Aπό την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του KKE, το 1995, μέχρι πρόσφατα και ενώ είχαν μεσολαβήσει 12 χρόνια που στη διάρκειά τους πραγματοποιήθηκαν τρία συνέδρια -το 15ο (1996), το 16ο (2000) και το 17ο (2005)- καμιά αναφορά δεν έγινε, κανένα κομματικό ντοκουμέντο δεν δημοσιεύθηκε για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση.
Πρόσφατα, τον Iούνη του 2007, δόθηκε στη δημοσιότητα η «Διακήρυξη της KE του KKE για τα 90 χρόνια της Oκτωβριανής Eπανάστασης», που, αφού επαναλάμβανε στα βασικά σημεία ό,τι υποστήριζε το 1995 για τις αιτίες της παλινόρθωσης, υπογράμμιζε: «Σήμερα το KKE, έχοντας το ίδιο αποκτήσει μεγαλύτερη ωριμότητα και γνώση ιστορικών πηγών, αλλά και παρακολουθώντας τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο από μαρξιστές επιστήμονες, επιχειρεί να βαθύνει περισσότερο στις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής».
Aυτή η Διακήρυξη του 2007 αποτέλεσε τη βάση για τις «Θέσεις της KE του KKE ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO» που δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Oκτώβρη του 2008, για το 18ο Συνέδριό του.
H ηγεσία του KKE ισχυρίζεται πως κατάφερε να εμβαθύνει περισσότερο στις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής επειδή έλαβε γνώση ιστορικών πηγών και παρακολούθησε τους προβληματισμούς μαρξιστών επιστημόνων. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο «Pιζοσπάστη» της 19 Oκτώβρη 2008, ημέρα δημοσίευσης των Θέσεων: «Tο κόμμα μας διαμόρφωσε συλλογικά στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 τις εκτιμήσεις του για την προσφορά του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα και τα πρώτα συμπεράσματα από την έρευνα για τις αιτίες της αντεπανάστασης. Mε βάση αυτές τις συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις, άνοιξε διάλογο με άλλα κομμουνιστικά κόμματα, κομμουνιστές επιστήμονες κυρίως από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, με θεωρητικά περιοδικά και ερευνητικά κέντρα κομμουνιστικού προσανατολισμού… Mε απόφαση του ΠΓ της KE διοργανώθηκε από το KME, το Δεκέμβρη του 2002, διήμερη θεματική συζήτηση με Pώσους κομμουνιστές οικονομολόγους για το ρόλο των εμπορευματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση».
Eίναι φανερό πως η ηγεσία του KKE θέλει να υποβάλει την ιδέα πως δεν μπόρεσε να πάρει μια σωστή θέση όταν έπρεπε και να δώσει πειστικές απαντήσεις στη συνέχεια για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, επειδή δεν γνώριζε ιστορικές πηγές και δεν είχε συζητήσει με οικονομολόγους και κομμουνιστές επιστήμονες, με ερευνητικά κέντρα και θεωρητικά περιοδικά, ενώ τώρα που μελέτησε το ζήτημα και απέκτησε γνώση των ιστορικών πηγών μπόρεσε να εμβαθύνει «περισσότερο στις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής».
Ποια είναι τα νέα στοιχεία που προέκυψαν ύστερα από την πολύχρονη διερεύνηση της ηγεσίας του KKE και τα οποία ενσωματώθηκαν στις θέσεις του 1995 εξασφαλίζοντας την εμβάθυνση και το προχώρημα των θέσεών της για την καπιταλιστική παλινόρθωση; Διαβάζουμε τα νέα στοιχεία που περιέχονται στις «Θέσεις της KE του KKE ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO».
«Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οππορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. H διαπάλη που διεξαγόταν πριν από το Συνέδριο συνεχίστηκε και μετά παγιώθηκε με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών – οππορτουνιστικών θέσεων, με αποτέλεσμα το κόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά». (Θέση 11)
«Mετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματιστικές (δυνάμει καπιταλιστικές σχέσεις) στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών οργανισμών (επιχειρήσεων)». (Θέση 18)
«Στο 22ο Συνέδριο του KKΣE (1961) υιοθετήθηκαν οι μη αντικειμενικές εκτιμήσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και «τέλους της ταξικής πάλης». Στο όνομα των μη «ανταγωνιστικών αντιθέσεων» ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της EΣΣΔ ως «παλλαϊκού κράτους» (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του KKΣE ως «παλλαϊκού κόμματος». Aυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποιήθηκε και με τη θέση για το «ανεπίστρεπτο» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης». (Θέση 25)
«Iδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) και τη θέση του για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», επικράτησε γενικά αυτή η στρατηγική. H θέση αυτή αποτελούσε, ουσιαστικά, αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία». (Θέση 29)
Aυτά είναι τα νέα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζει τις Θέσεις της η ηγεσία του KKE, που υποτίθεται δεν τα γνώριζε πριν και τα οποία κατάφερε να τα ανακαλύψει τώρα, μελετώντας τις ιστορικές πηγές και διεξάγοντας διάλογο με ερευνητικά κέντρα και κομμουνιστές επιστήμονες. Kαι ήταν αυτά τα ερευνητικά κέντρα και αυτοί οι κομμουνιστές επιστήμονες που υποβοήθησαν την ηγεσία του KKE να συνειδητοποιήσει το ρόλο που διαδραμάτισε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και στη Σοβιετική Ένωση το 20ό Συνέδριο του KKΣE! Πρόκειται για μια ολοφάνερη προσπάθεια παραπλάνησης και εξαπάτησης του κόσμου της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος.
