«Δεν υπάρχουν σκληροί άνθρωποι στον Κόκκινο Στρατό, υπάρχει ο Ροκοσόφσκυ» Ι.Β. Στάλιν

Στις 21 Δεκέμβρη του 1896, γεννιέται στην πόλη Βελίκιε Λούκι της περιφέρειας Πσκοφ στην Δυτική Ρωσία, κοντά στα σύνορα με την Λευκορωσία, η σπουδαιότερη κατά πολλούς στρατιωτική ιδιοφυΐα του 20ου αιώνα, ο αποκαλούμενος από συντρόφους και εχθρούς ως «το Λιοντάρι της Στέππας» Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ. Ο Σοβιετικός Στρατάρχης Ροκοσόφσκυ, ο μοναδικός Στρατάρχης δυο χωρών στην ιστορία, της ΕΣΣΔ και της Πολωνίας, συν όλα τ’ άλλα, έμελλε να ναι δίχως υπερβολή και ο δήμιος της χολέρας του Ναζισμού επί του πεδίου της μάχης στον Β’ ΠΠ και στον δίχως αύριο αγώνα για τον τελικό θρίαμβο της Σοβιετικής εξουσίας και των Λαών της Ευρώπης κατά του μισάνθρωπου κτήνους του Γερμανικού ιμπεριαλισμού.

 Σε ολόκληρη την στρατιωτική σταδιοδρομία του υπήρξε αντάξιος των Λαών και του Κόμματος που υπηρέτησε, ένας υποδειγματικός αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, ένας βιρτουόζος δεξιοτέχνης του πολέμου, ένα παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους Κόκκινους στρατιώτες που σε πολλές περιπτώσεις άφησε τις επικοινωνίες και τα κέντρα διοίκησης για να πολεμήσει στο πλευρό τους στα χαρακώματα. Ο κομμουνιστής Ροκοσόφσκυ, αφενός με τους καινοτόμους πολεμικούς του αυτοσχεδιασμούς ελιγμών και σφοδρών αντεπιθέσεων, αφετέρου με το ήθος και την προσωπικότητά του, καθώς και με τον πολεμικό αξιακό κώδικα που χαρακτήριζε τον ίδιο αλλά και τα Σοσιαλιστικά στρατεύματα που διοίκησε, εισήγαγε εν μέσω ανελέητων βομβαρδισμών και ανείπωτης φρίκης, τον όρο «πολιτισμός» στην έννοια «πόλεμος». Σημειώνει ενδεικτικά στην αυτοβιογραφία του «Το Καθήκον του Στρατιώτη»:

«Είμαστε στη Γερμανία. Γύρω μας είναι γυναίκες και παιδιά, πατέρες και μητέρες εκείνων των στρατιωτών, που μόλις χθες ήρθαν κατά πάνω μας με όπλα στα χέρια (…) αυτοί οι άνθρωποι έτρεξαν πανικόβλητοι όταν άκουσαν ότι πλησιάζουν τα σοβιετικά στρατεύματα. Τώρα κανείς δεν τρέχει. Όλοι είναι πεπεισμένοι για τα ψέματα της φασιστικής προπαγάνδας (…) Ο φασισμός έφερε ντροπή, δυστυχία, ηθική παρακμή στον γερμανικό λαό στα μάτια όλης της ανθρωπότητας. Αλλά ο Σοβιετικός στρατιώτης είναι ανθρώπινος και ευγενής (…) Άξιζε τα στρατεύματα να σταματήσουν την εισροή τους στο Βερολίνο, καθώς πεινασμένα Γερμανόπουλα εμφανίστηκαν στις στρατιωτικές κουζίνες. Και μετά ήρθαν οι ενήλικες. Ένιωθαν ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες θα μοιραστούν όλα όσα είχαν, θα μοιραστούν με τη γενναιοδωρία και με την ανταπόκριση ανθρώπων, που βίωσαν πολλά και έμαθαν να κατανοούν και να εκτιμούν».

