Το 2025 διαδέχεται ένα χρόνο στον οποίο η εργατική τάξη της χώρας μας βίωσε παραπέρα κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το λαϊκό εισόδημα συνέχισε και συνεχίζει να συρρικνώνεται δραματικά από τις ασταμάτητες, εξωφρενικές ανατιμήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. Η λαϊκή οικογένεια στερείται ακόμη και βασικά είδη διατροφής, ενώ οι πενιχρές αυξήσεις μισθών αποτελούν πραγματικό εμπαιγμό. Το κόστος της στέγασης έχει εκτιναχθεί. Οι εξώσεις, οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις πολλαπλασιάζονται. Ταυτόχρονα ο νέος προϋπολογισμός για το 2025 προβλέπει ακόμη μεγαλύτερη φορολεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων και παραπέρα υποβάθμιση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών.

Η ανθρωπιστική κρίση εξαπλώνεται δραματικά, με τα νέα κύματα ακραίας φτωχοποίησης να πολλαπλασιάζονται. Η δήθεν ευημερούσα Ελλάδα καταλαμβάνει, μονίμως, πρώτες θέσεις σε όλους τους ευρωπαϊκούς δείκτες που δηλώνουν εκτίναξη της ακρίβειας, μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και διευρυνόμενη φτωχοποίηση.

Το κυβερνητικό αντεργατικό έργο συνεχίστηκε ακάθεκτο και εντός του 2024, σύμφωνα με το αντιδραστικό, νεοφιλελεύθερο «όραμα» του Κυρ. Μητσοτάκη. Ανάμεσα στα όσα νομοθέτησε η κυβέρνηση της ΝΔ, ήταν η εφαρμογή, από τα μέσα του χρόνου, ρυθμίσεων που προέβλεπε το αντεργατικό τερατούργημα του Άδ. Γεωργιάδη και οι οποίες καταργούν το 8ωρο και την 5ήμερη εργασία. Ο νόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, για την Υγεία, με επιπλέον παραχώρηση τμημάτων του δημόσιου συστήματος Υγείας σε ιδιώτες, απογευματινά χειρουργεία κτλ… Ο νέος ποινικός κώδικας Δικαιοσύνης. Ο νόμος Κεραμέως για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, και την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ΕΓΣΣΕ κ.ά.

Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου που προηγήθηκε, και παρ’ όλο το μέγεθος της αντεργατικής επίθεσης της κυβερνητικής πολιτικής, η απάντηση του συνδικαλιστικού κινήματος, σε επίπεδο πανεργατικών κινητοποιήσεων, υπήρξε άκρως υποτονική έως απούσα, σε σημείο που διευκόλυνε θα έλεγε κανείς την κυβέρνηση να περνάει τους νόμους που ήθελε κάθε φορά. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, πραγματοποιήθηκε, μετά από πολύ καιρό, κοινή 24ωρη απεργία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς, συλλογικές συμβάσεις και λήψη ουσιαστικών μέτρων κατά της ακρίβειας. ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν αποφάσισαν απεργία ούτε καν για την ψήφιση του προϋπολογισμού όπως γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια, ενώ δεν συντονίστηκαν ούτε και στηρίχτηκαν, ουσιαστικά, απεργίες εν όψει της ψήφισης καθενός από τους αντιλαϊκούς νόμους της κυβέρνησης. Αντιθέτως, όταν δεν έμεναν εντελώς αδρανείς, αποφάσιζαν ξεχωριστές κινητοποιήσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες, εμποδίζοντας τη δυνατότητα να ξεδιπλωθεί ενιαίος μαζικός αγώνας ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Από την πλευρά του το ΠΑΜΕ, πιστό επίσης στη διασπαστική γραμμή του, συνέχισε και συνεχίζει τον μοναχικό χωριστό δρόμο του. Παρά τις αγωνιστικές κορώνες των δυνάμεών του, η πράξη του χαρακτηρίζεται από τη διάσπαση που φέρνει σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, με τις δυνάμεις του να συγκεντρώνονται και να κινούνται χωριστά, από τον ακολουθητισμό σε αποφάσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών που κατά τα άλλα τις καταγγέλλει, από την οπισθοχώρηση σε κρίσιμες φάσεις αγώνων. Η πολιτική των δυνάμεων του ΚΚΕ συνεχίζοντας να αποδυναμώνει την ενοποιητική κινητοποίηση των εργαζομένων δρα απωθητικά στη συνδικαλιστική συσπείρωσή της.

Ωστόσο, στον χρόνο που πέρασε πραγματοποιήθηκαν και μια σειρά από επιμέρους σημαντικές κλαδικές κινητοποιήσεις, όπως ενδεικτικά, των εκπαιδευτικών, των εργαζομένων στα νοσοκομεία, των ναυτεργατών, των εργαζομένων στη ΛΑΡΚΟ, των εργαζομένων στην e-food (οι οποίοι στις 10 Γενάρη πραγματοποίησαν νέα 24ωρη απεργία με αίτημα για υπογραφή ΣΣΕ καθώς και μισθολογικά ασφαλιστικά αιτήματα) κ.ά.

Γεγονός που καταδεικνύει πως δεν είναι ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες και διαθέσεις μαζικής εργατοϋπαλληλικής κινητοποίησης, αλλά αντίθετα είναι η πολιτική των παρατάξεων που ελέγχουν τα συνδικαλιστικά όργανα που μπλοκάρει την μαζική αγωνιστική κινητοποίηση ενάντια στην κυβερνητική πολιτική . Ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχουν μέσα στις εργατικές και λαϊκές μάζες οι διαθέσεις και η προθυμία για έναν τέτοιο αγώνα είναι η δικαιολογία των απολογητών του συμβιβασμού με την κυβερνητική πολιτική για την αγωνιστική απραξία που κηρύττουν.

Αυτό το τοπίο μπορεί να αλλάξει μόνο μέσα από την επίμονη προσπάθεια να ενισχυθεί σε κάθε χώρο δουλειάς η αγωνιστική κατεύθυνση και η επιρροή των δυνάμεων που τη στηρίζουν, ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση να οργανωθούν εργατικοί αγώνες με συνέχεια και κλιμάκωση. Η αγωνιστική κατεύθυνση που, στη βάση κάθε προβλήματος, ενεργοποιεί τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους και την αντιμετώπιση των αντιλαϊκών μέτρων και νόμων. Αναπτύσσει την πλατιά συλλογική-συνδικαλιστική οργάνωση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Συνενώνει τους μαζικούς αγώνες επιδιώκοντας την αναβάθμισή τους σε πανεργατικό-παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και πάλης για τα εργατικά και λαϊκά αιτήματα και για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.

Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούνται, τη νέα χρονιά, να συνεχίσουν και να εντείνουν τις προσπάθειες οι ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις του εργατοϋπαλληλικού κινήματος μέσα στους χώρους δουλειάς και στα συνδικάτα.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το