Μια σταθερά του κατοχικού – δοσιλογικού τύπου ήταν η υψηλόφωνη καταδίκη της «κτηνωδίας» των Κρητικών που πολέμησαν τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές παραβιάζοντας το «δίκαιο του πολέμου», αλλά και των αυθόρμητων φιλοβρετανικών εκδηλώσεων μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.

«Γερμανοί αλεξιπτωτισταί ηκρωτηριάσθησαν φρικωδώς και άλλοι εκακοποιήθησαν ανοικτιρμόνως» από Βρετανούς και Κρητικούς, καταγγέλλει έτσι το «Ελεύθερον Βήμα» (29/5/1941), δικαιολογώντας ρητά εκ των προτέρων τα «σκληρά αντίποινα» της Βέρμαχτ σε βάρος του πληθυσμού.

Οι Κρητικοί, διακηρύσσει η «Καθημερινή» (28/5/1941), «δεν έχουν δικαίωμα να γίνωνται ασυνείδητα όργανα ξένων προς τα πραγματικά ελληνικά συμφέροντα. Υποχρέωσιν έχουν να δεχθούν τα γενικώτερα συμφέροντα του Ελληνισμού και να δεχθούν τον Γερμανόν στρατιώτην όπως τον εδέχθημεν και ημείς: ως φίλον. Να το εννοήσουν τώρα, ΑΜΕΣΩΣ, προτού είναι αργά, προτού η υπομονή της Γερμανίας εξαντληθή, προτού υψώσουν τείχος μεταξύ της νήσου των και της Πατρίδος, μεταξύ της Κρήτης και του Πολιτισμού».

Εξίσου εύγλωττο και το κύριο άρθρο της επομένης: «Αισθανόμεθα διά μίαν ακόμη φοράν την ανάγκην να καλέσωμεν τους Κρήτας να συνετισθούν. Διατί κακουργούνΔιατί κηλιδώνουν τον πολιτισμόν των και διατί θέλουν η κηλίς να βάψη και τον πανελλήνιον πολιτισμόν; Μήπως τους απέκρυψαν ότι ημείς εδώ ζώμεν καλώς, ως φίλοι, ως συνεργάται, ως αδελφοί με τους Γερμανούς; Εχασαν την αίσθησιν της λογικής; Εχασαν τον πολιτισμόν των;»

Από τις στήλες του «Ελεύθερου Βήματος», ο Παύλος Παλαιολόγος καταγγέλλει πάλι με τις πιο βαριές εκφράσεις «τα ξελιγωμένα τσουλάκια του πεζοδρομίου» και «τους λιονταρήδες των ανώνυμων εκδηλώσεων» που «εγκληματούν κατά του τόπου των» με εκδηλώσεις συμπαράστασης σε διερχόμενους Βρετανούς αιχμαλώτους (3/6/1941).

Η δε «Καθημερινή» καλεί τους αναγνώστες της (22/5/1941) να βάλουν στη θέση του όποιον εκφράζει φιλοσυμμαχικά αισθήματα: «Πρέπει να αντιδράσωμεν παντού όπου τους συναντώμεν· εις το καφενείον, τον δρόμον, το γραφείον μας και το σπίτι μας. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να το εννοήσουν καλώς: οι Γερμανοί δεν είναι εχθροί μας. Είναι φίλοι μας. Ετσι τους αντιλαμβάνεται η μεγίστη πλειονότης του λαού μας. Και απέδειξαν διά θετικών ενεργειών και εκδηλώσεων ότι είναι φίλοι ειλικρινείς».

Η αγανάκτηση της «Καθημερινής» κατά της «αξιοθρηνήτου μειοψηφίας» που «εκθέτει εγκληματικώς» όσους Ελληνες έχουν κάθε καλή διάθεση να συνεργαστούν με τους Γερμανούς «διά να κατορθώση το Εθνος να ίδη εαυτό εντεταγμένον εις την χορείαν των ευημερούντων λαών», θα κορυφωθεί σε βαθμό υστερίας μετά το κατέβασμα της σβάστικας από την Ακρόπολη:

«Δεν ηθελήσαμεν ν’ ακούσωμεν τον ιστορικόν προειδοποιητικόν λόγον του Αρχηγού του Γερμανικού Ράιχ, διότι καίτοι έχοντες ώτα τα εκρατούμεν εσφραγισμένα», διαπιστώνει στο κύριο άρθρο της (1/6/1941). «Κλέπτομεν τους Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτας εις τα μαγαζιά και τα εστιατόριά μας, φερόμεθα προς τους ανθρώπους οι οποίοι μας επροστάτευσαν από τα δεινά του πολέμου ως εάν ήσαν βάρβαροι κατακτηταί, κλείομεν τα σπίτια μας όταν μας ζητούν εν δωμάτιον επί ενοικίω και φθάνομεν εις το άκρον άωτον της οικτρότητος να αφαιρέσωμεν την πολεμικήν σημαίαν των από τον βράχον της Ακροπόλεως, όπου κατ’ ευγενή και αβρόφρονα διάθεσιν εκυμάτιζεν παραπλεύρως της κυανολεύκου».

Για να μην υστερήσουν προφανώς σε δουλοπρέπεια, τα «Αθηναϊκά Νέα» της επομένης καταδικάζουν απερίφραστα «την βρωμερότητα όλων εκείνων των εμπόρων που αισχροκερδούν εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών, λησμονούντες κατά τον ασυνειδητότερον τρόπον την ιπποτικήν απέναντί μας στάσιν του στρατού της κατοχής» –και, μαζί μ’ αυτούς, όσους Ελληνες «φθάνουν μέχρι της ηθικής πωρώσεως και της ασεβείας προς τας ιερωτέρας παραδόσεις του πολιτισμού μας, ώστε να δικαιολογούν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας των τας ωμότητας που διεπράχθησαν εν Κρήτη» κατά των εισβολέων, «στιγματίζοντες ούτω το ελληνικόν όνομα και παρουσιάζοντες εις τα όμματα του κόσμου ως μίαν πρωτόγονον ζούγκλαν την πατρίδα μας».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το