Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ (Ни́жний Но́вгород) στις 28 Μαρτίου 1868 και πέθανε στη Μόσχα στις 18 Ιουνίου 1936.
Φιλολογικό ψευδώνυμο του κορυφαίου Ρώσου θεατρικού συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ (Νίζνι Νοβγκορόντ 1868 – Μόσχα 1936). Σε ηλικία 10 χρόνων ορφάνεψε και για να ζήσει δούλεψε στους δρόμους. Ήταν αυτοδίδακτος, αλλά το 1884 προσπάθησε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο του Καζάν και εκεί αναμειγνύεται και με το λαϊκό κίνημα. Το 1892 καθιερώθηκε στο συγγραφικό χώρο με το διήγημα “Μακάρ Τσούντρα” και απέκτησε παγκόσμια φήμη με τα μυθιστορήματα “Φόμα Γκορντέγιεφ” και “Οι μικροαστοί”. Γνωρίζεται με τους οπαδούς του Λένιν στη Μόσχα και μεγάλο μέρος από τα έσοδά του τα έδινε στο κόμμα. Το 1905 μετά τη σφαγή της “Ματωμένης Κυριακής” φυλακίζεται και όταν αποφυλακίζεται το 1906 φεύγει στο Βερολίνο. Γύρισε στη Ρωσία το 1913 με τη γενική αμνηστία, αλλά την εγκαταλείπει αργότερα, γιατί η ζωή του κινδύνευε από αντιπάλους του. Επέστρεψε το 1932 με προτροπή και προσπάθειες του Στάλιν και εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών.
Χρονοβιογραφία
1868: Γεννιέται ο Μαξίμ Γκόρκι, στο χωριό Νίζνι Νόβγκοροντ από φτωχούς γονείς. Το πραγματικό του όνομα είναι Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ.
1873: Πεθαίνει ο πατέρας του. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί κι ο Μαξίμ θα μείνει με τον παππού και τη γιαγιά του. Η ιστορίες, τα παραμύθια και η τρυφερή παρουσία της άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του.
1877: Αναγκάζεται από τη φτώχια να φύγει απ΄το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και να αναζητήσει μόνος του την τύχη του. Δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια.Ρακένδυτος και πεινασμένος γυρνάει όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους.
1887: Με ένα παλιό πιστόλι πυροβολείται στο στήθος. Η σφαίρα θα μείνει στα πνευμόνια του σαράντα ολόκληρα χρόνια.
1892: Παρά τις αντιξοότητες αρχίζει να εκδηλώνεται η αγάπη του στη λογοτεχνία. Αρχίζει να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ’ επαρχιακές εφημερίδες.
1895: Γνωριμία με τον γνωστό συγγραφέα Κορολιένκο, που του δημοσιεύει στο περιοδικό του το διήγημα“Τσελκάς” που προκαλεί ενδιαφέρον.
1899: Οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Ο Γκόρκι γίνεται γνωστός σε όλη την Ευρώπη.
1902: Η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρας μετά ο Τσάρος ακυρώνει την εκλογή του, με αποτέλεσμα ο Τσέχωφ και ο Κορολιένκο να παραιτηθούν.
1905: Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού “Νέα Ζωή” κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ. Λογοτέχνες απ’ όλον το κόσμο κάνουν έκληση για τη σωτηρία του.
1913: Συμμετέχει στη μεγάλη επανάσταση του ’17
1921: Άρρωστος από παλιά φυματίωση κι αφού διαφώνησε με τους αρχηγούς του κόμματος για τις μεθόδους τους, φεύγει για το Κάπρι.
1928: Επιστρέφει στη Ρωσία.
1936: Πεθαίνει.
Εργογραφία
Θέατρο
1900-1906: “Οι Μικροαστοί”, “Στο Βυθό“, “Οι παραθεριστές”, “τα Παιδιά του Ηλίου”, “Οι Βάρβαροι”, “Οι εχθροί”.
1908-1917: “Οι τελευταίοι”, “Παράξενοι Άνθρωποι”, “Οι Ζίκωφ”, “Ο Γιάκοφ Μπογκομόλωφ”.
