Η αστυνομία (θα) έχει νόμιμο δικαίωμα στο έγκλημα
Τι θα λέγαμε αν ένας αστυνομικός έστελνε κάποιον στο νοσοκομείο και αυτό να ήταν όχι ένα γεγονός ακραίας χρήσης κρατικής βίας, αλλά κάτι απολύτως νόμιμο, επιτρεπτό και ενδεδειγμένο; Αυτό θα ισχύει σύντομα στην Αγγλία και ακριβώς γι’ αυτό είναι άκρως ανησυχητικό για όλη την ανθρωπότητα. Ένα νομοσχέδιο κατατίθεται αυτό το διάστημα και που αφορά ακριβώς αυτή την κρατική δραστηριότητα. Το δικαίωμα του κράτους στο έγκλημα.
Είναι άλλωστε αδιαμφισβήτητο και ατόφιο γεγονός ότι ο κρατικός αυταρχισμός σε πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής ενδυναμώνεται και κυριαρχεί. Υπάρχει ωστόσο ένα ερώτημα που επιμένει, ερώτημα που επιδρά και στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουμε. Είναι αυτή η ενίσχυση του αυταρχισμού αποτέλεσμα αλλεπάλληλων συμπτώσεων και τυχαιοτήτων, ιδιαίτερων (εθνικά, κυβερνητικά κ.ά.) και εξαιρετικών περιστάσεων; Ή αντιθέτως είναι μια γενικευμένη και σχεδιασμένη παγκόσμια πολιτική γραμμή και πρακτική; Αποτελεί, με απλά λόγια, ελληνική εξαίρεση και ιδιαιτερότητα η ακραία κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης;
Η παραπάνω «πρόταση» της Αγγλίας, η οποία τίθεται στο νομικό πλαίσιο των «αντιτρομοκρατικών νόμων» και ακριβώς ως τέτοια διαφημίζεται, μάλλον δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Καθώς διαβάζουμε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμάζεται νέος νόμος όπου θα δίνει δικαίωμα στο κράτος και τα όργανα του να εγκληματούν νομίμως, αρχίζουμε να ψιλιαζόμαστε ότι τα παραπάνω μόνο συμπτωματικά δεν είναι. Απεναντίας, μοιάζει να επιβεβαιώνει άλλο ένα ατόφιο γεγονός, που μέχρι σήμερα δεν είναι στην πλειονότητα του κόσμου μήτε πλήρως αναγνωρίσιμο, μήτε πλήρως αποδεκτό: Ο παγκόσμιος καπιταλισμός με όχημα τα κράτη του, μετά από χρόνια βαθιάς οικονομικής κρίσης, και με την πανδημία να την ενισχύει σε όλο πιο μεγάλες κλίμακες, αποφάσισε να βάλει σε πρακτική λειτουργία και να ενισχύσει με κάθε τρόπο στη κοινωνική μας ζωή, τον ακραίο κρατικό αυταρχισμό για προστασία του.
Ασφαλώς πολύ συχνά η επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιούνται δίνουν το στίγμα. Λέξεις τόσο γνώριμες και τόσο χρησιμοποιημένες στο δημόσιο λόγο, λέξεις που ήδη έχουμε γίνει μάρτυρες στην Ελλάδα καθώς με πανομοιότυπες τεκμηριώνεται και δικαιολογείται από πλευράς κυβέρνησης η κάθε φορά κρατική καταστολή. Έτσι παρά τη δικαιολογημένη οργή του λαού για τον Χρυσοχοΐδη και τον Μητσοτάκη, οφείλουμε να βλέπουμε και την μεγαλύτερη εικόνα. Συχνά χώρες πιο ανεπτυγμένες στο επίπεδο της κρατικής μηχανής αποτυπώνουν όχι απλά τις τάσεις αλλά το στόχο, συγκεκριμένα και απτά. Εκεί που οφείλουν να φτάσουν όλοι οι υπόλοιποι.
