Σχολεία-Μαθητές: Νέο τεστ από το 2024 σε Δημοτικό και Γυμνάσιο σε Γλώσσα, Μαθηματικά και Φυσική ή Πληροφορική

Σε ένα ακόμη τεστ θα υποβάλλονται πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς οι μαθητές της ΣΤ’  Δημοτικού καθώς και οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου, σύμφωνα με πληροφορίες από στελέχη του υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σχεδιασμό, οι μαθητές αυτοί θα εξετάζονται με ειδικά τεστ στη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες ή την πληροφορική.

Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για διαγωνίσματα των οποίων η βαθμολογία δεν θα μετράει για την προαγωγή του μαθητή, αλλά θα αξιοποιούνται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) η οποία είναι μια “καθαρόαιμη” μηχανή αξιολόγησης.

Τι να σημαίνουν όλα αυτά: Κρυφοί στόχοι και επιδιώξεις του ΥΠΑΙΘΑ

Τι προετοιμάζει, αλήθεια, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας; Οι αφανείς στόχοι και οι επιδιώξεις ξεκαθαρίζουν αν παρακολουθήσουμε τις κατευθύνσεις–οδηγίες-επιβολές ΟΟΣΑ  για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του ΥΠΑΙΘΑ.

Τι λέει ο ΟΟΣΑ; Επισημαίνει, πρώτον, ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών».

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να προλαμβάνεται η ασυνέπεια μεταξύ των στόχων».

Με λίγα λόγια η στόχευση είναι το να αποτελέσουν η «απόδοση» των μαθητών και τα «μαθησιακά αποτελέσματα» βασικό «πυλώνα» του νέου «οικοδομήματος» αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών.

Όπως είναι γνωστό με το ν.4692/2020 έχει ήδη θεσμοθετηθεί η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων και αυτή την περίοδο το ΥΠΑΙΘ προωθεί με κάθε μέσο την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Το ΥΠΑΙΘΑ, στο πλαίσιο αυτό, με βάση την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), έχει έτοιμη την “έξυπνη” πλατφόρμα και Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα «στο οποίο θα γίνεται η συστηματική καταχώρηση των δεδομένων της αξιολόγησης μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων και εκπαιδευτικού έργου καθώς και η επεξεργασία των δεδομένων και της εσωτερικής και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών καθώς και των στελεχών εκπαίδευσης» («Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020 – 2025»).

Στη συνέχεια σαν “ώριμο φρούτο” προετοιμάζεται η  συμμετοχή των γονέων στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων (και των εκπαιδευτικών) με όχημα τις «Ψηφιακές Υπηρεσίες για κηδεμόνες μαθητών (eParents)», που αναφέρονται στην λεγόμενη «Ψηφιακή Βίβλο» και «αφορούν μια νέα πλατφόρμα που στόχο έχει να δώσει στον πολίτη-κηδεμόνα ένα ζωντανό ‘’παράθυρο’’ στα σχολικά δρώμενα».

Ήδη ψηφιοποιούνται οι διοικητικές λειτουργίες, η επικοινωνία με τους γονείς, η επιμόρφωση, αλλά επίσης η αποτύπωση της αξιολόγησης σχολικών μονάδων για την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Ιχνηλατώντας την συνταγολογία

Την «γραμμή» σύνδεσης των επιδόσεων των μαθητών με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και παράλληλα την κατανομή των κρατικών πόρων βάσει αποτελεσμάτων και λογοδοσία βάσει επίδοσης, καθόλου τυχαία, την ανακαλύπτουμε την τελευταία δεκαετία να διαπερνά την εκπαιδευτική πολιτική του ΥΠΑΙΘΑ.

Μια παρόμοια πρόθεση εκδηλώθηκε, αλλά δεν προχώρησε, τον Μάρτιο του 2013, όταν επιχειρήθηκε να εισαχθεί στον ν. 4142/2013 «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΕ)» τροπολογία για την αξιολόγηση σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που όριζε με σαφήνεια, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αξιολόγηση–κρίση των εκπαιδευτικών θα γίνεται με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους.

Ενάμιση χρόνο αργότερα, με άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» (16/11/2014), με τίτλο «Η επόμενη μέρα: Μεταρρυθμιστικό άλμα στο αύριο» ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωνε, ανάμεσα σε άλλα, το επόμενο κύμα μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία με τα παρακάτω λόγια: «Αναβάθμιση της δημόσιας Παιδείας, ώστε να κρίνεται το έργο των εκπαιδευτικών από τα αποτελέσματά τους, δηλαδή από τις επιδόσεις των μαθητών στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο».

Αλλά και στις 31-8-2017, ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, σε συνέντευξή του στον Real Fm, αναφερόμενος στο νέο Λύκειο δήλωσε ότι «το διαγώνισμα του Ιανουαρίου θα είναι ένας τρόπος να δούμε αν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι αποτελεσματικοί». Με τη δήλωση αυτή ουσιαστικά αποκαλύπτονταν ότι στις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας ήταν να καθορίζονται ως κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων τα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή οι επιδόσεις των μαθητών.

Η δαιμονοποίηση των εκπαιδευτικών

Στο προωθούμενο αυτό νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» -με τη σειρά της- την επιτυχία και την αποτυχία όλων.

Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο: κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός.

Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης αλλά η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Και θεωρεί κατάλληλο τον χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη έχει ο εκπαιδευτικός.

Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο, γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.

Χρήστος Κάτσικας

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το