Ο εθνικός ποιητής της Κούβας, Νικολάς Γκιγιέν Κριστομπάλ Μπατίστα, γεννήθηκε στο Καμαγουέι, μία από τις τέσσερις βασικές νησιωτικές συστάδες που περιβάλλουν την Κούβα, στις 10 Ιουλίου 1902. Τη χρονιά εκείνη οι Ισπανοί αποχώρησαν από την Κούβα, μετά από δεκαετείς αγώνες των κατοίκων, ωστόσο ήταν και η αρχή της κατοχής της από τις ΗΠΑ.
Ο μιγάς ποιητής ήταν το έκτο παιδί του Nicolás Guillén y Urra και της Argelia Batista y Arrieta, απόγονοι Αφρικανών και Ισπανών, αντίστοιχα. Ο πατέρας του που υπήρξε δημοσιογράφος, γερουσιαστής των Φιλελευθέρων και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μαύρων, δολοφονήθηκε από την κουβανική κυβέρνηση το 1917 κατά τη διάρκεια εμφυλίου πολέμου.
Η δολοφονία του πατέρα του έκανε τον νεαρό Γκιγιέν να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τη δημοσιογραφία και την ποίηση. Σε ηλικία 16 ετών έμαθε την τέχνη της εκτύπωσης και ξεκίνησε να εργάζεται στην El Naci Οnal, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Την εποχή εκείνη άρχισε να γράφει στίχους.
Τα πρώτα ποιήματά του εμφανίζονται στο περιοδικό Camagüey Gráfico το 1919 και ακολούθησε η συλλογή Cerebro y Corazon (Μυαλό και Καρδιά). Ταυτόχρονα έστρεψε το ενδιαφέρον του στα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαύροι Κουβανοί. Το 1920, τελειώνοντας το Γυμνάσιο στο Καμαγουέι ξεκινά ανώτατες σπουδές στη Νομική Σχολή της Αβάνας. Όμως πολύ σύντομα (1921) εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο, πιθανόν λόγω οικονομικής αδυναμίας, και ιδρύει με τον αδελφό του Φρανσίσκο το λογοτεχνικό περιοδικό Lis, γράφοντας παράλληλα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά της Κούβας.
Το 1926 κατάφερε να προσληφθεί ως υπάλληλος σε δημόσια υπηρεσία και ταυτόχρονα άρχισε να συνεργάζεται τακτικά με την κυριακάτικη λογοτεχνική έκδοση της Diario de la Marina.
Εν τω μεταξύ, κατά τη δεκαετία ΄20 με την αφρο-κουβανική μουσική και τα ντόπια όργανα ξεκίνησε η διαμόρφωση της εθνικής μουσικής ταυτότητας της χώρας, με αποτέλεσμα η κουλτούρα των μαύρων να εξαπλωθεί και στις σφαίρες της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Δείγματα της γνωστής ως negrista ποίησης, έχουμε από κομμουνιστές, κυρίως, λευκούς λογοτέχνες μεταξύ των οποίων και ο σπουδαιότερος Κουβανός πεζογράφος, Αλέχο Καρπεντιέρ. Ο Γκιγιέν έχοντας γνωρίσει από τα παιδικά χρόνια, μέσω του πατέρα του, την αφρο-κουβανική μουσική αλλά και τον ρατσισμό που εισέπρατταν σε όλα τα επίπεδα της ζωής οι μαύροι της Κούβας, το 1929 δημοσιεύει στην El Camino en Harlem ένα άρθρο καταδικάζοντας της φυλετικές διακρίσεις στη χώρα του.
Την ίδια χρονιά παίρνει συνέντευξη από τον Λάνγκστον Χιούζ που θαύμαζε πολύ. Έκτοτε και δια βίου παρέμειναν φίλοι. Ο Χιούζ (1902-1967) υπήρξε ποιητής και θεατρικός συγγραφέας από τις ΗΠΑ. Το έργο του συνδέθηκε όχι μόνο με την Τζαζ αλλά και την Αναγέννηση του Χάρλεμ τη δεκαετία του ΄20. Στη φωτογραφία από αριστερά προς τα δεξιά: Χιούζ, Κολτσόφ, Χέμινγουεϊ, Γκιγιέν.
