Το μοιρολόι, παλμός της Ηπείρου
Ταξιδιωτικό χρονογράφημα, μουσικολογική μελέτη, ιστορικό δοκίμιο, φιλοσοφικός στοχασμός. Το βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» (Εκδ. Δώμα. Νοέμβρης 2018, μετάφραση: Αριστείδης Μαλλιαρός) εμπίπτει και στις τέσσερις αυτές κατηγορίες, υπερβαίνοντάς τες ωστόσο για να αποδώσει κάτι πιο αινιγματικό και γοητευτικό: τι ωθεί έναν άνθρωπο να θεωρήσει πατρίδα του έναν τόπο με τον οποίο δεν τον συνδέει τίποτε άλλο πέραν μιας παθιασμένης αγάπης για τη μουσική του.
Ο βραβευμένος με Grammy αμερικανός μουσικός παραγωγός και μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου ενδιαφέρθηκε για την Ηπειρο χάρη στα έντονα συναισθήματα που του προκάλεσε ο ήχος του βιολιού του Αλέξη Ζούμπα (1886-1946 από το Γραμμένο Ιωαννίνων), με τον οποίο ήρθε πρώτη φορά σε επαφή χάρη στους μυστηριώδεις δίσκους 78 στροφών που ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο της Κωνσταντινούπολης.
Το βάθος των συναισθημάτων στο παίξιμο του τσιγγάνικης καταγωγής οργανοπαίκτη αλλά και η αρχέγονη ατμόσφαιρα του μοιρολογιού προκάλεσαν κάτι σαν επιφοίτηση στον Κινγκ, ο οποίος άρχισε να επισκέπτεται τα Ζαγοροχώρια δημιουργώντας μια σχεδόν ερωτική σχέση με τα τοπικά πανηγύρια, ειδικά αυτό της Βίτσας.
«Όταν είμαι στο Ζαγόρι, νιώθω 30 χρόνια νεότερος, σαν να κυλάει το αίμα στις φλέβες μου πιο γρήγορα και σαν ο αέρας να ανανεώνει κάθε κύτταρό μου. Το μυαλό μου μοιάζει να τα επεξεργάζεται όλα σε βαθύτερο επίπεδο. Γίνομαι μια πιο συμπαγής εκδοχή του εαυτού μου, ψυχολογικά, νοητικά και σωματικά. Εάν έπρεπε να εξηγήσω το γιατί, θα το απέδιδα στις συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσα στη Δυτική Βιρτζίνια, σε μια αγροτική περιοχή των ΗΠΑ.
Η οικογένειά μου έζησε όπως ζούσαν οι Σαρακατσάνοι. Νομίζω πως ανακάλυψα σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι της Ελλάδας την πατρίδα που έχασα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και των πάσης φύσεως εκμοντερνισμών» δηλώνει, σε μια συζήτηση που έγινε με αφορμή την ελληνική έκδοση του πονήματός του.
«Εδώ και 22-23 χρόνια κάνω μεγάλη προσπάθεια για την επιβίωση της παλιάς μουσικής συλλέγοντας δίσκους αλλά και συνεργαζόμενος με μουσεία και αρχεία. Εδώ στις ΗΠΑ η μουσική κουλτούρα έχει αλλάξει δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ στην Ήπειρο η παράδοση ταξιδεύει σχεδόν ατόφια μέσα στον χρόνο, κυρίως, κατά τη γνώμη μου, λόγω της αίσθησης που έχουν οι άνθρωποι ότι τη δημιούργησαν οι ίδιοι και ευθύνονται για την τύχη της. Έτσι αποφάσισα να μετακομίσω εκεί, όλα εδώ αισθάνομαι πως είναι νεκρά και ρημαγμένα, στην Ήπειρο -και ενδεχομένως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά εγώ αυτό έχω γνωρίσει- υπάρχει ακόμη παλμός».