Διαβάζουμε λοιπόν:
«Ο προτεινόμενος νόμος έχει εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής. Σύμφωνα με αυτό το νομοσχέδιο, εγκληματική συμπεριφορά (σ.σ. από πλευράς κρατικών οργάνων) μπορεί να εγκριθεί εάν θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, γίνεται για σκοπούς πρόληψης ή εντοπισμού εγκλήματος ή πρόληψης διαταραχών, ή προς το συμφέρον της οικονομικής ευημερίας του Ηνωμένου Βασιλείου»[1]. Προφανώς, η ευρύτητα και το εκτεταμένο της εφαρμογής του δηλώνει πόσο εύκολα μπορεί να γίνει επιπλέον λάστιχο στα χέρια του κάθε κρατικού άρχοντα. Μια ευρύτητα που σε πρώτο επίπεδο καταργεί θεμελιώδεις διατάξεις ακόμη και του περίφημου μονοπωλίου της βίας από πλευράς κράτους, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Που επέβαλε πως κάθε αντίδραση αστυνομικού οργάνου πρέπει να είναι ανάλογη της επίθεσης που ενδεχομένως δέχεται. Για παράδειγμα, ως σήμερα αυτό που ισχύει είναι πως αν ένας διαδηλωτής συγκρουστεί μαζί του σε μια πορεία, δεν δικαιούται ο αστυνομικός να τραβήξει ίσως και όπλο. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ωστόσο θέλει ακριβώς να υπερκεράσει αυτό το νομικό «εμπόδιο». Όπου το κράτος και τα όργανα του θα μπορούν να δρουν όπως ακριβώς γουστάρουν και όπως τους βολεύει: Η αναλογία ορίζεται σύμφωνα με τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όπως λένε οι ίδιοι: «όταν δεν υπάρχουν άλλα εύλογα ή πρακτικά μέσα με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα»[2]. Η ευρύτητα και το αφηρημένο του νόμου δίνει ρητά το δικαίωμα της ελεύθερης ερμηνείας του. Εφόσον κάποιος αστυνομικός λοιπόν θεωρήσει ότι μια δοσμένη απεργία «ενοχλεί» την οικονομική ευημερία του κράτους, μπορεί να διαπράξει (έτσι ακριβώς το δηλώνουν) έγκλημα κατά πώς θέλει πάνω σε απεργούς. Το μένος από πλευράς αστυνομικών ενάντια σε φοιτητές που είδαμε για παράδειγμα στο ΑΠΘ (ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα), με βάση την παραπάνω λογική θα μπορούσε τώρα πια να νομοθετηθεί ρητώς και να ασκείται ρητώς και με την βούλα.
Επιχειρείται λοιπόν μια ποιοτική αλλαγή. Στη μετάλλαξη, στην ανατροπή, θεωρητικά και πρακτικά, της έννοιας του «εγκλήματος». Με βάση αυτή τη νέα θεώρηση τι είναι «έγκλημα» και ποιος δικαιούται νόμιμα να το διαπράττει, η κρατική καταστολή, με κάθε διαθέσιμο και «αναγκαίο» για αυτή μέσο μέχρι και στο επίπεδο της πραγματοποίησης ενός, για τη κοινή αντίληψη, εγκλήματος, θα αποτελεί μια δικαιολογημένη και νομότυπη ενέργεια. Δεν θα θεωρείται, με απλά λόγια, έγκλημα αν την ενέργεια την ασκεί το κράτος ή το όργανο του. Κατά συνέπεια το θύμα δεν θα έχει κανένα απολύτως δικαίωμα για να το κυνηγήσει νομικά για την προστασία του από τον «νόμιμο» πλέον εγκληματία. Άλλωστε δεν μπορείς να μηνύσεις για κάτι κάποιον, αν δεν υπάρχει το νομικό καθεστώς που θα σε προστατεύει από μια τέτοια συμπεριφορά. Με λίγα λόγια, στο λεξιλόγιο και στα χέρια των κρατικών θεσμών το «έγκλημα» σταματάει να έχει ισχύ. Με άλλα λόγια, οι, των θεσμών, άρχοντες είναι υπεράνω του νόμου. Το λένε και οι ίδιοι: Το νομοσχέδιο με την ονομασία Covert Human Intelligence Sources Bill (CHIS) «εγκρίνει (τέτοια) συμπεριφορά από υπαλλήλους και πράκτορες των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών, αυτών της επιβολής του νόμου και ορισμένων άλλων δημόσιων αρχών, η οποία διαφορετικά θα αποτελούσε έγκλημα». Αφηρημένα και πάλι γραμμένο, δεν δηλώνεται τι τύπου και μορφής συμπεριφορά επιτρέπεται, ποιος τύπος κρατικού εγκλήματος θα επιτρέπεται και ποιος όχι. Μια γενικόλογη «υπόσχεση» ότι θα γίνεται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή ότι δεν θα επιτρέπεται να βλαφτεί η ανθρώπινη ζωή, απλά δεν μας πείθει. Γιατί, όπως είπαμε, κάτι γενικόλογο και αφηρημένο αποτελεί πεδίο ελεύθερης ερμηνείας και η ανθρώπινη ζωή ήδη, όπως βλέπουμε καθημερινά, ερμηνεύεται και αυτή, από πλευράς κράτους, ελεύθερα και αναλόγως των περιστάσεων.