 Ας πιάσουμε όμως το νήμα της ζωής του Στρατάρχη Ροκοσόφσκυ από την αρχή. Λίγους μήνες μετά την γέννησή του, ο εργάτης σιδηροδρόμων πατέρας του Ξαβιέρ Ζόζεφ Ροκοσόφσκυ από την Πολωνία, με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια που οι άνδρες της είχαν παράδοση αξιωματικών στο Πολωνικό ιππικό, μαζί με την Λευκορωσίδα δασκάλα μητέρα του, Αντονίνα Οβσιαννίκοβα, παίρνουν τον μικρό «Κόστυα» μαζί με τις αδελφές του Μαρία και Έλενα και μετακομίζουν στην Βαρσοβία για να εργαστεί ο πατέρας στα έργα του σιδηροδρόμου Βαρσοβία – Βιέννη. Μετά από εργατικό ατύχημα ο πατέρας της οικογένειας πεθαίνει, ο Ροκοσόφσκυ ορφανεύει στην ηλικία των έξι ετών. Η μητέρα του που είχε αφήσει την ειδικότητά της για να ακολουθήσει τον σύζυγό της, τώρα δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο καλτσοποιίας δίχως να μπορεί να αντεπεξέλθει βιοποριστικά στις ανάγκες της οικογένειας. Έτσι ο Ροκοσόφσκυ ξεκινά να εργάζεται από την τρυφερή ηλικία των επτά ετών σ’ ένα εργαστήρι ζαχαροπλαστικής στην Βαρσοβία.

Στην συνέχεια θα εργαστεί ως βοηθός οδοντιάτρου ενώ το 1909 αποφοιτά από το τετραετές δημοτικό της Βαρσοβίας. Το 1911, κατά την εφηβεία του, ο Ροκοσόφσκυ μένει ορφανός και από μητέρα. Ακολούθως, θα πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο πλεκτών. Εκεί θα μοιραστεί το σκληρό βίωμα της εκμετάλλευσης και θα έρθει σε ζύμωση με τους άλλους εργάτες, εκεί θα γνωρίσει τον Σοσιαλισμό και το Εργατικό Κίνημα για να το υπερασπιστεί αργότερα μέχρι το τέλος της ζωής του. Την πρωτομαγιά του 1912 εν μέσω μαζικών απεργιών, ο Ροκοσόφσκυ συμμετέχει στις διαδηλώσεις στην Βαρσοβία, ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και της έφιππης χωροφυλακής στις οποίες ο δεκαεξάχρονος Ροκοσόφσκυ πρωτοστατεί, συλλαμβάνεται στην προσπάθεια του να σώσει από τους Πολωνούς χωροφύλακες ένα κόκκινο λάβαρο, και φυλακίζεται για έξι εβδομάδες.

 Θα απελευθερωθεί μετά από προσπάθειες του θείου του Μέσισλαβ Νταβιντόφσκι μα η δουλειά στο εργοστάσιο και η επαφή με τους άλλους εργάτες θα απαγορευθούν για τον νεαρό επαναστάτη. Εργάζεται ως λιθοξόος στο εργαστήρι ενός άλλου θείου του, του Στέφαν Βισότσκι. Δυο χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα του Α’ΠΠ, ο Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ πηγαίνει εθελοντικά στο μέτωπο σαν απλός στρατιώτης του τσαρικού Στρατού. Ο μετέπειτα Στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού δεν θα αργήσει να διακριθεί για τις πολεμικές του ικανότητες. Έναν μήνα μόλις μετά την κατάταξή του θα πάρει το πρώτο του παράσημο για το θάρρος του στην μάχη και θα προαχθεί σε δεκανέας. Μέχρι το Φθινόπωρο του 1917, τρία ακόμα παράσημα θα κοσμούν το στήθος του και θα χει προαχθεί σε ανθυπολοχαγός και σε διοικητής συντάγματος ιππικού. Με το ξέσπασμα της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Ροκοσόφσκυ που σταθερά και από καιρό, ήταν απολύτως πεπεισμένος για την ανωτερότητα του Σοσιαλιστικού ιδανικού και για τον δίκαιο επαναστατικό πόλεμο του Εργατικού κινήματος, δίχως δεύτερη σκέψη, εγγράφεται στο κόμμα των Μπολσεβίκων, περνά στους Κοκκινοφρουρούς και αλλάζει στρατόπεδο για να μείνει προσηλωμένος σε αυτό εφ’ όρου ζωής.

Κατά την διάρκεια του εμφυλίου κατά των «Λευκών» ο Ροκοσόφσκυ θα αποκτήσει την φήμη του εξαίρετου διοικητή στο ιππικό του Κόκκινου Στρατού παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην νίκη της επανάστασης κατά των προδοτικών ορδών. Ο Κόκκινος Στρατός υπό την διοίκηση του Ροκοσόφσκυ θα τσακίσει το 1920 στην Σιβηρία τα στρατεύματα του υποχείριου των ιμπεριαλιστών και ανώτατου αρχηγού των χερσαίων και θαλάσσιων δυνάμεων των «Λευκών», Αλεξάντρ Κολτσάκ. Για τις υπηρεσίες του ο Ροκοσόφσκυ, στις 23 Μάη του 1920, θα λάβει το υψηλότερο παράσημο της ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή, αυτό του Τάγματος του Κόκκινου Λάβαρου. Την ίδια χρονιά θα εκπαιδευτεί στην Στρατιωτική Ακαδημία Μόσχας «Μιχαήλ Φρούνζε» όπου πήγαιναν για να γίνουν ανώτεροι αξιωματικοί όσοι από τους διοικητές είχαν αφήσει το στίγμα τους στον πόλεμο κατά των «Λευκών» και των ιμπεριαλιστών.

