O ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1945)
Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει:
… «Γράφτηκε μέσα σε συνθήκες αχαλίνωτου βρασμού κι έτσι μπορεί να ξεστράτισε λίγο απ’ τα όρια της πολιτικής ευπρέπειας, μα θά ’πρεπε να το ξέρουμε: Η φωνή του ανθρώπου που τον πατάνε στο στήθος ποτέ δεν είναι μελωδική. Το δράμα που έγινε βιβλίο -όχι ένα βιβλίο θέσης αλλά ένα βιβλίο κραυγής- τό ’ζησα, όχι σαν μονωμένος άνθρωπος, μα σαν λαός. Έπιασα την πέννα με την ίδια αυθορμησιά που έπιασε στις 4 του Δεκέμβρη ΕΚΕΙΝΟΣ το όπλο.»
… «…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρείς του Δεκέμβρη!…
Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός , εκείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.
Η μέρα από βραδύς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαρειά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!». Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
-Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως –αλί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νά ’ναι ή τρελλός ή κακούργος. Κι’ αλίμονο! Ο δικός μας ήταν κι’ απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού. Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελλο της συνείδησης του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο».Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι είμασταν σύμφωνοι κι’ όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι’ ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια-μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε ς’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει απoβραδίς: «Θάνατος!».
Είκοσι μερόνυχτα οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη» .Και σε μια λέξη: «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη « Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του».
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματα του.
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δεν θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα εικοσιοχτώ φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσα μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!». Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.
Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τη μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.
Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματα τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και οι ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:
« ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ».
Η αντιπαράθεση
ΜΕΓ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Σύνθεση:
Όλος ο Βρετανικός όλεθρος
Με Μητροπολιτικές δυνάμεις
Με Δυνάμεις αποικιακές
Με Μοίρα του μητροπολιτικού της στόλου.
Με τη βομβαρδιστική και καταδιωκτική
Αεροπορία Μέσης Ανατολής
Με ελαφρές, μέσες και βαρειές μονάδες
Αρμάτων μάχης
Με Αμερικανικά οπλιταγωγά
Με Αμερικανική επιμελητεία
Με περίθαλψη του ΔΕΣ και
Με όλα τα ελληνικά ανθρώπινα απορρίμματα
Μέλη των Ες-Ες και της Γκεστάπο που από
Συγκοινωνιακούς λόγους δεν έφυγαν για τη
Γερμανία.
ΕΛΛΑΔΑ
Σύνθεση:
Όλος ο Ελληνικός Λαός με τρεις χιλιάδες λιανοτούφεκα και
Με τα στήθια Του
Με την πείνα Του
Με τις πληγές Του
Με την τιμή Του
Και
Με την περιφρόνηση Του αντίκρυ στο θάνατο και σ’ αυτούς που Του
τον δίνανε.
«Μπορεί να νικηθούμε μπροστά στα δυσανάλογα ισχυρά σας μέσα αλλά δεν θα υποκύψουμε,
οι Έλληνες ποτέ δεν υπέκυψαν σε κατακτητές».
Στρατηγός Στέφανος Σαράφης
Αρχηγός του Λαϊκού Στρατού
επιμέλεια: Αναστασία Λεοντή
e-prologos.gr