικοί υπάλληλοι και δικαιούνται πρόσθετες συντάξεις και παροχές. Έτσι, με τον αναγκαστικό νόμο 971/1937, ιδρύεται το λεγόμενο «Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Εκπροσώπων και Υπαλλήλων Εργατικών και Επαγγελματικών Ενώσεων», με απώτερο σκοπό την παροχή επικουρικών συντάξεων στα μέλη του. Το ταμείο αυτό αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές της εργατικής μας ιστορίας, πανευρωπαϊκή και πιθανότατα παγκόσμια πρωτοτυπία.
Β. Το ΙΚΑ και η 4η Αυγούστου
Πολλοί αποδέχονται τη «γνωστή» προσέγγιση που λέει τα περί λήψης για πρώτη φορά σοβαρών μέτρων στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης –όπως ιδιαίτερα η σύσταση του ΙΚΑ, το 1937 κλπ– από τη φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που προσφέρονταν εκείνη την περίοδο να αμβλύνει την κοινωνική αντίδραση, χωρίς όμως να μπορέσει να την εξαλείψει. Είναι αυτή η αλήθεια; Τι δε λέει αυτή η προσέγγιση: 1. Η ίδρυση του ΙΚΑ έγινε ήδη από το 1934 και υπήρξε αίτημα μαχητικών διεκδικήσεων των εργαζομένων (Σπ. Λιναρδάτος) «…συσταθέν δυνάμει του Ν. 6298/1934, πρώτος διοικητής υπήρξε ο Κανελλόπουλος Παναγιώτης 1934 – 1935» (επίσημο site του ΙΚΑ). 2. Το 1934 ψηφίστηκε ο βασικός νόμος 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
Την ίδια περίοδο προωθήθηκαν επίσης νομοθετικά μέτρα για την ίδρυση φορέων κύριας ασφάλισης, όπως του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (ΤΑΕ) και του Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών (ΤΕΒΕ), που άρχισαν να λειτουργούν το 1940. Το 1935 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των μισθωτών στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που αποτέλεσε το γενικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών. Η λειτουργία του ΙΚΑ άρχισε την 1.1.1937, αλλά η χορήγηση παροχών ρυθμίστηκε το 1951 με τον Αναγκαστικό Νόμο 1846/51, ο οποίος με τις διαδοχικές του τροποποιήσεις συνθέτει και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του φορέα. 3. Βασιζόταν σε νομοσχέδια των τελευταίων κυβερνήσεων της αβασίλευτης δημοκρατίας, δεν χρηματοδοτούνταν και η ασφάλιση γινόταν με πολύ αργό ρυθμό (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, ΙΕ, σελ. 390). Προφανώς τα χρήματα διοχετεύονταν αφειδώς στην ΕΟΝ, πώς να περισσέψουν για το ΙΚΑ; Συμπέρασμα: Επιχειρείται μονόπλευρη παρουσίαση και εξωραϊσμός του Μεταξά και της δικτατορίας του. Η ιστορία ξαναγράφεται επιλεκτικά για να υπηρετήσει νέες σκοπιμότητες.
Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο
Με το τέλος του πολέμου και με τη διαμόρφωση νέων κοινωνικοοικονομικών συσχετισμών, με τη δημιουργία και ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, την ανάπτυξη κομουνιστικών κομμάτων και επαναστατικών κινημάτων, ο διεθνής ιμπεριαλισμός στα πλαίσια του νέου συσχετισμού δυνάμεων αναπτύσσει περισσότερο τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης με στόχο να κατευνάσει τα λαϊκά κινήματα.
Η κρίση του 1929–1930 και η κατάρρευση του φιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας επέφεραν μια σειρά από αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της «κοινωνικής» λειτουργίας του κράτους, κυρίως κάτω από την επίδραση της οικονομικής θεωρίας του Τζον Μ. Κέυνς , αλλά και την όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων και κυρίως της ανεργίας και της συνεπακόλουθης μεγάλης φτώχειας. Άρα πρωταρχική ανάγκη του καπιταλισμού ήταν να επαναφέρει ως πρώτο πρόβλημα την απασχόληση και να μειώσει την ανεργία (όσο μπορούσε στα πλαίσια των αξεπέραστων εσωτερικών του αντιθέσεων), πράγμα που ήταν πλέον ζήτημα επιβίωσής του για την άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων.
Αυτή η εξέλιξη επέτρεψε στο Γουίλιαμ Χ. Μπέβεριτζ να εστιάσει στο ζήτημα της πλήρους απασχόλησης και να θεωρήσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χωρίς πλήρη απασχόληση (τί… σπουδαία ανακάλυψη!). Ο Μπέβεριτζ ήταν οικονομολόγος του κεϊνσιανού ρεύματος ο οποίος προτείνει για την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας στη χώρα του ένα φιλόδοξο σχέδιο κρατικής αρωγής, δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικών ασφαλίσεων. Η εφαρμογή του μετέτρεψε σταδιακά τη μεταπολεμική Βρετανία στην πιο προχωρημένη χώρα σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη στα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Στις Σκανδιναβικές χώρες την εποχή που τα σοσιαλδημοκρατικά (Κεϋνσιανής αντίληψης) κόμματα σε Νορβηγία, Δανία και Σουηδία βρίσκονταν σε άνοδο η ισότητα και η καθολική πρόνοια είναι οι βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης . Η κρατική παρέμβαση είναι εντονότερη και το κράτος μεριμνά για τους πολίτες του, σε όλες τις φάσεις της ζωής τους ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, καταγωγής καθώς τα υποσυστήματα του κοινωνικού κράτους, είναι ενιαία. Η «Άφθονη Κοινωνία» όπως ονόμασε τη Σουηδία ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, λόγω της καθολικότητας του συστήματος, έδινε στους Σουηδούς οικονομική ασφάλεια αλλά και κοινωνική αλληλεγγύη.
