γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
Ήρθε απ’ την Καππαδοκία, κουβαλώντας δυο χοντρές πλεξούδες, τις γεροδεμένες γάμπες των κοριτσιών που είχαν προορισμό να δουλέψουν σκληρά και να μεγαλώσουν πολλά παιδιά, λίγο φόβο στα μάτια, που δεν έφτανε όμως να θολώνει την τσαχπινιά τους, κι ένα οικογενειακό τετράδιο.
Στην πρώτη σελίδα, η μάνα της είχε γραμμένα τα ονόματα αποθαμένων συγγενών, με κοντυλοφόρο για να μην ξεθωριάσουν τα γράμματα, για να τους μνημονεύει τα ψυχοσάββατα, δίχως να ξεχνά κανένα και να ‘ναι έτσι όλες οι ψυχές απαραπόνευτες.
Ακολουθούσε μια κενή σελίδα, για να μη μπερδεύεται πολύ η ζωή με το θάνατο και μετά, συνταγές για σιροπιαστά γλυκά, αφράτες ζύμες και παχιές σάλτσες.
Το ότι κάποιες ήταν γραμμένες με μολύβι, δε μείωνε τη νοστιμιά τους.
Είχε μάλλον να κάνει με το γεγονός πως ο κοντυλοφόρος κάποτε στέρευε από μελάνι.
Στο τελευταίο φύλλο, κατέγραφε τα προικιά της Μαρίας.
Δυο χοντρές βελέντζες, τρία χράμια, δυο μπατανίες καμηλό, έξι λινά σεντόνια, ένας μαστραπάς από πορσελάνη κι άλλος ένας από τσίγκο.
Αποχαιρετώντας για πάντα το Καρβάλι, η Μαρία πήρε το τετράδιο, αφού δεν μπορούσε να πάρει τα κόκκαλα της μάνας της – που έφυγε πριν γεμίσει τις δυο σελίδες του τελευταίου φύλλου – αφήνοντας πίσω και τα σεντούκια με το περιεχόμενό τους.
Όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη θάλασσα, ανατρίχιασε από την απεραντοσύνη του νερού και όταν περπάτησε στους δρόμους ενός τόπου που τον είχε ακούσει για δικό της αλλά τον ένοιωθε ξένο, έγραψε στην πρώτη σελίδα με τους νεκρούς, μετά το όνομα της μάνας της, και τη λέξη Καρβάλι.
Το τετράδιο μπήκε στο ράφι με τα εικονίσματα, το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το θύμιαζε και το άνοιγε για να μνημονέψει τους εκλιπόντες μόνη της, αφού δεν της περίσσευε δεκάρα για πρόσφορο στον παπά, να μυρίσει την κανέλα που είχε ποτίσει το χαρτί και να δει τα γράμματα της μάνας της.
Από μια παραξενιά, που δεν πρόλαβε ποτέ να της την εξηγήσει, έγραφε το άλφα και το ωμέγα, μόνο με κεφαλαία γράμματα.
«Το σΑμΑλι πΑει με πΑγΩτό»
Ο Χρύσανθος την αγάπησε για τις χοντρές πλεξούδες, τις γεροδεμένες γάμπες και τη τσαχπινιά στην άκρη των ματιών της.
Εκείνη δεν αισθάνθηκε την καρδιά της να φτερουγίζει, ένοιωθε όμως κοντά του ασφάλεια και σεβάστηκε το ότι ποτέ δεν άκουσε απ’ το στόμα του τη λέξη τουρκόσπορος.
Επειδή δεν είχε τίποτα να του δώσει, του έδειξε το τελευταίο φύλλο με τα προικιά και του είπε πως είναι μόνο χάρτινα.
Ο Χρύσανθος, που είχε ένα τρίκυκλο με σκεπαστή καρότσα, γυρνούσε τις γειτονιές του Πειραιά και γυρολογούσε τετζερέδια, σεντόνια και μπατανίες, σαν αυτές που είχαν στο Καρβάλι, πήρε απ’ την καρότσα όσα έγραφε η λίστα με τα χάρτινα προικιά, μαζί και δυο ζέρσεϋ μεσοφόρια και τα στοίβαξε μπροστά της.
Παντρεύτηκαν δίχως καλεσμένους, πήγαν γαμήλιο ταξίδι με τον ηλεκτρικό στην Ομόνοια, έκαναν ένα μεγάλο περίπατο, ο Χρύσανθος την κέρασε σαλέπι και σάμαλι, ο σαλεπιτζής τους ευχήθηκε «ιμιτλερίμ», ο σαμαλιτζής , «βίον ανθόσπαρτον» και γύρισαν, με το τελευταίο τραίνο, στη χαμοκέλα του Χρύσανθου όπου η Μαρία έλυσε τις πλεξούδες κι έμεινε με το ζέρσεϋ μεσοφόρι.
Του χάρισε πέντε γιους και μια κόρη κι εκείνος ένα μεταξωτό μεσοφόρι, ένα μεγάλο ταψί για σάμαλι και μπακλαβάδες και κάμποσες βόλτες στην Ομόνοια.
Τον Χρύσανθο τον πρόδωσε η καρδιά του, έναν καυτό Ιούλιο όταν πια οι γιοι τους είχαν μεγαλώσει και οι χοντρές πλεξούδες της Μαρίας είχαν γίνει λιανές και πάλλευκες.
Στην πρώτη σελίδα του τετράδιου, μετά το Καρβάλι, έγραψε το όνομα Χρύσανθος, στην τελευταία σελίδα, «τρία μεσοφόρια» και στα μνημόσυνά του, κερνούσε πάντα σΑμΑλι με πΑγΩτό.
ΙΜΙΤΛΕΡΙΜ, στις ελπίδες μας
e-prologos.gr