Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος 16, τον Απρίλιο του 1956 (ψηφιοποιημένα αρχεία ΑΣΚΙ)

Των Ν. Χατζηδήμου – Γ. Σίμου

Πολλές μελέτες έχουν γραφεί γύρω από την Ελληνική Επανάσταση. Σ’ αυτές το εθνικό τούτο κίνημα εξετάζεται από τη στρατιωτική και πολιτική του πλευρά. Πολύ λίγο .όμως έχουν μελετηθεί οι συνθήκες της καθημερινής ζωής του λαού στην προεπαναστατική περίοδο, που καθορίζουν βασικά και τη συναισθηματική του ζωή και εξηγούν ίσως και ορισμένες ιδιομορφίες και της σημερινής ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Είναι αλήθεια πως ελάχιστες ιστορικές πηγές μπορούν να βοηθήσουν την έρευνα τούτη· έτσι οι λιγοστές εργασίες που έχουν γίνει κάθε άλλο παρά εξαντλητικές μπορούν να θεωρηθούν. […] Αποκτούν έτσι μεγάλη αξία τα ντοκουμέντα που άφησε πίσω του ο ίδιος ο λαός. Το δημοτικό τραγούδι είναι μια από τις πολυτιμότερες πηγές.

Φυσικά στο δημοτικό τραγούδι είναι λίγες οι λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή του λαού, όμως η σύνδεση της συναισθηματικής με την καθημερινή ζωή γίνεται συχνά φανερή. Μια άλλη πηγή, το ίδιο σοβαρή, που αποδίδει με πολλή αυθεντικότητα και αυθορμητισμό την ατμόσφαιρα της εποχής είναι οι ανορθόγραφες, ασύνταχτες, κακογραμμένες ενθυμίσεις που βρίσκουμε συχνά στα ξώφυλλα, τ’ άγραφα φύλλα και τα περιθώρια των βιβλίων της εποχής.
Οι ενθυμίσεις αυτές είναι κυριολεκτικά πολύτιμες. Γιατί εκτός από τις πληροφορίες που μας δίνουν, διατηρούν έντονα χρωματισμένο το άμεσο βίωμα των ανθρώπων της εποχής εκείνης, την υποκειμενική τους στάση μπροστά στα γεγονότα.

Οι πιο πολλές ενθυμίσεις είναι γραμμένες πάνω σε εκκλησιαστικά βιβλία, από αγράμματους κατώτερους κληρικούς, που ήξεραν λίγα κολλυβογράμματα και είχαν στη διάθεσή τους βιβλία, τα εκκλησιαστικά τους δηλαδή τεφτέρια.
Παρόλο που ως κληρικοί βρίσκονταν σε κάπως καλύτερη μοίρα από τη μεγάλη μάζα του υπόδουλου λαού, είναι φανερό πως ζούσαν από κοντά το δράμα του, είχαν τους ίδιους πόθους και δοκίμαζαν τα ίδια καρδιοχτύπια. Μας έδωσαν έτσι αφελείς μα συγκινητικές και αυθεντικές στιγμές από τη ζωή του λαού και μας μετέδωσαν τον παλμό της. […]

Κείνο πού προβάλλει χτυπητά είναι η φτώχεια και η εξαθλίωση του πιο μεγάλου ποσοστού του υπόδουλου λαού. Αγράμματοι, γεμάτοι προλήψεις, στη δικαιοδοσία του κάθε Τούρκου είτε στην αρπαχτική διάθεση του κοτζαμπάση, αγωνίζονταν να ξεφύγουν από τους κατατρεγμούς και να εξοικονομήσουν την καθημερινή τους τροφή.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού είναι αγρότες. Ωστόσο η γη βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων τιμαριούχων. Οση απομένει στους υπόδουλους είναι πάλι μοιρασμένη, με τρομερή ανισότητα. Οι κοτζαμπάσηδες, οι εκκλησίες, τα μεγάλα μοναστήρια έχουν στην κατοχή τους το πιο μεγάλο ποσοστό. Η μεγάλη μάζα είναι ακτήμονες και ζουν καλλιεργώντας την ξένη γη.