Βέβαια θα ήταν λάθος να αξιολογήσουμε ή να συγκρίνουμε τις κοινωνικές παροχές στις μητροπόλεις του καπιταλισμού κύρια της Ευρώπης(στη βόρεια Αμερική η εξέλιξη για την ασφάλιση είναι διαφορετική) με βάση τον εσωτερικά παραγόμενο κοινωνικό πλούτο αλλά να λάβουμε σοβαρά υπ όψιν την εισαγόμενη υπεραξία σαν αποτέλεσμα της νεοαποικιακής πολιτικής. Έτσι όλος ο καπιταλιστικός κόσμος και ιδιαίτερα ο πιο παλιός και αναπτυγμένος στο κράτος του, χρησιμοποιεί ένα μέρος του υπερκέρδους για την μαζική εξαγορά της εργατικής τάξης που συνδυάζεται με τις αυξημένες κοινωνικές παροχές σε σχέση πάντα με τις εξαρτημένες η μισοεξαρτημένες χώρες η τις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου.
Από ένα σημείο και ύστερα με την ένταση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά, αυξάνεται η τάση για την μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και των κοινωνικών παροχών για την αύξηση της ανεργίας αλλά και οι στρατηγικής σημασίας αναδιαρθρώσεις (στις εργασιακές σχέσεις, την πρόνοια, την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων) που εκ των πραγμάτων, ήταν σημαντικά κεκτημένα των εργαζομένων έτσι ώστε να βελτιώσει κεφάλαιο τους ανταγωνιστικούς όρους του ύπαρξης-παρέμβασης επέκτασης του.
Στην Ελλάδα
Στη χώρα μας οι μεταπολεμικές εξελίξεις πέρασαν από την φάση των έντονων ταξικών συγκρούσεων στη σκιά του εμφυλίου πολέμου με τον ξένο παράγοντα τον Αγγλικό και στην συνέχεια τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να καθορίζουν τις τύχες του τόπου. Το μέσο επίπεδο καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης με βασική ιδιομορφία την εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο (αμερικανικό, αγγλικό, γαλλικό και στην συνέχεια η Ευρωπαϊκή Ένωση) καθόρισε αυτήν την περίοδο τους προσανατολισμούς και τις τελικές αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα του εποικοδομήματος και σε αυτό της κοινωνικής ασφάλισης.
Το δήθεν φιλολαϊκό προσωπείο του μεταπολεμικού αντιδραστικού καθεστώτος έπρεπε να δώσει κάποια δείγματα γραφής . Έτσι το θεσμικό πλαίσιο της ασφάλισης συμπληρώθηκε από νεότερους νόμους, εισήγαγε την καθολικότητα της ασφάλισης των μισθωτών (με δυνατότητα επέκτασης σε κατηγορίες αυτοτελώς εργαζόμενων) από ενιαίο φορέα, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως προείπαμε, και συμπληρώνονται από πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες υπέγραψε η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από τη μετακίνηση των ασφαλισμένων από χώρα σε χώρα (υπολογισμός χρόνου εργασίας σε άλλη χώρα, κατανομή των παροχών μεταξύ διαδοχικών οργανισμών κλπ).
Με το Ν. 1846/51 παρουσιάζεται μεγαλύτερη ελαστικότητα ως προς τις προϋποθέσεις των παροχών, καθιερώνεται σύστημα υπολογισμού των συντάξεων που ευνοεί τις εισοδηματικά χαμηλότερες ομάδες δικαιούχων, επεκτείνονται οι παροχές, κυρίως στον κλάδο ασθενείας σε είδος, και προβλέπεται η δυνατότητα αναπροσαρμογής των συντάξεων ύστερα από μεταβολές στα τιμαριθμικά δεδομένα. Το Ν.Δ.2698/53 θέσπισε κατώτατα όρια συντάξεων, ενώ διεύρυνε τη χρηματοδότηση των κλάδων ασθενείας, καθώς αναγνωρίστηκε η ανάγκη της συμβολής του κράτους στην χρηματοδότηση του ιδρύματος.
Η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. επεκτείνεται γεωγραφικά. Με το Ν.Δ. 4104/60 εξασφαλίζεται η προοδευτική προσαρμογή των χρονικών προϋποθέσεων ως προς τον απαιτούμενο ελάχιστο χρόνο ασφάλισης για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ορίζεται επίσης σύστημα υπολογισμού των συντάξεων με εσωτερική αλληλεγγύη προς όφελος των ασφαλισμένων με χαμηλές αποδοχές.
