του Σπύρου Κουζινόπουλου

Τέτοιες μέρες του 1946, που η χώρα οδηγούνταν από τους ξένους «προστάτες» της στον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, διαπράττονταν στη Θεσσαλία ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα που γνώρισε ο τόπος: Η κατακρεούργηση από την ακροδεξιά φασιστική συμμορία του Σούρλα, μιας από τις πιο φωτεινές μορφές της ελληνικής δημοσιογραφίας, του συντάκτη του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη.

Η Κάτια Βιδάλη. Φωτογραφία στις
ώρες της μεγάλης δοκιμασίας

Παρά τις προτροπές των συναδέλφων του στην εφημερίδα και του διευθυντή της, Κώστα Καραγιώργη, ο Βιδάλης είχε φύγει από την Αθήνα για το Θεσσαλικό κάμπο ατρόμητος, ασυγκράτητος,  για να αποκαλύψει τα εγκλήματα της συμμορίας του Σούρλα, αλλά και αυτούς που βρισκόταν πίσω της, που την ενθάρρυναν, την κατεύθυναν και τη χρηματοδοτούσαν.

Μιλώντας στις 16 Νοεμβρίου 1986, μαζί με τον αείμνηστο Σταύρο Ρεπανά, ως εκπρόσωποι τότε της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης στο χώρο του φρουρίου της Λάρισας, όπου είχαν γίνει τα αποκαλυπτήρια προτομής του Βιδάλη, που στήθηκε με πρωτοβουλία των δημοσιογραφικών οργανώσεων όλης της χώρας, είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε ότι ο Κώστας Βιδάλης υπήρξε για μας τους δημοσιογράφους, το πιο φωτεινό παράδειγμα συνέπειας και αυτοθυσίας.

Πλήγμα κατά της ελευθεροτυπίας «Η στυγερή δολοφονία του Κώστα Βιδάλη, δεν ήταν μόνο απώλεια ενός εκλεκτού ταγού της ελληνικής δημοσιογραφίας, αλλά και πλήγμα κατά της ελευθεροτυπίας, που αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις λειτουργίας της δημοκρατίας», είχε σημειώσει ο Σταύρος Ρεπανάς. Ενώ με τη σειρά μου, και μετά τις ομιλίες του προέδρου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Γιώργου Καράντζα, των εκπροσώπων της ΕΣΗΕΑ, Γιώργου Λεονταρίτη και Νίκου Καραντηνού, της προέδρου της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας, Νίτσας Κολιού και του δημάρχου Λάρισας, Αριστείδη Λαμπρούλη, είχα την ευκαιρία να αναφέρω ότι ο Βιδάλης, λαμπρός οργανωτής και εμψυχωτής της αντιστασιακής παράνομης δημοσιογραφίας, με το μοναδικό του ήθος, τη δική του θυσία, άφησε παρακαταθήκες που πρέπει να τις ακολουθούν οι ταγοί της ενημέρωσης. «Το παράδειγμά του, θυμίζει σε κάθε δημοσιογράφο, πως όλα τα μέσα ενημέρωσης ένα μόνο σκοπό μπορεί και πρέπει να έχουν, να κυνηγούν την αλήθεια, να υπηρετούν την ειρήνη, την πρόοδο, το λαό και τον άνθρωπο».

Το χρονικό της δολοφονίας Τον Αύγουστο του 1946, ο Βιδάλης πήγε στη Θεσσαλία για να ξεσκεπάσει όπως έλεγε τη συμμορία του Σούρλα και να αποκαλύψει τα εγκλήματά της αλλά και τους υποκινητές της. Ο διευθυντής του Ριζοσπάστη, Κώστας Καραγιώργης τον εμπόδισε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Η απάντηση του Βιδάλη ήταν τελεσίδικη: «Φεύγω». Όπως έλεγε στους συναδέλφους του, από την ώρα που οι ληστοσυμμορίες, όπως αυτή του Σούρλα, σκορπούσαν τρόμο και αίμα στους χωρικούς, έκαιγαν, βίαζαν, εκτελούσαν, δεν ήταν «τίμιο» να μη βρεθεί εκεί. Στις 11 Αυγούστου έφυγε. Στις 13 ταξίδευε από Λάρισα για Βόλο. Ήταν η μέρα που ο «Ριζοσπάστης» πήρε το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω να ‘μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε». 
Στο χωριό Πλατύκαμπος, κοντά στο Κιλελέρ, 10 χιλιόμετρα από τη Λάρισα σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στα βαγόνια του και, μπροστά σε αξιωματικούς του στρατού που παρακολουθούν χωρίς να αντιδράσουν, αρπάζουν τον Βιδάλη. Ακόμα και στο μικρό καφενείο του γειτονικού χωριού Μελία, όπου τον οδηγούν, εκείνος κάνει ρεπορτάζ, ρωτώντας τους χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά. Λίγες ώρες μετά, ο Βιδάλης οδηγείται στο νεκροταφείο, κι εκεί, οι συμμορίτες του Σούρλα, με πρωτεργάτη τον Τζορτζ (έναν διαβόητο Αγγλοκύπριο αξιωματικό) τον βασανίζουν. Χτυπούν με ρόπαλα το γυμνό κορμί του Βιδάλη, του καταφέρουν χτυπήματα με μαχαίρια. Κι όταν ένας από τους βασανιστές του τον ρωτά ειρωνικά τι θα του δώσει για όσα έκανε, ο Βιδάλης θα βγάλει από την τσέπη του ένα τελευταίο πενηνταράκι που είχε… 
Κι όταν οι βασανιστές της συμμορίας των δήθεν “εθνικοφρόνων” είδαν ότι δεν μπορούν να του αποσπάσουν καμία χρήσιμη γιαυτούς πληροφορία, τότε τον αποτελειώνουν ρίχνοντάς  του πέντε σφαίρες, για να πετάξουν στη συνέχεια το άψυχο πλέον κορμί του ήρωα δημοσιογράφου σ’ ένα χωράφι, πιστεύοντας ότι ο Βιδάλης τέλειωσε. Πόσο ηλίθιοι ήταν… «Να γράφεις, κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Αφηνε στην άκρη τις φλυαρίες και δίνε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν»… Ο Κώστας Βιδάλης, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος, υπέγραψε με το αίμα του το τελευταίο του ρεπορτάζ, λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα μαζί με όλους εκείνους που ορίζουν το πρότυπο του ηρωισμού.

Το βιογραφικό του Ο Κώστας Βιδάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904. Βγήκε μικρό παιδί στη βιοπάλη, αλλά δεν σταμάτησε να διαβάζει, να διψά για μάθηση. Έδωσε εξετάσεις και πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου, αργότερα γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Οι σπουδές του, ωστόσο, δε συνεχίστηκαν γιατί στο μεταξύ μπαίνει αποφασιστικά στη δημοσιογραφία. Θα συνεργαστεί με πολλά περιοδικά και εφημερίδες, θα χαρακτηριστεί κορυφαίος του οικονομικού ρεπορτάζ. 
Το 1924 ξεκινάει τη συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, μετά από μια διακοπή, ξαναρχίζει η συνεργασία του με την ίδια εφημερίδα. Το καλοκαίρι του 1936 βρίσκεται απεσταλμένος της εφημερίδας στην Ισπανία για να παρακολουθήσει τη «Σπαρτακιάδα» της Βαρκελώνης. Εκεί τον βρίσκει το φασιστικό πραξικόπημα του Φράνκο, ενώ γυρίζοντας στην Ελλάδα, έχει εγκαθιδρυθεί πλέον η  μεταξική δικτατορία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Συντακτών, δυναμικός συνδικαλιστής. Εξορίστηκε στα Κύθηρα από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά, όταν αποκάλυψε σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον μεγαλοεπιχειρηματία της εποχής Μποδοσάκη. Το 1941, λίγο μετά την έναρξη της χιτλερικής Κατοχής, γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Με το ξεκίνημα της Εθνικής Αντίστασης γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ. Καθοριστική ήταν η συμβολή του στην κυκλοφορία του παράνομου Τύπου στην Κατοχή. Στην έκδοση των εφημερίδων της Αντίστασης «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής»,  «Επιμελητεία του Αντάρτη» και άλλων, καθώς επίσης στην αναζήτηση τυπογραφικών μηχανημάτων. Στο ξετρύπωμα και τη μεταφορά «σιδερικών» με… καροτσάκια για μωρά, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα, δίπλα ακριβώς στο θάνατο.

Δημοσιογράφοι στην Ελεύθερη Ελλάδα. Από αριστερά: Νίκος Καρβούνης, Βάσος Γεωργίου,
Κώστας Βιδάλης, Σόλων Γρηγοριάδης, Δημήτρης Χατζής. Όρθιος ο Θανάσης Χατζής

Η αποκάλυψη της στυγερής δολοφονίας
Λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του Κώστα Βιδάλη, ένας αυτόπτης μάρτυρας, ιδιοκτήτης λεωφορείου, επιταγμένου από τους σούρληδες, είχε αφηγηθεί στα γραφεία της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, παρουσία μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της και άλλων δημοσιογράφων, τις σκηνές φρίκης που παρακολούθησε: «Είχαμε κατασκηνώσει, είπε, στα Αλώνια, ανάμεσα Μελία-Χάλκη, εφτακόσια μέτρα από την σιδηροδρομική γραμμή. Εκείνο το βράδυ φέρανε εκεί ένα δημοσιογράφο… Εγώ δεν τον είδα. Ήτανε νύχτα, κοντά δέκα η ώρα, και δεν μπορούσα να πλησιάσω για να ιδώ ποιος είναι, ούτε και να ρωτήσω για το όνομά του γιατί φοβόμουνα το κεφάλι μου. Από τους συμμορίτες, όμως, άκουσα να λένε μεταξύ τους, ότι αυτόν που φέρανε είναι συντάκτης του Ριζοσπάστη και ότι θα περάσει από το μαχαίρι τους. Άκουσα ότι τον άρπαξαν από το τραίνο από την Θήβα, που πέρασε ανεβαίνοντας από την Αθήνα στην Λάρισα. Αν λέγονταν Βιδάλης, δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ. 

Τον έφεραν στις δέκα το βράδυ. Τον πήγανε εκεί κοντά, κάπου εκατό μέτρα. Τον γδύσανε. Του βγάλανε τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με το σώβρακο και την φανέλα. Τα ρούχα του τα πήρε ένας από τους συμμορίτες, ο Κωνσταντάρας. Την βαλίτσα του και τις σημειώσεις που είχε μαζί του, τις πήρε ο Τζώρτζης. Αυτός ανακρίνει όσους πιάνουν και αποφασίζει για την τύχη τους. Είναι μορφωμένος και ξέρει αγγλικά. Αφού τον γδύσανε και του πήρανε τα χαρτιά, άρχισαν να τον χτυπούν με ρόπαλα και να τον ρωτούν. Τι τον ρωτούσαν, όμως, δεν μπόρεσα να ακούσω. Τον βασάνιζαν έτσι ως τις τέσσερις το πρωί και αφού έπεσε νεκρός, τον άφησαν και αποτραβήχτηκαν, για λίγα λεπτά. Κάτι είπαν μεταξύ τους και μετά ξαναπήγαν, του έριξαν τέσσερις-πέντε σφαίρες και μετά πήραν το πτώμα του σε αυτοκίνητο. Πού το πήγαν δεν ξέρω».

Έπεσε παλληκαρίσια
Ο Βιδάλης υπέφερε τα μαρτύριά του, με θάρρος και καρτερικότητα. Έπεσε παλικαρίσια. Το πτώμα του, οι συμμορίτες, το πέταξαν στη θέση Κούμια. Από πάνω έριξαν λίγο χώμα, σκόπιμα. Ήξεραν τι θα συμβεί. Ξημερώνοντας μαθαίνει όλη η Μελία ότι το πτώμα του Βιδάλη είναι στην Κούμια, αλλά κανένας από τους κατοίκους δεν τολμά να περάσει την σιδηροδρομική γραμμή και να το πλησιάσει, σε ακτίνα μικρότερη από πεντακόσια μέτρα. 