Πρόεδρος της Ακαδημίας ήταν ο Μιχαήλ Τουχατσέφσκι που εμπνεύστηκε πρώτος στον κόσμο τις μονάδες αλεξιπτωτιστών καταδρομέων για να τις εφαρμόσει στον Κόκκινο Στρατό. Είναι η εποχή όπου ο Ροκοσόφσκυ, επηρεασμένος και από τον Τουχατσέφσκι που διέθετε όντως ένα λαμπρό στρατηγικό μυαλό με υπερσύγχρονες για την εποχή του ιδέες, αρχίζει να βλέπει τα τανκς και τα αεροσκάφη ως τα αποφασιστικά όπλα των μηχανοποιημένων πολεμικών επιχειρήσεων του μέλλοντος και εργάζεται συστηματικά για την αποδοχή τους. Η επιμονή του Ροκοσόφσκυ για τον εκσυγχρονισμό του Κόκκινου Στρατού τον έφερε σε σύγκρουση με αρκετούς ανώτερους αξιωματικούς του ιππικού της ΕΣΣΔ, που άρχισαν να τον βλέπουν σαν απειλή. Ο Ροκοσόφσκυ συνδέθηκε φιλικά με τον Τουχατσέφσκι, ήταν μια φιλία που έμελλε να πληρώσει ακριβά μερικά χρόνια αργότερα.

Το 1921 ο Ροκοσόφσκυ υπηρετεί στην Μογγολία για να βοηθήσει τους επαναστάτες μπολσεβίκους και τον κομμουνιστή επαναστάτη Ντάμντιν Σουχμπαάταρ, να πάρουν την εξουσία στην χώρα ενάντια στον τυχοδιώκτη γερμανοθρεμμένο Βαρώνο, πρώην «Λευκό», Ρομάν φον Ούνγκερν – Στέρνμπεργκ. Ο Κόκκινος Στρατός υπό την διοίκηση του Ροκοσόφσκυ τσάκισε και τα μπουλούκια του Βαρώνου, ο Ούνγκερν συνελήφθη στην προσπάθεια του να διαφύγει, πέρασε δίκη και εκτελέστηκε στο Νοβοσιβίρσκ. Στην Μογγολία επίσης, ο Ροκοσόφσκυ γνώρισε, και το 1923 παντρέυτηκε, την σύντροφο της ζωής του Τζούλια Μπαρμίνα, ενώ το 1925 γεννήθηκε η κόρη τους Αριάδνη.

Το 1924 και το 1925 ο Ροκοσόφσκυ σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Διοικητών Ιππικού του Λένινγκραντ, εκεί θα πρωτογνωριστεί με τον Στρατάρχη Γκέοργκι Ζούκοφ. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια σχέση αλληλοσεβασμού αλλά και ανταγωνισμού. Οι Ζούκοφ και Ροκοσόφσκυ εξελίχθηκαν στην πορεία ως οι κεντρικοί αντιπρόσωποι των δυο βασικών στρατιωτικών σχολών της ΕΣΣΔ. Ο άκαμπτος «Στρατάρχης της Νίκης» Ζούκοφ απ την μια, σκληρός τόσο με τον εχθρό όσο και με τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του, ήταν ικανός να παραγκωνίσει τους πάντες και τα πάντα, βάζοντας την επίτευξη του στόχου πάνω από κάθε τίμημα. Το «Λιοντάρι της Στέππας» από την άλλη, σέβονταν απεριόριστα κάθε άντρα με στολή. Το πολυτιμότερο γι αυτόν ήταν η επίτευξη του στόχου με τις λιγότερες δυνατές απώλειες κι αν ήταν απέναντι σε κάποιον πράγματι σκληρός, αυτός ήταν ο εαυτός του.