Οσοι ζουν στα τσιφλίκια είναι πραγματικοί δουλοπάροικοι. Δουλεύουν εντατικά, μα το βιοτικό τους επίπεδο μένει αφάνταστα χαμηλό. Χωρίς προοπτική προκοπής και ανόδου, έχουν πάντα μπροστά τους το φάσμα της καταστροφής, του εξανδραποδισμού, της φυλακής αν δεν κατάφερναν να πληρώσουν το χαράτσι και τ’ άλλα δοσίματα.

Βέβαια, σ’ ορισμένες περιοχές, κυρίως στις ορεινές, στα νησιά ή σε τόπους όπου είχαν αποκτήσει προνόμια, ζούσαν και αγρότες με πενιχρή ιδιοκτησία, που τους θεωρούσαν ελεύθερους. Ομως την εικονική αυτή ελευθερία την πλήρωναν με την έλλειψη προστασίας από μέρους του τιμαριούχου κι ήταν έτσι περισσότερο εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες του Τούρκου ή του ραγιά φοροεισπράκτορα. Η ζωή τους μα και η υπόσταση της οικογένειάς τους ήταν ολότελα επισφαλής.

Οι πηγές δείχνουν την πραγματικότητα
Μα καλύτερα ας δώσουμε τον λόγο στον αγράμματο εκείνον άνθρωπο του λαού. Μέσα στο αδέξιο γραφτό του μιλά μια ψυχή. Είναι η ψυχή του λαού, όπου φύτρωσε το καινούριο βλαστάρι, ο πόθος για τη λευτεριά. Ας ρίξουμε λοιπόν μια γρήγορη ματιά στο έδαφος που ρίζωσε:

«1732… Απέθανον πολλοί άνθρωποι εις όλον τον κόσμον από ανάγκην» (Λαμπράκης, Δελτ. Χρ. Εταιρ., 1894).

«17791783. Πείνα έγινε μεγάλη εις ετούτα τα μέρη, όπου επουλήθηκε το καλαμπόκι το λουτσέκι [μονάδα μέτρησης δημητριακών] γρόσια 3… και εις της Αλβανητιάς τα μέρη έγινε το χειρότερον, όπου επούλησαν τα άρματά τους και τα έφαγαν και επούλησαν και κορίτσια και παιδιά και μετ’ αυτό εγλύτωσαν» (σημ. της Μονής Βαρλαάμ, Επετ. Παρν. Ετ. ΣΤ’, σελ. 145).

Ενας μικροεπίσκοπος, ο Μιχαήλ ο του Γκόρας, πιο γραμματιζούμενος, τραγουδά με άτεχνους στίχους τη συμφορά:

«Διότι εις χιλίους επτακοσίους και σαράντα Φευ.’Ρούμελην επλάκωσαν τα κακά πάντα-όταν βασιλεύς σουλτάν Μαχμούτης εβασίλευε από πείναν να χαθή η Μακεδονία εκινδύνευε». (Μιχαήλ Γκόρας, 1740, Δελτ. Ιστ. Εθν. Ετ. I, σ. 196)

Να τι γίνεται στη Μακεδονία:

«1622. Εγείνην μεγάλη πείνα εις τον κόσμον και εις την Μακεδονίαν και επωλήθη το σιτάρι το οκτάρι δι’ άσπρα [άσπρο ή ακτσές, νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας] ρξ [160] και το κεχρί από άσπρα ρλ’ [1301 Τω αυτώ χρόνω επάγησεν η θάλασσα εις την Πόλι και δεν ήρχονταν καράβια, και από το άλλο μέρος και η ακρίβεια και επωλήθη το ψωμί από Θ’ [9] δράμια διά ένα άσπρο, και ήλθαν οι Πολίταις εις μεγάλην στενοχώριαν και τα εμίσια έφαγαν όλα και πάλιν λιμοκτονούσαν. Τω αυτώ χρόνω άρχισε το θανατικόν εις τας Σέρρας και ήτον μεγάλο… Απέθαναν ως οκτώ χιλιάδες άνθρωποι.