Επιπλέον, ποιες είναι αυτές οι «άλλες δημόσιες αρχές» που διαβάζουμε παραπάνω; «Το «Ενημερωτικό Δελτίο» του Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει ότι «μόνο» οι υπηρεσίες πληροφοριών, η Εθνική Υπηρεσία Εγκλήματος, η αστυνομία, η Βασιλική Υπηρεσία δημοσίων εισόδων & τελωνείων, οι ένοπλες δυνάμεις και «δέκα άλλες δημόσιες αρχές» θα επιτρέπεται να ασκούν εγκληματική συμπεριφορά βάσει του νομοσχεδίου. Αυτές οι «δέκα δημόσιες αρχές» περιλαμβάνουν τόσο ποικίλους φορείς όπως η Επιτροπή Τυχερών Παιχνιδιών, η Υπηρεσία Προτύπων Τροφίμων, η Περιβαλλοντική Υπηρεσία και το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Φροντίδας». Αυτό το «μόνο» που λένε στην αρχή της παραπάνω τοποθέτησης και τεκμηρίωσης είναι επικίνδυνα αστείο. Η «αυστηρή» λίστα των εξουσιοδοτημένων κρατικών οργάνων, είναι στην τελική όλο το κράτος και όλοι του οι φορείς. Αυτοί οι αυστηρά «λίγοι» μπορούν πλέον να δραστηριοποιούνται εγκληματικά πάνω σε πολίτες, πάνω σε ανθρώπους, δίχως να δίνουν κανένα λογαριασμό.
Θυμόμαστε και συνδέουμε στα παραπάνω τι γινόταν στην Γαλλία με τον νόμο για τις κάμερες των αστυνομικών, το μόνιμο καθεστώς πολέμου που είχε εγκαθιδρυθεί επί «κίτρινων γιλέκων» και την σταθερή χρήση πλαστικών σφαιρών και την απαγόρευση από πλευράς λαού και δημοσιογράφων να μαγνητοσκοπεί την εκτεταμένη βία και τα εγκλήματα της αστυνομίας. Σκεφτόμαστε ταυτόχρονα την μόνιμη χρήση «αύρας», την ενδυνάμωση κατασταλτικών τμημάτων της ΕΛΑΣ (ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ, ΜΑΤ), την «πανεπιστημιακή αστυνομία» και την απαγόρευση συναθροίσεων με εντολές και ΦΕΚ του Αρχηγού της Αστυνομίας στην Ελλάδα και καταλαβαίνουμε εμμέσως πλην σαφώς ότι κάτι άσχημο και επικίνδυνο είναι στα σκαριά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: Είναι κάτι καινούριο; Και είναι και δεν είναι, απαντάμε. Οι ίδια η τεκμηρίωση του νόμου, γράφει: «Αυτό δεν είναι μια νέα δυνατότητα. Το νομοσχέδιο παρέχει μια σαφή νομική βάση για μια μακροχρόνια τακτική (σ.σ. δηλαδή που ήδη χρησιμοποιείται) που είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια και την πρόληψη και τον εντοπισμό του εγκλήματος»[3]. Προφανώς η κατρακύλα στο να μαζεύει το κράτος σιγά σιγά προοδευτικά όλες τις εξουσίες είναι κάτι που γίνεται μονίμως, δυναμικά και ασταμάτητα όλο τον 20ο αιώνα και ως σήμερα. Ότι το κράτος και τα όργανα του εγκληματούν συχνά πυκνά επίσης. Από παρακολουθήσεις πολιτών ως και δολοφονίες ανθρώπων από όργανα του κράτους πάντα είχαμε. Αλλά αυτό είχε ενίοτε, και αναλόγως την διαχείριση, βαρύ πολιτικό κόστος για την όποια κυβέρνηση. Ένας τέτοιος νόμος ωστόσο καλύπτει ακριβώς αυτό. Αφαιρεί εκ των πραγμάτων και a