Το 1928 ο Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ θα προσκληθεί στην Μογγολία για να υπηρετήσει ως εκπαιδευτής του Λαϊκού Στρατού της. Τα 1929 και 1930 θα πολεμήσει ως ανώτατος διοικητής στην Άπω Ανατολή όταν οι Κινέζοι εθνικιστές, εχθροί του Λαού της Κίνας, του ΚΚΚ και του Μαο Τσε Τουνγκ, επιτέθηκαν και κατέλαβαν τον έλεγχο του σιδηροδρομικού δικτύου, ο έλεγχος ανακτήθηκε υπό την διοίκηση του Στρατηγού Σεμιόν Τιμοσένκο και του Ροκοσόφσκυ. Σε αυτές τις επιχειρήσεις ο Ζούκοφ υπηρέτησε ως υφιστάμενος του Ροκοσόφσκυ όπου υπερασπίστηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο Κίνας – ΕΣΣΔ μέχρι και το 1935, όπου ο σιδηρόδρομος πουλήθηκε στην Ιαπωνία.

 Το 1936 καταφτάνουν επιβεβαιωμένες πληροφορίες από την αντικατασκοπεία της ΕΣΣΔ στο γραφείο του Στάλιν, που υποδείκνυαν ένα πρακτορίστικο και βαθύ δίκτυο με πλωκάμια μέσα στο ΚΚΣΕ, ακόμα και μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του, ένα προδοτικό δίκτυο που συνδεόταν με τις μυστικές υπηρεσίες των ιμπεριαλιστών και που είχε ως στόχο του την ανατροπή του Σοβιετικού κράτους και τη δολοφονία του Στάλιν. Δεν ήταν η μοναδική φορά στην ιστορία της ΕΣΣΔ που ο ιμπεριαλισμός κατάφερε να εισχωρήσει με πράκτορες και προδότες στην καρδιά της Σοβιετικής εξουσίας, ήταν όμως η μοναδική φορά που οι πράκτορες των ιμπεριαλιστών κατατροπώθηκαν παραδειγματικά. Οι συνωμοσία χτυπήθηκε στην ρίζα της ακόμα κι αν αυτό ήταν οδυνηρό για τα μέλη του ΚΚΣΕ, για τον Λαό της ΕΣΣΔ, ακόμα και για τον ίδιο τον Στάλιν. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει σε κάθε δύσκολη μα επιβεβλημένη απόφαση, μαζί με τα «ξερά» θα καίγονταν και κάποια από τα «χλωρά».

Ο Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ, που από το 1929 ενεργούσε ως αξιωματικός-σύνδεσμος μεταξύ του Τουχατσέφσκι, δηλαδή του Σοβιετικού Γενικού Επιτελείου, και του Πολωνικού Τμήματος της Κομιντέρν, βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα των «μεγάλων εκκαθαρίσεων» ’36 – ’38. Αρκετοί Πολωνοί με θέσεις ευθύνης, αποδεδειγμένα από έγγραφα, στοιχεία και γεγονότα, καθώς και από τις ομολογίες τους, συμμετείχαν στην συνωμοσία κατά της ΕΣΣΔ. Αρκεί να αναφέρουμε πως καταγγέλθηκε και διαλύθηκε ολόκληρο το ΚΚ Πολωνίας. Ποτέ άλλοτε δεν ξαναπάρθηκε από την Κομιντέρν παρόμοια απόφαση για ΚΚ.

Η φιλία του Ροκοσόφσκυ με τον Τουχατσέφσκι που συνελήφθη, ομολόγησε, δικάστηκε και εκτελέστηκε ως προδότης, η Πολωνική καταγωγή του Ροκοσόφσκυ, αλλά και η δυσαρέσκεια στα όρια της ζηλοφθονίας κάποιων αξιωματικών του ιππικού απέναντι στο πρόσωπό του, όπως και μια μαρτυρία από την εποχή που υπηρετούσε στην Μογγολία και που αργότερα αποδείχτηκε ψευδής, ήταν οι βασικοί λόγοι που ο Ροκοσόφσκυ θεωρήθηκε ύποπτος και συνελήφθη από την NKVD, ανακρίθηκε σκληρά, βασανίστηκε, η γυναίκα και η κόρη του στάλθηκαν σε εσωτερική εξορία και φυλακίστηκε επί τρία χρόνια στην περιβόητη «Shpalerka» – την εσωτερική φυλακή του περιφερειακού τμήματος της NKVD στο Λένινγκραντ.