1931-1936: “Ο Σόμοφ και οι Άλλοι”, “Ο Εγκόρ Μπουλιτσιώφ και οι Άλλοι”, “Ο Ντοστιγκάγιεφ και οι Άλλοι”, “Η Βάσια Ζελεζνόβα”
Πεζογραφία:
“Τσελκάς”, “Οικογένεια Ορλόφ”, “Θωμάς Γκορντέγιεφ”, “Οι τρεις”, “Η Μάνα”, “Η Εξομολόγηση”, “Οι συνεντεύξεις μου”, “Στην Αμερική”, “Το καλοκαίρι”, “Η Πολιτεία Οκούροκ”, “Ο Βίος του Ματθαίου Κοζεμιάκιν”, “Ιταλικά Παραμύθια”, “Τα παιδικά χρόνια”, “Τα Πανεπιστημιακά μου χρόνια”, “Ρωσία”, “Ρωσικά Παραμύθια”, “Η επιχείρηση του Αρτάμοφ”, “Η ζωή του Κλιμ Σάμγιν”, “Στη χώρα των Σοβιέτ”
Εργοκριτική
Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ, που προτίμησε το όνομα Γκόρκι δηλαδή Πικρός, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρώσους συγγραφείς. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, περιπλανήθηκε στη ρωσική γη αναζητώντας δουλειά κι εργαζόταν όπου έβρισκε. Εκεί γνώρισε τους φτωχούς εργάτες, τους μουζίκους, τους αλήτες με τη γνήσια και λεβέντικη καρδιά, όλους τους κατατρεγμένους που για αιώνες δούλευαν για τους άρχοντες μέσα στις στέππες και τα ποτάμια. Η αθλιότητα, η φτώχεια κι ο ανθρώπινος πόνος δεν του είναι ξένα.
Μέσα στις μεγάλες αλλαγές που τότε ετοιμάζονταν στη Ρωσία, ο Γκόρκι ενώνεται με τους επαναστάτες και ρίχνεται στον αγώνα με όπλο την πένα του. Οι οραματισμοί του είναι οραματισμοί κάθε καταπιεσμένου ρώσου κι η πνοή του έργου του είναι το επαναστατικό φύσημα που έχει συνεπάρει το λαό.
Κεντρικός άξονας του έργου του είναι ο άνθρωπος σα λειτουργικό μέλος της ομάδας, με την κοινή ψυχή και τα κοινά ιδανικά. “Αφεντικό είναι όποιος δουλεύει” θα πει στους “Μικροαστούς” και τα λόγια του θα πέσουν σαν σύνθημα στο πλήθος. Κι η στάση του θα έρθει σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και την ουσιαστικά αδιαμόρφωτη τάξη των μικροαστών. Σ’ αυτούς εξαπολύει επίθεση, όχι μόνο στους εμπόρους και τους υπαλλήλους μα και στους διανούμενους που δεν αγωνίζονται στο πλευρό του λαού. Και δεν διστάζει να τους φωνάξει κατά πρόσωπο: “Να τρώτε και να χορταίνεται, να έχετε τη ζέστη σας, να βιάζετε και να διαφθείρετε τις γυναίκες, κάνοντας τάχα πως τις αγαπάτε, η ησυχία σας, η ευκολία σας, η γωνίτσα σας-να την όλη κι όλη η ευτυχία σας.”
Πολλοί αμφισβήτησαν τη λογοτεχνική αξία των έργων του. Βρήκαν κουραστικές τις αφηγήσεις του ή στα θεατρικά του μιμήσεις του Τσέχωφ κι έλλειψη υψηλής δραματικότητας. Όσο κι αν μπορούμε να διαπιστώσουμε τούτα τα στοιχεία σε μερικά έργα του, δε μπορούμε να παραβλέψουμε τη γενικότερη αξία τους. Ο Γκόρκι είναι ο μοναδικός ρώσος συγγραφέας που με τόση ανθρωπιά στράφηκε στην ψυχολογία του ρώσου εργάτη και παρακολούθησε την πορεία του.