Το σημείο που βρέθηκε το πτώμα του Βιδάλη

Όλοι φοβούνται τους σουρλικούς. Μονό ένας πιτσιρίκος, που δεν είχε μάθει τι συνέβη, πέρασε από εκεί, τυχαία. Ακόμα και τώρα διατηρεί ζωντανή την εικόνα: το πτώμα γυμνό σχεδόν, με την φανέλα και το σώβρακο. Ένα χέρι αποκομμένο και πεταμένο παραπέρα. Άταφο το πτώμα, το μυρίζονται τα μαντρόσκυλα, που αφθονούσαν τότε με τα πολλά πρόβατα. Για κάμποσες μέρες και νύχτες καταξεσχίζουν σάρκες, σέρνουν στα γύρω χωράφια κόκαλα και γλείφουν, όσα δεν μπορούν να τραγανίσουν. Όλο το χωριό κλαίει τον Βιδάλη, σαν άνθρωπο δικό του, αλλά δεν μπορεί ούτε τα κόκαλα να μαζέψει, όπως επιβάλλουν οι πανάρχαιες συνήθειες του ελληνικού λαού.
Μερικές βδομάδες κατόπιν κατευθύνει σκόπιμα τις γαλοπούλες της για να βοσκήσουν προς την Κούμια, η γρια Σουλτάνα Τζουβάρα. Μάζεψε όσα κόκαλα βρήκε προφυλακτικά, να μην το αντιληφθούν σούρληδες. Και τα έθαψε κάπου εκεί κοντά. Στην εκκλησία και στο νεκροταφείο του χωριού πολλές γυναίκες «έριξαν» πάμπολλες φορές τρισάγιο με τους δικούς τους νεκρούς και για τον Βιδάλη. 


Ένα κείμενο του Νίκου Καραντηνού για τον Κ. Βιδάλη
Παρακάτω αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που έγραψε  για τον Βιδάλη στο Ριζοσπάστη της 13ης Αυγούστου  2000, ένας άλλος μεγάλος και αλησμόνητος δάσκαλος στη δημοσιογραφία, ο Νίκος Καραντηνός. «ΤΙΜΑMΕ και θυμόμαστε πάντα τον αξέχαστο σύντροφο, το δάσκαλό μας, τον Κώστα Βιδάλη σαν κληρονομιά ακριβή και σαν θυσία. Σαν μήνυμα αγώνα. Και σαν εντολή. Ο μάρτυρας δημοσιογράφος δε χωρά σε προθήκες και δεν είναι μνήμη μουσειακή.ΠΕΝΗΝΤΑ τέσσερα χρόνια είναι, που ο άτρομος δημοσιογράφος, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος, αψηφώντας τον κίνδυνο, αγνοώντας όλες τις συστάσεις να μην επιχειρήσει το ρεπορτάζ στη μαρτυρική Θεσσαλία, που κολυμπούσε στο αίμα, έφυγε, για να δει, για να γράψει το στερνό ρεπορτάζ, που θα το “γραφε με το αίμα του.ΗΤΑΝ ο φοβερός Αύγουστος του 1946. Καλοκαίρι καταματωμένο, που έφτανε και στις σελίδες μας. Ο Κ. Βιδάλης, πολιτικός συντάκτης του «Ρ» και της «Ελεύθερης Ελλάδας», έβλεπε πως το κακό φούντωνε κι απαιτούσε μια επιτόπια έρευνα για την τραγωδία που ζούσε τότε όλη η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Θεσσαλία. Παρακολουθούσε, μέρα με τη μέρα, τα γεγονότα κι έβλεπε πως έπρεπε ο ίδιος να επιχειρήσει αυτό, που ακούραστα δίδασκε στους νέους δημοσιογράφους: «Πρέπει να μάθωμεν».

