Ο 63χρονος ακροδεξιός υποψήφιος, που συχνά αποκαλείται ο Τραμπ των τροπικών, πριν ακόμη και μερικά χρόνια θεωρούνταν γραφική φιγούρα, που κατά καιρούς απλώς προκαλούσε με ακραίες δηλώσεις. Σήμερα, ο παραλίγο νικητής των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία από τον πρώτο γύρο με 46% των ψήφων, διαφαίνεται άμεσος κίνδυνος να είναι ο επόμενος πρόεδρος της χώρας μετά την 28η Οκτωβρίου, ημερομηνία διεξαγωγής του δεύτερου γύρου, καθώς η υποψηφιότητά του έχει αναπτύξει δυναμική που δύσκολα αντιστρέφεται.
Ο Μπολσονάρο πρώην στρατιωτικός ο ίδιος, έχει εκφραστεί υπέρ της 20χρονης στρατιωτικής δικτατορίας μεταξύ ’64 και ’85, γεγονός που τον έχει κάνει αγαπητό στις τάξεις του στρατού. Υπόσχεται «λιγότερο κράτος» με μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων κρατικών εταιρειών και φορέων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κυβερνητική διαφθορά για την οποία τόσο έχει κατηγορηθεί ο βασικός του αντίπαλος, το Κόμμα των Εργατών (του φυλακισμένου Λούλα). Είναι υπέρμαχος των φοροαπαλλαγών για τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Κατακρίνει τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του και σε μια έκρηξη ωμού ρατσιστικού μίσους είπε ότι, επισκεπτόμενος μια περιοχή στη Βραζιλία όπου κατοικούν απόγονοι σκλάβων, διαπίστωσε ότι όλοι ήταν χοντροί και συνεπώς ακατάλληλοι για αναπαραγωγή, αμφισβητώντας αντιεπιστημονικά και λαϊκιστικά τη φτώχεια τους και αποδίδοντας τους το φταίξιμο για την κατάστασή τους. Έχει εξισώσει την ομοφυλοφιλία με την παιδοφιλία και έχει πει σε γυναίκα πολιτικό ότι δεν θα τη βίαζε διότι δεν της αξίζει. Φίλος της δικτατορίας, ρατσιστής και μισογύνης με αντιλήψεις υπεραντιδραστικές, ο Μπολσονάρο θυμίζει κράμα Τραμπ και Ντουέρτε, αλλά και τους δικούς μας χουντικούς.
Παρολά αυτά, έχοντας τη στήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και εξασφαλίζοντας οικονομικές δωρεές όσο κανένας Βραζιλιάνος υποψήφιος στο παρελθόν, ο φασιστοτραμπούκος Μπολσονάρο εξασφάλισε πάνω από 49 εκατομμύρια ψήφους. Αναμφίβολα ευνοήθηκε και από τα χτυπήματα που δέχθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια το Κόμμα των Εργατών του Λούλα, με τις κυβερνήσεις του να κατηγορούνται για διαφθορά και να ανατρέπονται και τον ίδιο να βρίσκεται στη φυλακή χωρίς το δικαίωμα να συμμετάσχει στις εκλογές, ενώ ο διάδοχός του, Φερνάντο Χαντάντ, δεν απολαμβάνει την ίδια λαϊκή αποδοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Σάο Πάολο όπου ο Χαντάντ ήταν δήμαρχος, ο Μπολσονάρο συγκέντρωσε υψηλότατα ποσοστά. Πάντως τώρα γίνεται φανερό πού αποσκοπούσε όλη αυτή η εκστρατεία ενάντια στο κόμμα του Λούλα με αφορμή τη διαφθορά: Στη διαφαινόμενη πολιτική αλλαγή στη Βραζιλία, που αποτελεί τμήμα των συνολικών αρνητικών πολιτικών αλλαγών στη Λατινική Αμερική.
Πολλοί φαίνονται έκπληκτοι και μουδιασμένοι μπροστά σ’ αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, που το αντιλαμβάνονται ως μια απότομη και απρόσμενη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στη χώρα προς τα ακροδεξιά. Ο παραδοσιακός κεντροδεξιός αντίπαλος του Κόμματος των Εργατών (PT), το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, συνετρίβη, με τις δυνάμεις του να απορροφούνται από τη σκληρή ακροδεξιά του Μπολσονάρο. Εδώ επίσης δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι το Κόμμα των Εργατών κυβερνούσε κοντά 14 χρόνια τη χώρα. Το κόμμα που βασίστηκε στην ψήφο των φτωχών, για να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία φαίνεται, να έχει ξεθωριάσει. Μετά από 14 χρόνια τα προβλήματα που ο Λούλα υποσχέθηκε να εξαλείψει παραμένουν. Οι παραγκουπόλεις που στήριξαν κάποτε το Κόμμα των Εργατών, υπήρξαν θύματα στυγνής αστυνομικής και παραστρατιωτικής βίας και τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών ενάντια στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, αποξενώνοντας περαιτέρω την κυβέρνηση Ρούσεφ και το κόμμα από την υποτιθέμενη εκλογική βάση τους. Με βάση όλα αυτά, φαίνεται ότι ο βυθός της βραζιλιάνικης κοινωνίας, δεν είναι διατεθειμένος να κινητοποιηθεί ξανά υπέρ του Χαντάντ, ακόμη και για να σταματήσει κάποιον όπως ο Μπολσονάρο.
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr