Ύστερα από την άνοδο της ΝΔ στην κυβέρνηση, μια νέα πολιτική κατάσταση διαμορφώθηκε στην πολιτική ζωή της χώρας, που χαρακτηρίζεται από ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, χτύπημα των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων του λαού, ενίσχυση της πολιτικής της λιτότητας, νέα επίθεση στην Παιδεία, την Υγεία, την Ασφάλιση, την Πρόνοια.

Οι πρώτοι νόμοι και ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως η ενίσχυση του αντιδραστικού ρόλου τους κράτους (“επιτελικό κράτος”, σύνδεσμοι της ΕΥΠ στις δημόσιες υπηρεσίες, πλαισίωση της κυβέρνησης από στελέχη της “αγοράς”), η επιβολή ενός καθεστώτος αστυνομοκρατίας και τρομοκρατίας (κατάργηση Ασύλου, εκκαθαρίσεις στα Εξάρχεια), η επιτάχυνση των διαδικασιών ξεπουλήματος των δημόσιων υποδομών (ΔΕΗ, Ελληνικό, κ.λπ.), η μεγάλη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, οι αποφάσεις για την ενίσχυση της καταστολής και του εγκλωβισμού των προσφύγων-μεταναστών σε στρατόπεδα-κολαστήρια δίνουν το στίγμα της αντιλαϊκής – αντιδημοκρατικής πολιτικής την οποία θα συνεχίσει να κλιμακώνει.

Μια πολιτική που προσφέρει πλούσιες κρατικές παροχές, κίνητρα και κερδοσκοπική ασυδοσία στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, την οποία προσπαθεί να συγκαλύψει με κάποια δήθεν φιλολαϊκά ψίχουλα (ελάχιστη μείωση του ΕΝΦΙΑ) και να δημιουργήσει κοινωνικό κλίμα ανοχής στους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς της κάνοντας λόγο για «ανάπτυξη για όλους».

Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει και με το νέο πολυνομοσχέδιο που φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή. Το νέο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο θεσμοθετεί δεκάδες μέτρα για τη χωρίς όρια επέλαση των ξένων και ντόπιων «επενδυτών». Παράλληλα, και σε συνέχεια των αντεργατικών νόμων του ΣΥΡΙΖΑ, χτυπά καίρια τα συνδικαλιστικά δικαιώματα με το «ηλεκτρονικό μητρώο», που στοχεύει στο φακέλωμα των εργαζόμενων και της συνδικαλιστικής δράσης τους, πλήττει το δικαίωμα στην απεργία, μέσα από την «ηλεκτρονική ψηφοφορία για την κήρυξή της», αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο τις κλαδικές συμβάσεις.

Αυτή είναι η περίφημη «επιστροφή στην κανονικότητα». Είναι η μεγάλη ρεβάνς της Δεξιάς για όλες τις οικονομικές, συνδικαλιστικές, δημοκρατικές κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος μετά την πτώση της δικτατορίας. Μια ρεβάνς που μπορεί να πραγματοποιείται σήμερα λόγω του άθλιου ρόλου που έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας, οδηγώντας πλατιά λαϊκά στρώματα -μέσα από την οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών τους- στη μοιρολατρική αποδοχή της αντιδραστικής άποψης πως όλες οι αντιλαϊκές ανατροπές της τελευταίας δεκαετίας είναι μονόδρομος.

Υπηρετώντας πιστά το δόγμα της υποτέλειας «ανήκομεν εις την Δύσιν», ο Μητσοτάκης φρόντισε να υποβάλει άμεσα τα διαπιστευτήριά του στους ηγέτες των ξένων αφεντικών, παρέχοντας διαβεβαιώσεις πως το «κράτος έχει συνέχεια» και ότι θα τηρήσει πιστά την αμερικανονατοϊκή συμφωνία των Πρεσπών.

Με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ πριν και την ενεργητική σύμπραξη της κυβέρνησης ΝΔ τώρα, οι βάσεις και οι “διευκολύνσεις” αυξάνονται και ενισχύονται. Εκεί αποσκοπεί ο διαβόητος “Στρατηγικός Διάλογος» και η υπογραφή πριν λίγες μέρες της λεγόμενης «Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ». Γι’ αυτό ήρθε εδώ ο Πομπέο. Από το Βορρά μέχρι το Νότο -με τις βάσεις στην Αλεξανδρούπολη, τη Λάρισα, το Στεφανοβίκειο, το Άκτιο, την Ανδραβίδα, τον Άραξο, τη Σούδα- η Ελλάδα μετατρέπεται σε ένα απέραντο πολεμικό ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η ΝΔ είναι το κόμμα που σταθερά πλειοδοτούσε και πλειοδοτεί σε δουλοφροσύνη απέναντι σε ΗΠΑ και ΕΕ.

Στο φλεγόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον της περιοχής μας, που χαρακτηρίζεται από σφοδρούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, με την κυβέρνηση της Τουρκίας να κλιμακώνει τις επεκτατικές της διεκδικήσεις, εισβάλλοντας στη Συρία και απειλώντας την Κύπρο με νέα εισβολή, η ασφυκτική πρόσδεση της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως και της προηγούμενης του ΣΥΡΙΖΑ, στις ΗΠΑ και ο ρόλος πλασιέ των αμερικανονατοϊκών συμφερόντων μόνο επικίνδυνες εξελίξεις μπορεί να σημαίνουν για το λαό μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε και δικαίωσε την πολιτική των μνημονίων, απαξίωσε και υπονόμευσε το συνδικαλιστικό κίνημα, τα εργατικά δικαιώματα και ελευθερίες, εξωράισε και συμφιλίωσε ευρύτατα λαϊκά στρώματα με την ιδεολογία και τις αξίες του συντηρητικού χώρου, απογείωσε την πολιτική της υποτέλειας σε ΗΠΑ και ΕΕ.

Η υπόκλιση και υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στους ιμπεριαλιστές, είτε σαν κυβέρνηση πριν είτε σαν «ισχυρή» αντιπολίτευση τώρα, τον έχει εντάξει τελεσίδικα στο αντιλαϊκό μέτωπο και καμιά παραπλανητική κίνησή του δεν μπορεί να συγκαλύψει την αλήθεια. Το κλίμα κάλπικης αντιπαράθεσης με τη ΝΔ, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να συντηρήσει, δεν πείθει. Γιατί είναι ολοφάνερο πως μαζί με το κόμμα της Δεξιάς αποτελούν σήμερα τους κύριους στυλοβάτες επιβολής των συμφερόντων των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας ολιγαρχίας και βρίσκονται και οι δυο απέναντι από το λαό, στο ίδιο αντιλαϊκό χαράκωμα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η «ισχυρή αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε ισχυρή ούτε αντιπολίτευση. Η «δίκαιη ανάπτυξη» που παρέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επί της ουσίας ίδια με την «ανάπτυξη για όλους» που «εγκαινιάζει» η ΝΔ του Μητσοτάκη. Πρόκειται για την «ανάπτυξη» που επιτάσσουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ και των ΗΠΑ και που ταυτίζεται με την νεοαποικιακού τύπου οικονομική και πολιτική υποδούλωση της χώρας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας στο ακέραιο τις ευθύνες που προκύπτουν από τη θέση του ως δεύτερου πυλώνα του εγχώριου αστικού συστήματος, προσαρμόζεται πλήρως στις νέες ανάγκες. Προχωρά γοργά σε μετασχηματισμούς για την ολοκλήρωση της μετατροπής του σε ένα «σύγχρονο αρχηγικό σοσιαλδημοκρατικό» -αντιδημοκρατικό στη λειτουργία και το περιεχόμενό του- κόμμα. Ο «αντιπολιτευτικός» του λόγος, στην ουσία, αποτελεί εξάρτημα της πολιτικής της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Όσο και αν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν τις λέξεις που θα τον παρουσιάζουν ως αντιπολιτευόμενη δύναμη στην κυβέρνηση της Δεξιάς, το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής του είναι επί της ουσίας ταυτόσημο με αυτό της ΝΔ.

Οι καθοδηγητές του ΚΚΕ, στα πλαίσια των θεωριών τους που διαστρεβλώνουν το λενινισμό, έχουν, εδώ και χρόνια, αναγορεύσει την Ελλάδα σε «ιμπεριαλισμό», ενώ αρνούνται, απορρίπτουν και δυσφημούν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, με το σαθρό και ανιστόρητο επιχείρημα ότι θέτει την εργατική τάξη κάτω από «ξένη σημαία»!

Συγκαλύπτοντας, από τις θέσεις ενός κούφιου αντικαπιταλισμού, τη βαθιά και ολόπλευρη εξάρτηση της Ελλάδας, εξωραΐζουν στην πράξη την υπάρχουσα αντιλαϊκή εξουσία και συμβάλλουν όχι στην ανατροπή αλλά στην εδραίωσή της.

Και αυτή η κατεύθυνση δένεται με τη σεχταριστική και διασπαστική τους πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα, με τις κούφιες «αντεπιθέσεις» τους και τις «εντυπωσιακές ενέργειες» της στιγμής.

Η γραμμή του ΚΚΕ αδυνατεί να εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των λαϊκών μαζών και να δώσει ώθηση στους μαζικούς αγώνες. Αντί να συγκεντρώνει, απομακρύνει λαϊκές δυνάμεις, αντί να υποβοηθά, να ενοποιεί και να ανυψώνει, κατακερματίζει τους αγώνες των λαϊκών μαζών και ματαιώνει την προοπτική τους.

Μπροστά σε αυτόν τον νέο γύρο αντιλαϊκής – αντεργατικής επίθεσης από την κυβέρνηση της ΝΔ, ο λαός δεν έχει άλλη λύση παρά να αντιπαρατάξει τον ενισχυμένο, ενωτικό, παρατεταμένο μαζικό αγώνα του για να μπορέσει να βγει από το τούνελ της αυξανόμενης φτώχειας, ανεργίας και εθνικής υποτέλειας, που τον σέρνουν.

Οι 24ωρες απεργίες, που αποφάσισαν τα Εργατικά Κέντρα καθώς και η ΑΔΕΔΥ ενάντια στο νέο πολυνομοσχέδιο στις 24 Σεπτέμβρη και 2 Οκτώβρη, παρά τον άθλιο, διαλυτικό ρόλο της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, έδειξαν τη διάθεση των εργαζομένων να αντιπαλέψουν την αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ. Απέναντι στη διαλυτική γραμμή των δυνάμεων που κυριαρχούν στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος και ορθώνουν φραγμούς στον αγώνα των εργαζομένων, να δυναμώσουμε τον αγώνα για την ταξική ανασυγκρότηση των μαζικών οργανώσεων του κινήματος, των συνδικάτων, κόντρα στις πολιτικές του συμβιβασμού και της υποταγής, των ρεφορμιστικών αυταπατών, της παραλυσίας και της πολυδιάσπασης, των κούφιων εντυπωσιοθηρικών ενεργειών.

Το τελευταίο διάστημα, μπροστά στις δυσκολίες και τα εμπόδια που ορθώνονται για την ανάπτυξη της εργατικής και λαϊκής πάλης, ξαναφουντώνουν όλες οι βαθιά λαθεμένες απόψεις που αντιπαλέψαμε για το ρόλο των συνδικάτων και επινοούνται διάφορα υποκατάστατα, που επαναφέρουν προτάσεις “αριστερού πολιτικού συντονισμού και συνεργασίας” σαν απάντηση, δήθεν, για το ξεπέρασμα των δυσκολιών. Το να επανέρχονται παρόμοιες προτάσεις, μετά το ναυάγιο και τη χρεοκοπία της ιδέας του παναριστερού πόλου που ενσάρκωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας μια σειρά οργανώσεις να γίνουν νεροκουβαλητές του, σημαίνει πως τα ρεφορμιστικά “μεταβατικά προγράμματα“ καλά κρατούν.Προτάσεις και προγράμματα που όχι μόνο δεν συμβάλλουν στο ξεμπλοκάρισμα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και στην ανασύνταξη του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, αλλά αντίθετα συντηρούν τη σύγχυση και συσκοτίζουν το δρόμο για την ανασυγκρότησή τους.

Μπροστά στα αντεργατικά μέτρα που έρχονται να επιδεινώσουν τη θέση των εργαζομένων, ο μόνος δρόμος για το Μ-Λ ΚΚΕ ήταν και παραμένει ο δρόμος της παλλαϊκής – πανεργατικής αντίστασης και πάλης ενάντια στους ξένους και ντόπιους δυνάστες και εκμεταλλευτές και τα πολιτικά τους φερέφωνα, για την ανατροπή των μέτρων που πέρασαν και την απόκρουση αυτών που έρχονται, τη διεκδίκηση των λαϊκών δικαιωμάτων που καταργήθηκαν, σε αναπόσπαστη σύνδεση με τα γενικότερα αιτήματα πάλης για την έξοδο από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και το γκρέμισμα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Σε αυτή την κατεύθυνση θα αναπτύξει το Μ-Λ ΚΚΕ την ανεξάρτητη πολιτική δράση του, δυναμώνοντας το μέτωπο αντιπαράθεσης ενάντια σε λαθεμένες απόψεις, απορρίπτοντας ετερόκλητες και έξω από αρχές συνεργασίες, αντιτάσσοντας την ανάγκη ενιαιομετωπικής δράσης της ΛΑ-ΑΑΣ στη βάση του πολιτικού προσανατολισμού που έχει χαράξει και των στόχων που έχει θέσει. Αν αυτός ο προσανατολισμός που χαράχθηκε αρχικά και εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια από τη ΛΑ-ΑΑΣ επιχειρηθεί να ακυρωθεί, μέσα από τη λεγόμενη κοινή δράση με τις δυνάμεις του «αντικαπιταλιστικού χώρου» και να μετατραπεί σε συμπληρωματική δύναμή του, τότε είναι φανερό πως η υπόθεση και η πορεία της ΛΑ-ΑΑΣ θα βρεθούν μπροστά σε μεγάλη δοκιμασία.
Η γενικότερη υποχώρηση του κινήματος, το χαμηλό επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης των μαζών συνδέεται -πέρα από τις αυταπάτες των εύκολων λύσεων που σκόρπισε τα προηγούμενα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ- με τη διάβρωση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος που έχει προκαλέσει η πολύχρονη κυριαρχία του ρεβιζιονισμού και η καπιταλιστική παλινόρθωση, συνδέεται με την αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και την αναδημιουργία του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Όσο δεν κάνει βήματα η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, οι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες θα χαρακτηρίζονται από αστάθεια και αποσπασματικότητα, χωρίς συνέχεια και σταθερή προοπτική. Ο στόχος της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί για το Μ-Λ ΚΚΕ κεντρικό καθήκον.

Από την Απόφαση της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ

Οκτώβρης 2019

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το