Το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει τέτοιος κυκεώνας συντηρητικών νόμων και πολιτικών πρακτικών και οι αντιδράσεις του κόσμου να είναι αναντίστοιχες; Γιατί να υπάρχει τέτοιο χάσμα ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό; Μα διότι υπάρχουν άνθρωποι αδιάφοροι, φοβισμένοι, συμβιβασμένοι ή και άνθρωποι ταγμένοι με τη βαρβαρότητα, θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει. Ωστόσο, μία τέτοια απάντηση είναι εντελώς επιφανειακή και τούτο αποδεικνύεται αν θέσουμε ευθύς αμέσως το επόμενο ερώτημα: τι κάνει τους ανθρώπους να επιλέγουν τον δρόμο της αυτοχειρίας τους; Ας επιχειρήσουμε κάπως να τακτοποιήσουμε τα πράγματα.
Η Κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά τι κάνει
Το κατ’ εξοχήν κόμμα (προσοχή όχι το μοναδικό) της ελληνικής αστικής τάξης, η ΝΔ, κατεβάζει με ρυθμό πολυβόλου τους νόμους. Νόμος για την παιδεία, την ιδιωτική εκπαίδευση, το περιβάλλον, τις διαδηλώσεις, ρυθμίσεις για τα εργασιακά, παροχή εκατομμυρίων ευρώ σε καναλάρχες, κλινικάρχες, σχολάρχες, συγκάλυψη σκανδάλων, αστυνομική βία κ.λπ.. Το γιατί τα προχωράει με τέτοιο ρυθμό δεν θέλει και πολύ σκέψη: πρώτο, διότι είναι στη φύση της όπως και στη φύση κάθε κόμματος που εκπροσωπεί την αστική τάξη με τον ένα ή άλλο τρόπο, δεύτερο και απολύτως αλληλένδετο με το προηγούμενο διότι δυο βασικές βλέψεις έχει η ολιγαρχία: το τσάκισμα του όποιου αγωνιστικού φρονήματος και τη μεγιστοποίηση των κερδών της και τρίτο, ειδικά στην παρούσα συγκυρία διότι γνωρίζει πολύ καλά πως το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο τέλμα.
Γιατί παρατεταμένο τέλμα;
Το παραπάνω ερώτημα δεν είναι εύκολο και ως εκ τούτου δεν είναι εύκολη ούτε η απάντηση. Υπάρχει ένα αίτιο που πάει σε βάθος χρόνου, ένα άλλο που διατρέχει όλη την ιστορία της ταξικής πάλης, ένα τρίτο που σχετίζεται με ελπίδες που προδόθηκαν και ένα τέταρτο που συνδέεται με τις πολιτικές πρωτοπορίες (ο καθένας ας επιλέξει αν θέλει τη λέξη πρωτοπορίες σε εισαγωγικά ή εκτός εισαγωγικών).
Ανοίγοντας, λοιπόν, το ιστορικό πλάνο μας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το 1989 το κομμουνιστικό κίνημα υπέστη μία οδυνηρή ήττα που παρόμοιά της δεν υπήρξε στο παρελθόν. Βεβαιότητες διαλύθηκαν και αναμφισβήτητος νικητής ήταν ο καπιταλισμός. Έκτοτε ο κόσμος πλέει εντός ενός μακροχρόνιου αντεπαναστατικού κύματος που σήμανε το πισωγύρισμα της ανθρωπότητας: ο νεοφιλελευθερισμός έχει κυριαρχήσει, τα κομμουνιστικά κόμματα συρρικνώθηκαν, εξαφανίστηκαν ή σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκαν, τα κοινωνικά πειράματα της Λατινικής Αμερικής απέτυχαν, ο νεοναζισμός εμφανίστηκε ή δυνάμωσε σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, ενώ σε χώρες με μουσουλμανισμό υπήρξε επίσης ένα μεγάλο ιστορικό πισωγύρισμα.
Σε άλλο κείμενό μας επισημάναμε την παράμετρο του φόβου: ο φόβος δεν προέκυψε τώρα. Είναι ανθρώπινο συναίσθημα αλλά φαίνεται από την ιστορία της κοινωνικής διαπάλης ότι δεν έχει πάντα την ίδια έκταση και ένταση. Εκτός του φόβου, υπάρχει η αδιαφορία, ο συμβιβασμός, το πέρασμα στο αντίπαλο στρατόπεδο από ανθρώπους που πριν ήταν ενταγμένοι στο μπλοκ των αγώνων και ασφαλώς υπάρχουν και άνθρωποι πεισμένοι πως κανονικότητα είναι η βαρβαρότητα.
