Αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει το έργο και την μεγάλη πολιτιστική παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου, είναι η «πνοή» που έδωσε στην μελέτη και στην ευρεία ανάγνωση κορυφαίων ποιητών, που με την σειρά τους ενέπνευσαν τις συνθέσεις τους.

Γενιές και γενιές αρχικά τραγούδησαν και μετά διάβασαν (μεταξύ πολλών άλλων) τον Γιάννη Ρίτσο, τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Μπέρτολ Μπρεχτ αρχικά, ενώ με ορόσημο τον δίσκο «Σταυρός του Νότου» και την γνωριμία με το έργο του Νίκου Καββαδία ο καλλιτέχνης (και εν συνεχεία το κοινό) ανοίχτηκε σε ευρύτερους ορίζοντες από την αρχική πεπατημένη της λεγόμενης «στρατευμένης ποίησης».

Μερικά ποιήματα, που μας «χάρισε» ο Θάνος Μικρούτσικος:

Επιτάφιος – 2001 (Σπύρος Σκιαδαρέσης & Francois Villon)

Κοιμάται αιώνια εδώ στο δώμα αυτό,
απ`του έρωτα τη σαϊτα σκοτωμένο,
ένα σκολιταρούδι τρυφερό.
Φρανσουά Βιγιόν το λέγαν, το καημένο.
Δεν είχε ρούπι γης και μοιρασμένο
είχε όλο του το βιός εδώ κι εκεί.
Σκαμνιά, τραπέζι και ψωμί φρυμένο.
Πέστε γι`αυτόν στο Θεό αυτήν την ευκή.

”Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ`αυτόνε το συφοριασμένο,
που ούτε ένα πούπι γης, ούτε στρωμένο
πλούσια τραπέζι απόχτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένια ήταν σπανός,
ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ`του αιώνια ανάπαψη και φως.

Τον στείλαν στο μπουντρούμι στανικώς
με μια κλοτσιά στον κώλο, συστημένο,
κι ας φώναζε `’Εκκαλώ !”.πετυχημένο
δεν είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ`του αιώνια ανάπαψη και φως `’

Federico Garcia Lorca – 1979 (Νίκος Καββαδίας)

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Ακούστε με (Γιάννης Ρίτσος)

Ακούστε με που σας μιλάω,
ακούστε με.
Να μην κοιτάξω μέσα
και το φεγγάρι μια τρύπα
στο κρανίο του κόσμου
Ακούστε με που σας μιλάω,
ακούστε με.
Ακούστε με που σας μιλάω.
Θα πέσετε μέσα στο πηγάδι,
ο ίλιγγος θα πέσει ανάλαφρος.
Θα πέσετε μέσα,
ωραίος,
θα πέσετε μέσα.
ένα μαρμάρινο πηγάδι,
θα πέσετε μέσα,
πηγάδι,
θα πέσετε μέσα.
Βαθύ κρουστό
ίσκιοι, ανάσα,
ίσκιοι σαλεύουν
το πέσιμο,
ίσκιοι σαλεύουν
το φεγγάρι,
τ`ανέβασμα,
ίσκιοι σαλεύουν,
το φεγγάρι,
οι φωνές,
δεν τις ακούτε;

Άννα μην κλαις (Μπέρτολτ Μπρέχτ)

Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
(Άννα μην κλαις)
θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.

Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή
(Άννα μην κλαις)
στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί

Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει
(Άννα μην κλαις)
Εμένα δε με βάζουν στο χέρι.

Ο στρατός ξεκινά
(Άννα μην κλαις)
Σαν γυρίσω ξανά
θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες.
Ο στρατός ξεκινά.

Αυτό είναι (Ναζίμ Χικμέτ)

Είμαι μέσα στο φως που προχωρεί
Tα μάτια μου είναι πλημμυρισμένα από πόθους
Ειν’ ωραίος ο κόσμος
Ειν’ ωραίος ο κόσμος

Τα μάτια μου δεν κουράζονται να βλέπουνε τα δέντρα
Τα δέντρα τα τόσο γεμάτα από ελπίδα
Τα δέντρα τα τόσο πράσινα

Ένα μονοπάτι ηλιόλουστο τραβάει μέσα απ’ τις μουριές
είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
Κάπου πρέπει ν’ ανθίζουν τα γαρούφαλα
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι

Αυτός ο τόπος (Μάνος Ελευθερίου)

Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

Γενάρης 1904 (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Αχ, οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
Που κάθομαι και ξαναπλάττω με το νου,
Εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω
Κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία,
Κι ακούω τα πρώτα, κι ακούω τα πρώτα
Κι ακούω τα πρώτα

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
Σαν φεύγει η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική.
Πάνε τα δέντρα,
Πάνε οι δρόμοι,
Πάνε τα σπίτια,
Πάνε τα φώτα.

Σβήνει και χάνεται η μορφή σου,
Η ερωτική
Σβήνει και χάνεται η μορφή σου,
Η ερωτική

Απελπισμένες νύχτες…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το