Γιάννης Λαζάρου
Την ώρα που γύρναγε η μίζα της καναδέζας γουργουρίζοντας ήταν σαν να έλεγε σε όλους τραγουδιστά “για σας και καλή αντάμωση”. Το τραγούδι το σκέπασε η φωνή που αγκομαχώντας πλησίαζε.
– Κώστααα, Κώστααα περιμένετε λίγο.
– Τι θέλεις ρε Πίπη; απάντησε ο ψηλός.
– Να, ξέρω πως θα περάσετε από εκείνο το ρημάδι το διαλυμένο το στρατόπεδο, σε παρακαλώ αν γίνεται να δώσετε αυτό το δέμα στον Συγγελίδη.
Θέλοντας να πειράξει τον Πίπη ο ψηλός του λέει:
– Μη ρωτάς εμένα, να εδώ είναι ο κύριος Δόκιμος.
Ο Πίπης κουβαλώντας το δυσανάλογο με το κορμί του δέμα πήγε από την άλλη πλευρά της καναδέζας και χωρίς να πάρει ανάσα με την τραγουδιστή κερκυραϊκή προφορά του είπε ξανά:
– Σας παρακαλώ κύριε Δόκιμε να δώσετε το δέμα αυτό δεν έχω άλλο τρόπο να το στείλω, ήρθε εδώ και δέκα μέρες.
– Δεν χαλάμε χατήρι στους παιδαράδες, ρίχτο πίσω, είπε ο Δόκιμος.
Ο Πίπης δεν ήταν και πρώτο μπόι και πέταξε κάπως ψηλά το δέμα, από τον ήχο που έκανε σκάζοντας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και επειδή ο Πίπης ήταν και πλακατζής ο Κώστας πετάχτηκε και του λέει:
– Ρε μήπως μας πέταξες τίποτε χειροβομβίδες;
– Όχι, όχι απάντησε ανακουφισμένος ο Πίπης το δέμα είναι.
Η καναδέζα δούλευε κανονικά πια και απομακρύνθηκε περνώντας την πύλη του στρατοπέδου. Ο καιρός ήταν βαρύς και οι κουβέντες λίγες στο δρόμο που έκαναν.
– Να προλάβουμε να μη μας πάρει η νύχτα, είπε ο Αντρέας αλλάζοντας ταχύτητα, γιατί βλέπω πως ψηλά θα χιονίσει πάλι.
– Μπα δεν θα προλάβουμε, απάντησε ο Κώστας, είναι και η παράκαμψη που θα κάνουμε για το δέμα του Πίπη.
Ο δρόμος μακρύς οι σκέψεις πολλές και μόνο το τραγούδι της καναδέζας ακούγονταν που το έσπαγε η μονότονη στριγκλιά των καθαριστήρων στα τζάμια αφού το χιονόνερο τους έκανε παρέα για αρκετά χιλιόμετρα.
Φτάνοντας στο στρατόπεδο που αναζητούσαν το χιόνι ήταν ήδη στρωμένο και θυμήθηκαν τα λόγια του Πίπη που το είπε και ρημάδι και διαλυμένο.
Σταμάτησαν μπροστά σε μια πύλη που το μόνο εμπόδιο ήταν ένα κλαρί δέντρου τριών τεσσάρων μέτρων και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε.
– Εεεεεε άλφα μιιιιιιιιι, υπάρχει κανένας εδώ; Φώναξε ο Κώστας με την αγριοφωνάρα του.
Από ένα γερμένο καμαράκι που έστεκε λες και ήταν τύφλα στο μεθύσι πρόβαλε μια φιγούρα με ένα τζάκετ ριγμένο στους ώμους, βάζοντας μέσα στη φόρμα οτι περίσσευε από τα υπόλοιπα ρούχα.
– Ρε σειρά έχουμε ένα δέμα για κάποιον Συγγελίδη, να σου το αφήσουμε να το δώσεις; είπε ο Κώστας.
– Συγγελίδη; ααα καλά, απάντησε ο αλφαμίτης, αυτός δεν κατεβαίνει ποτέ είναι σκοπιά πάνω στα “βυζάκια”, αν το αφήσετε εδώ θα μείνει.