Η αντιπολίτευση, τόσο το Κέντρο (ΕΚ) όσο και η Αριστερά (ΕΔΑ), έφεραν στη Bουλή πρόταση νόμου, όπου προτεινόταν η παροχή συντάξεων στους αγρότες. Παρά το ότι στους οικονομικούς κύκλους του κατεστημένου γινόταν συζήτηση για την αγροτική ασφάλιση η πρόταση καταψηφίστηκε.
Η κυβέρνηση Καραμανλή τη θεώρησε πρόταση πρόχειρη, ατεκμηρίωτη και προϊόν διάθεσης δημαγωγίας. Με αφορμή όμως αυτήν την πρόταση από την αντιπολίτευση ο αγροτικός κόσμος της χώρας διεκδικούσε κάτι πολύ σημαντικό τον ΟΓΑ και τις αγροτικές συντάξεις! Στις 18/11/60, κατατίθεται από την κυβέρνηση Καραμανλή το σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο ιδρύεται ο ΟΓΑ, καθιερώνεται η συνταξιοδότηση των αγροτών, συμπληρώνεται η υγειονομική τους περίθαλψη και γίνεται υποχρεωτική η ασφάλιση της γεωργικής παραγωγής κατά χαλάζης και παγετού.
Το 1961 ενόψει των δύσκολων εκλογών (βίας και νοθείας) ψηφίστηκε ο ν.4169 «περί γεωργικών ασφαλίσεων»-ΟΓΑ. Το κόστος ανερχόταν σε 1.410.000.000 δρχ. με συνολική επιβάρυνση των αγροτών μόνο στο 2% του εισοδήματός τους, ενώ όλο το υπόλοιπο φορτίο έπεφτε στους ώμους των άλλων κοινωνικών τάξεων και του προϋπολογισμού. Ως ημερομηνία καταβολής των συντάξεων ορίστηκε η 1/7/62, ώστε στο μεταξύ να συγκεντρωνόταν το απαραίτητο αποθεματικό. Επόμενη σημαντική παρέμβαση γίνεται με το Ν.Δ. 465/70 με το οποίο μειώνεται η εισφορά των κλάδων ασθενείας και αυξάνεται του κλάδου συντάξεων, αφού ορίζεται η υποχρέωση του κράτους να καλύπτει την επιβάρυνση που προκύπτει από μειώσεις των εισφορών ή άλλες ρυθμίσεις κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών. Με το Ν.Δ. 346/74 αναμορφώνονται οι ασφαλιστικές κλάσεις, τα τεκμαρτά ημερομίσθια και τα ποσοστά υπολογισμού των συντάξεων.
Η περίοδος μετά το 1978
Με το Ν.825/78 βελτιώνονται οι παροχές, καθιερώνεται διαδικασία αυτόματης αναπροσαρμογής των πόρων του ιδρύματος από εισφορές, αλλά και των παροχών, ένταξη μεθόδου προσδιορισμού του συντάξιμου μισθού, αναγνωρίζεται ο συντάξιμος χρόνος εκ των υστέρων με εξαγορά και επεκτείνεται το μέτρο της 35ετιας και στον ιδιωτικό τομέα.
Το 1982 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επεκτείνει το ΙΚΑ σε όλη την Ελλάδα και ιδρύεται το ΤΕΑΜ, και θεσμοθετεί τη συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των ταμείων. Τα επόμενα χρόνια οι πολιτικές στην ΕΕ αλλάζουν σε όφελος της ιδιωτικής ασφάλισης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο βλέπει πως η ανθρώπινη ζωή μπορεί να αποτελέσει ένα ασφαλή, με την εγγύηση του κράτους, τους τρόπο αύξησης των κερδών τους. Έτσι η ΕΕ πιέζει για α) την μείωση των κρατικών χρηματοδοτήσεων με πρόσχημα το δημοσιονομικό έλλειμμα, β) την ελαχιστοποίηση των εργοδοτικών εισφορών με πρόσχημα την ανάπτυξη, γ) την διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης για προώθηση των ιδιωτικών ασφαλιστικών (στόχοι που επανέρχονται).
Η ένταξη στην ΕΕ
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ-ΕΕ καθιστά το ασφαλιστικό σύστημα και τους ασφαλισμένους μόνιμο στόχο των ευρωπαίων επιχειρηματιών, που μυρίζονται κέρδη. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας στις 14/7/1999 η Κομισιόν εκδίδει ανακοίνωση με τον τίτλο: «Συντονισμένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας».
Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι «τα συστήματα κοινωνικής προστασίας πρέπει να αντανακλούν και να ανταποκρίνονται στην εμφάνιση νέων εργασιακών διευθετήσεων, όπως οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης».
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα… «προϋποθέτουν την εξεύρεση σωστής ισορροπίας μεταξύ κεφαλαιοποιητικών και διανεμητικών συστημάτων» και «πρέπει να αποθαρρύνουν την πρόωρη έξοδο από την αγορά εργασίας και να ενθαρρύνουν την ευελιξία των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων».