Στο βιβλίο του, οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες του από τις επισκέψεις του στα Ζαγοροχώρια -τα μεθύσια με το τσίπουρο, η μαγεία των κυκλωτικών χορών και οι φιλίες που γεννήθηκαν από κοινά πάθη- εναλλάσσονται με την ενδιαφέρουσα ιστορία της περιοχής και με τα βιογραφικά στοιχεία δύο εμβληματικών μουσικών: του προαναφερθέντος Ζούμπα και του κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη (1885-1973 από τη Βήσσανη Πωγωνίου).
Ο πρώτος μετοίκησε στις ΗΠΑ, έκανε ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη και πέθανε στην ξενιτιά (πέθανε στο Ντιτρόιτ άπορος και μόνος και στο μνήμα του υπήρχε μονάχα μια επιγραφή με τον αριθμό #396), ενώ ο δεύτερος πέρασε όλη του τη ζωή κοντά στη γενέτειρά του. Οι ερμηνείες του Ζούμπα σφραγίστηκαν από τον νόστο, ενώ του Χαρισιάδη από την ελαφράδα ενός βίου που ξετυλίγεται με φόντο γνώριμα τοπία.
«Την πρώτη φορά, που έβαλα ν’ ακούσω το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του Αλέξη Ζούμπα, άνοιξε μέσα μου μια σκοτεινή άβυσσος. Όταν η βελόνα βυθίστηκε στο αυλάκι του δίσκου, ένιωσα ν’ αποδομούμαι: άρχιζε η εξερεύνηση ενός εσωτερικού, ιδιωτικού χώρου. Ένιωθα σαν να παρακολουθούσα μια βασανιστική σταύρωση, αλλά δεν ήμουν βέβαιος ποιος σταυρωνόταν. Εγώ; Η ανθρωπότητα ολόκληρη; Ο Ζούμπας; Οι θλιμμένες παραλλαγές αυτών των πέντε νοτών άγγιξαν μέσα μου έναν τόπο που δεν ήξερα πως υπήρχε. Ξύπνησαν μέσα μου νοσταλγία, θύμηση, καημό. Ήταν μια μεταρσιωμένη μελαγχολία, που δεν την είχα νιώσει ποτέ πριν. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το μοιρολόι του Ζούμπα ήταν ο ήχος ενός αστεροειδή λίγο πριν συντριβεί πάνω στη γη, βάζοντας τέλος σε κάθε ζωή, σε κάθε ελπίδα. Αυτός ήταν ο αντίλαλος του παράλογου και του βάναυσου». (σελ. 224)
Μοιρολόι και μπλουζ
Υπάρχει σε κάποιο κεφάλαιο ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Ο Κινγκ ρωτάει την 89χρονη Έλλη Καββάκου, ανιψιά του Χαρισιάδη, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει κάποιο μοιρολόι. «Κλαίω γιατί είναι μοιρολόι» του απαντάει εκείνη με απόλυτη φυσικότητα. Αναρωτιέμαι αν έχει και ο ίδιος παβλοφικές αντιδράσεις σε κάποια τραγούδια. «Φυσικά και έχω την αίσθηση πως αυτό που την κάνει να κλαίει είναι το ίδιο που κάνει εμένα να κλαίω ακούγοντας ένα παλιό αμερικανικό μπλουζ ή μια γκόσπελ ηχογράφηση ή κάποιο φολκ τραγούδι από τα Απαλάχια όρη. Δεν μπορώ να ανιχνεύσω την ακριβή αιτία, μόνο να παρατηρήσω το αποτέλεσμα» απαντάει.
Ο Κρίστοφερ Κινγκ είναι προφανώς ένας άνθρωπος παθιασμένος με την αυθεντικότητα. Ανησύχησε καθόλου γράφοντας το βιβλίο πως η δημοσιότητα που ενδεχομένως να λάμβανε η ηπειρώτικη μουσική, και ειδικά τα πανηγύρια, εξαιτίας του θα μπορούσε να οδηγήσει στη «νόθευσή» της;
«Το φοβόμουν και ακόμη δεν έχω καθησυχάσει απολύτως. Η Ήπειρος όμως δεν είναι ένας προορισμός εύκολα προσβάσιμος. Αφήστε που πιστεύω πως ακόμα κι αν λίγοι τολμηροί αποφασίσουν να την επισκεφθούν θα σεβαστούν το τοπίο και την κουλτούρα του. Έχω επίσης τυφλή εμπιστοσύνη στους Ηπειρώτες.
Δεν θα άφηναν ποτέ τον τόπο τους να γίνει κάτι σαν Ντίσνεϊλαντ. Ελπίζω πως η απόφαση ενός τρελού Αμερικανού να μετακομίσει στον τόπο τους επειδή λάτρεψε τα τραγούδια τους θα τους εμπνεύσει κιόλας να αναλογιστούν πόσο ξεχωριστή είναι η μουσική τους και πως θα πρέπει να την υπερασπιστούν πάση θυσία» εξηγεί.
Κάποια αποσπάσματα του βιβλίου φανερώνουν επίσης την πλήρη άγνοια του Κινγκ σχετικά με την ποπ κουλτούρα. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια δεν είχε καν ακουστά το όνομα Λέοναρντ Κοέν. «Κοιτάξτε, πρέπει να καταλάβετε ότι δεν ακούω μουσική χαλαρά, ακούω μουσική στο δωμάτιό μου, τους δίσκους 78 στροφών που έχω, δεν ακούω ραδιόφωνο, δεν παρακολουθώ τηλεόραση, πηγαίνω σπανίως στο σινεμά και αποφεύγω τις περισσότερες φορές τις συναυλίες.
Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα, είμαι πιο κοινωνικός, όμως στις ΗΠΑ γίνομαι κάτι σαν ερημίτης. Δεν ήταν δύσκολο για μένα να μην έχω ακουστά τον Λέοναρντ Κοέν» λέει. Η σύγχρονη μουσική παραγωγή δεν τον αφορά καθόλου; «Νομίζω πως η μεγάλη διαφορά της σύγχρονης μουσικής με την παραδοσιακή μουσική έγκειται στο τι εκφράζει κάθε είδος.
Οι μουσικοί της παράδοσης εξέφραζαν ανέκαθεν τη συλλογική συνείδηση, τις εμπειρίες μιας κοινότητας, είχαν μια οικουμενικότητα στα έργα τους. Οι μουσικοί του σήμερα αναδεικνύουν το εγώ τους, οι δημιουργίες τους αποθεώνουν την ατομικότητα, είναι απολύτως υποκειμενικές. Δεν με αγγίζει αυτό».
Κορωνίδα της συλλογής
Ένας τόσο οργανωμένος συλλέκτης ποιο κομμάτι της συλλογής του θεωρεί κορωνίδα της; «Νομίζω το πιο πολύτιμο απόκτημά μου είναι ο δίσκος δύο αφροαμερικανίδων γυναικών, της Γκίσι Γουάιλι και της Ελβι Τόμας, που λέγεται “Last Kind Words Blues”. Αυτή η ηχογράφηση περικλείει πραγματικά ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό στον κόσμο της μουσικής».
Από τα ηπειρώτικα έχει κάποιο αγαπημένο; «Ειλικρινά, δεν μπορώ να επιλέξω. Είναι κάποιες φορές που αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να ακούσω έναν “Σκάρο” από τον Κίτσο Χαρισιάδη ή το “Μοιρολόι” του Ζούμπα, άλλοτε θέλω να καθίσω στο δωμάτιό μου και να βάλω έναν σκοπό από το Πωγώνι ή ένα “Φυσούνι” να παίζει».
Προς το τέλος της κουβέντας μας του εκμυστηρεύομαι τη δική μου σύνδεση με την ηπειρώτικη μουσική και ότι ο βλάχος πατέρας μου πέθανε από καρδιακή ανακοπή που υπέστη την ώρα που τραβούσε πρώτος τον χορό έχοντας κάνει παραγγελιά το τραγούδι «Ο Σεβντάς». «Λυπάμαι πολύ», μου απαντάει, «αλλά αυτή η ιστορία είναι και μία από τις πιο όμορφες που έχω ακούσει ποτέ. Έχω σκεφτεί κι εγώ ότι θα ήταν ευτυχισμένος ένας θάνατος που θα μου συνέβαινε ενώ χορεύω τον “Σαμαντάκα”».
e-prologos.gr