ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, τη λάμπα κρατώ στη σκιά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά.
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδερφός.
Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν, σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε, θα ‘ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.
Αν μπορούσα, θα έλεγα αυτά για κάλαντα. από πόρτα σε πόρτα. Κατά τα λοιπά, βαρέθηκα, καρντάσια, τα Χριστούγεννα και τα κατά συνθήκη κέφια. Να στοιβάζονται βουνά ‘αγάπης’, σαν τους κουραμπιέδες στη βιτρίνα ζαχαροπλάστη και να καταναλώνονται με βουλιμία από συνήθεια ή να μένουν απούλητοι και μυγοχεσμένοι. Και οι ευχές μένουν ξεκούδουνες!
Με πεθαμένους και ανήμπορους τους θεούς όλων των εποχών, αναθέτουμε στον Κανένα τις μεγάλες προσδοκίες, σε κάρτες, κάλπες, προσευχές και φακελάκια.
Δεν τολμήσαμε την ευχή να την κάνουμε στοίχημα. Και την αφήνουμε άδεια, να κάνει μόνο θόρυβο και αντήχηση, σα μετοχή χρεοκοπημένης εταιρίας στο χρηματιστήριο. 2020 φορές «γεννήσαμε» το Χριστό, για να τον σταυρώσουμε άλλες τόσες.
Καλά κρασιά, είναι μια πολύ πραγματική στο στόχο της ευχή.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr