γράφει ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Η ομορφιά ως αλήθεια, η ασκήμια ως ψέμα
Η Τέχνη δεν ασχολείται με το ωραίον· το αγνοεί, όπως η Αλήθεια, όπως η Ζωή, στην υψηλότερη έννοιά της. Όταν ακούω ν’ απαγγέλλονται με μια πομπώδη μυστικοπάθεια οι λέξεις: ωραίο, όνειρο, ψυχή, Θεός, ιδέα, δεν ξέρω τι να υποθέσω από τα δύο: ότι ακούω ανθρώπους ψευδομένους ή ανθρώπους ανοήτους.
Ο κόσμος καλός; Έτσι νόμιζα. Η μάννα μου μ’ έλεγε πως τουλάχιστο ο Θεός είναι καλός. Να μια ιδέα και μια παρηγοριά, που την πίστεψα για πολλά χρόνια με πείσμα, για να φτάσω στο συμπέρασμα, ύστερ’ από τόσα, […] πως ο Θεός είναι τόσο κακός όσο κι ο άνθρωπος, τουλάχιστο αδιάφορος, που είναι η χειρότερη κακία. Μα τότε είναι πιο λογικό να μην υπάρχει.
Η ματαιότητα της Τέχνης. Ο Σταντάλ, που σημείωνε κάθε μέρα με προσοχή τα περιστατικά της ζωής του […]. Πού είναι ο τάφος του Νταβίντσι, του Γκρέκο, του Ρέμπραντ; Γράφω με πλήρη συνείδηση της ματαιότητας. Ποιος; Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες διέδωσαν το ψέμα ότι είναι ευτυχείς, ότι είναι λεύτεροι, ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, ότι είναι περήφανοι για τη φτώχεια τους. Σε βεβαιώνω πως κανείς απ’ αυτούς που μας μακαρίζουν, δε θα ’δινε την παρούσα ευτυχία του για τη δόξα του μέλλοντος. Μέλλον δεν υπάρχει, αφού δεν είναι παντοτεινό.
Δεν ξέρω ακόμα αν η ιστορία που θα γράψω θα ’ναι ιστορία δική μου ή αλλωνών. Αλλ’ οι άνθρωποι ή τα πράγματα, που τα γνώρισα, παύουν να είναι «αυτό», είναι δικά μου, είναι «εγώ». Αν δεν τη γράψω την ιστορία τους ούτε αυτοί θα υπάρχουν ούτε η ιστορία τους -όπως ούτε κι εγώ!
Αλήθεια. Τι είναι αλήθεια; Όταν ρωτήσανε το Χριστό απάντησε: συ είπας! Αλλά εγώ δεν είπα τίποτα. Το τίποτα λοιπόν είναι η αλήθεια; Αυτό που γράφω είναι μια ιστορία. Αλλά τι ιστορία; Ούτε πολέμων ούτε βασιλέων. Δεν μπορεί λοιπόν να ’ναι η αλήθεια που θα ζητήσεις εδώ ιστορική. Είναι μια άλλη αλήθεια ούτε κατώτερη ούτε ανώτερη από την ιστορική: η καλλιτεχνική. Για μένα, που δε ζητώ την ιστορική αλήθεια, η αλήθεια μου είναι ανώτερή της, γιατί αυτή κυριαρχεί. Μόνο απ’ αυτή την άποψη υπάρχει ανώτερο ή κατώτερο, που δε σημαίνει βαθμό, μα ενδιαφέρο. Εάν το έργο επιτύχει ως έργο Τέχνης είναι αληθινό, αν αποτύχει (δηλ. αν είναι όχι ωραίο, αλλά άσκημο) τότε είναι ψεύτικο. Επομένως εδώ θα ζητήσεις την ομορφιά ως αλήθεια, την ασκήμια ως ψέμα. Αλλά για να πετύχω την ομορφιά πρέπει να πιστεύω σ’ αυτό που γράφω. Δεν μπορεί να πιστεύω τίποτα που δεν το αισθάνομαι. Επομένως η πίστη εδώ δεν είναι γνωστική, μα συναισθηματική. Αλλά δε φτάνει να πιστεύω, δηλ. να ’μαι ειλικρινής, για να γράφω όμορφα. Χρειάζεται και η ικανότητα να εκφράζομαι. […] Αλλ’ άμα είμαι ειλικρινής, τότες είμαι εγώ κι όχι κανένας άλλος ή ανάμνηση άλλου. Τότε είμαι πρωτότυπος, γιατί εγώ διαφέρω, καθώς και η ζωή μου η τριγυρινή, από όλους τους περασμένους και τους τωρινούς καλλιτέχνες, γιατί η ζωή αλλάζει και γιατί το ίδιο αίσθημα για το ίδιο πράμα θα ήταν αδύνατο να το ’χω δυο φορές: έτσι δεν υπάρχει ούτε ίδιο πράμα. Ένα ποτήρι νερό στο διψασμένο και στο χορτάτο δεν είναι το ίδιο. Όμως έξω από μένα, υπάρχει ένα ορισμένο γούστο για την έκφρασή μου — για την τεχνική μου. Θα πειθαρχήσω ή θα επαναστατήσω; Ή το ένα ή το άλλο ή και τα δυο. Απ’ αυτή την άποψη δεν είμαι πλέον εγώ —αλλά η εποχή μου, το σύνολο— η κορυφή του συνόλου, η συνείδηση.
*Σκέψεις του Κώστα Βάρναλη, που βρέθηκαν αταξινόμητες στα χαρτιά του ποιητή. Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού) τον Ιανουάριο του 1985 (αρ. τεύχους 37).
Ο σπουδαίος λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (νυν Μπουργκάς της Βουλγαρίας) το Φεβρουάριο του 1884.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε τον Αύγουστο του 1904, στην πολιτικοκοινωνική και φιλολογική εφημερίδα «Ο Νουμάς», ενώ η πρώτη ποιητική συλλογή του («Κηρήθρες») δημοσιεύτηκε το 1905.
Αφού προηγήθηκε, το 1919, η δημοσίευση του ποιήματος «Προσκυνητής», που ήταν αφιερωμένο στον αποκαλούμενο πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαο Γ. Πολίτη, ακολούθησαν δύο σπουδαία δημιουργήματα του Βάρναλη, εξόχως δηλωτικά του λογοτεχνικού διαμετρήματός του: «Το φως που καίει» (1922) και «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927).
Ξεχωριστή θέση στο συνολικό έργο του Βάρναλη κατέχουν το δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925) και τα πεζά «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1932), «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» (1946).
Τη λογοτεχνική δημιουργία του Βάρναλη διακρίνουν η δεκτικότητα απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων, τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τα αντιπολεμικά και επαναστατικά μηνύματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βάρναλης, κομμουνιστής συνεπής προς τις αρχές του και με ενεργό συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης, εξορίστηκε το 1935 στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο, τιμήθηκε δε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν (1959).
Ο Κώστας Βάρναλης απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Oι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από το προαναφερθέν τεύχος του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες».
e-prologos.gr