Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 51, που κυκλοφορεί

Λένε πως η δημιουργία της ποίησης έρχεται στις πιο δύσκολες στιγμές του ίδιου του δημιουργού και στα μαθήματα που αποκομίζει από αυτές. Σαν να είναι ο πόνος και η στεναχώρια μελάνι για την πένα του, σαν να είναι η μοναξιά η κινητήριος δύναμη του χεριού επάνω στο χαρτί. Τρανό παράδειγμα αυτών των δημιουργών δεν θα μπορούσε να είναι άλλος πέρα από τον Μενέλαο Λουντέμη, έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς και ποιητές στην Ελλάδα που με τις εμπειρίες της ζωής του θα μπορούσε να γράφει για πάντα.

Ο Μενέλαος Λουντέμης λοιπόν, ή όπως ήταν το πραγματικό του όνομα Δημήτριος Βαλασιάδης, γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Αναγκάστηκαν με την οικογένεια του να εγκαταλείψουν το σπίτι τους εξαιτίας του Μεγάλου ξεριζωμού και να περιπλανηθούν αρκετά στην Ελλάδα μέχρι να καταλήξουν τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.

Η οικογένεια του, αν και εύπορη στην Μικρά Ασία, στην Ελλάδα δυσκολεύτηκε πάρα πολύ με αποτέλεσμα ο μικρός τότε Μενέλαος να δουλέψει σε διάφορες θέσεις εργασίας. Επιπλέον στοιχείο που το ενίσχυσε αυτό ήταν το γεγονός πως εξαιτίας των αριστερών ιδεών του είχε αποκλειστεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Ξεκίνησε λοιπόν, πουλώντας κουλούρια στους δρόμους και συνέχισε ως εργάτης στα τούβλα, ως ψάλτης, ως υπάλληλος, ως γκαρσόν και πολλά ακόμη. Πριν από όλα όμως και πάνω από όλα ως ποιητής.

Στα ελληνικά γράμματα έκανε την εμφάνιση του πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης, στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Έμπνευση για το καλλιτεχνικό αυτό όνομα του πήρε από τον ποταμό Λουδία στην Μακεδονία. Δυο χρόνια μετά δουλεύοντας σ’ ένα δικηγορικό γραφείο στον Βόλο και αφού δεν είχε ιδέα από τέτοιου είδους δουλειές αρχίζει να δακτυλογραφεί με μεγάλη δυσκολία το βιβλίο, που το 1938 θα λάβει το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας, «Τα πλοία δεν άραξαν».

Ο έρωτας τον βρήκε την δεκαετία του ‘40 όπου και παντρεύτηκε την θαυμάστρια του Έμυ Μαυρογιάννη, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της. Κουμπάρος ήταν ο πολύ καλός του φίλος Άγγελος Σικελιανός. Με την Έμυ απέκτησαν μια κόρη, την Μυρτώ.

Στην κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που όμως δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, όπου και γνωρίζει τους επίσης εξόριστους Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσο με τους οποίους έχει την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις και εμπειρίες.

Ύστερα από όλα αυτά εξορίστηκε και έζησε στην Ρουμανία για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Στην διάρκεια της χούντας του Παπαδόπουλου του στερούν και την ελληνική του ιθαγένεια, την οποία καταφέρνει να πάρει πίσω πολλά χρόνια αργότερα. Η Ρουμανία έγινε μέρος της ψυχής του, καθώς δημιούργησε το καινούργιο του σπίτι, έκανε δυνατές φιλίες και συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Η Ελλάδα όμως δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό του, όπως είχε πει και ο ίδιος «Επειδή δεν μπορούσα να πάω από την ξενιτιά μου στην Ελλάδα, έπαιρνα την Ελλάδα στην ξενιτιά μου και την έκανα βιβλία.» Το όνειρο της επιστροφής έγινε πραγματικότητα το 1976 όπου και γύρισε στην πατρίδα του έχοντας μια και μόνο αγωνία, να δει αν η ψυχή του Έλληνα έχει αλλάξει.

Ο Μενέλαος ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιαίτερο λόγω του “ερασιτεχνικού” τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Ο ίδιος είχε την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο – αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας έδινε την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.

Δεν θα περίμενε όμως κανείς μετά απ’ όλες αυτές τις κακουχίες της ζωής του, ο θάνατος να τον βρει στις 22 Ιανουαρίου του 1977 στην μέση της οδού Βουλιαγμένης από καρδιακή προσβολή. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από δίπλα του κορνάροντας χωρίς να γνωρίζουν πως μέσα στο συγκεκριμένο αμάξι άφηνε την τελευταία του πνοή ο γνωστός σε όλους ποιητής, Μενέλαος Λουντέμης.

«Το παιδί του Ελληνικού Βορρά δεν χρειάζεται πια να μετράει τ άστρα, τώρα πια είναι στ’ άστρα».

– Δημοσιογράφος της ΕΡΤ, μιλώντας για τον θάνατο του Μενέλαου Λουντέμη. 

Γεωργία Χ.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το