«Τρομοκράτες» οι διαδηλωτές, στα μαλακά οι επιφανείς

Πραγματοποιήθηκε χθες η πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης για τις αλλαγές στον νέο Ποινικό Κώδικα. Οι αλλαγές που επέβαλε η κυβέρνηση στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: πρώτον, προβλέπεται πολύ μεγαλύτερη ποινική δυσμένεια για τα αδικήματα «του δρόμου», με αυθαίρετες υπαγωγές σειράς αδικημάτων σε πράξεις τρομοκρατίας, και, δεύτερον, μεγαλύτερη στοργή για όσα με μια λέξη περιγράφονται ως αδικήματα του «λευκού κολάρου» (απάτες, απιστία, καταχρήσεις κ.λπ.).

Στην ουσία, έχουμε την επιστροφή σε έναν υποκειμενικό Ποινικό Κώδικα, δηλαδή στην υπαιτιότητα και όχι στο βάρος της πράξης αυτής καθεαυτήν, και το αποτέλεσμα θα είναι βέβαια δυσανάλογες ποινές και επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη» που ευαγγελίζεται το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα, «θέλουμε αυτές οι αλλαγές να ανταποκρίνονται στις προτεραιότητες -και εγώ θα το πω ευθέως- τις οποίες έχει βάλει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για την αυστηροποίηση του πλαισίου των ποινών και την εναρμόνιση του νέου ποινικού κώδικα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών».

Αλλά πώς καλύπτεται το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών με τη διάταξη που προβλέπει ότι για τον καταλογισμό του αδικήματος της απιστίας σε τραπεζικά στελέχη απαιτείται η τράπεζα να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά κατά του τραπεζικού στελέχους και όχι αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας; Δηλαδή οφείλουν οι τραπεζίτες να μηνύσουν τον εαυτό τους;

Για να δικαιολογήσει την προνομιακή μεταχείριση που κατάφωρα παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος, ο υπουργός προέβαλε την αγωνία χιλιάδων δανειοληπτών και έθεσε το ερώτημα: «Εχετε σκεφτεί αν με αυτή τη ρύθμιση οι τραπεζίτες καταφέρνουν να διαχειριστούν “κόκκινα” δάνεια, να μη χάσουν άνθρωποι το σπίτι τους;».

Ωστόσο, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα «υπάρχουν ερωτηματικά και ζητήματα», αφού ακόμα και ο βουλευτής της Ν.Δ., Ι. Μπούγας, ζήτησε να ενισχυθεί η αιτιολογία για την εισαγωγή της συγκεκριμένης διάταξης, «διότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος της εξαίρεσης των τραπεζικών στελεχών, η οποία ενδεχομένως να δημιουργεί και προβλήματα συνταγματικά».

«Πώς θα οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη ένα τραπεζικό στέλεχος για θαλασσοδάνεια που έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις ΜΜΕ ή ακόμα και σε κόμματα, όταν θα πρέπει να υπάρχει έγκριση από την ίδια την τράπεζα;» αναρωτήθηκε η Δώρα Αυγέρη (ΣΥΡΙΖΑ), ενώ λίγο αργότερα η Κουμουνδούρου προειδοποιούσε σε ανακοίνωσή της τον Κυριάκο Μητσοτάκη να «μη διανοηθεί να νομοθετήσει αυτό το έκτρωμα για να ξεπλύνει το σκάνδαλο με τα άνω των 400 εκατ. ευρώ δάνεια της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ.».

Κινητοποιήσεις… στο απόσπασμα

Στις κυβερνητικές προτεραιότητες περιλαμβάνονται ορισμένες πολύ ουσιαστικές αλλαγές, που αναφέρονται ως «διορθωτικές τροποποιήσεις» στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου, αλλά μόνο… διορθωτικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, αφού στήνουν στο απόσπασμα ακόμα και πολίτες που διαμαρτύρονται στον δρόμο.

Για παράδειγμα, στην παράγραφο 11 του 187Α γίνεται χρήση υπερβολικά αόριστων εννοιών, όπως «έγκλημα γενικής διακινδύνευσης», για να περιγραφεί το έγκλημα που πρέπει κατ’ ελάχιστον να τελείται για να προκύπτει τρομοκρατική δραστηριότητα, ενώ κάθε «έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης», όπως είναι ακόμη και «διέγερση σε ανυπακοή», «πρόκληση για την τέλεση εγκλήματος», «διατάραξη της κοινής ειρήνης», «απειλή διάπραξης εγκλημάτων», «διασπορά ψευδών ειδήσεων», μπορούν τελούμενα με τον τρόπο και τον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 187Α να στοιχειοθετήσουν έγκλημα τρομοκρατίας.

Αλλά και το άρθρο 290 περί διατάραξης κυκλοφορίας π.χ. με χρήση εμποδίων, επεκτείνει το αξιόποινο και σε πράγματα, ενώ αφορούσε μόνο κίνδυνο κατά ανθρώπινης ζωής.

