Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στόμα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέψη σφιγμένη
μεσ’ στις πτυχές της
πέρα πέρα
στο πελώριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιάδες να διαβαίνουν…
σημαίες, δάση…
τα χέρια-σπαθόχορτα…
Σηκώνομαι,
Χαρούμενη μου ‘ρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντροφε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρχίες και τέτοια ―
της ψυχής πράματα.
Σύντροφε Λένιν,
μια κόλαση η δουλειά μας
θα γίνει όμως ―
γίνεται πες.
Κάνουμε διαφώτιση
ντένουμε τη φτώχια και τη γύμνια
άνοδο σημείωνα η παραγωγή
σε κάρβουνο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαίνει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολλοί στην απουσία σας
σταυρώσανε τα χέρια.
Πληθαίνουν και πληθαίνουν
τζερεμέδες διάφοροι
βρίθουν εδώ στη γη μας
κι ολόγυρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχωρίσεις με ονόματα.
Τύποι
ταινία ολόκληρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες
κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες ―
περνάνε και περνάνε
καμαρωτά
φουσκώνοντας τα στήθη
διάστικτα από κοντυλοφόρους
και των επαίνων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
διαβολικά ‘ναι δύσκολο.
Σύντροφε Λένιν,
στις καπνισμένες φάμπρικες
στη γη
από τα χιόνια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρτών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε
καρδιά
και τ’ όνομά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύουμε και ζούμε!…»
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
e-prologos.gr