Ο Ροκοσόφσκυ δέχτηκε αφόρητη πίεση μα δεν ομολόγησε προδοσία, παρέμεινε πιστός στα Κομμουνιστικά ιδανικά και στον Στάλιν. Πέρασε επί τρία χρόνια μια άγρια δοκιμασία δίχως να παραπονεθεί για κάτι, κυρίως, δίχως να μιλά ποτέ μετά την αποφυλάκισή του γι’ αυτή. Η σκέψη του όσο ήταν κρατούμενος δεν βρίσκονταν σε όσα περνούσε ο ίδιος, αλλά σε όσα συνέβαιναν στον έξω κόσμο, με την ναζιστική Γερμανία να θεριεύει απειλώντας ευθέως την Μεγάλη Πατρίδα των Εργατών. Έτσι ο Ροκοσόφσκυ, κατάφερε να διακριθεί ως Σοβιετικός Αξιωματικός ακόμα και μέσα στις φυλακές του NKVD και εν τέλει, απέδειξε και την αθωότητά του. Το 1940 θα αποφυλακιστεί με εντολή Στάλιν μετά από αίτημα του νεοδιορισθέντος Υπουργού Άμυνας Σ.Κ. Τιμοσένκο. Θα του δοθεί η διοίκηση του 5ου σώματος ιππικού και ο βαθμός του Συνταγματάρχη. Από την απελευθέρωσή του και για την υπόλοιπη ζωή του, ο Ροκοσόφσκυ θα έπεφτε για ύπνο με ένα περίστροφο κάτω από το μαξιλάρι του – μια τελευταία «δικλείδα ασφαλείας», ώστε να μην ξανασυλληφθεί ζωντανός.

Η επίθεση των Ναζί με την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941, βρίσκει τον Ροκοσόφσκυ στην καλύτερή του ηλικία και στο απόγειο των στρατηγικών του δυνατοτήτων. Στις πρώτες μέρες του πολέμου ο Κόκκινος Στρατός δεν καταφέρνει να προβάλει πουθενά αντίσταση, ή μάλλον σχεδόν πουθενά, το 9ο Μηχανοποιημένο Σώμα του Ροκοσόφσκυ παρά την έλλειψη σε άρματα, έχει πέσει στο Νοτιοδυτικό Μέτωπο και στην μάχη του Ντούμπνο από την δεύτερη μέρα του πολέμου, απωθούν, προξενούν απώλειες και εξαντλούν τους ναζί, δεν κουνάνε βήμα από τις θέσεις τους επί δύο βδομάδες, τονώνοντας το ηθικό όλου του Κόκκινου Στρατού και δίνοντάς του χρόνο για να αναδιοργανωθεί, μια ακτίνα ελπίδας διαπερνά όλη την ΕΣΣΔ και τις καρδιές του Γίγαντα Λαού της. Ο Ροκοσόφσκυ θα υποχωρήσει συντεταγμένα στις αρχές Ιουλίου, μόνο όταν πάρει την εντολή, για να υπερασπιστεί το Σμόλενσκ. Θα του δοθεί ξανά ο βαθμός του Αντιστράτηγου που κατείχε πριν την σύλληψή του το 37′.

Ο Κόκκινος Στρατός και η πόλη του Σμόλενσκ βρίσκονταν περικυκλωμένη εξ ολοκλήρου από τα Ναζιστικά στρατεύματα και χτυπιόταν ανηλεώς. Μόνο ένας διάδρομος ένωνε το Σμόλενσκ με την ελεγχόμενη από την Σοβιετική Ένωση επικράτεια. Αυτόν τον διάδρομο, οι δυνάμεις του Ροκοσόφσκυ θα πρεπε να τον κρατήσουν ανοιχτό προκειμένου να γλιτώσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες του Σμόλενσκ αλλά και Κόκκινοι Στρατιώτες, δυο μεραρχίες από Panzer απειλούσαν το πέρασμα. Οι μονάδες που διοικούσε ο Ροκοσόφσκυ, όχι μόνο κατάφεραν να διαφυλάξουν τον διάδρομο διαφυγής επιβραδύνοντας σημαντικά τα Γερμανικά στρατεύματα και σώζοντας λαό και στρατό από τον θάνατο ή την αιχμαλωσία, αλλά παραδόξως, εξαπέλυσαν και επίθεση κατά των Ναζί για να μπερδέψουν τους Γερμανούς αξιωματικούς δίνοντάς τους μια εντύπωση για τα Σοβιετικά στρατεύματα που σε καμιά περίπτωση δεν αντικατόπτριζε τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην συγκεκριμένη στιγμή.

