Οι δολοφόνοι της Ειδικής Ασφαλείας την έπιασαν στη συμβολή της 3ης Σεπτεμβρίου και της οδού Ιθάκης. Δεν έχω κατορθώσει να μάθω σε ποια γωνία από τις τέσσερεις, σε ποια πλευρά∙ δεν έχω καταλάβει αν ήξερε ποτέ κανείς, αν υπάρχει ακόμα κάποιος που να θυμάται και να ξέρει. Ούτε έχω βρει ως τώρα κάποια «φωτογραφία εποχής», στην οποία να φαίνονται τα κτίρια που υπήρχαν τότε, όταν τη «συνέλαβαν», στις 25 Ιουλίου 1944. Τίποτα. Τίποτα. Σάμπως έχω βρει φωτογραφία εκείνου του παράξενα ξεχασμένου, του εντυπωσιακά αποσιωπημένου στενού, το οποίο υποσχόταν την αναμονή κάποιου καλού, την προσδοκία, αλλά θέριευε κι απλωνόταν μέσα του ένα άντρο στυγνής τρομοκρατίας, με πολυάριθμους σπιούνους, βασανιστές, εκτελεστές γραφειοκράτες, επιτελείς, συνεργάτες, όλους (και όλες!) με ελληνική υπηκοότητα, ταυτοχρόνως στην υπηρεσία του ναζισμού και της «συνέχειας του κράτους»;
Όχι, δεν έχω βρει φωτογραφία της οδού Ελπίδος προγενέστερη από το 1979. Έχω ψάξει με επιμονή, σχεδόν με μανία, επί είκοσι χρόνια τουλάχιστον∙ το μόνο που έχω καταφέρει είναι να διαπιστώσω ότι το 1953 είχε ήδη χτιστεί η πολυκατοικία στο 2 της οδού Ελπίδος – κι ότι το 1962 ανεγειρόταν και μια άλλη πλάι της. Από εκεί και πέρα δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε άλλο το βλέμμα. Από εκεί και πριν δεν κατορθώνει να χωθεί, δεν του επιτρέπεται να διεισδύσει σ’ αυτό το στενό, που βγάζει, με μια μικρή καμπή, στην οδό Δεριγνύ και που ορισμένα κτίρια στην πλευρά της μονής αρίθμησης είχαν πρόσοψη επί της οδού 3ης Σεπτεμβρίου – για παράδειγμα, στο 105 του κεντρικού δρόμου.
Σε μια φωτογραφία από τις αρχές του ’30 παίρνουμε μονάχα μια ιδέα πώς έμοιαζε η πλατεία Βικτωρίας (ή Κυριακού, για κάποιους) όταν την οδήγησαν στο στενό του μαρτυρίου με το απατηλό όνομα. «Ήταν τότε μια ήσυχη γειτονιά», μού είχε πει με δίκοπη ειρωνεία πριν από έντεκα χρόνια η κυρία Ν., χίτισσα στην Καλών Τεχνών, η οποία προσπαθούσε να κρύψει την ταραγμένη συνείδησή της ρουφώντας κάθε τόσο το τσάι της. Δεν ξέρω αν ζει πια∙ πάνε παραπάνω από οχτώ χρόνια που δεν την ξανασυνάντησα στο καφέ κάτω από την πολυκατοικία της, η οποία ορίζει τη γωνία της οδού Ελπίδος 2 και της πλατείας. «Αλλά να ξέρεις, εδώ οι περισσότεροι ήθελαν να τα έχουν καλά με την Ειδική∙ κι άλλοι προσπαθούσαν να το σκάσουν, αλλά ειδοποιούσαν, δεν τους βοηθούσαν. Έλεγαν, είμαστε καλά με την Ασφάλεια εδώ πέρα, δεν τους αγαπούσαν τους κομμουνιστές. Να ξέρεις, εμένα ο αδερφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, δούλευε στα λιμενικά έργα των Γερμανών, έπαιρνε πολύ καλά χρήματα τότε, έκλαιγε με αναφιλητά όταν έφευγαν οι Γερμανοί, δεν ξέραμε τι θα γινόταν την επομένη…».
Έτσι μου είχε πει η κυρία Ν. Έτσι ακριβώς. Άκουγα με μεγάλη προσοχή όσα μου έλεγε. Άκουγα και τις σιωπές. Και τις μεγάλες παρεκβάσεις για το πριν και για το μετά της «ήσυχης» και «αρχοντικής» γειτονιάς. Ναι, αρχοντικής! Το βλέπετε κι εσείς στη φωτογραφία. Αλλά πάλι, ούτε εσείς θα μπορέσετε να διακρίνετε τίποτε άλλο από τη συμβολή της Ελπίδος των πολυάριθμων δοσίλογων με τη Βικτώρια των αστών που προετοιμάζονταν, εντατικά, μεθοδικά, για την «απελευθέρωση». Δεν θα διακρίνετε τίποτε άλλο, το βλέμμα σας δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει πέρα από το συγκεκριμένο σημείο, κάπου μετά το έβδομο ή όγδοο δέντρο, στ’ αριστερά του πλάνου.
Μιλούσαμε για εκείνη και ούτε την κατονομάζαμε. Ήταν αυτονόητο. Πολλά ήταν αυτονόητα για την κυρία Ν. Για μένα όχι∙ κι ανόητα σπατάλησα τον υπόλοιπο χρόνο εκείνης της – τυχαίας – συνάντησης στο καφέ (με αφορμή ένα γερμανικό βιβλίο στο τραπέζι μου), απασχολώντας το μυαλό μου με μια ερώτηση που δεν ήξερα πώς να την κάνω και, τελικά, δεν την έκανα: «Ήσασταν μόνο χίτισσα, κυρία Ν.;».
Τι ηλίθιο επίρρημα, «μόνο», σφηνωμένο σε ένα ηλίθιο ερώτημα. Τι σημασία θα είχε, αν η κυρία Ν. υπήρξε και κάτι άλλο; Σίγουρα, θα υπήρξε και πολλά άλλα – μ’ αυτό τον τρόπο υπάρχουν πάντοτε οι άνθρωποι στα στρατόπεδα των κρίσιμων συγκρούσεων. Ιδίως στο στρατόπεδο της τάξης και των δολοφόνων της. Θα είχε, όμως, σημασία να μου πει εκείνη, που τόσα θυμόταν, εκείνη που έβλεπε από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όλο το βάθος της Ελπίδος της, αυτό που εμείς δεν μπορούμε, δεν έχουμε μπορέσει μέχρι σήμερα να δούμε, ναι∙ θα είχε σημασία να μου πει, πού είχαν τοποθετηθεί τα φυλάκια με τα πυκνά συρματοπλέγματα, εκεί που φρουρούσαν την «αρχοντική» και «ήσυχη» γειτονιά οι λούμπεν γερμανοτσολιάδες, με τις βλαστήμιες, με τις βρισιές και τις ξιφολόγχες, λίγο πιο πέρα από το σύμπλεγμα του Pfuhl.
Πού ακριβώς; Λίγο πιο πίσω από το 1 της Ελπίδος; Ή ανάμεσα στο 1 και το 3; Πώς ακριβώς; Ούτε οι τρεις γυναίκες, που σαν από θαύμα γλίτωσαν από το κολαστήριο, το θυμόντουσαν ακριβώς. Ναι, εξηγήσιμο. Μόνο η κυρία Ν. θα είχε την ψυχραιμία, την αναλλοίωτη διαύγεια, την απαραίτητη αποστασιοποίηση για να το μνημονεύσει «ακριβώς», «γκενάου», «γκεράντε ρίχτιχ»∙ μόνο – κι εδώ μου φαίνεται πως ταιριάζει – μόνο η κυρία Ν. και άλλοι σαν την κυρία Ν. Όμως, ακόμα και πάνω σ’ ένα χάρτη από τη δεκαετία του ’50, όπου με πρωτοβουλία ενός ευυπόληπτου πνευματικού κέντρου σημαίνονται και σημασιοδοτούνται από διάφορα χέρια οι τόποι αναμνήσεων και δραστηριοτήτων μεταξύ των οδών Φυλής και Πατησίων, δεν βρέθηκε ούτε ένα χέρι να γράψει ανάμεσα στο 105 της 3ης Σεπτεμβρίου, στη Δεριγνύ και το 3 της Ελπίδος, «Ειδική Ασφάλεια», «ξενοδοχείον Κρυστάλ», «έτερον παράρτημα Ειδικής Ασφαλείας». Τοπόσημα διαρκώς ανεπιθύμητα, συνεχώς αόρατα∙ α – σήμαντα στην αιωνιότητα του έθνους.
Αποσπασματικές, ελλιπείς, αδρανείς βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια κάτι σημειώσεις, από έναν «οδηγό πόλης» του 1943-1944, των εκδόσεων Δ. Περαντζάκη, κρατημένες με το χέρι στη βιβλιοθήκη, ίσως λίγο μετά τη γνωριμία μου με την κυρία Ν.: «Διεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας. Διοικητής, τηλ. 82583. Αξιωματικός υπηρεσίας τηλ. 82531. Γραφείον ΙΙΙ τηλ. 83496. Γραφείον ΙΙ τηλ. 84228. Υπηρεσία εκδόσεως πιστοποιητικών τηλ. 84226». Πιο εύκολο είναι να ακούσεις πού βρισκόταν ένα παλιό, δημοφιλές ζαχαροπλαστείο στα βάθη του στενού, παρά να μάθεις πώς συνυπήρχε με τους γδάρτες, τις οιμωγές, τη μυρωδιά του αίματος. Πιο εύκολο είναι να ακούσεις για την τοπογραφία του τρόμου στην «ήσυχη γειτονιά» του 1941-1944, τυχαία, ξεφυλλίζοντας αφηρημένα ένα τομίδιο του Insel Verlag, παρά να πληροφορηθείς αναζητώντας τεκμήρια, πηγές, φωτογραφίες, χάρτες, σημάνσεις, μνημεία.
Είναι πολύ δύσκολο, αδιανόητα δύσκολο ίσως, να μάθεις σήμερα πώς ακριβώς, από ποιους ακριβώς, με τη βοήθεια ποιων ακριβώς, δολοφονήθηκε η «άγνωστος γυνή», που το νεκρό σώμα της πετάχτηκε «στον δρόμο» (ποιον δρόμο; ) στις 26 Ιουλίου 1944, προτού να μεταφερθεί στο νεκροτομείο, όπου αναγνωρίστηκε «υπό της σημάνσεως ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθμ. 59953».
Νίκος Σκοπλάκης
πηγή: toperiodiko
Δείτε και αυτό:
Πώς σε λένε; Ελληνίδα
Με ποιους συνεργάζεσαι; Με τους Έλληνες
e-prologos.gr