Σχετικά αποσπάσματα
Νιλ: Τα δικαιώματα δεν τα δίνουν, τα δικαιώματα[…] τα παίρνουν […] Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνιστεί ο ίδιος για τα δικαιώματά του αν δεν θέλει να λιώσει κάτω από το βάρος των υποχρώσεων…
[Απόσπασμα: Μικροαστοί του Γκόρκι]
…δε μας δείχνει μονάχα σε τι ο ρωσικός λαός είναι Ρωσικός, αλλά προ παντός σε τι είναι λαός, τι μέρος αποτελεί, του μοναδικού λαού του δυστυχισμένου και καταπιεζομένου, του παγκόσμου προλεταριάτου.
[Στέφαν Τσβάιχ. Μελέτημα για τον Γκόρκι]
Φωτογραφία του Μαξιμ Γκόρκι
…χωρίς παραπανίσιο οπτιμισμό μέσα στο θρίαμβο, δυνατός την ώρα του κινδύνου και χωρίς περηφάνεια στην επιτυχία, έμπασε τους ανθρώπους μέσα στο έργο του τον ένα κοντά στον άλλο μέχρις ότου να σχηματίσουν μια στρατιά, ένα μπλοκ, μιαν εικόνα του αιώνιου λαού, αυτή την πρώτη ύλη κάθε δημιουργίας και κάθε δημιουργικής δύναμης.
[Στέφαν Τσβάιχ. Μελέτημα για τον Γκόρκι]
Στο μυθιστόρημα Η μάνα που γράφτηκε το 1906, ο κορυφαίος σοβιετικός συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι απεικονίζει για πρώτη φορά στη λογοτεχνία την πάλη του επαναστατικού προλεταριάτου για το σοσιαλισμό, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης, και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν τον αγώνα.
Η μάνα είναι το αγαπημένο μυθιστόρημα εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και σε διάφορες μεταφράσεις. Η μετάφραση αυτής της έκδοσης έχει γίνει απευθείας από τα ρώσικα.
«Τα παιδιά μας, τα πολυτιμότερα κομμάτια της καρδιάς μας
δίνουν τη λευτεριά και τη ζωή τους,
χάνονται χωρίς λύπηση για τα νιάτα τους,
τι θες, λοιπόν, να κάνω εγώ, η μάνα;»
Μ.ΓΚ.
Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι; Για τον ύμνο των εργατών όλου του κόσμου. Για τον ύμνο της Μάνας, της οποίας η αγάπη δεν γνωρίζει όρια και σύνορα.
Μπορεί να γράφτηκε το 1906, το κείμενο όμως κατόρθωσε να παραμείνει διαχρονικό και, με τον απλό και καθάριο λόγο του, να προκαλεί ρίγη συγκίνησης στον αναγνώστη ακόμη και σήμερα.
«Το βιβλίο παρουσιάζει την πορεία της εργατικής τάξης από τη βουβή δυσαρέσκεια για τη ζωή της ως τη διαμαρτυρία, από την ακαθόριστη, την αυθόρμητη αγανάκτηση ως τη συνειδητή πολιτική πάλη, με ηγέτη το μπολσεβίκικο κόμμα.
Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1906, αλλά κατασχέθηκαν τα περιοδικά που το είχαν δημοσιεύσει, ενώ το νομαρχιακό δικαστήριο της Πετρούπολης έδωσε στις εφημερίδες την παρακάτω ανακοίνωση: «…καταζητείται ο ελαιοχρωματιστής Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ (Μαξίμ Γκόρκι)…». Ο Γκόρκι ζούσε τότε στην Ιταλία κι ο τόπος διαμονής του ήταν γνωστός στις τσαρικές αρχές, που όμως ήθελαν να κρατήσουν όλες τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις για τον καταζητούμενο «ελαιοχρωματιστή». Κατηγορούσαν τον Γκόρκι για τη συγγραφή και τη δημοσίευση έργου που «…καλλιεργούσε την εχθρότητα των εργατών κατά των εύπορων τάξεων του πληθυσμού και ωθούσε σε εξέγερση…»
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου δημοσιεύτηκε με μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις της τσαρικής λογοκρισίας. Ολόκληρο το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1917».
Είναι σαφώς επηρεασμένο από πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα υπαρκτά. Η ηρωίδα του Γκόρκι και ο γιός της θυμίζουν πολύ «τους πρωτεργάτες της διαδήλωσης στο Σόρμοβο: την Α. Κ. Ζαλόμοβα και τον Π. Α. Ζαλόμοφ».
Ποια είναι όμως η Μάνα;
Η Πελαγέα Νίλοβνα, μία γυναίκα βασανισμένη, φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της. Ένας άνθρωπος που έμαθε να ζει στο περιθώριο και απλά να εκτελεί εντολές, όπως όλες οι γυναίκες της τάξης της. Ο Μιχαήλ Βλάσοφ, ο σύντροφός της, ένας άντρας άγριος, απότομος και επιθετικός, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όχι μόνο της γυναίκας του, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Μόνο ο γιος του, ο Πάβελ, δοκιμάζει να αντισταθεί στη σκληρότητά του.
Σύντομα ο Μιχαήλ πεθαίνει και τη θέση του στο σπίτι παίρνει ο νεαρός. Αρχικά προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, δεν αργεί όμως να καταλάβει πως ο δρόμος αυτός δεν του ταιριάζει.
Η Μάνα είναι δίπλα του αθόρυβη, διακριτική, πάντα φοβισμένη. Ο νεαρός την παρατηρεί προσεκτικά. «Την έβλεπε ψηλή, λίγο καμπουριασμένη, το κορμί της τσακισμένο από τα πολλά χρόνια της δουλειάς και τις γροθιές του άντρα της το κινούσε αθόρυβα και κάπως με το πλευρό, λες κι όλο φοβότανε μην τύχει κι αγγίξει κάτι στο πέρασμά της. Το πλατύ, στρογγυλό πρόσωπό της, χαραγμένο από τις ζαρωματιές και σαν πρησμένο φωτιζόταν από τα σκούρα μάτια ανήσυχα και θλιμμένα. Πάνω από το δεξί φρύδι είχε ένα βαθύ σημάδι παλιάς πληγής, που τραβούσε κι ανασήκωνε λιγάκι το φρύδι, φαινότανε και το δεξί αυτί λίγο ψηλότερα απ’ τ’ αριστερό, κι αυτό έδινε στο πρόσωπό της μια έκφραση, λες κι όλο κάτι αφουγκραζότανε φοβισμένη. Στα πυκνά μαύρα μαλλιά της γυάλιζαν ασπρισμένες τούφες. Ολόκληρη η μάνα έδειχνε απαλή, θλιμμένη, υπάκουη…».
Μία νέα ζωή θα ξεκινήσει από δω και πέρα για την οικογένεια, καθώς ο «Πάσια»θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα. Η Νίλοβνα στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια με μεγαλύτερη θέρμη, θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γνωρίσει τους ομοϊδεάτες του Πάβελ, θα γοητευτεί από το πάθος τους, θα τους αγαπήσει, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος και μέλος μιας ομάδας που για κάτι όμορφο αγωνίζεται. Αργότερα, μάλιστα,επηρεασμένη και από τις προσωπικές της εμπειρίες, από τη δική της «σκλαβιά», δεν θα διστάσει ούτε στιγμή, να αναλάβει πολλές φορές και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «μανούλα» όλων, η «μανούλα» μιας ολόκληρης ιδεολογίας.
«Συλλογιόμουνα τη δική μου ζωή, θεέ και κύριε! Πώς έζησα εγώ; Ξύλο… δουλειά… τίποτα δεν έβλεπα παρεκτός απ’ τον άντρα, τίποτα δεν ήξερα άλλο από το φόβο! Και το πώς μεγάλωνε ο Πάσια ούτε που το έβλεπα, κι αν τον αγαπούσα τότε που ζούσε ο άντρας μου ούτε που το ξέρω! Όλες οι φροντίδες, όλες οι σκέψεις μου ένα σκοπό είχαν να ταίσω το θεριό μου νόστιμο φαί, να τον χορτάσω, να προλάβω τι ήθελε για να μη θυμώνει, να μη με φοβερίζει με τις γροθιές, να με λυπηθεί έστω μια φορά. Δε θυμάμαι να με λυπήθηκε ποτές. Μ’ έδερνε, λες και δεν έδερνε τη γυναίκα του, μα όλους μαζί όσους δε χώνευε. Είκοσι χρόνια έζησα έτσι…».
