Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο,
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε, το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια τον τραμπούκο σαν ήρωα και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο αν ίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του και που η τέχνη του είναι τέχνη μιμητισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα» για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος.
Χαλίλ Γκιμπράν, απόσπασμα από το “Ο κήπος του προφήτη”
Η φωτογραφία από πίνακα του Κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη
e-prologos.gr