Το 1930, ο Γκιγιέν απευθύνει έκκληση στη λογοτεχνική κοινωνία για το ζήτημα του ρατσισμού με έναν μοναδικό, κατά κοινή παραδοχή, τρόπο. Η συλλογή Motivos de son αποτελεί την πρώτη επίσημη παρουσία του στα ποιητικά δρώμενα της Κούβας.
Με οκτώ σύντομα ποιήματα εμπνευσμένα από τα sones, τα περίφημα λαϊκά τραγούδια των Αντιλλών, και τις καθημερινές συνθήκες ζωής των μαύρων της χώρας, ο ποιητής καταθέτει την προσωπική του άποψη για τους αγώνες, τα όνειρα, και τις ιδιομορφίες των Αφρο-Κουβανών.
Τα ποιήματα αναπτύσσονται με επανάληψη στίχων και λέξεων, και σταδιακά κορυφώνονται νοηματικά, με μουσικότητα και έντονο κρεολικό συναίσθημα, παραπέμποντας στο εντεινόμενο ρυθμικό ταμ-ταμ της μουσικής των Αφρο-Κουβανών.
Εξάλλου, ο Γκιγιέν όπως και Χιούζ, πίστευε ότι οι μαύροι καλλιτέχνες πρέπει να είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τον μελαμψό εαυτό τους χωρίς ντροπή.
Καθώς η γλώσσα που χρησιμοποιεί, είναι η καθομιλουμένη των μαύρων της Κούβας, με τη συλλογή αυτή διαχωρίστηκε η αφρο-κουβανική από την ισπανική λογοτεχνία, μετατοπίζοντας την κουλτούρα των μαύρων από το περιθώριο στο επίκεντρο της κουβανικής λογοτεχνίας. Για τα οκτώ αυτά ποιήματα οι κριτικοί αναφέρουν χαρακτηριστικά: Ήταν σαν ο Γκιγιέν να είχε ακουμπήσει σε κάτι που οι άνθρωποι της Κούβας είχαν στην άκρη της γλώσσας τους, μα περίμεναν τον Γκιγιέν να το αρθρώσει.
Μετά τα Motivos de son, ακολούθησε μια άλλη σειρά ποιημάτων ακριβώς την επόμενη χρονιά. Με τη συλλογή Sóngoro Cosongo (1931), ο Γκιγιέν επεκτείνεται, αποτυπώνοντας λυρικά την πικρή ζωή όλων των Κουβανών, δίνοντας έμφαση στον πολιτισμό των μιγάδων, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος.
Και η συλλογή αυτή προκαλεί μεγάλη αίσθηση, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αναζήτηση της ταυτότητας της εθνικής κουβανικής λογοτεχνίας, συνδέοντάς την με τη μουσική αλλά και απευθείας με το λαό.
Ο ποιητής σε συνέντευξή του το 1930 δήλωσε σχετικά με τις αναζητήσεις αυτές: Προσπαθώ να ενσωματώσω στην κουβανέζικη λογοτεχνία ό,τι θα μπορούσε να ονομασθεί ποίημα – ρυθμός, στηριγμένο στη μορφή λαϊκού χορού της χώρας μας. Οι ρυθμοί που μπορούν να γίνουν μουσική, αλλά δε γράφτηκαν μόνο γι’ αυτό το σκοπό, θέλουν να παρουσιάσουν κάδρα ηθών, λαϊκούς τύπους που υπάρχουν πλάι μας, όπως μιλούν και σκέφτονται! Τα ποιήματά μου με βοηθούν, επιπλέον, να διεκδικήσω ό,τι απομένει δικό μας, βγάζοντάς το στο φως και χρησιμοποιώντας το σαν ένα ποιητικό στοιχείο δύναμης. Όσον αφορά στον προσανατολισμό της ποίησής μου, πιστεύω ότι τον έχω βρει. Με μαγεύει η σπουδή του λαού… Το βαθύ ψάξιμο των σπλάχνων του… Η ερμηνεία των πόνων και των απολαύσεών του.
