της Σοφίας Στεφανίδου
Η κυβέρνηση, μετά από την επαίσχυντη απόφαση να ψηφίσει έναν νόμο για τη δημόσια εκπαίδευση εν μέσω πανδημίας και με τα σχολεία ουσιαστικά κλειστά, προχώρησε στην έκδοση της υπουργικής απόφασης για αλλαγές του ωρολογίου προγράμματος στα Γυμνάσια και τα Λύκεια, με το οποίο πλέον καταργεί, εκμηδενίζει, υποβιβάζει, κονιορτοποιεί μαθήματα και ειδικότητες που αφορούν στους κλάδους των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών επιστημών και καλλιτεχνικής παιδείας. Συνεχίζεται, επίσης, η υποβάθμιση των φυσικών επιστημών που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια με τη μείωση των ωρών Φυσικής, Χημείας, Βιολογίας στο Γυμνάσιο και τώρα με τη μείωση ωρών Φυσικής στο Λύκειο. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από κάποιους αιφνιδιαστική, ενώ καταγγέλθηκε ότι έγινε χωρίς σχεδιασμό, επιστημονική τεκμηρίωση και διάλογο. Ουδέν ψευδέστερον και στα τρία σημεία, όπως θα φανεί και παρακάτω.
Αυτή η κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, έχουν κάνει σαφές ότι η εκπαιδευτική τους πολιτική σχεδιάζεται γύρω από τις βασικές κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, του ΣΕΒ και άλλων υπερεθνικών οργανισμών. Ανάμεσα σε αυτές κυριαρχούν οι αρχές ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης ή πλευρών αυτής, η λειτουργία της με τους νόμους της αγοράς, η υποταγή του περιεχομένου της στις ανάγκες που ορίζονται από την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής κάθε φορά, αλλά και από αυτές που απορρέουν από την ιδεολογική της κυριαρχία και την αναπαραγωγή του κυρίαρχου συστήματος.
Είναι σαφές, από την άλλη, ότι η επιλογή των μαθημάτων που περικόπτονται έχει και ιδεολογικό πρόσημο, νεοφιλελεύθερο και αντιδραστικό. Θέλουν αποσπασματικές, κατακερματισμένες γνώσεις, με εστίαση στην πληροφορία που θα οδηγεί σε «δεξιότητες» και «καταρτίσεις» κι όχι γνώση συμπαγή και σε βάθος. Οι γνώσεις πρέπει να περιοριστούν σε ό,τι ποσοτικοποιείται, γίνεται μετρήσιμο, αξιοποιήσιμο στην αγορά και ταυτόχρονα υποταγμένο στα βασικά στοιχεία της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης χωρίς δυνατότητα αμφισβήτησή της. Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι περιττές και οι κοινωνικές επιστήμες που εν δυνάμει μπορούν να οδηγήσουν συνολικά στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ ταυτόχρονα, η υποβάθμιση των φυσικών επιστημών εμποδίζει τους μαθητές να προσεγγίσουν στην ολότητά τους τη φύση και τον κόσμο όπου ζουν, από τον μικρόκοσμο (Χημεία, Βιολογία) ως τον μακρόκοσμο (Φυσική). Επιπλέον, με την υποβάθμιση της καλλιτεχνικής παιδείας καταλήγει να στερηθεί ο έφηβος τη «γλώσσα» της τέχνης, μια γλώσσα διαφορετική, δημιουργική, αισθητικά και συναισθηματικά αναγκαία για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, των τρόπων έκφρασης και των ταλέντων του.
Είναι, όμως, καθαρό, τουλάχιστον για τη γράφουσα, ότι όσο το σχολείο είναι προσδεμένο με την «ιερή αγελάδα» των πανελλαδικών εξετάσεων, όσο οι μαθητές μας αντιμετωπίζονται με την αρχή της «τραπεζικής αντίληψης για την παιδαγωγική» (Φρέιρε, 2019), όσο διδάσκονται «όχι να γίνουν πολίτες, αλλά διευθύνοντες σύμβουλοι, να πλασάρουν τον εαυτό τους» (Klein, 2011: 74) και προετοιμάζονται για να διαδεχτούν τους γονείς τους στην παραγωγή με όρους εργασιακής ζούγκλας και ατομικής διαπραγμάτευσης (εργαζόμενοι «βίδας», ανειδίκευτοι, ημιμαθείς), το σύνολο του περιεχομένου του σχολείου πρέπει να μπαίνει στο στόχαστρο μιας βαθιάς κριτικής με στόχο την αλλαγή της σημερινής βασικής αφετηριακής αρχής του: την πραγματική και καθολική υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και της αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όλα τα παραπάνω μεταφράζονται και υλοποιούνται με συγκεκριμένα μέτρα.
