Από τόπον άλλον ένας άνθρωπος ήρθε σ’ ένα χωριό. Το χωριό σα βυθισμένο σε λαγκάδι. Γύρω, του χωριού οι πλαγιές, τοίχοι φυλακής χλωροπράσινης.
Και είπεν ο άνθρωπος προς τους χωριάτες:
– Τι ωραίος και τι μεγάλος που δείχνεται ο κόσμος γύρω σας!
Και του αποκρίθηκαν οι χωριάτες:
– Αλήθεια! Όλο πρασινάδες μας περιζώνουν. Τα βουνά μας έχουμε, τα βουνά μας. Έχουμε και τα λιοστάσια μας. Ζούμε απ’ αυτά. Πέρα εκεί στο ριζοβούνι δυο τρεις φορές το χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα τα πανηγύρια και γλεντοκοπούμε. Τα στρώνουμε στον ήσκιο της κουκουναριάς. Πλέκουμε στεφάνια από μυρτιές και τα φορούμε. Το μεγάλο πράσινο ζουνάρι του λαγκαδιού μας σφιχτοδένει χειμώνα καλοκαίρι. Σα σε σκάφτουμε και σα δεν οργώνουμε, το χαιρόμαστε από ρα παράθυρά μας.
Και τους είπε τότε ο άνθρωπος:
– Κάτι άλλο ήθελα να σας πω. Τον κόσμο γύρω σας, τον ωραίο και τον μεγάλο, δεν είναι μπορετό άνθρωποί μου, να τονέ χαρήτε από τα παραθύρια σας. Τραβάτε, σκαρφαλώστε στο βουνό, τραβάτε παραπέρα από τα πανηγύρια σας, κάτου στη ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι ως την κορφή του φτάστε. Κι αφού φτάστ’ εκεί, τότε ρίχτε μια ματιά πλατειά, μακριά, τριγύρω σας, προς τα βαθιά και προς τα πλατιά, προς τους ορίζοντες, που δεν τους βλέπετε και δεν τους έχετε από τα παραθύρια σας. Ουρανούς, ωκεανούς, όλα τα χρώματα κι όλο το φως, την πλάση ακέριαν, ακομμάτιαστη ολόγυρά σας. Θα ιδήτε τότε κάτου, κάτου, κάτου, παράμερα, βαθιά ένα μικρό σημάδι ασπροδερό που μια λιγνή λουρίδα θα το φασκιώνη βαθυπράσινη. Και θα είναι το χωριό σας, με τα λαγκάδια του. Όμως τότε, όταν θα το ματιάσετε από μακριά μακριά, σαν κάτι λιγοστό και σαν κάτι ξένο, και σαν κάτι μακρυσμένο, τότε που θα το δήτε ολάκερο, συμμαζεμένο, σαν κάτι ζωντανό, οργανικό ή σαν μια καλοδουλεμένη ζωγραφιά με την κορνίζα της· εικόνα, που μικρούλα κι αν είναι, δε χάνει τίποτε από τη χάρη της· τότε, άνθρωποί μου, τότε που θα ξανοίξετε τη μικράδα του και την ταπεινοσύνη του χωριού σας μπρος στον ολόκοσμο, τότε μαζί θα νοιώσετε μέσα σας πιο βαθιά την αγάπη του χωριού σας. Γιατί θα δείτε πως δε μπορεί να υπάρξει χωρισμένη η πατρίδα σας· πως είναι σφιχτοδεμένη με τ’ άλλα τετράδια γύρω στο δαχτυλίδι του κόσμου· πως είναι κάτι δυσκολοξεχώριστο από τα όλα. Από την αγάπη του χωριού που δεν ξέρει και δε βλέπει ορίζοντες, που δεν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, είναι ασύγκριτα σπουδαιότερη και καρπερώτερη η αγάπη που την πατρίδα δεν την αποχωρίζει από το παν. Είναι η αγάπη που αγαπά όχι από τα χαμηλά τα παραθύρια, είναι η αγάπη από τα κορφοβούνια.
Τα λόγια του ανθρώπου πήρανε δρόμο στο χωριό. Κι από στόμα σε στόμα, καθώς ήτανε και δυσκολονόητα για τους καημένους τους χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε άλλα νοήματα. Κι από στόμα σε στόμα φτάσανε στ’ αυτιά του αφέντη που είχε το χωριό τσιφλίκι του και τους χωριάτες υποταχτικούς του.
Και είπε με το νου του ο αφέντης:
– Τώρα θα τους γητέψει αυτός ο πλάνος τους ανθρώπους μου. Θα τους ανάψη τον καημό για τους μακρινούς δρόμους και τον πόθο για τα ψηλά ανεβάσματα. Θα τους πάρη από τη δουλειά τους, θα τους βγάλη από τα μεροκάματα, θα τους κάμη ακαμάτηδες και ψωροπερήφανους. Αδιάφορους θα τους κάμη προς τα σπίτια τους και προς τη δούλεψή μου. Θα μου σηκώσουνε κεφάλι. Από δουλευτάδες θα μου γίνουν καταφρονητάδες. Θα μου λιγοστέψουν τα χέρια και θα μου κιντυνέψουν τ’ αγαθά μου.
Και βροντοφώνησε προς τους υποταχτικούς του:
– Διώχτε και γκρεμίστε τον από δω πέρα τον κακόν αυτόν άνθρωπο, τον πλάνο, τον αερολόγο, τον ατσίγγανο και τον ακάθαρτο. Θα μολέψη το χωριό μας. Δεν έχει αυτός πατρίδα, και ήρθε να μας δασκαλέψη την καταφρόνηση προς ό,τι ο Θεός μας έδωκε αγιώτερο και τιμιώτερο: Προς την Π α τ ρ ί δ α!
Κι έβαλε τους δούλους και τον πετροβολήσανε τον άνθρωπο!..
Δημοσιεύτηκε στο ΝΟΥΜΑ, 25-06-1920
e-prologos.gr