Δυο από τις αγαπημένες μου, άγνωστες για τους πολλούς, λέξεις από την εννοιοθήκη των παλιών κομμουνιστών είναι δανεικές από άλλες γλώσσες. Η μια είναι ο κομπραδόρος, δηλαδή ο μεσάζων, ο εργολάβος των ξένων αφεντικών. Η άλλη είναι ο ραντιέρης, πά’ να πει ο τοκογλύφος, αυτός που θησαυρίζει από ενοίκια, τίτλους και προσόδους. Δυο λέξεις που μπορεί να έχουν ξεχαστεί ως τέτοιες, αλλά ως πολιτικοοικονομικές έννοιες και ιδιότητες (και κυρίως ως υποομάδες της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης σε ετερόφωτα, τηλεξουσιαζόμενα από τους δυνατούς κράτη-προτεκτοράτα, σαν το δικό μας) παραμένουν δυστυχώς ολοζώντανες. Σε αυτές τις δύο ομάδες θα εστιάσω, μέρες που είναι, την προσοχή μου.
Η πρώτη λέξη είναι comprador, σημαίνει κυριολεκτικά «αγοραστής», και μας έρχεται από τα πορτογαλικά. Πριν από πέντε αιώνες, βλέπετε, οι Πορτογάλοι, με την ευλογία του Βατικανού, μοίρασαν με τους Ισπανούς στα χαρτιά τον πλανήτη, τράβηξαν με τις καραβέλες τους ανατολικά, αντί για δυτικά, και καβαντζάροντας με τον Βάσκο ντε Γκάμα το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας έφτασαν πρώτοι στις εξωτικές χώρες της Ασίας -την Ινδία, την Ινδονησία, την Κίνα. Ηταν όμως μικρό βασίλειο, χωρίς τον απαραίτητο πληθυσμό και τη στρατιωτική δύναμη για να εξολοθρεύσουν «χριστιανικά» τους ντόπιους κατοίκους και να εποικίσουν μαζικά τις κατακτημένες γαίες, όπως έκαναν οι Σπανιόλοι και οι Εγγλέζοι στις δύο Αμερικές.
Ετσι, κατέφυγαν αναγκαστικά στους… «κομπραδόρες», τους αγοραστές. Στην Κίνα, με τα αμύθητα πλούτη, οι «κομπραδόροι» ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Ετσι απέκτησε και τη σημερινή του αρνητική έννοια: σε όλα τα νεο-αποικιοκρατικά καθεστώτα, η παρασιτική αυτή «κομπραδόρικη» μεγαλοαστική τάξη, η comprador bourgeoisie, εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας με το αζημίωτο τα συμφέροντα των ξένων και φυσικά την…πάρτη της.
Τι γίνεται όμως ο κομπραδόρος, ο επιστάτης των ξένων αφεντικών, όταν αποκτήσει αρκετά χρήματα από την εκμετάλλευση των συμπατριωτών του και γίνει και ο ίδιος αφεντικό; Μα φυσικά… ραντιέρης, από το γαλλικό rentier, δηλαδή δικαιούχος ενοικίων και τόκων, τοκογλύφος, «εισοδηματίας», που λέγαν και οι παλιοί – σαν να λέμε, το όνειρο κάθε πραγματικού καπιταλιστή.
Ραντιέρηδες, για τον λαό μας, είναι οι άνθρωποι που δεν χρειάζεται να μοχθήσουν για να βγάλουν το ψωμί τους και το παντεσπάνι τους, αυτοί που ζουν από τον τοκισμό ή το κέρδος από τα ενοίκια και τις επενδύσεις του, σε βάρος φυσικά των υπολοίπων, των εργαζομένων. Απαντά ήδη από τον 18ο αιώνα στην ελληνική γραμματεία, με την έννοια του ιδιώτη τοκογλύφου, του μαυραγορίτη πλούσιου τοκιστή, που πριν από τη δημιουργία των «κανονικών» τραπεζών τριγύριζε με αστικό τουπέ και γεμάτο πουγκί στην ελληνική ύπαιθρο και δάνειζε με εξωφρενικούς όρους την αγροτιά, κλέβοντας επί της ουσίας τη γη της και μετατρέποντας ελεύθερους ανθρώπους σε κολίγους, σκλάβους του χρέους.
Γενιές και γενιές τώρα, σε μερικές περιπτώσεις ακόμη πριν από την Επανάσταση του 1821, όταν ακόμα υπηρετούσαν τον σουλτάνο στο Φανάρι, αλλά και αργότερα ως στελέχη ή σπόνσορες των τριών… εθνικών κομμάτων του νέου κράτους μας (Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό) τα συγκεκριμένα «τζάκια» συσσωρεύουν γη, χρήματα και πάσης φύσεως «πελατείες», απομυζώντας τους πολλούς.
Τμήματα από άρθρο του Γιώργου Τσιάρα στην efsyn.gr
e-prologos.gr