priori το όποιο ενδεχόμενο πολιτικό κόστος όταν κάτι γίνεται υπό την προστασία και με το γράμμα του νόμου. Όταν ένα κράτος νομικά αυτοπροστατεύεται. Η επιλογή να επεκταθούν και να επιτεθούν στο κεντρικό πυρήνα της έννοιας του «εγκλήματος» και του «κανένας δεν είναι υπεράνω του νόμου», είναι συνειδητή. Αποτελούσε ένα όριο της αστικής (καπιταλιστικής δηλαδή) νομιμότητας ως τώρα τυπικά αξεπέραστο. Ωστόσο κράτος είναι, κράτος νιώθει και μπορεί εφόσον θέλει και το ξεπερνάει.
Όλη η εξέλιξη της αντιδημοκρατικής κατρακύλας σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως η παρακολούθηση πολιτών, η μαγνητοσκόπηση διαδηλώσεων, οι κάμερες στους δρόμους (πριν λίγες μέρες είδε το φως της δημοσιότητας σχεδιασμός για δικαίωμα κατοχής ψηφιακής database με πρόσωπα πολιτών στα χέρια της ελληνικής αστυνομίας[4]), οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι ήταν μια μόνιμη επιθετική δραστηριότητα του κράτους ενάντια στα λαϊκά κινήματα. Η ασυδοσία από πλευράς κράτους και εξουσίας έχει γίνει καθεστώς. Και τι περισσότερο από ένα νόμο για να οριστεί η λέξη «καθεστώς» ακόμα σαφέστερα. Η εξουσία έχει βάλει κύριο στόχο να διαλύσει και να ισοπεδώσει ό,τι ως το 1990 θεωρούταν κεκτημένο του λαού.
Εν κατακλείδι: Οι λαοί και οι άνθρωποι οι οποίοι αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους θεωρούνται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο συλλήβδην εγκληματίες. Και αυτό πέρα από γεγονός, έχει γίνει κρατικά πριμοδοτούμενο δόγμα. Ό,τι κινείται είναι ύποπτο και ενδεχομένως ένοχο για κάτι. Παντού και με κάθε τρόπο ασκείται βία, λογοκρισία, απειλές. Πάντοτε, κρατικά και από τα συστημικά ΜΜΕ, δικαιολογείται. Καθώς το κράτος ωστόσο προετοιμάζει μια ολόκληρη κοινωνία, δημιουργώντας σώματα μόνο βίας και καταστολής, δίνοντας τους ταυτόχρονα το απόλυτο και ρητό δικαίωμα στη διάπραξη μη ποινικά κολάσιμου εγκλήματος από πλευρά τους, κάνει με βάση και τα παραπάνω δεδομένα μια σημαντική και ποιοτική αναβάθμιση του δόγματος «νόμος, τάξη, αυταρχισμός». Οι λαοί, στη λογική των κυβερνήσεων, ακριβώς λόγω μιας οικονομικής κρίσης που μπορεί να πυροδοτήσει μια πολιτική κρίση, καθώς σοβαρό ενδεχόμενο στο άμεσο μέλλον, αποτελούν συλλήβδην εχθροί του κράτους. Η απόσταση μεταξύ λαών και κυβερνήσεων, μεταξύ λαού και εξουσίας, όλο και μεγαλώνει. Είναι μια κατάσταση για την εξουσία ασταθής, έκρυθμη και επικίνδυνη. Σαφώς λοιπόν φοβούνται. Και ταυτοχρόνως μαρτυράει ότι υπάρχει ακόμη το έδαφος για να το κάνουν, πριν η κατάσταση γίνει μη διαχειρίσιμη, προλαμβάνοντας το ενδεχόμενο σοβαρών λαϊκών αντιστάσεων, ίσως και εξέγερσης. Το κράτος προσπαθεί με κάθε τρόπο να οχυρώσει εκ των προτέρων την εξουσία του.
Έχουμε λοιπόν μια έμμεση και άτυπη μετατροπή των ηθικά και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων βασισμένα στη λαϊκή κυριαρχία, και ακριβώς λόγω των αγώνων για αυτή από την ίδια την εξέλιξη των ταξικών αγώνων του λαού, σε μια κατάσταση μόνιμης εξαίρεσης από αυτή. Στην μετατροπή του δημοκρατικού (δημοκρατικό όσο μπορεί να νοείται στα πλαίσια της αστικής εξουσίας) νομικού πολιτισμού σε νομικό πολιτισμό ηγεμόνων όπου το κρατικό έγκλημα θα θεωρείται ενδεδειγμένο, δικαιολογημένο, ηθικά παραδεκτό και αποδεκτό. Αυτός ο «κατήφορος» προς τον αυταρχισμό, καθόλου συμπτωματικός και καθόλου τυχαίος, δεν έχει να ζηλέψει, κατά αναλογία, από την ναζιστική αντίληψη περί νόμων του κράτους όπου το έγκλημα θεωρούταν δικαίωμα, προτέρημα, ακόμη και ευχαρίστηση.
Καμιά σύμπτωση λοιπόν. Όσο μια πολιτική γενική γραμμή πλεύσης των κυβερνήσεων του καπιταλισμού που εξειδικεύεται ανά χώρα, ανά λαό, ανά τύπου λαϊκών αντιδράσεων, ανά κουλτούρα και παραδόσεις. Το περιεχόμενο ωστόσο παραμένει το ίδιο. Το κράτος ορίζεται και είναι, ως φορέας, υπεράνω πάντων, ανθρώπων και νόμων. Και αυτή είναι η ιστορία που γράφεται ακριβώς την στιγμή που μιλάμε, η ιστορία που έρχεται για το υπόλοιπο του 21ου αιώνα αν επιτρέψουμε λίγο ακόμα το δικαίωμα στον αυταρχισμό, την καταστολή και τη κρατική βία. Τα κράτη, δεν τα νοιάζει διόλου όσο φοβισμένα και να νιώθουν, γιατί θεωρούν δικαίωμά τους να θέτουν όλους τους ανθρώπους σε ένα αμερικάνικο εφιαλτώδες «I can’t breath» κάτω από την μπότα του μπάτσου. Όπου μια τέτοια κατάσταση θα έχει μετατραπεί σε μια κοινοτοπία και μια καθημερινότητα του κάθε πολίτη. Με στόχο να τη συνηθίσει.
Πηγές – αναφορές
[1] https://jacobinmag.com/2021/02/chis-bill-uk-criminal-conduct-national-security?fbclid=IwAR2Wee6ai0fFf_XJLxgxKt1IBVqXTmynBULyim5o0nZyfrB27Htd26zjIAo
[2] https://www.gov.uk/government/publications/covert-human-intelligence-sources-draft-code-of-practice/covert-human-intelligence-sources-bill-factsheet-accessible-version
[3] https://www.gov.uk/government/publications/covert-human-intelligence-sources-draft-code-of-practice/covert-human-intelligence-sources-bill-factsheet-accessible-version
[4] https://www.reportersunited.gr/3643/apo-ayto-to-kalokairi-1-000-forites-syskeyes-tis-elas-tha-skanaroyn-ta-prosopa-ton-politon-se-kathimerines-peripolies/
Χρήστος Σκυλλάκος
πηγή: toperiodiko.gr
e-prologos.gr