Νέο αίμα…
Ομόνοια, γύρω στις 4.00 μ.μ. της Τετάρτης. Τα υπολείμματα του πανεκπαιδευτικού συλλαλητηρίου έχουν διαλυθεί από τους μοτοσικλετιστές της ομάδας «Δράση». Στη γωνία με την Πανεπιστημίου, πεζοπόρα τμήματα της ΕΛ.ΑΣ. έχουν στήσει στον τοίχο επτά παιδιά – δυο αγόρια και πέντε κοπέλες, που από την ηλικία μοιάζουν μάλλον μαθητές. Πρόσωπα και μάτια καθαρά, βλέμματα που δείχνουν να συνειδητοποιούν σιγά σιγά πως αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να λήξει σύντομα. Με το πέρασμα της ώρας, η μια κοπέλα καταρρέει, αρχίζει να τρέμει, την πιάνουν σπασμοί. Δυο φίλες της προσπαθούν να τη συνεφέρουν, δίχως ιδιαίτερη επιτυχία. Ο κοντινότερος αστυνομικός δείχνει ν’ ανησυχεί, κάποια στιγμή αποπειράται αμήχανα να την παρηγορήσει: «Ηρέμησε, δεν είναι τίποτα…». Μια περαστική νεαρή γυναίκα προσπαθεί να της δώσει νερό, ρωτά τα παιδιά αν χρειάζονται κάτι. Τα παριστάμενα ΜΑΤ –χακί στολές– αγριεύουν, την απομακρύνουν με απειλές.
Απευθύνομαι σ’ έναν μεσήλικα της ΥΜΕΤ –μπλε στολές– που δεν δείχνει να το γλεντά ιδιαίτερα: «Γιατί τα έχετε πιάσει τα πιτσιρίκια;» Η απάντηση, άκρως διαφωτιστική: «Πήραν μέρος σε μια πορεία όπου έγιναν επεισόδια». «Πού έγιναν τα επεισόδια, εδώ στην Ομόνοια;» «Οχι, στο Πανεπιστήμιο» (ή μήπως είπε «στο Σύνταγμα»;). «Μα εκεί ήμουνα κι εγώ, είμαι δημοσιογράφος, εκείνα τα επεισόδια τα έκαναν μεγαλύτερα άτομα, αυτά εδώ είναι παιδάκια…» Το πρόσωπό του σκληραίνει: «Τα επεισόδια τα κάνουν παιδιά 14-15 χρονών». Τελεία και παύλα.
Η κοπέλα δείχνει να συνέρχεται κάπως· τουλάχιστον, η κατάστασή της δεν επιδεινώνεται. Τα αγόρια βγάζουν ταυτότητες και δίνουν τα στοιχεία τους. Να ελπίζουν άραγε να τη γλιτώσουν μ’ ένα τρακοσάρι; Μάλλον χλομό – εν πάση περιπτώσει, δεν αφήνουν κανέναν και καμία. Ερχεται ένα περίκλειστο μπλε αστυνομικό βανάκι, κάποιοι λένε πως είναι νοσοκομειακό ή κάτι τέτοιο. Ανεβάζουν τις τρεις κοπέλες και φεύγει.
Μια γυναίκα στα εξήντα και κάτι, ίσως και παραπάνω, με αμφίεση άκρως χριστιανορθόδοξη και τη μάσκα κατεβασμένη μονίμως στον λαιμό, πλησιάζει τη διμοιρία των ΜΑΤ. «Η Παναγιά να σας έχει καλά, προσεύχομαι για σας. Να τα δείρετε καλά τα παλιόπαιδα, να μην ξανάχουμε πορείες»… Λες και βλέπω απογοητευμένο χουντικό τα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, όταν οι νοικοκυραίοι φρύαζαν βλέποντας τον «Ριζοσπάστη» κρεμασμένο στα περίπτερα, τους οικοδόμους στον δρόμο και τους φοιτητές να ’χουν πάρει ψηλά τον αμανέ. Ακούει άραγε ΣΚΑΪ ή να τα ’μαθε κατευθείαν από τον παππού τον Χίτη; Η αναρώτηση μάλλον δεν έχει νόημα: οι νοσταλγοί της «κανονικότητας» του 1969 είναι εδώ – και, πλέον, μας το θυμίζουν.
Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr
e-prologos.gr