Όσον αφορά την τρίτη και τέταρτη αιτία τις αφήνουμε για παρακάτω. Προς το παρόν ας μείνουμε στη δεύτερη αιτία. Είναι φορές που όσοι ανιδιοτελώς αγωνίζονται βιώνουν συνεχόμενες ήττες κι έτσι φτάνουν σε ένα οριακό σημείο. Ακριβώς σε αυτό το σημείο αναρωτούνται γιατί ο κόσμος δεν καταλαβαίνει και γιατί δεν αντιδρά και πολλές φορές η κατάληξη είναι θυμωμένη: «Μισώ τους αδιάφορους», έγραφε σε ένα κείμενό του ο μεγάλος διανοητής κομμουνιστής Αντόνιο Γκράμσι. Διαβάζοντάς το κάποιος σήμερα θα βρει πολλές κοινές ανησυχίες και συναισθήματα με τον Γκράμσι. Αλλά θα τολμήσουμε να πούμε πως ο Γκράμσι δεν είχε δίκιο. Είναι ανθρώπινο να θυμώνει κάποιος με τον συμβιβασμό, τον φόβο, την αδιαφορία των άλλων, αλλά ο κομμουνιστής δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο ή κυρίως συναισθηματικά. Οφείλει να αναλύει και να εξηγεί και μάλιστα να εξηγεί με επιστημονικά εργαλεία. Ο στιγματισμός του φοβισμένου, του αδιάφορου, του υποταγμένου, ακόμη και του υποτελούς που για μία σειρά λόγων εμφορείται από συντηρητικές απόψεις, σημαίνει είτε την αδυναμία να κατανοηθούν οι μηχανισμοί χειραγώγησης, είτε την ψυχολογική άρνηση να ειδωθεί κατάματα η πραγματικότητα και κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της.
Ένα βήμα πέρα από τις διαπιστώσεις
Όποιος στέκεται, λοιπόν, μόνο σε διαπιστώσεις και κυριαρχείται από το θυμικό του για την κυρίαρχη στάση της κοινωνίας δεν μπορεί να βοηθήσει ούτε τον εαυτό του ούτε την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, που είναι ζητούμενο. Και όταν βλέπουμε τον φόβο και τον συμβιβασμό να κυριαρχούν, όταν η ιδεολογία της άρχουσας τάξης είναι κυρίαρχη ένα ερώτημα πρέπει να βασανίζει τα μυαλά μας: γιατί; Γιατί υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που μπορούν και αποκωδικοποιούν ό,τι συμβαίνει γύρω τους; Γιατί όσοι αντιδρούν στην αδικία είναι μειοψηφίες; Γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πέρα από το ποδόσφαιρο ή τον καλλωπισμό τους δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο; Γιατί υπάρχουν υποταγμένοι ή και κάποιοι που τάσσονται ανοικτά με τον αντίπαλο; Αν δεν θέσουμε τα ερωτήματα και κυρίως αν δεν δώσουμε τις απαντήσεις τότε μας παραμονεύει ο μικροαστισμός. Αδυνατώντας ή αρνούμενοι να δώσουμε εξηγήσεις περνάμε στον ελιτισμό: όλοι είναι ζώα, καλά να πάθουνε, ας έρθουν κι άλλα μνημόνια, είναι μερικά αποφθέγματα από αυτά που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του κινηματικού τέλματος.
Ο φοβισμένος και ο υποταγμένος έχει λόγους να είναι έτσι: η απειλή της απόλυσης, το χρωστούμενο δάνειο, το ενοίκιο και οι λογαριασμοί που τρέχουν, προβλήματα υγείας και πολλά ακόμη τον εμποδίζουν να κάνει το βήμα, αλλά και η ανελέητη και επιστημονικά στημένη προπαγάνδα του αντίπαλου τον οδηγούν σε ιδεολογικές στρεβλώσεις. Όσο μάλιστα πολιτικά δεν βλέπει κανένα φως στο τούνελ, ο φόβος του, η αδιαφορία του, η υποταγή του μεγεθύνονται. Όλα τα παραπάνω δεν δικαιολογούν αλλά αιτιολογούν μία κατάσταση. Το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης είναι υπαρκτό αλλά δεν είναι το κύριο (διαφορετικά πρέπει να δικαιώσουμε τη ρητορική της κυβέρνησης για την προσωπική ευθύνη σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας). Αυτός πάλι που έχει σπάσει το πλαίσιο και μάχεται στον εργασιακό του χώρο ή μάχεται για την υλοποίηση ενός κοινωνικού οράματος μιας δίκαιης κοινωνίας, δεν είναι περισσότερο ευφυής από τον φοβισμένο. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, πολλές φορές τυχαίοι, μπορεί να τον ριζοσπαστικοποιήσουν σε κάποια φάση της ζωής του. Αν, λοιπόν, τα πράγματα είναι έτσι, το μίσος για τους αδιάφορους όχι μόνο στερείται νοήματος αλλά κάνει και ζημιά. Δημιουργεί περίκλειστα σύνορα επαναστατικής καθαρότητας και η προσέγγιση με την πλειονότητα του κόσμου καθίσταται δύσκολη αν όχι αδύνατη.
Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ και της κομμουνιστικής αριστεράς
Ας ξεκαθαρίσουμε για πολλοστή φορά πως ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν συμπεριλαμβανόταν στην αριστερά, κάτι που το έχουμε εξηγήσει αναλυτικά στο Ζητήματα Τακτικής και Στρατηγικής, εκδ. ΚΨΜ. Επομένως, όταν μιλάμε για ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ και της κομμουνιστικής αριστεράς είναι άλλου χαρακτήρα. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι πολύς κόσμος εναπόθεσε τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά διαψεύστηκε. Όμως, η διάψευση επέφερε εντυπωσιακές ιδεολογικοπολιτικές αλλαγές. Δεν είναι μόνο ότι αναστήθηκε η ΝΔ που είχε φτάσει στο πρόσφατο παρελθόν στο ιστορικό χαμηλό του 19% και εκτοξεύτηκε στο 38%. Πίσω από τις εκλογικές ήττες και νίκες κρύβονται ανακατατάξεις μη ορατές σε πρώτη φάση. Το συμπέρασμα είναι ένα και δεν επιδέχεται πολλών ερμηνειών: ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μεγάλη ζημιά κινηματικά και συνειδησιακά. Τα αποτελέσματα της παρακάτω δημοσκόπησης μιλάνε από μόνα τους. Η αυτοτοποθέτηση στην κλίμακα «αριστερά-κεντροαριστερά» υπερέχει σαφώς το 2009, ενώ τα πράγματα ανατρέπονται το 2017, δηλαδή μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς εξαιτίας αυτής της διακυβέρνησης.
Όσον αφορά την κομμουνιστική αριστερά έχει και αυτή ιστορικές ευθύνες για την κατάσταση του κινήματος. Το ΚΚΕ με τη άνευ προηγουμένου ιδεολογική και πολιτική στροφή των τελευταίων ετών, με την ταύτιση τακτικής με στρατηγική αλλά και με πλευρές της πολιτικής του να είναι συστημικές, με τις υγειονομικές ζώνες στο κίνημα, με την καθύβριση όποιου τολμά να του ασκήσει κριτική, με την καλλιέργεια της ψυχολογίας «εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς», με την αναπαραγωγή μιας γερασμένης γραφειοκρατίας, έδειξε ότι ήταν λίγο την περίοδο της κρίσης. Μάλιστα, με έναν ιδιόμορφο τρόπο εντελώς ξένο προς την παράδοσή του, το ΚΚΕ έκανε συχνά μαθήματα από καθ’ έδρας στον κόσμο: διορθώστε την ψήφο σας, ο κόσμος πρέπει να καταλάβει γιατί έχει συσσωρευμένη εμπειρία, είναι μερικά από τα μότο που κυριάρχησαν στην πολιτική ρητορική του κ.λπ..
Από την άλλη το μεγαλύτερο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αρνήθηκε να αφήσει πίσω του τις παθογένειες του παρελθόντος, αρνούμενο να κατανοήσει για ποιο λόγο από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, δηλαδή εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, δεν μπορεί να αποκτήσει ρίζες μέσα στον λαό. Η υπερεπαναστατική φρασεολογία, οι βαρύγδουπες διανοουμενίστικες αναλύσεις με μία ιδιόλεκτο που λίγοι μπορούν να παρακολουθήσουν, η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής ως αυτοσκοπός, δεν μπορεί να συνεγείρει και πολύ περισσότερο να συσπειρώσει τον κόσμο.
Όλο το φάσμα της κομμουνιστικής αριστεράς έχει ιστορικές ευθύνες για το κινηματικό τέλμα, ο καθένας με τον τρόπο του και με την έκταση που του αναλογεί.
Η Κυβέρνηση και οι αδιάφοροι, υποταγμένοι και φοβισμένοι
Λίγο παραπάνω σημειώσαμε πως η ΝΔ ξέρει πολύ καλά τι κάνει, αλλά υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό φοβάται τους φοβισμένους, τους αδιάφορους και τους υποταγμένους. Ακριβώς για αυτό τον λόγο πέρασε νόμους μεσούσης της καραντίνας και περνά νόμους μέσα στο καλοκαίρι. Αν ένιωθε άνετα όλα αυτά θα τα πέρναγε οποτεδήποτε. Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω που δεν πρέπει να μισούμε τους αδιάφορους. Αυτοί είναι η πλειονότητα και αυτοί θα αποτελέσουν τη μελλοντική γενιά των αγώνων και των εξεγέρσεων. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως η γενιά του Πολυτεχνείου ήταν αυτή που αποκαλείτο υποτιμητικά γενιά του Γουέμπλει. Άλλη λύση δεν υπάρχει: υπομονή, επιμονή, δουλειά του μυρμηγκιού. Η ιστορική αισιοδοξία για καλύτερες ημέρες δεν είναι μεταφυσική, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη.
Πηγή: Βασίλης Λιόσης – kommon.gr
Η κεντρική φωτογραφία είναι από πίνακα του Κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη
e-prologos.gr