«Η Νίλοβνα αγαπούσε και αγαπάει το γιο της, τώρα όμως αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, νιώθει τον εαυτό της μάνα μια γιγάντιας οικογένειας, ολόκληρης της εργατικής τάξης, καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη στη μεγάλη υπόθεση του αγώνα. Και βήμα προς βήμα ξεπερνάει το φόβο, από δυστυχισμένη και απόλυτα υποταγμένη γυναίκα γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια, ζει μια ζωή που καταλαβαίνει το νόημά της».
Ο γιος φυλακίζεται. Αυτό, αντί να τη λυγίσει, της δίνει δύναμη να συνεχίσει.
«Ευχαριστώ, μάνα! Ευχαριστώ, καλή μου!», της λέει όταν αποφυλακίζεται. «Γιατί βοηθάς στο μεγάλο μας έργο’ σ’ ευχαριστώ! Όταν ο άνθρωπος μπορεί να λέει τη μάνα καλή του και στην ψυχή, είναι μια σπάνια ευτυχία…».
Βέβαια δεν παύει να ανησυχεί για το μέλλον, για την πορεία των πραγμάτων, αλλά, παρόλ’ αυτά, αφήνει τον Πάβελ να διαχειριστεί ελεύθερα τη ζωή του χωρίς να δημιουργεί προβλήματα.
«Δικιά σου είν’ η ζωή, δικιά σου κι η δουλειά σου. Αλλά την καρδιά μου μην τη σπαράζεις! Πώς μπορεί να μη λυπάται η μάνα; Δεν μπορεί… Εγώ όλους σας λυπάμαι! Όλοι σας παιδιά μου είστε, όλοι σας τ’ αξίζετε! Και ποιος άλλος από μένα θα λυπηθεί;…»
Η Πρωτομαγιά φέρνει στη ζωή της Πελαγέα μία πρωτόγνωρη έξαψη. Και μία σιγουριά για τον δρόμο που επέλεξε ο μονάκριβός της. «Στην καρδιά της έδιναν παράξενα τόπο μια η θλίψη και μια η χαρά». Πιάνει κουβέντα με τους υπόλοιπους ανθρώπους που, ενθουσιασμένοι, βρίσκονται στην παράνομη διαδήλωση. Συμβουλεύει τις μητέρες να μην φοβούνται για τα παιδιά τους. Ακούει τα συγκινητικά λόγια του Πάβελ. Είναι εκεί, μπροστά, όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία, μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος. «Ακούστε, για το θεό! Όλοι εσείς είστε δικοί μας… όλοι εσείς, κόσμος με καρδιά… κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο… για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του γολγοθά… Ζητούν μέρες καλύτερες. Θέλουν μια άλλη ζωή, με την αλήθεια, με το δίκιο… Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!
Μέσα της ένιωθε την καρδιά να σπαράζει, ένιωθε στο στήθος σφίξιμο, ο λαιμός στέγνωσε πυρωμένος. Βαθιά μέσα της ξεφύτρωναν λόγια μεγάλης αγάπης που αγκάλιαζαν όλα και όλους και της έκαιγαν τη γλώσσα, κουνώντας την όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ελεύθερα…».
Και το συγκεντρωμένο πλήθος μαγεύεται, την ακούει με ενδιαφέρον και συμπάθεια.
«-Χρυσοί μου! είπε η μάνα, αγκαλιάζοντας τους όλους με τα κλαμένα μάτια της. Για τα παιδιά είν’ η ζωή, η γης δική τους είναι!».
Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα η ανάγκη της να προσφέρει και η ίδια στον αγώνα, να μιλήσει στον κόσμο με λόγια απλά για το δίκαιο και την αναγκαιότητα της αφύπνισης, μεγαλώνει. Μετακομίζει στην πόλη και από κει προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της όπου χρειαστεί. «Εσείς, χρυσέ μου, βάλτε με σ’ αυτή τη δουλειά, σας παρακαλώ. Θα πάω όπου με στείλετε».
Έτσι προχωράει η ζωή της, άλλοτε με μικρότερες και άλλοτε με μεγαλύτερες αποστολές και σε αναμονή για τη δίκη του γιού της.
«Όταν ήρθε η μέρα της δίκης η μάνα κουβάλησε μαζί της στην αίθουσα του δικαστηρίου το βαρύ, μαύρο φορτίο που της λύγιζε τη μέση».
Τα ήρεμα και σταθερά λόγια του Πάβελ και των συντρόφων του της δίνουν δύναμη και αισιοδοξία.
«Ένιωθε σαν να καμάρωνε για το γιο της.
Η καρδιά της νιότης πάντα σιμώνει στο δίκιο…».
Τα λόγια του τη συγκινούν.
«…Η κοινωνία που βλέπει τον άνθρωπο μόνο σαν εργαλείο για τον πολιτισμό της, είναι κοινωνία απάνθρωπη, εχθρική για μας, δεν μπορούμε να δεχτούμε την ηθική της, τη διπρόσωπη και ψεύτικη. Τον κυνισμό και τη σκληρότητα της απέναντι στο άτομο τα αντιπαθούμε, θέλουμε να αγωνιστούμε και θα αγωνιστούμε ενάντια σε όλες τις μορφές σωματικής και ψυχικής υποδούλωση του ανθρώπου από μια τέτοια κοινωνία, ενάντια σε όλες τις μεθόδους της που κερματίζουν τον άνθρωπο για χάρη της ιδιοτέλειας».
Η ποινή του παιδιού της είναι η εξορία. Τώρα πια αυτό που επείγει είναι να τυπωθεί ο λόγος του. Και δεν υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος από την Πελαγέα που θα μπορούσε να το αναλάβει. Μα δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Αποφασίζει να μεταφέρει τα έντυπα και στον προορισμό τους. Κι ενώ αντιλαμβάνεται ότι την παρακολουθούν, συνεχίζει άφοβα. Τελικά την πιάνουν. Δεν διστάζει ούτε μια στιγμή, ανοίγει τη βαλίτσα και σκορπάει τα χαρτιά στον αέρα.
«Μη φοβάστε τίποτε! Δεν υπάρχει βάσανο πιο πικρό απ’ αυτό που όλη τη ζωή σας ανασαίνετε… Απ’ αυτό που κάθε μέρα σας ροκανίζει την καρδιά, σας στεγνώνει τα στήθια!…».
Οι χωροφύλακες τη σπρώχνουν, τη χτυπάνε, μα εκείνη συνεχίζει:
«Η αναστημένη ψυχή δε σκοτώνεται! Θάλασσες αίμα δεν την πνίγουν την αλήθεια… Μόνο μίσος μαζεύετε, τρελοί! Και θα σας πνίξει! Δυστυχισμένοι…».
Το τέλος δεν θα αργήσει να ‘ρθει. Η μάνα κείτεται σε λίγο νεκρή. Μα ήρεμη ότι έχει κάνει το χρέος της απέναντι στο γιο της, απέναντι στα παιδιά όλου του κόσμου, απέναντι στην ανθρωπότητα, πιστή στο ιδανικό και στο χρέος της ως την τελευταία στιγμή…
«Νέοι, γέροι, δίνουν την ακατανίκητη δύναμή τους όλοι για ένα σκοπό, για το δίκιο! Προχωράν για να νικήσουν όλα τα καλά της ανθρωπότητας, για να καθαρίσουν τις αδικίες όλης της γης ξεσηκώθηκαν. Ορμάν να νικήσουν καθετί το αδιάντροπο και θα το νικήσουν! Θ’ ανάψουμε καινούριο ήλιο, μου ‘λεγε ένας τους, και σίγουρα θα τον ανάψουν! Θα ενώσουμε τις κομματιασμένες καρδιές, μου ‘λεγε, και θα τις ενώσουν όλες μαζί σε μία καρδιά!».
e-prologos.gr