Τον Σεπτέμβρη του ’41, με εντολή του Στάλιν, ο Ροκοσόφσκυ υπερασπίζεται την Μόσχα από την θέση του διοικητή της 16ης Στρατιάς. Ο Ροκοσόφσκυ κάνει αίτημα στον ανώτερό του Ζούκοφ για να μεταφέρει τις δυνάμεις του στην τοποθεσία που έκρινε πως θα μπορούσε να πολεμήσει τους Ναζί με ευνοϊκότερους όρους, ο Ζούκοφ του το αρνείται, ο Ροκοσόφσκυ τον παρακάμπτει για να πάρει άδεια από το Αρχηγείο του Γενικού Επιτελείου και τα καταφέρνει, ο Ζούκοφ επανέρχεται δριμύτερος και ανακαλεί την διαταγή του Επιτελείου αναγκάζοντας τον Ροκοσόφσκυ να παραμείνει στην θέση του. Ο Ζούκοφ εκτέθηκε από τον Ροκοσόφσκυ από την στιγμή που οι Ναζί απώθησαν σε πρώτη φάση τον Κόκκινο Στρατό στην τοποθεσία που ο ίδιος επέλεξε. Παρόλα αυτά, με ελιγμούς και αντεπιθέσεις, και με τίμημα έναν βαρύ τραυματισμό με δίμηνη απουσία λόγω ανάρρωσης από θραύσματα οβίδας, ο Ροκοσόφσκυ κατάφερε να δημιουργήσει μια αδιαπέραστη γραμμή άμυνας. Η 16η Στρατιά πήρε πάνω της τον κύριο όγκο των Ναζιστικών στρατευμάτων συνεισφέροντας τα μέγιστα στην υπεράσπιση της Μόσχας και στην αποτυχία της κατάληψής της από τις χιτλερικές ορδές. Τον Ιούλιο του 1942 ο Ροκοσόφσκυ θα αναλάβει για δύο μήνες την διοίκηση στο Μέτωπο του Μπριανσκ.

Με την Μόσχα απόρθητη, οι Ναζί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς στον Νότο έχοντας την πρόθεση να υφαρπάξουν τα Σοβιετικά κοιτάσματα πετρελαίου στον Καύκασο. Μια λυσσαλέα επίθεση εξαπολύθηκε που η κορύφωσή της θα ήταν η μάχη των μαχών, σώμα με σώμα, στενό το στενό και σπίτι το σπίτι στο ηρωικό και τιμημένο Στάλινγκραντ το 1942. Εκεί ο Ροκοσόφσκυ ανέλαβε την διοίκηση του Μετώπου του Ντον. Αν και αρχικά οι Ναζί κατακεραύνωσαν και στρίμωξαν τον Κόκκινο Στρατό, το «Λιοντάρι της Στέππας» επινόησε μια λαμπρή στρατηγική σφοδρής αντεπίθεσης που βρήκε σύμφωνο όλο το Γενικό Επιτελείο και ο Ζούκοφ – το «Σχέδιο Ουρανός» – μια αντεπίθεση που είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωση των Ναζί και την αιχμαλωσία όλης της 6ης Στρατιάς του Χίτλερ. 250.000 Γερμανοί και σύμμαχοί τους είχαν παγιδευτεί στον θύλακα του Στάλινγκραντ από τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Όταν οι Σοβιετικοί ζήτησαν από τον ανώτατο των αξιωματούχων του Χίτλερ, μοναδικό Στρατάρχη των Ναζί, Φρίντριχ Πάουλους, να παραδοθεί, εκείνος αποκρίθηκε: «Φέρτε μου τον Ροκοσόφσκυ, μόνο σε αυτόν θα παραδοθώ». Στις 31 Γενάρη του 1943, ο διοικητής του Μετώπου του Ντον Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ συλλαμβάνει αυτοπροσώπως τον Στρατάρχη Πάουλους.

Μετά τον θρίαμβο του Κόκκινου Στρατού στις όχθες του Βόλγα, τον Φλεβάρη του 1943, ο Ροκοσόφσκυ γράφει στο ημερολόγιό του: «Διορίζομαι διοικητής του Κεντρικού Μετώπου. Σημαίνει ότι ο Στάλιν μου εμπιστεύτηκε να παίξω τον βασικό ρόλο στην καλοκαιρινή εκστρατεία του Κουρσκ». Έτσι ακριβώς έγινε, ο Ροκοσόφσκι ήταν υπεύθυνος για την ανάσχεση της επίθεσης των Ναζί στα περίχωρα του Κουρσκ το 1943, στην μεγαλύτερη μάχη τεθωρακισμένων στην ιστορία. Ήταν το σημείο καμπής ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια τελευταία ευκαιρία των Ναζί για να αντιστρέψουν την εις βάρος τους κατάσταση. Οι Γερμανοί καθυστέρησαν την επίθεσή τους για να φέρουν περισσότερες ενισχύσεις με άρματα μάχης Tiger I και Panther, καθώς και για τα τελευταία μοντέλα γερμανικών όπλων εφόδου. Ο Ροκοσόφσκυ χρησιμοποίησε τον χρόνο που του έδωσαν οι Ναζί, για να οργανώσει και να παρατάξει τρεις εκτεταμένες γραμμές άμυνας, οι οποίες αποδείχθηκαν καθοριστικές και που με σφοδρές αντεπιθέσεις εξανάγκασαν εν τέλει τους Ναζί σε συντριβή και σε υποχώρηση για το υπόλοιπο του πολέμου.