Τω αυτώ χρόνω (ζρμ’ =1632) Φεβρουάριου κγ’ [13] ημέρα Σάββατο των ψυχών εχάλασαν οι Τούρκοι τον Ταξιάρχην την εκκλησίαν και τους κηροπωλητάδες εις τας Σέρρας και όλαις ταις εικόναις εσύντριψαν και την αργυροκαπνισμένη εικόνα του Ταξιάρχου, και ελάλησαν μέσα και επροσκύνησαν, άκριτα την εχάλασαν, και πολλά κακά έκαναν μέσα, και απόμεινε έρημη έως την σήμερον από Χριστιανούς.

Τω αυτώ χρόνω Δεκεμβρίου κζ’ [17] (χρόνος ζρμζ-1637) ήλθεν ο Σκλάβος ντεβή στιγας για το γενιτσαρομάζομα εις τας Σέρρας…

Τω αυτώ χρόνω (1641) από τον Σεπτέμβριον μήνα και όλον τον χειμώνα και όλο το καλοκαίρι τόσον μεγάλον θανατικόν εγείνη εις τους ανθρώπους εις όλον τον κόσμον, και διέδραμε Μισίρι, Ανατολή, Προύσσα, Πόλι, Νησαία, Ρούμελη, Θετταλία, Θεσσαλονίκη, Σερβίαν, Βουλγαρίαν, Φιλιππούπολιν, Μινελίκον, Σιδηρόκαστρον, Δράμαν, Ζιχωχώρια, Σέρρας και δεν αφήκεν ούτε κάστρη, ούτε χώραις άβλαβαις, ούτε οσπίτι».

(Το χρονικό του Παπά Συναδινού)

Μα και η Στερεά δεν πηγαίνει παρακάτω:

«Εις τα 1733 ήλθεν ακρίβεια μεγάλη και είχε το βουτζέκι γρόσια είκοσι και έστω προς ενθύμησιν.

1740. Ηλθε χρόνος δυστυχία και ακρίβεια μεγάλη όπου τινάς από παλιούς ανθρώπους δεν ενθυμήθηκε. Το σιτάρι ήρθε δύο γρόσια το βουτζέκι.

1742. Εγειναν πολλοί λοιλοί εδώ και εις τους τόπους τούτους και ξεχωριστά εις τον Αλμυρόν εις τον Πλάτανον, εις τους Κοκουτούς και εις την Βρύνιννα, όπου ποτέ εις την Βρύνιννα δεν έγεινε τέτοιο πράμμα.

1744. Εγεινε μεγάλη ακρίβεια εις το ψωμί, το σιτάρι το έφεραν εις τον γυαλό Υδρεώτικα και Ψαριανά καΐκια, ώστε οι άνθρωποι το ηγόραζαν 27 και 28 γρόσια το φόρτωμα. Διήρκεσεν η ακρίβεια χρόνον ένα και μισόν.

1770. Απριλίου 6, δεν ευρέθησαν αυγά να βάζουν διά την λαμπρά».

(Εγγραφα της Μονής Ξενιάς – μικρή επισκοπή κοντά στο Ζιτούνι)

«1727. Εν τω αψκη [1728] ήλθεν μεγάλη ακρίβεια παγκόσμιος και έλλειψις σήτου και επίγεν και επολήτω το σητάρι έως δεκατρείς παράδες η ουκά, βαστώντας και εξεπείπτωντας έως δέκα: και επτά έως εις δύο χρόνους».

(Σημείωμα του Σκιάθου και Σκοπέλου Ματθαίου)

Μα κανένα μέρος δεν έμεινε χωρίς να δοκιμάσει τέτοιες συμφορές:

«1715 – Επείραν τον Μορέα, τη Τίνω, την Σούδα και την Σπίνα Λόγκα και έγινεν μέγας εχμαλοτισμός».

(Από κώδικα Αρεοπόλεως)

«Ετος 1715 – επήραν οι τούρκοι τον Μορέαν και τα όσα κακά έκαμαν εις την Κόνθρο και εις το Ανάπλι τις ημπορεί να γράψει…».

