Διονύσης Τεμπονέρας*
Η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ότι στοχεύει στην «ενίσχυση της αναλογικότητας και διαφάνειας του δημόσιου διανεμητικού πρώτου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης…». Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι η κυβέρνηση σχεδιάζει να αλλάξει και πάλι τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων, με στόχο να καταργήσει την προνοιακή προστασία των συντάξεων, όπως αυτή επιτυγχάνεται με τα αυξημένα ποσοστά, για εκείνους που έχουν λίγα χρόνια ασφάλισης και χαμηλές αποδοχές, δηλαδή τους… χαμηλοσυνταξιούχους
Δημοσιεύτηκε πριν από δύο εβδομάδες ο ν. 4714/2020, ο οποίος στο άρθρο 114 περιλαμβάνει την τροπολογία που ενσωματώθηκε την τελευταία στιγμή και αφορά την καταβολή των αναδρομικών διεκδικήσεων στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα. Αρκετοί απόρησαν με την επιλογή της κυβέρνησης να δώσει τα αναδρομικά, κομμένα σε ποσοστό 64%, αφήνοντας εκτός τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και τα δώρα, αντίθετα με όσα όριζαν οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ. Θυμίζουμε ότι 1,6 εκατομμύριο κυρίως χαμηλοσυνταξιούχοι, από το σύνολο των 2.500.000 συνταξιούχων της χώρας, έμειναν εκτός ρύθμισης και δεν πρόκειται να λάβουν ούτε ένα ευρώ.
Η κυβέρνηση επικαλέστηκε τις δημοσιονομικές ανάγκες του κράτους για την κάλυψη των αναγκών της εθνικής άμυνας και τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία για να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή. Είναι όμως όντως έτσι; Αρχικά ο αρμόδιος υπουργός των Οικονομικών, σε ομιλία του στη Βουλή πρόσφατα, δήλωσε ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους ανέρχονται σε 31 δισ. ευρώ, συνεπώς πρόβλημα ρευστότητας και αποθεματικών μάλλον δεν υφίσταται.
Ενδεχομένως, κάποιος να μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι μελλοντικές ανάγκες χρηματοδότησης για την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία ώθησαν την κυβέρνηση σε μια τόσο σκληρή επιλογή απέναντι στους χαμηλοσυνταξιούχους. Και το επιχείρημα όμως αυτό καταρρίπτεται από τη στάση που έχει κρατήσει η παρούσα κυβέρνηση συνολικά, ένα χρόνο τώρα, απέναντι συγκεκριμένα στους χαμηλοσυνταξιούχους:
1. Η αρχή γίνεται αμέσως μετά τις προηγούμενες αποφάσεις του ΣτΕ (1890-1891/2019), με τη θέσπιση του ν. 4670/2020. Πράγματι, με τις διατάξεις του νόμου αποκαταστάθηκαν (μερικώς) οι αντισυνταγματικές περικοπές του «νόμου Κατρούγκαλου» στις επικουρικές συντάξεις για εκείνους που είχαν άθροισμα κύριας και επικουρικής πάνω από 1.300 ευρώ. Στις 9 Ιουλίου μάλιστα κατεβλήθησαν τα αναδρομικά σε 235.000 δικαιούχους. Από τις αυξήσεις αυτές, όμως, εκτός έμειναν οι υπόλοιποι χαμηλοσυνταξιούχοι, με τη λογική ότι σε αυτούς δεν είχαν γίνει περικοπές με βάση τον νόμο 4387/2016. Λογικό, θα πει κανείς στο πλαίσιο της εφαρμογής της απόφασης του ΣτΕ, δεν μπορεί να παραγνωρίσει όμως ότι εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχοι δεν πήραν ούτε ένα ευρώ από τα 300 εκατομμύρια που θα δαπανηθούν εντός του έτους για την αποκατάσταση των επικουρικών συντάξεων, στο πλαίσιο της ενίσχυσης του εισοδήματος εκείνων που χρήζουν μεγαλύτερης κοινωνικής προστασίας.
2. Και αν στην προηγούμενη περίπτωση υπήρχε η δικαιολογία της δικαστικής απόφασης, δεν συμβαίνει το ίδιο με την ταξική επιλογή να αυξηθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης εκείνων που έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης, αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2019. Με το πρόσχημα της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας του συστήματος, από την αύξηση στις κύριες συντάξεις ουσιαστικά αποκλείονται και πάλι οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Οι τελευταίοι -όχι από επιλογή τους- λόγω του ότι έχουν λίγα χρόνια στην ασφάλιση και χαμηλές αποδοχές, δεν θα δουν καμία αύξηση από τον Οκτώβριο (2020) αφού στη συντριπτική τους πλειονότητα βρίσκονται κάτω από τη ζώνη των 30 ετών στην ασφάλιση. Και πάλι, δηλαδή, θα ευνοηθούν εκείνοι οι συνταξιούχοι που βρίσκονται πάνω από τα 1.000 ευρώ στις συντάξεις τους και φυσικά έχουν λιγότερο ανάγκη σε σχέση με τους χαμηλοσυνταξιούχους. Είναι η δεύτερη περίπτωση που με ταξική μεροληψία η κυβέρνηση επιλέγει να ενισχύσει τις «μεσαίες συντάξεις» αφήνοντας στο περιθώριο τους πιο φτωχούς συνταξιούχους.
3. Και για όποιον δεν πείθεται από τα ανωτέρω, έρχεται μια τρίτη ξεκάθαρη επιλογή, που εκφράζεται μέσα από το περίφημο «πόρισμα Πισσαρίδη» και κινείται ακριβώς στην ίδια λογική. Αναφέρει η έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες σε σχέση με το ασφαλιστικό, μεταξύ άλλων, ότι στοχεύει στην «ενίσχυση της αναλογικότητας και διαφάνειας του δημόσιου διανεμητικού πρώτου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης…». Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά αυτό; Οτι η κυβέρνηση σχεδιάζει να αλλάξει και πάλι τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων, με στόχο να καταργήσει την προνοιακή προστασία των συντάξεων, όπως αυτή επιτυγχάνεται με τα αυξημένα ποσοστά, για εκείνους που έχουν λίγα χρόνια ασφάλισης και χαμηλές αποδοχές, δηλαδή τους… χαμηλοσυνταξιούχους. Ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος αναμένεται να δεχτεί άγρια επίθεση, με πρόσχημα την παροχή κινήτρων στους εργαζόμενους για περισσότερα χρόνια παραμονής στην εργασία. Λες και υπάρχουν δουλειές και οι εργαζόμενοι «τεμπελιάζουν» επίτηδες.
Η κυβέρνηση κινείται με ταξικό μίσος απέναντι στα φτωχά λαϊκά στρώματα, κάτι που έγινε εμφανές και στη διαχείριση της πανδημίας (απουσία μέριμνας για επισφαλώς εργαζόμενους, ανέργους, αδήλωτους κ.λπ.). Αυτοί άλλωστε δεν είναι και ψηφοφόροι της!
Το στοίχημα για την Αριστερά είναι να επανασυνδεθεί με την κοινωνική πλειοψηφία που τη στηρίζει συνεχώς στις εκλογές και να ακούσει τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Θα εκπλαγεί όταν αντιληφθεί ότι οι ανάγκες και οι αγωνίες τους ταυτίζονται με τις αντίστοιχες των 2/3 της κοινωνίας.
* Δικηγόρος-εργατολόγος
e-prologos.gr