Κ. Βιδάλης. Σκίτσο του Δημ. Χατζή

ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ προς όλους, που, βλέποντας το θανάσιμο κίνδυνο που τον απειλούσε, θέλησαν να τον αποτρέψουν, κι από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της συντρόφου της ζωής του, της Κάτιας Βιδάλη, που στα 40χρονα της θυσίας του, έλεγε πάνω ακριβώς σ” αυτό το θέμα.«…Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του. Θεληματικά. Και ο Καραγιώργης (διευθυντής τότε του «Ρ») και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει. Δεν άκουγε, όμως. Μέρες είχε μείνει άγρυπνος με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές…».ΚΙ Η ΔΙΚΗ του στερνή απόφαση… «Δεν πρόκειται ν” ακούσω πια κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Οσοι γλίτωσαν από των Γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά». Και βεβαίωνε στέρεα την απόφασή του: «…Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάμω τη δουλιά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας… Ν” αποκαλύψω τους δράστες…».ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ πως το δημοσιογραφικό χρέος έσπρωχνε αβάσταγα τον Κ. Βιδάλη να πάει στη Θεσσαλία. Και να αγνοήσει όλες τις συστάσεις και τις προσπάθειες που έγιναν για να τον αποτρέψουν.ΚΙ ΕΦΥΓΕ σαν σίφουνας, όπως θα το δώσει η γυναίκα του. Ενα απόγιομα κυριακάτικο (Αύγουστος 1946) έφευγε για τη Λάρισα, αφού λίγο πιο πριν είχε πάει σ” ένα γάμο δυο αγαπημένων φίλων του. «… Χαιρέτησέ τους κι από μένα», είπε στην Κάτια. Που προσθέτει: «Πήγε στο σπίτι του, πήρε το βαλιτσάκι του. Κι έφυγε σαν σίφουνας για τη Θεσσαλία».Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», στις 18 Αυγούστου 1946, δημοσίευε τις πρώτες ειδήσεις για το μαρτύριο, τα βασανιστήρια, για τη μεγάλη δοκιμασία που υπέστη ο μάρτυρας της ελληνικής δημοσιογραφίας Κώστας Βιδάλης. Είδηση συγκλονιστική, που έπεσε σαν αστροπελέκι.ΕΧΟΥΝ όλη τους την επικαιρότητα, αλλά, πέρα απ” όλα, το βαθύ νόημα και μήνυμα στο σήμερα τα λόγια που ακούστηκαν στο πολιτικό μνημόσυνο του αγωνιστή δημοσιογράφου. Ολοι τον θρήνησαν. Κι όλοι είπαν το γενναίο λόγο για τον ενάρετο συνάδελφό τους, που όλους τους αγαπούσε, αλλά κι όλοι τον αγαπούσαν. Εξαίρεση, ένα – δυο δοσιλογικά καθάρματα της δημοσιογραφίας.ΕΙΝΑΙ έτσι και σήμερα, στα 54 χρόνια από τη στερνή μέρα, που αποχαιρετούσε τη ζωή και τον αγώνα πάνω στη θεσσαλική γη (στην τοποθεσία Κούμια, κοντά στο χωριό Μελία) με τη ζητωκραυγή «Το ΕΑΜ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ», ολοζώντανα τα όσα είπε για το δημοσιογράφο και μαχητή ένας κορυφαίος τότε δημοσιογράφος, ο Μιχ. Ροδάς, που ήτο και πρόεδρος της επιτροπής που οργάνωσε το πολιτικό μνημόσυνο του Κ. Βιδάλη, που έγινε μπροστά σε μια κοσμοπλημμύρα στο θέατρο «Κεντρικό», στις 8 Σεπτέμβρη 1946.«ΕΙΜΑΙ, είχε πει στην ομιλία του ο Μιχ. Ροδάς, από τα ιδρυτικά μέλη της σημερινής Ενώσεως Συντακτών – από το 1914 – εγνώρισα όλους τους συναδέλφους και μπορώ να διακηρύξω ότι ο Κώστας Βιδάλης ήταν από τους πιο σεμνότερους, με το χαμόγελο που άνθιζε σαν λουλούδι πάντα στα χείλη του…».Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, θα προσθέσει, τέλος, ο Μιχ. Ροδάς, ήταν ένα μεγάλο πρόσχαρο παιδί μπροστά όχι μονάχα στους ομοϊδεάτες του, αλλά και σ” αυτούς που είχαν αντίθετες μ” αυτόν ιδέες και αισθήματα. Μια ψυχή καθάρια ελληνική με τον πόθο και την ορμή για την πρόοδο και τον πολιτισμό της χώρας…».
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ μένει πάντα – δίχως κώδικες και τεφτέρια – μια αγωνιστική παρουσία. Κρυστάλλινο, αγωνιστικό κάλεσμα πράξης για τους συναδέλφους και ιδιαίτερα τους νέους. Και τα κοφτά δωρικά λόγια, που τους έλεγε: «ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΤΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ». Λόγια σταράτα χωρίς περικοκλάδες, που με αμπελοφιλοσοφία μπόλικη σερβίρονται. Η πένα μας να γράφει απλά και τίμια για το λαό. Λόγια που αχτινοβολούνε και σήμερα πάνω στο γρανιτένιο βράχο στον τόπο της θυσίας του».

πηγή: farosthermaikou.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το