(χειρόγραφ. σημείωμα της Μονής Αγίου Νικολάου Ιωαννίνων)

«1729 μηνί Φβεβαριο-2-εχηονίσεν χηόνη πολύ οπού έσπριοεν ο κόσμος και πήνα όπου δεν εβρήσκετο σηταρή και εβάστα ένας χωριάτης δήο ψομηά στην χόρα όπου τα γόρασεν δηά τα πεδηά του και εζητισέν τον ένας Τούρκος τω ένα ψομή και δεν του το έδοσεν και εχτίπησέν τον με το μαχερή και απέθανεν…»
(Από κώδικα Καλαμωτής Χίου)

«Εις τους 1740 Μαρτί 11 έγινε μεγάλη ακρίβια εις τα νισιά και Ρούμελι επίγε το αλεύρι έως εξ άσπρα η λήτρα και εκράτησε όλον τον ίούλιον».

(Κώδικας Εθν. Βιβλιοθ. Αθηνών) Βέβαια ο λαός αντιδρά στους κατατρεγμούς και στην πείνα από νωρίς. Ομως πριν από το 21 κάθε ξεσήκωμα είχε ως συνέπεια βαρύτατες κυρώσεις και το μόνο καταφύγιο ήταν η ξενιτιά. Πολλές περιοχές αδειάζουν και οι κάτοικοι τραβούν στα ξένα γυρεύοντας μια καλύτερη ζωή.

Πολύ χαρακτηριστική είναι η περικοπή της εισαγωγής του καταστατικού χάρτη των προνομίων του Ζαγοριού που είχε υποβληθεί στη Βουλή της Ρούμελης για επικύρωση: «Α. Επειδή και η ζωή σχεδόν όλως των Ζαγορησίων, διά την τοπική των ακαρπίαν, και αδυναμίαν ευρέθη πάντοτε με το Γκουρμπέτι [ξενιτιά/, διά τούτο μην ημπορώντας να εξοικονομείται εν καιρώ η άμεσος πληρωμή των Βασιλικών, αυθεντικών και τοπικών τεκληφίων [φόροι] από τον κάθε χανέ [οικογένεια] απεκαταστάθη και ευρέθη από παλαιούς χρόνους, όπου οι ευρισκόμενοι χωριανοί διά να πληρώνουν διά όλους… Οταν λοιπόν ένας χανές επιφορτισθή με μπεκαγιά [καθυστερούμενα/… χωρίς ελπίδα να ημπορέσει να τα πληρώσει τότε η κοινότης του χωριού συμφώνους ελευθέρως και ανεμποδίστως εβγάζει όλην αυτήν την μπάστινα [ακίνητη ιδιοκτησία] του χρεωμένου χανέ… εις το κοινόν μεζάτι [δημοπρασία] τελιαλίζοντάς την».

Μαζί με την ξενιτιά που απειλούσε την άγονη Ηπειρο μαθαίνουμε από δω πως για να πληρωθούν τα καθυστερούμενα δοσίματα οι χωριανοί βγάζουν στη δημοπρασία την περιουσία του χρεοφειλέτη.

Θα κλείσουμε με ένα δημοτικό τραγούδι. Νομίζουμε πως έχει κι αυτό τη θέση του σαν κατακλείδα στη μικρή τούτη συμβολή μας.

«Αφησ’ ο Γιάννης την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι, φτιάνει τα’αλέτρι από μηλιά και το ζυγό από δάφνη, φτιάνει και το βουκέντρι του κλωνάρι κυπαρίσσι.

Δυο έσπερνε, δυο θέριζε, τρία ταγάρια σπόρο.

Τόνα χρωστούσε τόδωκε, τ’ άλλο το πήρ’ο Τούρκος. Ενα του μαύρου απόμεινε και πάει να τ’αλέσει. Βρίσκει το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο.

Οσο να βάλει το νερό να φτιάσει και το μύλο ο πόντικας από μεριά τόφαγε το σακκούλι».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το