Ο Ιωσήφ Στάλιν και η «Στάβκα» αποφασίζουν να αναπτυχθεί στις αρχές του Ιούνη του ’44 η Στρατιωτική Επιχείρηση Μπαγκρατιόν, που πήρε το όνομα της από τον Πιοτρ Μπαγκρατιόν, τον Γεωργιανό Στρατηγό που είχε διακριθεί στους Ναπολεόντειους πολέμους. Στόχος της επιχείρησης δεν ήταν άλλος από την συντριβή του κεντρικού Μετώπου των Ναζί και η απελευθέρωση της Λευκορωσίας και των Βαλτικών χωρών, το σχέδιο θα αναπτύσσονταν από τους Ζούκοφ, Ροκοσόφσκυ και Βασιλιέφσκι. Ο Στρατηγός Ροκοσόφσκυ κατά την διάρκεια του σχεδιασμού προτείνει ένα ρηξικέλευθο και φιλόδοξο για τα τότε δεδομένα σχέδιο, να χτυπηθούν οι Ναζί από δυο εξίσου δυνατά και ευέλικτα Μέτωπα αντί από ένα, συμπαγές και ισχυρό. «Καταφέρνει» να έρθει σε αντιπαράθεση για ακόμα μια φορά με ανώτερό του, μόνο που αυτή την φορά αυτός δεν ήταν ο Ζούκοφ, αλλά ο Στάλιν, ο ηγέτης του ΚΚΣΕ και του Σοβιετικού Λαού.

Τρεις φορές κατά την διάρκεια των σχεδιασμών, ο όλο και πιο προβληματισμένος Στάλιν, έστειλε τον Ροκοσόφσκυ στο διπλανό δωμάτιο για «να σκεφτεί καλά», με τους Μολότωφ και Μαλένκωφ να προσπαθούν να τον μεταπείσουν και να του υπενθυμίσουν με ποιον επιμένει να διαφωνεί, τρεις φορές ο Ροκοσόφσκυ επέστρεψε με την ίδια απάντηση: «Δύο ισχυρές κρούσεις είναι καλύτερες από μία ισχυρή, σύντροφε Στάλιν». Μετά την τρίτη, ο Στάλιν πλησίασε τον Ροκοσόφσκυ και τον χτύπησε στον ώμο λέγοντάς του: «Η αυτοπεποίθησή σου επιβεβαιώνει την ορθή σου κρίση σύντροφε Ροκοσόφσκυ». Η ιστορία φέρθηκε γενναιόδωρα στον Ροκοσόφσκυ και στον Ηρωικό Κόκκινο Στρατό. Του δόθηκε η διοίκηση του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου για να κινηθεί προς την Αν. Πρωσία και Βόρεια Πολωνία. Η επιχείρηση Μπαγκρατιόν στέφθηκε με τις δάφνες του αντιφασιστικού θριάμβου και της απελευθέρωσης των Λαών της Ευρώπης. Ο Ροκοσόφσκυ ένωσε βαθιά θλίψη από τις ανοιχτές πληγές του ολοκαυτώματος που αντίκρισε μπαίνοντας στην πατρίδα του στην Βαρσοβία, η πόλη ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο δεν μπορούσε καν να βρει τους δρόμους και τα σημεία-ορόσημα της παιδικής του ηλικίας. Μετά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας και της Πολωνίας, θα προαχθεί σε Στρατάρχης της ΕΣΣΔ.

Στις 3 Μάη του 1945 οι δυνάμεις του Ροκοσόφσκυ θα ενωθούν με αυτές του Βρετανού Στρατηγού Μπ. Μοντγκόμερι στο Βίσμαρ της Γερμανίας, και μια βδομάδα αργότερα οι Ναζί θα έχουν παραδοθεί και συνθηκολογήσει άνευ όρων υπό το αυστηρό βλέμμα του Ζούκοφ. Στις 24 Ιουνίου του 1945 θα πραγματοποιηθεί η ιστορική «Παρέλαση της Νίκης» στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Ο έφιππος διοικητής της παρέλασης είναι ο Στρατάρχης και δυο φορές Ήρωας της ΕΣΣΔ Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ που γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Πήρα τη διοίκηση της Παρέλασης της Νίκης ως το υψηλότερο βραβείο για όλη τη μακρόχρονη υπηρεσία μου στις Ένοπλες Δυνάμεις».