Το 1933, μετά την κατάρρευση της διεφθαρμένης κυβέρνησης του εθνικιστή Χεράρδο Ματσάδο, οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν όλο και περισσότερη από την εθνική κυριαρχία της Κούβας, εν μέσω των κοινωνικών αναταραχών που είχε προκαλέσει η επέκταση της οικονομικής κρίσης και στη χώρα αυτή. Τότε, ο Γκιγιέν άρχισε να γράφει ποίηση με έκδηλες πολιτικές απόψεις.
Η συλλογή West Indies, Ltd (1934) είναι διαποτισμένη από αγωνία, απογοήτευση και επίκριση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της Καραϊβικής φτωχών. Ο Γκιγιέν κατηγορεί ευθέως τους ιμπεριαλιστές περιγράφοντας την περιοχή ως ένα τεράστιο και κερδοφόρο εργοστάσιο που εκμεταλλεύονται ξένα έθνη.
Το 1937, κι ενώ στην Ισπανία ο λαός μάχεται κατά των φασιστών του Φράνκο, γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας και αναχωρεί για την Ιβηρική Χερσόνησο μετά από σύντομη παραμονή σε Μεξικό και Παρίσι.
Σε αυτό το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, αναλαμβάνει ανταποκριτής του περιοδικού Mediodia. Παράλληλα αρθρογραφούσε στα έντυπα του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου ενώ συμμετείχε και στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού που οργανώθηκε επίσης στην Ισπανία το 1937.
Επέστρεψε στην Κούβα μέσω Γουαδελούπης με τις εμπειρίες από τον αντιφασιστικό ισπανικό αγώνα, να έχουν ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις πεποιθήσεις του για κοινωνική αλλαγή. Ένα εκτεταμένο, αφηγηματικό του αγώνα των Ισπανών, ποίημα με τίτλο España: Poema en cuatro angustias y una Esperanza (1937), αποτελεί την πρώτη λυρική εκδήλωση των απόψεων αυτών.
Την ίδια περίοδο δημοσίευσε και τη συλλογή Cantos para soldados y sortes para turistas, καταγγέλλοντας την κλιμακούμενη στρατιωτική παρουσία στην κουβανική κοινωνία. Σε αυτή τη συλλογή ο Γκιγιέν αναδεικνύει την αντίθεση μεταξύ των σκοτεινών και εξαθλιωμένων γκέτο του λαού της Κούβας και των φανταχτερών τουριστικών εγκαταστάσεων της Αβάνας, με στίχους σατιρικούς και ιδιαίτερα καυστικούς.
Το 1940, έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος του Καμαγουέι από πλευράς του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έκτοτε και μέχρι το 1945, μεγάλο μέρος της ζωής του στην Κούβα το πέρασε ως πολιτικός κρατούμενος, ενώ στάθηκε αδύνατη η χορήγηση βίζας από τις ΗΠΑ. Σε ένα σύντομο διάστημα που δεν ήταν υπό περιορισμό αποφάσισε και έφυγε από τη χώρα του.
Μέχρι το 1948 ταξιδεύει σχεδόν σε όλη τη Λατινική Αμερική δίνοντας διαλέξεις. Σε Περού, Χιλή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Κολομβία, Αργεντινή, Βενεζουέλα, το έργο του αναγνωρίζεται και τον υποδέχονται θερμά. Το 1947 δημοσιεύει στο Μπουένος Άϊρες την ποιητική συλλογή El son entero (Όλα τα τραγούδια), περιγράφοντας τα βάσανα και τους αγώνες όχι μόνο των Κουβανών αλλά και όλων των Λατινοαμερικανών.
