Η «Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου», που γράφτηκε λίγο πριν ο Χίτλερ καταλύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρα του (1933), καυτηριάζει αφενός τη διαφθορά της εποχής της ανόδου του ναζισμού και αφετέρου τη σιωπή πολλών Γερμανών συγγραφέων, οι οποίοι για να μη διακινδυνεύσουν, όχι μόνο ανέχονται αλλά και εμφανίζονται να επιδοκιμάζουν (μολονότι τις αποστρέφονται) τις απάνθρωπες μεθόδους των ναζιστικών παρακρατικών ομάδων. Η επιτυχία του ποιήματος πηγάζει κυρίως από τον ειρωνικό τόνο του, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της ευφυούς ιδέας του ποιητή να περιγράψει τα διαδραματιζόμενα όχι σε τρίτο πρόσωπο αλλά με το στόμα ενός υποταγμένου συγγραφέα. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός ομολογεί τη δειλία του και δεν προσπαθεί να τη δικαιολογήσει, δημιουργεί την αίσθηση ότι η καταδίκη του από τον Μπρεχτ περιέχει και κάποια συμπόνια.
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
Τον κόσμο αντίκρισα μέσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»
Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν – για του έθνους την ομόνοια!»
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»
Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια – το ξέρω – κι η έγκρισή μου.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
e-prologos.gr