Ένα συνταξιοδοτικό σύστημα λέγεται κεφαλαιοποιητικό όταν οι ασφαλιστικές εισφορές επενδύονται σε μετοχές, ομόλογα κλπ, οι συντάξεις εξατομικεύεονται και εξαρτώνται μόνο από τις αποδόσεις (τόκους) των επενδύσεων και όχι από τις εισφορές των άλλων ασφαλισμένων ενός φορέα. Αναδιανεμητικό λέγεται το σύστημα όταν οι συντάξεις καθορίζονται με βάση μόνο τις εισφορές του συνόλου των ασφαλισμένων του φορέα.
Στην Ελλάδα τα ελεγχόμενα από το δημόσιο ασφαλιστικά ταμεία ακολουθούν μικτό σύστημα, ενώ οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούν αποκλειστικά το κεφαλαιοποιητικό]. Η «συντονισμένη στρατηγική», λοιπόν, της ΕΕ προώθησε το τζογάρισμα των αποθεματικών σε χρηματιστηριακές και τραπεζικές «φούσκες», καθώς και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες που στη χώρα μας θέλουν να βάλουν χέρι στα επικουρικά ταμεία.
Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές, όμως, δεν παρέχουν καμιά εγγύηση ότι θα αποδώσουν τα ασφάλιστρα που θα έχουν προεισπράξει από τους ασφαλισμένους, όπως συνέβη με την «Ασπίς Πρόνοια» και την Commercial Value, που τις χρεοκόπησαν οι ιδιοκτήτες τους, παρ’ όλο που εισέπρατταν επί χρόνια κανονικά τα ασφάλιστρα. Η συνταγή της ΕΕ για τις «νέες εργασιακές διευθετήσεις», δηλ. από την ωρομίσθια έως τη μαύρη εργασία, είναι καταστροφική για τα ταμεία, ευνοεί όμως τους εργοδότες τους οποίους προστατεύει η Κομισιόν.
Επιπρόσθετα η ένταξη και παραμονή στην ΕΟΚ-ΕΕ αύξησε κατακόρυφα και την ανεργία, από 3,9% το 1981 στο 9,6 το 2009, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (στην πραγματικότητα η αύξηση είναι μεγαλύτερη). Η αύξηση της ανεργίας ζημιώνει το ασφαλιστικό σύστημα, όχι μόνο γιατί του στερεί τις εισφορές που θα εισέπραττε απ’ όσους έπαψαν να εργάζονται, αλλά το επιβαρύνει και με τα επιδόματα ανεργίας.
Τα διάφορα όργανα της ΕΕ δεν αρκούνται σε όσα επώδυνα για τους εργαζόμενους και συνταξιούχους έχουν γίνει μέχρι τώρα στην Ελλάδα, αλλά πιέζουν τις υποτελείς ελληνικές κυβερνήσεις για διαρκή «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού σε βάρος των εργαζομένων φυσικά. Η σχέση ασφαλισμένων/συνταξιούχων παρά το ότι αλλάζει υπέρ των συνταξιούχων χρησιμοποιείται σε μόνιμη βάση σαν επιχείρημα αλλαγής των ασφαλιστικών νόμων προς το χειρότερο. Βέβαια η σχέση αυτή και πλαστή είναι λόγω της διευρυμένης εισφοροδιαφυγής και επικίνδυνη για το συνδικαλιστικό κίνημα να την κάνει σημαία του. Όσο για την θεωρία των προστίμων για μη πληρωμή ασφαλίστρων, σίγουρα ακόμη και αν οι ανύπαρκτοι ελεγκτικοί μηχανισμοί την καταγράψουν, τα τελικά πρόστιμα είναι μικρότερα από το κέρδος των εργοδοτών.
Στο δρόμο αυτό κινήθηκε και ο νόμος Σιούφα 2084/1992, με τον οποίο καταργούνται οι συντάξεις χωρίς όριο ηλικίας, περικόπτονται οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, αλλάζει η βάση υπολογισμού της σύνταξης, μειώνονται οι εργοδοτικές εισφορές, και καθιερώνεται η τριμερής χρηματοδότηση. Το 1995 δίνεται το δικαίωμα στα ταμεία να προσλαμβάνουν ως “συμβούλους” τις τράπεζες ή θυγατρικές τους. Την περίοδο αυτή με την καταπίστευση παραπέρα των ταμείων, γιγαντώθηκαν οι ιδιωτικές τράπεζες. Το 2001 ο Σημίτης με υπουργό εργασίας Γιαννίτση και Σύμβουλο Σπράο έβαλαν θέμα δραστικής περικοπής των συντάξεων, με αποτέλεσμα τη μεγάλη σε μαζικότητα Γενική Απεργία, με αποτέλεσμα την απόσυρση των μέτρων. Το 2002 όμως ψηφίζουν νέο νόμο Ρέππα 3029/2002 με τον οποίο: α) ιδρύεται ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης εργοδοτών – εργαζόμενων, που λειτουργεί με βάση το κεφαλοποιητικό σύστημα, επέτρεψε το 70% των αποθεματικών να παιχτούν στο χρηματιστήριο και την αξιοποίηση των εργατικών εισφορών σε μετοχές, β) άλλαξε ο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης με μείωση από το 80% του τελευταίου μισθού στο 70% από το 2008, γ) καταργείται η κρατική εισφορά του 10% των αποδοχών ή το αντικαθιστά με το 1% του ΑΕΠ, αυτό όμως το 1 % δεν αποδίδεται. Με τον Νόμο Σιούφα το κράτος πλήρωνε ατομικά στον κάθε εργαζόμενο το 10%.
Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή μετά το κόλπο των δομημένων, προώθησε μια ακόμα ασφαλιστική μεταρρύθμιση με την μεταφορά των ταμείων των Τραπεζών στο ΙΚΑ, την αύξηση ειδικών ορίων συνταξιοδότησης, με μείωση επικουρικών συντάξεων με τις ενοποιήσεις ταμείων, την αύξηση των προαπαιτούμενων για τις παροχές υγείας και την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος μέσω αναδιανομής υπαρχόντων πόρων από άλλα ταμεία, με ένταση των ιδιωτικοποιήσεων με το πρόσχημα του 10% στα ταμεία.
Περίοδος μνημονίων. Το «ρεσάλτο» στα ταμεία
Στην πρόσφατη (7-9/10/2016) ετήσια Σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, ο Διεθνής Οργανισμός δια του ανώτερου στελέχους του (Π. Τόμσεν) προέβαλε με έμφαση στην εισήγησή του, μεταξύ των άλλων, την αναγκαιότητα περαιτέρω μείωσης των συντάξεων στην Ελλάδα καθώς και περιορισμού του ποσοστού (60%) των φορολογουμένων που εντάσσονται στο αφορολόγητο όριο (ΕΕ-27, 8%). Όμως είναι φανερό, ότι το ΔΝΤ με αυτές τις προτάσεις του ξεχνά τις δεκαπέντε μειώσεις .
Η υλοποίηση των τριών Μνημονίων, προσανατολίζει την ελληνική οικονομία στην παθητική προσαρμογή της, στις επενδυτικές επιλογές του διεθνούς και ευρωπαϊκού κεφαλαίου καθώς και στην παθητική προσαρμογή της εργασίας και του συστήματος κοινωνικής προστασίας στις νέες τεχνολογικές και παραγωγικές εξελίξεις, με την επέκταση της ευέλικτης απασχόλησης και του μοντέλου του εργαζόμενου-πολυεργαλείου, με την μείωση του εισοδήματος και των κοινωνικών δαπανών καθώς και με την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας.
Στα χρόνια των βάρβαρων μνημονίων έχουμε την κατάργηση 13ης και 14ης σύνταξης, τη μείωση των κυρίων συντάξεων κατά 30-40 %, το κούρεμα στα ταμεία των ασφαλιστικών ύψους 12-16 δισ., τη μείωση εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές, την αύξηση ορίων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με την ανεργία, τη μερική απασχόληση και τη μαύρη εργασία δημιουργούν μια κατάσταση διάλυσης. Η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας συνταξιοδότησης θα αγγίξει τα 8,8 χρόνια, μεταξύ του 2010 και του 2060. Τα έσοδα από τα δημόσια ταμεία έχουν μειωθεί στο 14%, (ΙΚΑ) έως 30% (ΟΑΕΕ), αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό πάνω από 3 δισ. 1327 εκ. συντάξεις, εκ των οποίων το 46% είναι κάτω από 500 € και το 14% κυμαίνονται από 500 έως 600 €. Το 78% των συντάξεων είναι κάτω από 1000 €. Οι επικουρικές μειώθηκαν από 7,5% έως και 42,5%.
Στην κατεύθυνση αυτή επέβαλαν, μεταξύ των άλλων, την άρον-αρον σύσταση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), την οργάνωση της κύριας σύνταξης σε εθνική (υπό όρους και προϋποθέσεις) και την αναλογική σύνταξη, την σταδιακή μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, τις περικοπές των συντάξεων (κύριες, επικουρικές, μερίσματα), που κατά την περίοδο 2010- 2019 εκτιμώνται ότι θα είναι τουλάχιστον της τάξης των 50 δις ευρώ και την εφαρμογή της ρήτρας βιωσιμότητας (μηδενικού ελλείμματος) για το εφάπαξ και τις επικουρικές συντάξεις.
Λεηλατούνται λοιπόν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία και οι περιουσίες τους, ενώ στον νέο αυτό φορέα θα ισχύουν κοινοί κανόνες υπολογισμού συντάξεων, με στόχο τη συρρίκνωση όλων των παροχών προς τους ασφαλισμένους. Ταυτόχρονα πριμοδοτούνται οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Επίσης, είναι σαφές ότι μετά από τις παρεμβάσεις της τρόικας το τελικό νομοσχέδιο θα είναι πολύ χειρότερο.
Με άλλα λόγια, οι προτεραιότητες και οι στρατηγικές επιλογές των ασκούμενων πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα σύμφωνα με τα τρία Μνημόνια, χαρακτηρίζονται από την μετατόπιση του κέντρου βάρους του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό ή στο υπερ-κεφαλαιοποιητικό (εξατομικευμένες-ατομικές μερίδες).