Ωστόσο, η επιστροφή του στην Κούβα δε ήταν εύκολη υπόθεση. Αν και το 1948 έθεσε ξανά υποψηφιότητα για δήμαρχος στην ιδιαίτερη πατρίδα του κάθε προσπάθεια να μπει στη χώρα συνοδευόταν με τη σύλληψή του. Μάλιστα, σε μια από τις προσπάθειες επανεγκατάστασης συνελήφθη μαζί με άλλους συντάκτες του Mediodia. Σε όλους αποδόθηκαν κατηγορίες για υπονόμευση λόγω της πολιτικής σάτιρας, με αποτέλεσμα να περάσουν κάποιο διάστημα στη φυλακή μετά από μια δίκη παρωδία.
Έτσι, όταν αφέθηκε ελεύθερος αποφάσισε να συνεχίσει να ζει στο εξωτερικό, και από το 1950 κυρίως στην ΕΣΣΔ. Μέχρι το 1959 ταξίδεψε και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, περιλαμβανόμενης και της Κίνας. Το 1950 έγινε μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Ειρήνης, και το 1954, για τους αγώνες και την ποίησή του, τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (τότε Βραβείο Στάλιν).
Την ίδια χρονιά εκδίδει τη συλλογή Elegías και τις παραμονές της Κουβανικής Επανάστασης εκδίδει, στο εξωτερικό, τη συλλογή La Paloma de vuelo (Το περιστέρι των λαών), όπου εξαίρει τη δράση αγωνιστών όπως ο Κάστρο και ο Γκεβάρα. Στα έργα αυτής της περιόδου εκφράζει την αντίθεσή του στην πολιτική καταστολής του Μπατίστα και στον ρατσισμό στις ΗΠΑ, ενώ στους στίχους του είναι καταφανής η μαρξιστική διαλεκτική.
Ο Γκιγιέν επέστρεψε στην Κούβα στις αρχές του 1959, αμέσως μετά την εκδίωξη του Μπατίστα, προσφέροντας πολλές και πολύπλευρες υπηρεσίες στην Επανάσταση. Το 1961 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ένωσης Κουβανών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών, μια θέση που διατήρησε επί 25 ολόκληρα χρόνια. Το 1964 δημοσιεύει τη συλλογή Tengo. Πρόκειται για μια λυρική γιορτή της νικηφόρας Επανάστασης και της κατάργησης φυλετικών και ταξικών διακρίσεων που έφερε στη χώρα του. Το 1967 εκδίδει τη συλλογή El gran zoo (Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος).
Εμπνευσμένος από τον Αίσωπο, τον Γκιγιόμ Απολινέρ, τον Πάβλο Νερούδα και την τρέχουσα κατάσταση στην Κούβα, ο Γκιγιόμ χρησιμοποιεί ζώα προσεγγίζοντας μεταφορικά τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Φαίνεται ότι ο ποιητής είχε ξεκινήσει το έργο από το 1964, ενώ πριν το εκδώσει το έστειλε στον σπουδαίο Αϊτινό κομμουνιστή ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ ο οποίος το απέδωσε στη γαλλική. Στη φωτογραφία με τον Πάβλο Νερούδα στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, 1960.
Όμως, η πρώτη έκδοση της συλλογής αυτής δεν έγινε ούτε στην Κούβα ούτε σε άλλη χώρα. Το 1966 ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος μετά από πρόσκληση, επισκέφθηκε την Αβάνα και γνωρίσθηκε με τον Γκιγιέν.
Η συνάντηση δύο ποιητών με κοινή ιδεολογία και κοινούς αγώνες που ο ένας θαύμαζε την ποίηση του άλλου, είχε ως αποτέλεσμα ο ποιητής της Ρωμιοσύνης να γυρίσει στην Ελλάδα έχοντας μαζί του τη γαλλική μετάφραση του El gran zoo από τον Ντεπέστρ, αδημοσίευτη ακόμη.
Παράλληλα ο Γκιγιέν μετέφρασε δέκα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Bohemia, το 1967. Έτσι, το 1966 κυκλοφορεί για πρώτη φορά, παγκόσμια, ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος του Γκιγιέν, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Η πείνα
Να την η πείνα. Ζώο
όλο από μάτι και κυνόδοντα.
Τίποτα δεν την ξεγελά μήτε την ξεστρατίζει.
Δεν τη χορταίνει το τραπέζι.
Μήτε που αρκείται σ’ ένα γεύμα
ή σ’ ένα δείπνο.
Πάντοτες προμηνάει το αίμα.
Βρυχιέται σα λιοντάρι, σφίγγει σαν το βόα,
σκέφτεται σαν άνθρωπος.
Το είδος που βρίσκεται δω πέρα
πιάστηκε στις Ινδίες (στα προάστια της Βομβάης)
μα βρίσκεται λίγο ως πολύ σε αγρία κατάσταση
και σ’ άλλες περιοχές πολυάριθμες.
Το νου σας, μην πλησιάζετε.
Το 1971 λόγω υπερκόπωσης άρχισε να κλονίζεται η υγεία του και νοσηλεύθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νοσοκομείο με σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα. Εξερχόμενος ακολούθησε πιο ήσυχη ζωή περιοριζόμενος μόνο στην ποίηση.
Το 1972 δημοσιεύει δύο συλλογές. Στην πρώτη, La Rueda dentada, προσαρμόζει την ποίησή του στη νέα Κούβα δίνοντας έμφαση στην κοινωνική ευθύνη για όσα πλήγωναν τους ανθρώπους τα χρόνια πριν την Επανάσταση. Σε αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται και έξι ελεγείες για τον Τσε Γκεβάρα. Στη δεύτερη, El diario que a diario, συνδυάζοντας την ποίηση με τη δημοσιογραφία σχολιάζει με σατιρικό και ειρωνικό ύφος την αδικία, την ανηθικότητα, και τον παραλογισμό που επικρατούσε στην αποικιακή κουβανική κοινωνία.
Το 1978 παρουσίασε μια ποιητική συλλογή για παιδιά και το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο Χοσέ Μαρτί. Τα δύο επόμενα χρόνια ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστήμιο του Μπορντό και έλαβε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιουλίου 1989 μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε με ιδιαίτερες τιμές στην Αβάνα.
Το ευρύ φάσμα των θεμάτων και η ποικιλία της ποιητικής τεχνικής του Γκιγιέν, δυσχεραίνουν την ταξινόμηση του έργου του από τους κριτικούς, οι απόψεις των οποίων διαπιστώνονται διχασμένες ακόμη και για τις «άφρο» επιρροές. Άλλοι εστιάζουν στην πολιτική πλευρά της ποίησής του και άλλοι έχουν επικεντρωθεί στις αισθητικές ανησυχίες του, καθώς μας άφησε ποιήματα ελεγειακά, σατιρικά, λαϊκά και πάντα εξόχως λυρικά.
Ωστόσο, σε εκείνο το σημείο για το οποίο υπάρχει μία κοινή άποψη είναι ότι ο μιγάς ποιητής Νικολάς Γκιγιέν συνέβαλε τα μέγιστα στην καθιέρωση εθνικής Κουβανικής ποίησης, ενώνοντας τους μαύρους και τους λευκούς, με προσήλωση στην καταπίεση και την αδικία και την πεποίθηση ότι η ποίηση έχει τη δύναμη να επηρεάσει την κοινωνία και να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές.
Το Δεκέμβριο του 2011 εκδόθηκε στη χώρα μας η Ποιητική Ανθολογία του Νικολάς Γκιγιέν σε μετάφραση της Άννας Καράπα. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στις 20 Ιουνίου 2012 στην εκδήλωση που οργάνωσε η Πρεσβεία της Κούβας στην Ελλάδα, το Ινστιτούτο Θερβάντες, το Ίδρυμα Τσάκος και το περιοδικό Sol Latino, στο πλαίσιο του φεστιβάλ LEA
πηγή: gefyrismoi.blogspot.com
e-prologos.gr