– Τι βυζάκια μου λες ρε σειρά, δώστε το δέμα στον άνθρωπο.
– Τι να σου κάνω, απάντησε ο βαριεστημένος αλφαμί, παράτα το εδώ και βλέπουμε.
– Τι κάνουμε τώρα; Ρώτησε τον Δόκιμο ο Κώστας.
Ο Δόκιμος σάλταρε από την καναδέζα και πλησίασε τον αλφαμίτη.
– Που είναι αυτή η σκοπιά με τα βυζάκια ρε σειρά; τον ρώτησε.- Είναι κανένα μισάωρο δρόμος από δω προς τα πάνω και θα δείτε τα δυο βυζάκια που είναι στο βουνό γι αυτό το λέμε έτσι. Όταν φτάσετε αν δεν βλέπετε φωνάξτε, Φιλόσοφε, Φιλόσοφε και θα σας ακούσει. Αφήστε εδώ την καναδέζα γιατί δεν έχει δρόμο δεν θα την πειράξει κανένας.
– Θα την φυλάς εσύ φαντάζομαι, είπε ο Δόκιμος χαμογελώντας και τους έκανε νόημα να πάρουν το δέμα.
Ξεκίνησαν κατά τα βυζάκια και πατώντας στο φρέσκο χιόνι αναρωτιόνταν τι διάολο έχει αυτό το δέμα και είναι τόσο βαρύ.
– Ρε μπας και χώθηκε στο δέμα ο Πίπης για έρθει μαζί; αναρωτήθηκε ο Αντρέας.
Το γκρίζο των σύννεφων το αντικατέστησε η νύχτα την ώρα που έφτασαν και φώναζαν όλοι μαζί: Φιλόσοφεεεεεεεεε.
– Τι θέλετε ρε; ακούστηκε μια φωνή από μια παράγκα που μόνο σκοπιά δεν θύμιζε.
– Έχουμε ένα δέμα για σένα, απάντησε ο Αντρέας.
– Τα κωλόπαιδα πάλι έναν αιώνα έκαναν να τα στείλουν, μονολογούσε η φωνή που βγαίνοντας από την παράγκα γούρλωσε τα μάτια μπροστά σε κάποιους άγνωστους.
– Ελάτε μέσα, ελάτε, είπε με αγωνία.
Μπήκαν και ίσα που χώραγαν, παντού βιβλία και μια αυτοσχέδια σομπίτσα από τενεκέ να προσπαθεί να κάψει κάποιο ξεχασμένο ξύλο από ώρα.
Αφού έγιναν οι συστάσεις και ειπώθηκε η ιστορία για το δέμα που τελικά ήταν βαρύ γιατί είχε βιβλία, ο Συγγελίδης-Φιλόσοφος ντράπηκε που δεν είχε κάτι να τρατάρει τις σειρές που έκαναν τόσο κόπο να φτάσουν εκεί.
– Να φύγουμε, έχουμε δρόμο και το χιόνι θα είναι πιο βαρύ, είπε ο Κώστας.
– Δεν θα βγείτε από την δημοσιά σε καμιά ώρα θα το κλείσει, είπε ο Συγγελίδης, καθίστε να ξημερώσουμε και βλέπετε.
– Ωραία να κάτσουμε αλλά ούτε ένα πελεγκρίνο (κονσέρβα κρέατος) δεν έχεις, τι να φάμε; απάντησε ο Κώστας.
– Ωραία θα πάμε στην ταβέρνα της χήρας, είπε ο Συγγελίδης.
Κοίταξαν τον Δόκιμο και έγνεψε καταφατικά αφού ακούγοντας για χήρα ο Αντρέας δεν θα έφευγε ούτως ή άλλως.
Κατηφόρισαν στο χιόνι και περνώντας από το στρατόπεδο η καναδέζα είχε ντυθεί ήδη νυφούλα, κατά τα άλλα ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μόνο μια ξεχαρβαλωμένη λάμπα ψηλά σε ένα στύλο έδειχνε την ποσότητα του χιονιού που έπεφτε.
Σε κανένα τέταρτο από το στρατόπεδο έφτασαν σε ένα σπίτι δίπατο θεοσκότεινο.
– Δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας εδώ, είπε ο Κώστας, ούτε η σόμπα δεν καπνίζει.
– Μη βιάζεσαι, απάντησε ο Συγγελίδης και άρχισε να φωνάζει βαρώντας την πόρτα, μπάρμπα Δήμοοοοο, μπάρμπα Δήμοοοοο.
Χωρίς να υπάρξει ένδειξη φωτός ακούστηκε από μέσα ένας σύρτης και η πόρτα άνοιξε.
– Βρε καλώς τον φιλόσοφο, είπε ο γέροντας, τράβα πίσω να ανεβάσεις τον γενικό να ανάψουμε κανένα φως.
Ο φιλόσοφος εξαφανίστηκε και σε λίγο άναψε η κεντρική λάμπα κάνοντας τους επισκέπτες να περάσουν σε ένα χώρο βγαλμένο από πίνακα ζωγραφικής περασμένων χρόνων.
Η μυρουδιά της ρετσίνας σε έκανε να νιώθεις ευχάριστα και τα ελάχιστα τραπεζάκια τριγυρισμένα από ψάθινες καρέκλες σε καλούσαν όλα σαν παλιοί φίλοι να καθίσεις.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο μπάρμπα Δήμος άναψε την σόμπα και φρυγάνισε ψωμί ζυμωτό, έβαλε και ελιές τρία κρεμμύδια κάτι κονσέρβες, έβαλε και ρετσίνα Κουρτάκη στο τραπέζι και αφού άρχισε το φαγοπότι κούρδισε το γραμμόφωνο και …”Δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι, κακούργα, μακριά…”.
Ο μπάρμπα Δήμος το ευχαριστιόταν και οι “πλάκες” διαδέχονταν η μια την άλλη στο γραμμόφωνο. Όλοι πέρναγαν καλά, όμως ένας είχε την ανησυχία του.
– Τι έχει το παλικάρι και είναι ανήσυχο; ρώτησε ο μπάρμπα Δήμος τον Δόκιμο.
– Τίποτε, μη δίνεις σημασία είναι που δεν εμφανίστηκε ακόμη η χήρα, βλέπεις έχει κι αυτός το κουσούρι του με τις γυναίκες, απάντησε.
– Α, μάλιστα εραστής κι αυτός είπε ο μπάρμπα Δήμος, πες μου πλήρες ονοματεπώνυμο και σειρά του παιδιού.
– Τι τα θέλεις αυτά; ρώτησε ο Δόκιμος ενώ ο Φιλόσοφος κρυφογελούσε με νόημα.
– Τα θέλει η χήρα διότι αλλιώς δεν εμφανίζεται, απάντησε ο μπαρουτοκαπνισμένος γέροντας.
– Αντρέα αναφέρσου να εμφανιστεί η χήρα, είπε ο Κώστας.
Την ώρα που ο Αντρέας έδινε πλήρη αναφορά των στοιχείων του ο μπάρμπα Δήμος σημείωνε πίσω από το πάγκο.
Όταν τελείωσε όλο το τελετουργικό εμφανίστηκε ο μπάρμπα Δήμος με ένα βιβλίο τεράστιο σαν αυτά που έχουν στα εργοστάσια και κάνουν λογαριασμούς με χοντρά εξώφυλλα.
Το κουβάλησε και το ακούμπησε μπροστά στον Δόκιμο. Ξεφυλλίζοντας ο Δόκιμος έβλεπε ημερομηνίες και ονόματα με βαθμούς στρατιωτικούς δίπλα.
Στρατιώτης τάδε 10-2-1963, δεκανέας δείνα 25-1-1962, λοχίας τάδε 8-4-1968 κλπ. Ονόματα, πολλά ονόματα και πολλά χρόνια πίσω μέχρι και τις μέρες που πέρναγαν.
– Τι είναι αυτό μπάρμπα Δήμο; ρώτησε ο Δόκιμος.
– Αυτοί παλικάρι μου είναι οι εραστές της χήρας που πέρασαν από εδώ. Μη μου πεις πως δεν σου έκανε ποτέ εντύπωση πως δίπλα σε όλα τα στρατόπεδα στην Ελλάδα υπάρχει πάντα η ταβέρνα της χήρας;
Φωτο: Κ. Μπαλάφας
πηγή: stontoixo
e-prologos.gr