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη ευελιξία των μορφών απασχόλησης στην χώρα μας, αποτελεί εξίσου σοβαρό πρόβλημα της αγοράς εργασίας, αντίστοιχο με αυτό του κατώτατου μισθού, των ομαδικών απολύσεων, της απελευθέρωσης του συνδικαλιστικού νόμου, κλπ.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει, ότι ο σχεδιασμός των δανειστών συνίσταται στην εξασφάλιση της μακροχρόνιας (2016-2060) βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (συνταξιοδοτικές δαπάνες να μην υπερβαίνουν μέχρι το 2060 το 15,5% του ΑΕΠ), με την παροχή μέσης σύνταξης ύψους 650-750 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η γήρανση του πληθυσμού στην χώρα μας και οι επιπτώσεις της στην ασφάλιση αντιμετωπίζονται, μόνο και αποκλειστικά, από την μείωση του επιπέδου των συντάξεων και κατ ’επέκταση από την επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η εφαρμογή του NDC (σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης), σύμφωνα με τις μελέτες των δανειστών, προβλέπει ότι ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης στην επικουρική σύνταξη θα μειωθεί στο 8% μέχρι το 2030 από το επίπεδο του 16% που ήταν το 2015, με αποτέλεσμα το μέσο επίπεδο της επικουρικής σύνταξης να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 100€ μηνιαίως. Με άλλα λόγια, το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης «ιδιωτικοποιεί» το όφελος και κοινωνικοποιεί το κόστος.
Με το νέο σύστημα επανυπολογισμού μετά το 2016 των συντάξεων και τη συρρίκνωση του ποσοστού αναπλήρωσης, πλήττονται παλιοί και νέοι συνταξιούχοι, οι οποίοι είτε άμεσα είτε από το 2018 και μετά, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μειώσεις έως και 30%. Αυξάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές ιδιαίτερα όσον αφορά στους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Καταλήστευση Ταμείων
Πολλοί εργοδότες δεν πληρώνουν εισφορές. Τα αποθεματικά ήταν εύκολη λεία, απ’ όπου οι εκάστοτε κυβερνήσεις αντλούσαν φτηνό χρήμα με πρόσχημα την οικονομική ανάπτυξη, για να επωφελούνται από αυτό μεσάζοντες, απατεώνες, επιχειρηματίες, τραπεζίτες και κράτος. Αυτοί όλοι λήστευαν τα ταμεία, με τις κυβερνήσεις να νομοθετούν για αυτό.
Το είδαμε να συμβαίνει αυτό και προπολεμικά. Το 1950 με τον αναγκαστικό Νόμο 1611 των Κυβερνήσεων Διομήδη, Σοφούλη, Πλαστήρα, Σοφοκλή, Βενιζέλου, τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων δεσμεύονται σε άτοκους λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με αυτά τα κεφάλαια με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής του Υπουργείου συντονισμού, χρηματοδοτούνταν με πολύ χαμηλά επιτόκια οι επιχειρήσεις.
Τα ταμεία αν δανείζονταν, δανείζονταν με επιτόκιο 30 %! Με αυτό τον τρόπο έκλεβαν τα αποθεματικά. Οι απώλειες των εσόδων των ταμείων για όλα αυτά υπολογίζονται σε 20- 25 τρισ. εκ. δρχ σήμερα (58 έως 75 δισ. ευρώ). Διατάξεις του Νόμου 1611/50 ίσχυαν μέχρι σήμερα. Όπως η υποχρέωση των ταμείων να καταθέτουν αμέσως τα διαθέσιμά τους. Το επιχείρημα για την ληστεία ήταν ότι με τα χρήματα αυτά γίνονταν επιχειρήσεις και δημιουργούνταν θέσεις εργασίας. Το 1982 παύουν οι άτοκες καταθέσεις και τα αποθεματικά αρχίζουν να τοκίζονται. Το επιτόκιο ορίσθηκε στο ¼ του πληθωρισμού, ενώ τότε τα επιτόκια υπερέβαιναν τον πληθωρισμό. Με πληθωρισμό 16% το επιτόκιο για αποθεματικά ήταν μόνο 4%, ενώ θα μπορούσαν να τοκίζονται στις τράπεζες με 20%. Το 1982 με το Νόμο 1266 καταργήθηκε η Νομισματική επιτροπή και ανατέθηκε στην Τράπεζα Ελλάδος να ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις του Νόμου 1611/50 και θεσμοθετείται να επενδύουν τα ασφαλιστικά ταμεία σε σταθερούς τίτλους δημοσίου.
Με το μέτρο αυτό τα αποθεματικά άρχισαν να έχουν τις πρώτες τους αποδόσεις. Η εξέλιξή σήμερα αποκαλύπτει τις αυταπάτες ότι η κοινωνική ασφάλιση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος μπορεί να λειτουργεί σε όφελος των εργαζομένων. Η κοινωνική ασφάλιση σε αυτό το στάδιο εξέλιξης του καπιταλισμού είναι πάντα υπό αίρεση –αναστολή– κατάργηση.