«Το νομοσχέδιο θέτει στο στόχαστρό του κοινωνικές δράσεις, όπως διαμαρτυρίες σε δημόσιες υπηρεσίες, αρχές και ΔΕΚΟ, ορίζοντας ως ποινή φυλάκισης μέχρι και τρία χρόνια», έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου η Αγγελική Αδαμοπούλου (ΜέΡΑ 25) και η Μαρία Κομνηνάκα (ΚΚΕ) τόνισε ότι οι Κώδικες «ενισχύονται με μέτρα τα οποία μπορεί να αξιοποιηθούν σε βάρος του “εχθρού λαού”. Αυτό γίνεται και με την αυστηροποίηση των ποινών αλλά και αδικημάτων που παραπέμπουν στην καταστολή εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων».

Στις παραγράφους 12 και 14 του άρθρου 272 Π.Κ. ενσωματώνεται η Οδηγία 541/2017 (εκδόθηκε σε έκτακτες συνθήκες μετά τη δολοφονική επίθεση στο Μπατακλάν), με τρόπο που οδηγεί σε ισχυρό κίνδυνο αυθαιρεσιών και επεμβάσεων στη ζωή των πολιτών και μόνο με την εκδήλωση του φρονήματός τους, χωρίς δηλαδή να έχουν τελέσει την παραμικρή πράξη που θα ήταν επικίνδυνη ή βλαπτική για τα έννομα αγαθά («ουδέτερες πράξεις»).

Το αξιόποινο αφορά πλέον τον «σκοπό», που θα συνάγεται προφανώς από αστυνομικές «πληροφορίες». Ειδικότερα, τυποποιείται ως έγκλημα η απλή λήψη εκπαίδευσης -γίνεται λόγος ακόμη και για την αυτοδιδασκαλία με το «κατέβασμα» επιμορφωτικού υλικού από το Διαδίκτυο- με σκοπό την τέλεση ή, ακόμη πιο αόριστα, τη «συμβολή» στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα που ορίζονται πια ως εγκλήματα τρομοκρατίας (δηλαδή κάθε έγκλημα «γενικής διακινδύνευσης» ή κατά της δημόσιας τάξης).

Προβλέπεται, μάλιστα, ως ποινικό αδίκημα η πραγματοποίηση ή η διευκόλυνση ταξιδιού με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή με σκοπό τη «συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας» ή με σκοπό την προσφορά ή την παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

Η Αγγελική Αδαμοπούλου (ΜέΡΑ 25) σχολίασε ότι η θέσπιση ποινών ακόμη και για ταξίδια στο εξωτερικό υπόπτων για τρομοκρατία «παραπέμπει στην περίπτωση Περικλή – Ηριάννας, όπου ο πρώτος είχε ταξιδέψει στην Ισπανία» και αθωώθηκε με το τρέχον νομοθετικό πλαίσιο, ενώ η Μαρία Κομνηνάκα (ΚΚΕ) επισήμανε ότι «μετατρέπεται σε νομοθετική διάταξη η απαράδεκτη πρωτόδικη δικαστική απόφαση» της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Το δίκαιο της σκέψης

Στο άρθρο 1 παρ. 7, τίθεται στα 17 από 22 έτη το αυστηρότερο χρονικό όριο για την απόλυση, υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηση, όταν πρόκειται για σωρευτικά συντρέχουσες ποινές, ενώ ο καταδικασμένος σε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, θα πρέπει να παραμείνει στη φυλακή για 20 αντί για 16 έτη.

Με το άρθρο 4 παρ. 1 μετατρέπεται σε κακούργημα η κατοχή εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών, στο πλαίσιο διατάραξης κοινής ειρήνης, και όχι η χρήση τους, ενώ να κατέχει κάποιος ένα μυδραλιοβόλο είναι πλημμέλημα.

«Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα με επικοινωνιακούς όρους, αφού η αλήθεια είναι ότι η ρίψη μολότοφ είναι κακούργημα. Αυτό που αλλάζει είναι ότι, όποιος έχει στο σακίδιό του μολότοφ όταν βρίσκεται σε διαδήλωση, είναι και αυτό κακούργημα», σημείωσε η Νάντια Γιαννακοπούλου (ΚΙΝ.ΑΛΛ.), ενώ ο Διον.-Χαρ. Καλαματιανός (ΣΥΡΙΖΑ) τόνισε ότι «περνάμε από το δίκαιο της πράξης στο δίκαιο της σκέψης» και χαρακτήρισε «απαράδεκτο να γυρίζουμε σε τέτοιες προσεγγίσεις αναχρονιστικές».

Ο Σπύρος Λάππας (ΣΥΡΙΖΑ) υπογράμμισε ότι απαιτείται μεγάλη συζήτηση για τις αλλαγές των άρθρων 187, 187Α και 187Β και έφερε ως παράδειγμα πως «όταν γίνεται διάρρηξη για μια γκοφρέτα ή για ένα ευρώ, από έναν διαρρήκτη, είναι ασήμαντο πλημμέλημα. Αν γίνει όμως από δύο διάρρηξη περιπτέρου μπορεί να είναι κακούργημα, αφού δεν προσδιορίζεται όριο και αξία του εννόμου αγαθού».

◼ Σήμερα η συζήτηση συνεχίζεται με την ακρόαση των φορέων στην Επιτροπή και το νομοσχέδιο αναμένεται να εισαχθεί την προσεχή εβδομάδα στην Ολομέλεια.

Πηγή: Γιώτα Τέσση – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το