Οι ΗΠΑ υπέγραψαν στις 22 Οκτωβρίου μια κοινή διακήρυξη κατά του δικαιώματος στην άμβλωση μαζί με περίπου 30 άλλα κράτη που έχουν ανελεύθερα και αυταρχικά καθεστώτα, μετά την αποτυχία της προσπάθειας επέκτασης ενός συντηρητικού συνασπισμού.
Η «Διακήρυξη Συναίνεσης της Γενεύης» καλεί τα κράτη να προωθήσουν τα δικαιώματα και την υγεία των γυναικών – αποκλείοντας όμως την πρόσβαση στην άμβλωση — και είναι μέρος μιας εκστρατείας της κυβέρνησης Τραμπ, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, για τον επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε μια πιο κοινωνικά συντηρητική κατεύθυνση, παρά το κόστος της αποξένωσης από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους.
Οι «βασικοί υποστηρικτές» της διακήρυξης είναι η Βραζιλία, η Αίγυπτος, η Ουγγαρία, η Ινδονησία και η Ουγκάντα, ενώ ανάμεσα στους άλλους 27 υπογράφοντες συμπεριλαμβάνονται η Λευκορωσία (όπου οι δυνάμεις ασφαλείας προσπαθούν να καταστείλουν ένα κίνημα διαμαρτυρίας από γυναικείες πρωτοβουλίες), τη Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράκ, το Σουδάν, το Νότιο Σουδάν και τη Λιβύη.
Οι περισσότεροι από τους υπογράφοντες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις 20 χειρότερες χώρες όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών σύμφωνα με τον Δείκτη Γυναικών, Ειρήνης και Ασφάλειας του Πανεπιστημίου του Τζωρτζτάουν. Καμία από τις πρώτες είκοσι χώρες του δείκτη του Τζωρτζτάουν — με εξαίρεση τις ΗΠΑ (κατατάσσονται στη 19η θέση) — δεν έχει υπογράψει τη δήλωση. Το μόνο άλλο ευρωπαϊκό συμβαλλόμενο μέρος (εκτός από τη Λευκορωσία και την Ουγγαρία) είναι η Πολωνία, όπου το συνταγματικό δικαστήριο ενέκρινε τη σχεδόν πλήρη απαγόρευση των αμβλώσεων.
Ο κατάλογος των υποστηρικτών της Συμφωνίας της Γενεύης έχει αυξηθεί ελάχιστα τον τελευταίο χρόνο, παρά την εκστρατεία της κυβέρνησης Τραμπ για την εύρεση νέων συμμετεχόντων.
«Το 2019, περίπου 25 χώρες υπέγραψαν μία ή περισσότερες κοινές δηλώσεις σχετικά με αυτά τα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος», ανέφερε ένα υπόμνημα των ΗΠΑ που κυκλοφόρησε μεταξύ υποστηρικτικών της διακήρυξης κυβερνήσεων. «Θα θέλαμε πολλές άλλες χώρες να συμμετάσχουν σε αυτήν τη Διακήρυξη το 2020, ώστε να επιτευχθούν οι αμοιβαίες προτεραιότητες σε διακυβερνητικό επίπεδο».
Ο Γκίλιαν Κέιν, ανώτερος σύμβουλος πολιτικής για τον Ipas, έναν διεθνή οργανισμό που υποστηρίζει την ασφαλή πρόσβαση στην άμβλωση, δήλωσε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν στην οικοδόμηση συναίνεσης και συνασπισμού. Υπάρχουν 193 κράτη μέλη στον ΟΗΕ και έχουν υπογράψει μόνο 31. Αυτό αναδεικνύει την αποτυχία της όλη συμφωνίας. Κανένας από τους ομοϊδεάτες συνεργάτες μας δεν είναι εκεί, και κανένας από τους ανθρώπους στη λίστα δεν μπορούσε να νοιάζεται λιγότερο για τις γυναίκες. Είναι αποτυχία της διπλωματίας».
Μια τελετή εικονικής υπογραφής φιλοξενήθηκε από τον Πομπέο και τον υπουργό Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, Άλεξ Αζάρ. Απεικόνισαν τη διακήρυξη ως ιστορική στιγμή για το κίνημα που επιχειρεί την παύση υποστήριξης των αμβλώσεων ως μέρος της αναπαραγωγικής υγειονομικής περίθαλψης, και έδωσαν τα εύσημα γι’αυτό στον Ντόναλντ Τραμπ.
«Υπό την ηγεσία του Προέδρου Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερασπίστηκαν την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής παντού και πάντα», δήλωσε ο Πομπέο. «Το κατάφερε όπως κανένας άλλος πρόεδρος στην ιστορία. Έχουμε πραγματοποιήσει μια άνευ προηγουμένου υπεράσπιση των αγέννητων και στο εξωτερικό».
Στη διακήρυξη αναφέρεται: «Επανεπιβεβαιώνουμε ότι δεν υπάρχει διεθνές δικαίωμα άμβλωσης, ούτε διεθνής υποχρέωση εκ μέρους των κρατών να χρηματοδοτούν ή να διευκολύνουν την άμβλωση».
Η δήλωση χρησιμοποιεί το επιχείρημα «υπέρ της οικογένειας», υποστηρίζοντας τον «ρόλο της οικογένειας ως θεμελιώδους αξίας για την κοινωνία και ως πηγή υγείας, υποστήριξης και φροντίδας» — επιχείρημα που έχει συσχετιστεί στο παρελθόν με την αντίθεση στον γάμο των ομοφυλοφίλων και στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
Το έγγραφο που υπεγράφη την Πέμπτη υπογραμμίζει επίσης την υπεροχή της εθνικής κυριαρχίας στον καθορισμό της πολιτικής και των δικαιωμάτων, ένα ζήτημα που επιδιώκεται από μια εκστρατεία που προωθεί έντονα ο Πομπέο στο υπουργείο Εξωτερικών, την Επιτροπή για τα αναφαίρετα δικαιώματα, η οποία υποστηρίζει ότι η θέση των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να είναι βασισμένη στη δική τους συνταγματική ιστορία.
Όπως και με την Επιτροπή αναφαίρετων δικαιωμάτων, αξιωματούχοι καριέρας στο υπουργείο Εξωτερικών αποκλείστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της Διακήρυξης της Γενεύης, η οποία πραγματοποιήθηκε από διορισμένους πολιτικούς.
Πηγή: infowar από the Guardian
e-prologos.gr