Ας δούμε το παράδειγμα των κοινωνικών επιστημών: πεντακόσιοι και πλέον μόνιμοι εκπαιδευτικοί μπαίνουν πλέον σε καθεστώς επισφάλειας, εργασιακής ομηρείας και περιπλάνησης. Η επίθεση στη μόνιμη και σταθερή δουλειά είναι μήνυμα προς όλους τους εργαζόμενους. Κανείς δεν πρέπει να τη θεωρεί πλέον ως δεδομένη. Κάτω από το φως των επερχόμενων αξιολογήσεων και των κινδύνων που απορρέουν από αυτές, όλοι παίρνουν το μήνυμα που μεταφράζεται στη συνέχεια σε φόβο και ανασφάλεια. Πολύ περισσότερο που ήδη ψηφισμένοι νόμοι, τους οποίους καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν άλλαξε, ταυτίζουν τη μονιμότητα με την οργανικότητα, ανοίγοντας ξανά την πόρτα της διαθεσιμότητας και των απολύσεων. Οι ίδιοι οι πληττόμενοι εργαζόμενοι θα κληθούν να αποδεχτούν να δουλεύουν με όρους εξοντωτικούς, σε τέσσερα, πέντε και περισσότερα σχολεία ή ταυτόχρονα κάνοντας ακόμη και «τηλεκπαίδευση» σε μαθητές απομακρυσμένων περιοχών στη θέση των αναπληρωτών συναδέλφων τους που απολύθηκαν ήδη. Οι συνάδελφοι αναπληρωτές των συγκεκριμένων ειδικοτήτων που όργωναν την Ελλάδα από άκρη σε άκρη για να μαζέψουν προϋπηρεσία και μόρια κι έκαναν μεταπτυχιακά και διδακτορικά, για να ανέβουν στον πίνακα κατάταξης διορισμού, απλά «εξαφανίζονται από το χάρτη», χωρίς καμία εξήγηση. Και για αυτούς που τα σχεδιάζουν όλα αυτά, κάθε εξήγηση είναι περιττή! Έτσι, λειτουργεί ο καπιταλισμός, ηλίθιε –παραφράζοντας τη ρήση ενός γνωστού αρθρογράφου και συγγραφέα. Ο καθένας πρέπει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ατομικά ως εμπόρευμα. Όλοι πρέπει να «να πλασάρουν το λογότυπο του εγώ τους» (Klein, 2011: 74).
Εκτός των παραπάνω, η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να μας είχε αιφνιδιάσει και για έναν πρόσθετο λόγο. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προχώρησε στη λεγόμενη «τηλεκπαίδευση», προφανώς, όχι από ευαισθησία για τις χαμένες ώρες μαθημάτων, αλλά γιατί η τηλεκπαίδευση θα αποτελέσει εργαλείο απόλυσης χιλιάδων αναπληρωτών, κι επιπλέον γιατί συνάδει με το περιεχόμενο που επιδιώκεται να δοθεί στο σχολείο: «στην παράδοση ανοιχτές, στην εξέταση κλειστές (οι κάμερες)», όπως είχε πει και η Υπουργός. Ταυτόχρονα, η «τηλεκπαίδευση», όπως και η δυνατότητα μη παρακολούθησης με υπεύθυνη δήλωση, έπληξε και την υποχρεωτικότητα και την καθολικότητα της εκπαίδευσης και παγίωσε το δόγμα: «όποιος μπορεί καλώς, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε…». Ατομική ευθύνη για άλλη μια φορά! Όπως το «μένουμε σπίτι», έτσι και το «μένουμε ημιμαθείς» είναι ευθύνη δική μας! Κι όλα αυτά ενισχύονται και από τον νόμο για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση που η κυβέρνηση θα καταθέσει μέσα στο καλοκαίρι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Υπουργού.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η προαναφερθείσα εξέλιξη άνοιξε ή οφείλει να ανοίξει τη συζήτηση για το τι σχολείο θέλουμε, με τι περιεχόμενο, με ποιες σχέσεις εργασίας. Σε κάποιες περιπτώσεις το θέμα τέθηκε με στρεβλό τρόπο και με διλημματικά και διχαστικά ερωτήματα: Κοινωνιολογία ή Λατινικά, Πολιτική Παιδεία ή Αρχαία Ελληνικά, Οικονομικές αρχές ή Αγγλικά;
Ως φιλόλογος, δεν έχω κανένα δίλημμα: Τα Αρχαία Ελληνικά θα έπρεπε να διδάσκονται στο Γυμνάσιο μόνο από μετάφραση και με μοναδικό στόχο την επαφή με την αρχαία ελληνική σκέψη και συμμερίζομαι απόλυτα τις απόψεις που κατέθεσε ο συνάδελφος Λαέρτης Τανακίδης σε άρθρο του στον Σελιδοδείκτη πριν από τρία χρόνια (Τανακίδης, 2017). Ενώ σχετικά με το μάθημα των Λατινικών θα έπρεπε να είναι μάθημα επιλογής στο Λύκειο για όσους ενδιαφέρονται να κάνουν κλασικές σπουδές. Τελεία, αλλά όχι παύλα… Γιατί παραμένει μετέωρο το αίτημα για ένα σχολείο όπου οι μαθητές:
-Θα ανακαλύπτουν, θα αμφισβητούν, θα επαναβεβαιώνουν ή θα απορρίπτουν τη γνώση, τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας.
-Θα ανακαλύπτουν τον κόσμο, όχι μόνο αυτό των αριθμών (βαθμοί, πλεονάσματα, ελλείμματα κ.ο.κ.), αλλά των σχέσεων, των πολύμορφων μορφών δημιουργίας.
-Θα ανακαλύπτουν τη σχέση μαθηματικών- γλώσσας, σκέψης και δεν θα ξεχνούν τη σκέψη και θα μισούν τα μαθηματικά. Δεν θα διδάσκονται π.χ. για τον εθελοντισμό (νέο γνωστικό πεδίο στο Δημοτικό, Γυμνάσιο) και τη φιλανθρωπία που καταλήγει στο «ταΐζω στόματα», αλλά την αλληλεγγύη και τη συλλογική ευθύνη που αντιμετωπίζει όσους έχουν ανάγκη ως κοινωνική ομάδα που πρέπει να ακουστεί η φωνή της και να επιβληθεί το δίκιο της.
-Θα «ποιούν» και θα μελοποιούν, θα γράφουν, αλλά και θα ζω-γραφίζουν (και τα δυο έχουν τα ίδια στάδια δημιουργίας: ιδέα, μορφοποίηση, εργαλεία, τεχνικές). Σε πλήρη αντίθεση με το σχολείο που «η μοναδική αποδεκτή χρησιμοποίηση δεξιοτήτων και του ταλέντου είναι να τα εμπορεύεσαι για να αποκτήσεις χρήμα» (Klein, 2011: 82).
Για ένα σχολείο, τέλος, όπου οι εκπαιδευτικοί:
-Θα νιώθουν ασφαλείς και ελεύθεροι «να παιδεύσουν και να παιδευτούν».
-Θα είναι απαλλαγμένοι από στερήσεις και καταναγκασμούς.
-Θα έχουν την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση της κοινωνίας.
Τώρα προέχει η μάχη να μη χάσει κανείς εκπαιδευτικός τη δουλειά του και κανένα παιδί να μη στερηθεί την αναγκαία γνώση. Ο καπιταλισμός, όμως, δεν μας αφήνει πλέον κανένα περιθώριο: ή θα τον αμφισβητήσουμε εκ θεμελίων και θα σχεδιάσουμε αλλιώς την κοινωνία μας ή θα μας τα πάρει όλα. Σε ό,τι μας αναλογεί για το σχολείο ΤΩΡΑ είναι η ώρα οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να συγκροτήσουμε παντού, σε όλες τις ΕΛΜΕ, επιτροπές αγώνα για να μην απολυθεί κανείς και ταυτόχρονα να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση του δημόσιου σχολείου, του περιεχομένου και των μεθόδων διδασκαλίας, φτιάχνοντας σε κάθε περιοχή ομάδες εργασίες που θα επεξεργαστούν όλα τα παραπάνω ζητήματα. Το καλοκαίρι πρέπει με κάθε τρόπο να αποτελέσει περίοδο προετοιμασίας για ανασύνταξη των δυνάμεων του εκπαιδευτικού και εργατικού κινήματος.
Αρθρογραφία-Βιβλιογραφία
Φρέιρε, Π. (2019). «Η “τραπεζική αντίληψη” της εκπαίδευσης», επιμ. Γ. Καλημερίδης. Τετράδια Μαρξισμού για την κομμουνιστική απελευθέρωση, τχ. 11.
Klein, N. (2011). Φράχτες και Παράθυρα. Μτφρ. Ά. Φιλιππάτος. Αθήνα: Λιβάνης.
Τανακίδης, Λ. (2017) Αρχαία κι νέα ελληνικά: εννιά παρατηρήσεις κι μια πρόταση, selidodeiktis.edu.gr
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr