Στην προηγουμενη νεροποντη, πριν λιγες μερες, επεσε ενας κεραυνος κι εσχισε τα διχτυα μιας ιχθυοκαλιεργειας.
Της πιο κοντινης στο λιμανι.
Οι τσιπουρες ειδαν την ανοιχτη θαλασσα και σκεφτηκαν πως τα νερα περα απο το οριο των σχισμενων πια διχτυων, πρεπει να ειναι η ελευθερια.
Και κολυμπησαν κατα κει κι ας ηταν αμαθες στη φουρτουνα εξω απο τα μαντρωμενα νερα του κολπου. Κι ας ειχαν κυρτη ραχοκοκαλια, ετσι που κολυμπανε συνεχεια κυκλικα στην περιφερεια των στρογγυλων κλουβιων τους.


Πολλες ηρθαν προς το λιμανι. Επεσε συρμα.
Τα ξημερωματα η προκυμαια γεμισε ερασιτεχνες ψαραδες.
Το μεσημερι, εκατονταδες τσιπουρες, τσιριζαν στο καυτο λαδι των τηγανιων, αποχαιρετωντας για παντα την ελευθερια και τη ζωη.
Αλλες τοσες ανοιχτηκαν στο πελαγος κι η τυχη τους θα μεινει για παντα αγνωστη. Ακομα κι αν ειναι ευκολη μια δυσοιωνη υποθεση, θα εχουν χαρει τη λευτερια και το ανοιχτο αρμενισμα.
Ετσι κι αλλιως, προορισμος τους ηταν τα καρβουνα ή το τηγανι.
Η λευτερια ειναι, απο μονη της, μια ελπιδα. Ενας στοχος. Αξιζει να ειναι και αυτοσκοπος.
Οχι μονο γιατι το ειπε ο Ρηγας, ο παμβαλκανιος εξεγερτης, πως μια στιγμη της αξιζει οσο μια ζωη φυλακισμενη, αλλα γιατι το νοιωθει ακομη κι ενα ψαρι.
Πριν λιγες μερες καποιοι ανθρωποι, που περασαν μεσα απο τα διχτυα πολλων συνορων και πανω απ τα ερειπια πολλων βομβαρδισμενων πολεων και πανω απ τα κουφαρια πολλων ρημαγμενων ζωων, εφτασαν στη Χωρα του Νερου.


Ετσι μας ειπαν παλια καποιοι Κουρδοι προσφυγες πως τους μαθαιναν στη σχολικη γεωγραφια την Ελλαδα. Η χωρα του νερου. Εφτασαν λοιπον στη χωρα του νερου και κλειστηκαν, μερες πολλες, σ ενα βρωμικο κτιριο, κοιμοντουσαν στριμωχτα στο τσιμεντο, ετρωγαν ελαχιστα κι αχορταστα και στη χωρα του νερου δεν υπηρχε ουτε νερο για να πλυθουνε.
Μια νυχτα καποιοι εφυγαν. Επεσε συρμα.
Το σκασαν. Και μας επιασε αγωνια κι ενα αισθημα σαν ακυρωση.
Αναμεσα τους ο Εσαμ. Φαινοταν απο το κοφτερο βλεμμα και το μυτερο ξανθο γενακι, πως δεν σηκωνει τη σκλαβια.
Πως δεν περασε πανω απο μνηματα και κυματα, για να ερθει να κλειστει, για αγνωστο ποσο, σε μια βρωμικη καταντια στην ακρη της χωρας του νερου.
Αυτος ειχε φανταστει νερο, οχι λασπη.
Χτες, οταν ειδα το μηνυμα του, σκιρτησα. Ειπα, τα καταφερε.
“Περασα δυσκολα. Περπατησα πολυ. Δεν ειχα αλλα λεφτα.
Στην Αθηνα μας ζητησαν 5000 ευρω για την Ολλανδια. Περπατησα μεχρι τη Θεσσαλονικη. Πολυς δρομος. Δεν μπορουσα να περπατησω μεχρι εκει. Ερχεται και ο χειμωνας. Κρατησα τα ελαχιστα που εμειναν και ξαναμπηκα στην Τουρκια. Μ εβαλαν φυλακη και μετα με φορτηγο στα συνορα. Χτες εφτασα στο σπιτι μου. Το μωρο κλαιει. Του ψυθυριζω πως θα προσπαθησω να του δωσω μια ζωη χωρις φοβο. Σ αφηνω”
Το εισιτηριο για να πας στο Αμστερνταμ, να φωτογραφηθεις στα καναλια και να ποσταρεις ποζες που σκανε φιλους και εχθρους, κοστιζει στα χαμηλα του, μεχρι και 50 ευρω.
Για τους Εσαμ δεν υπαρχουν εισιτηρια.
Μου λεει μια φιλη, “με τους προσφυγες, ζεις πολλες ζωες”.
Και πολλους θανατους, σκεφτηκα.
Και καμποση ματαιωση.
Κι ολα αυτα στη χωρα του νερου, που ειναι αλλοτε πελαγος, αλλοτε βροχη κι αλλοτε λασπη.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το