Η κατάστασή της αποτυπώνει το επίπεδο των ταξικών συσχετισμών. Το ΝΑΤ το 1975 εθεωρείτο ως το «πλουσιότερο» ταμείο όμως: Α) Στη μεταπολίτευση το υποχρέωσαν για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη συναλλάγματος, να δραχμοποιήσει τα αποθεματικά του που ήταν σε σκληρό νόμισμα. β) Στις αρχές του ’80 οι εφοπλιστές για να αυξήσουν τα κέρδη τους αντικατέστησαν τους Έλληνες με αλλοδαπούς εργαζόμενους, διαφορετικά απειλούσαν ότι θα κατεβάσουν την Ελληνική σημαία. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επέτρεψε την ομαδική αντικατάσταση των Ελλήνων ναυτικών με χαμηλόμισθους αλλοδαπούς. Γ) Φόρτωσαν ταυτόχρονα στο ΝΑΤ τις συντάξεις των Ελλήνων πρωταθλητών και επαναπατριζόμενων από Ανατολική Ευρώπη και σε αντιστάθμιση το κράτος άρχισε να χρηματοδοτεί το ΝΑΤ. Δ)Το ΝΑΤ έδωσε δάνειο με επιτόκιο 4 % για να χτιστεί το ΣΕΦ κλπ, την στιγμή που το ίδιο το ΝΑΤ αναγκάζονταν να δανείζεται με 20-25 % από τις Τράπεζες.
Σήμερα έχει 1 δισ. έξοδα και 100 εκ. έσοδα μηνιαία. Το συνολικό έλλειμμα του ΝΑΤ φτάνει τα 15,5 δισ.! Το 1992 η Κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσμοθέτησε τη δυνατότητα να επενδύουν τα ασφαλιστικά ταμεία το 20% των αποθεματικών τους σε επισφαλείς επενδύσεις (χρηματιστήριο, τραπεζικά προϊόντα κλπ).
Το 1999 η Κυβέρνηση Σημίτη αυξάνει το ποσοστό των αποθεματικών που μπορεί να επενδύσει σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια σε 23 %, το οποίο εκμεταλλεύονται οι θυγατρικές των Τραπεζών και παίχτηκε στο χρηματιστήριο. Οι απώλειες των ταμείων λόγω επισφαλών επενδύσεων υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν τα 3,5 δισ. ευρώ από το 1999 έως το 2002. Το 2007 η Κυβέρνηση Καραμανλή φορτώνει το ασφαλιστική ταμεία με δομημένα ομόλογα που δεν λογίζονται ως δημόσιο χρέος.
Τα ταμεία και οι επιχειρήσεις που ελέγχονταν από το δημόσιο πήραν κατευθύνσεις να πουλήσουν τα σταθερά ομόλογα δημοσίου και αγοράζουν μέσω τραπεζών και χρηματιστών τα δομημένα, που πωλούνται συνήθως στο 85 % έως 87% της ονομαστικής τους αξίας λόγω υψηλού ρίσκου.
Οι διοικήσεις των ταμείων πήραν γραμμή να τα αγοράζουν 100%. Με το κόλπο των “δομημένων” τα ταμεία έχασαν κεφάλαια και δάνεισαν με μηδενικό επιτόκιο, με κερδισμένους τους μεσάζοντες και πιθανόν όσους τους εξυπηρετούσαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα υποχείριο των ιμπεριαλιστών, με ένα λαό λεηλατημένο από την κρίση και ένα εργατικό κίνημα ηττημένο και ρεφορμιστικά προσανατολισμένο.
Οι απώλειες των ταμείων διαχρονικά είναι ακόμη μεγαλύτερες από τη «μαύρη εργασία» των ελλήνων και μεταναστών, που από τις αρχές του ’90 αυξάνεται και ειδικότερα τα μνημονιακά χρόνια παίρνει μεγάλες διαστάσεις, με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς διαλυμένους η ανύπαρκτους, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή η μαύρη εργασία κατ’ άλλους να προσεγγίζει το 20% και κατ’ άλλους να είναι πάνω από 35 %. Πλάι σε αυτά κράτος και ιδιώτες χρωστάνε μόνο στο ΙΚΑ ΤΕΑΜ 86 δις. Στον ΟΑΕΕ σε σύνολο 774.000 ασφαλισμένων το 2012, οι 380.00 ενεργοί ασφαλισμένοι αδυνατούν να πληρώσουν εισφορές και συσσωρεύονται οφειλές 5,9 δισ., από 3 δισ. που ήταν το 2011.
Ένας στους δύο ελεύθερους επαγγελματίες δεν καταβάλλει τις εισφορές στον ΟΑΕΕ. Από το κούρεμα το ομολόγων, δηλαδή το PSI, τα ταμεία έχασαν 11,92 δισ.
Με όχημα την «έκθεση Πισσαρίδη»
Το πρώτο βήμα έγινε τον Φεβρουάριο του ’20 όταν ψηφίστηκε ο νόμος Βρούτση, ο οποίος στην ουσία θωράκισε τον προηγούμενο νόμο (Κατρούγκαλου), εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του ακόμα πιο αποτελεσματικά, απέναντι και στα όποια νομικά «κωλύματα» και αμφισβητήσεις προέκυψαν από τότε που ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό ετοιμάζει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ανοίγει εκ νέου το θέμα του Ασφαλιστικού με πρόφαση την έκθεση Πισσαρίδη, της ομώνυμης επιτροπής στην οποία ο Μητσοτάκης ανέθεσε να δώσει τα «φώτα» της σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση του πακέτου των 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης που αναμένονται και στην οποία προτείνεται ως μια από τις απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις» η παρέμβαση στο Ασφαλιστικό.