Μετά το τέλος του Β’ ΠΠ πολέμου ο Στάλιν ανάθεσε στον Ροκοσόφσκυ να αναδιοργανώσει τον Πολωνικό Στρατό και να εξασφαλίσει τη Σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της χώρας. Στις 7 Νοεμβρίου του 1949 ο Ροκοσόφσκυ θα προαχθεί από πολωνική κυβέρνηση στο μεγαλύτερο αξίωμα, αυτό του Στρατάρχη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Εν συνεχεία θα αναλάβει το υπουργείο Άμυνας και στις 13 Νοεμβρίου του ’49 ανακοινώνεται πως είχε επιλεγεί από τους Πολωνούς συντρόφους του στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας. Το 1953 πεθαίνει ο Στάλιν, η συνωμοσία των ρεβιζιονιστών με την αμέριστη συμπαράσταση του Ζούκοφ κάνει πραξικόπημα, απομακρύνει τον Μολότωφ και εκτελεί το δεξί χέρι του Στάλιν, Λαβρέντι Μπέρια. Ξεκινά η περίοδος αποεπανάστασης στην ΕΣΣΔ που η ρεβιζινιστική και εκφυλισμένη ελίτ του κόμματος, ονόμασε «αποσταλινοποίηση». Ο Ροκοσόφσκυ, που ποτέ δεν θα συμμετείχε σε μια βρόμικη ιστορία λάσπης και ψεύδους κατά του Στάλιν και κατά των μεγάλων κατακτήσεων της Πατρίδας των εργατών, βρέθηκε σε δυσμένεια από το ΚΚΣΕ και υποβαθμίστηκε συστηματικά.

 Το 1956 ένα αντεπαναστατικό – «μεταρρυθμιστικό» κίνημα αναθεωρητισμού με επικεφαλής του τον Βλαντισλάβ Γκομούλκα, για το οποίο ο Ροκοσόφσκυ πρότεινε την άμεση καταστολή του, θα πάρει την εξουσία στην Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας με τις Χρουτσοφικές ευλογίες. Οι επαναστάτες κομμουνιστές της Πολωνίας παρακάμπτονται, ο Ροκοσόφσκυ αναγκάζεται σε παραίτηση και επιστρέφει στην ΕΣΣΔ, τότε ξεκινούν και τα προβλήματα υγείας με την καρδιά του. Από τον Νοέμβρη του 1956 έως και τον Ιούνιο του 1957 είναι αναπληρωτής κομισάριος Άμυνας της ΕΣΣΔ. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους διορίζεται αρχιεπιθεωρητής του υπουργείου Άμυνας και Διοικητής στην στρατιωτική περιφέρεια του Υπερκαυκάσου.

Το 1962 ο θρασύς πολιτικός νάνος, ρεβιζιονιστής Χρουτσόφ, ζητά ευθέως από τον Ροκοσόφσκυ να γράψει ένα «παχύ και σκοτεινό» άρθρο κατά του Στάλιν. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Αρχιστράτηγου της Σοβιετικής αεροπορίας Αλεξάντρ Γκολοβάνοφ ο Ροκοσόφσκυ του απαντά: «Νικίτα Σεργκέεβιτς, ο σύντροφος Στάλιν είναι άγιος για μένα!». Ο Στρατάρχης Ροκοσόφσκυ θα απομακρυνθεί από την θέση του την επόμενη κιόλας μέρα από τα αποβράσματα της αντεπανάστασης και του αναθεωρητισμού που εφάρμοσαν την ειρήνευση με τους ιμπεριαλιστές και άνοιξαν τον δρόμο για την πτώση του Εργατικού Κράτους.

Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση της υγείας του Ροκοσόφσκυ επιδεινώνεται. Το 1966 ο Στρατάρχης των δυο Σοσιαλιστικών χωρών θα ‘ναι ένας από αυτούς που θα σηκώσουν στους ώμους τους το φέρετρο με τα λείψανα του «Άγνωστου Στρατιώτη» για να τα μεταφέρει με τιμές στους κήπους Αλεξανδρόφσκ αποδίδοντας για τελευταία φορά τα σέβη του προς τους αγαπημένους του στρατιώτες και συντρόφους, τους Ήρωες μαχητές του Κόκκινου Στρατού, που έπεσαν για την υπεράσπιση της Μόσχας. Την επόμενη χρόνια ο Ροκοσόφσκυ θα διαγνωστεί με καρκίνο. Στις 2 Αυγούστου του 1968 κυκλοφορεί την αυτοβιογραφία του «Το καθήκον του Στρατιώτη» και την επόμενη μέρα, στις 3 Αυγούστου, πεθαίνει για να θαφτεί με τιμές στην νεκρόπολη της Κόκκινης Πλατείας.

Από τη σελίδα στο fb: Από τη σπίθα στη φλόγα

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το