Στο πλαίσιο αυτό, ως ένας από τους κεντρικούς στόχους του «Σχεδίου Ανάπτυξης» της έκθεσης παρουσιάστηκε η πλήρης «εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στον δεύτερο πυλώνα Κοινωνικής Ασφάλισης». Αν και δεν δημοσιεύτηκε το πλήρες κείμενο της έκθεσης, δε χωρά αμφιβολία πως κινείται σταθερά στην πορεία προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και βέβαια κινείται σε απόλυτη ταύτιση με το αντίστοιχο πόρισμα που συνέταξε η άλλη «επιτροπή σοφών», όταν προπαρασκευαζόταν ο προηγούμενος νόμος.
Όλες οι επιτροπές που συστήνει η κυβέρνηση και όλοι οι «σοφοί» που επιστρατεύει για να δώσουν τις πολύτιμες επιστημονικές συμβουλές τους κινούνται στην ίδια ρότα με τους δικούς της σχεδιασμούς. Απώτερος στόχος δεν είναι άλλος από το Ασφαλιστικό Σύστημα των 3 πυλώνων:
Ο πρώτος πυλώνας είναι η κύρια εθνική σύνταξη που θα έχει δημόσιο και υποχρεωτικό χαρακτήρα και άρα το κράτος εγγυάται για αυτή, ο δεύτερος είναι η λεγόμενη ανταποδοτική σύνταξη, που θα καθορίζεται από τις εισφορές των εργαζομένων που μπορεί να έχει δημόσια ή και ιδιωτικά χαρακτηριστικά, όπου -όπως και στα επαγγελματικά ταμεία- δεν υπάρχει κρατική εγγύηση και όπου ο ασφαλισμένος γνωρίζει μόνο τις εισφορές που δίνει άλλα όχι τι σύνταξη θα πάρει και ο τρίτος αφορά αμιγώς την ιδιωτική ασφάλιση.
Όπως προβλέπεται στο προηγούμενο πόρισμα, όλοι οι πρωτο-ασφαλιζόμενοι μετά την 1/1/2021, ακόμα και από κατηγορίες επαγγελμάτων που δεν διαθέτουν επικουρική ασφάλιση, θα υπάγονται υποχρεωτικά στο νέο ιδιωτικό ασφαλιστικό σύστημα (ασφαλιστικές εταιρείες) και θα καταβάλλουν το 6,5% επί των αποδοχών τους για επικουρική ασφάλιση, στο νέο κλάδο «ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης» του ΕΤΕΑΕΠ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών), που θα δημιουργηθεί στο μεταξύ. Οι επικουρικές συντάξεις των νέων ασφαλισμένων δεν θα είναι εγγυημένες, καθώς το ύψος τους θα εξαρτάται από την «απόδοση» του ρίσκου -κανονικό τζογάρισμα- που αναλαμβάνει ο κάθε ασφαλισμένος και μάλιστα με ατομική του ευθύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται λόγος για «επιλογή» ανάμεσα σε «τρία επενδυτικά πακέτα», «χαμηλού», «μεσαίου» και «υψηλού επενδυτικού κινδύνου». Στην πρόταση ως εναλλακτικοί πάροχοι διαχείρισης υποδεικνύονται οι Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕ∆ΑΚ), οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), τα Πιστωτικά Ιδρύματα και οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις».
Παρά τις σκόπιμες ασάφειες για το «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, μετά τα πρώτα δέκα χρόνια, η διακοπή ροής εισφορών στο ΕΤΕΑΕΠ από τους νέους ασφαλισμένους θα προκαλέσει ελλείμματα, τα οποία με τη σειρά τους, χωρίς αμφιβολία, θα φορτωθούν σε παλιούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 55 δισ. ευρώ. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται να καλύψει αυτό το κόστος μέσα από το «Σχέδιο Ανάκαμψης» με κεφάλαια που θα κατευθυνθούν εκεί, υλοποιώντας με δημόσιο χρήμα την ιδιωτικοποίηση του 2ου πυλώνα Ασφάλισης, με τον τελικό λογαριασμό βέβαια να φορτώνεται για ακόμη μια φορά στις πλάτες του λαού, μέσω της γενικής φορολογίας και των άλλων αντιλαϊκών επιβαρύνσεων.
Βιβλιογραφία και Παραπομπές
• ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, όργανο της Κ.Ε. του Μ-ΛΚΚΕ
• Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης 2012, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
• Διαδίκτυο: Ιστοσελίδες Ασφαλιστικών Ταμείων
• Διαδίκτυο: ΕΡΕΥΝΑ Ν. Δασκαλοπούλου – Α. Πολίτη
• Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος»
• Ρομπόλης Σ., Ασφαλιστικά Συστήματα
• Διαδίκτυο: ΑΣΚΕ, Ιστορία της ασφάλισης
• Επίσημα κείμενα ΚΚΕ
• Αντιτετραδια της Εκπαίδευσης (κείμενα Ναξάκη Α. και Σόφη Γ.)
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ, Η διαρκής κρίση και οι προοπτικές, Ρομπόλης Σ.
• Ρομπόλης Σ. / Ρωμανιάς Γ. / Μαργιός Β., Αναλογιστική Μελέτη του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα, ΙΝΕ ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, Αθήνα, 2001
• Πολιτική Οικονομία ΕΣΣΔ (1956)
e-prologos.gr