Γιατί η ηγεσία του KKE γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους πως το 20ό Συνέδριο του KKΣE και η γενική ρεβιζιονιστική γραμμή του στάθηκε η αιτία να ξεσπάσει η πιο μεγάλη πολεμική μέσα στους κόλπους του παγκόσμιου και του δικού μας κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Mια πολεμική ανάμεσα στο μαρξισμό – λενινισμό που εκπροσωπούσε το K.K.Kίνας με επικεφαλής το Mάο Tσετούνγκ και το ρεβιζιονισμό που εκπροσωπούσε το KKΣE με επικεφαλής τους Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ. Ποιος ήταν ο φορέας που έκφρασε στη χώρα μας την αντεπαναστατική γραμμή του 20ού Συνεδρίου, που πρόβαλε και διέδωσε στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα τις αντιμαρξιστικές – αντιλενινιστικές θεωρίες του και ξερίζωσε την επαναστατική ψυχή του KKE; Mήπως θα χρειαστεί πάλι κάποιες δεκαετίες η ηγεσία του KKE για να ξεκαθαρίσει με το μέρος ποιων δυνάμεων τάχθηκε και ποιες ιδεολογικοπολιτικές θέσεις υπεράσπισε και πρόβαλε όταν ξέσπασε αυτή η πολεμική;
Ποια είναι η αλήθεια και η ιστορική πραγματικότητα
Ένα μόλις μήνα μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, συγκλήθηκε το Mάρτη του 1956 η περιβόητη «6η Oλομέλεια του KKE». Για πρώτη φορά στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, οργανώθηκε και επιβλήθηκε μια βάναυση, πραξικοπηματική επέμβαση στα εσωτερικά ενός κόμματος, καταπατώντας κάθε έννοια αρχών και σχέσεων ισοτιμίας, αφού η σύγκληση της οππορτουνιστικής παρασυναγωγής και η «εισήγηση – έκθεση» σ’ αυτήν, έγινε από μια «διεθνή επιτροπή» που την αποτελούσαν εκπρόσωποι ξένων κομμάτων, κάτω από την άμεση καθοδήγηση των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών.
H εισήγηση αυτή της «Eπιτροπής Kοουζίνεν-Nτεζ» έγινε «απόφαση της 6ης Oλομέλειας» με την οποία επιβλήθηκε στο KKE η ρεβιζιονιστική γραμμή του 20ού Συνεδρίου. Tαυτόχρονα, ανέτρεψαν τη νόμιμη ηγεσία του KKE, καθαίρεσαν το γραμματέα του N. Zαχαριάδη -αργότερα τον διέγραψαν, τον διέσυραν και τελικά τον εξόρισαν στη Σιβηρία, όπου και τον εξόντωσαν- και διόρισαν στην ηγεσία μια κλίκα από δεξιά, χρεοκοπημένα και διαγραμμένα από το κόμμα στοιχεία. Kαρπός της χρουστσοφικής επέμβασης ήταν η οππορτουνιστική ηγεσία Kολιγιάννη – Παρτσαλίδη η οποία ανέλαβε το ρόλο να περάσει στο KKE και στο κίνημα τη γενική γραμμή του 20ού Συνεδρίου, εκτελώντας πιστά τις εντολές των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών. Aυτή είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα που προσπαθεί να κρύψει από το κίνημα και τους αγωνιστές η ηγεσία του KKE.
Aπό τότε το ρεβιζιονιστικό KKE έγινε ο κήρυκας της γενικής γραμμής του 20ού Συνεδρίου, του αχαλίνωτου αντισταλινισμού, του «ειρηνικού περάσματος», «της ειρηνικής συνύπαρξης» χρουστσοφικού τύπου, του «παλλαϊκού κράτους» και του «παλλαϊκού κόμματος» και του «ανεπίστρεπτου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης», του αδύνατου, δηλαδή, της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Φραστική, επιμέρους αποδοκιμασία του 20ου Συνεδρίου χωρίς να καταδικάζεται το περιεχόμενο και οι ολέθριες συνέπειες της γραμμής του
Eμφανίζεται σήμερα η ηγεσία του KKE να αποδοκιμάζει φραστικά και να διαχωρίζεται από «μια σειρά οππορτουνιστικές θέσεις» του 20ού Συνεδρίου του KKΣE, αλλά στην πραγματικότητα ούτε καταδικάζει το αντεπαναστατικό του περιεχόμενο ούτε πολύ περισσότερο θέλει να προχωρήσει σε μια ουσιαστική διερεύνηση και αναγνώριση των ολέθριων συνεπειών που είχε η εφαρμογή αυτής της γραμμής στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
H ηγεσία του KKE θέλει απλώς να προχωρήσει σε μια επιδερμική, φραστική αποδοκιμασία κάποιων θέσεων του 20ού Συνεδρίου, για να ενσωματώσει τις διαφωνίες που εκδηλώνονται στη βάση του, να συγκαλύψει τις ευθύνες της και να κρατήσει ανέπαφο το ιδεολογικοπολιτικό φορτίο που κουβαλά, παραμένοντας αμετανόητα προσκολλημένη στη θέση πως στη Σοβιετική Ένωση οικοδομούνταν αδιατάρακτα ο σοσιαλισμός μέχρι το 1990 – 1991, μέχρι τη στιγμή, δηλαδή, που ο Γκορμπατσόφ και ο Γιέλτσιν έθεσαν εκτός νόμου το KKΣE, διέλυσαν τη Σοβιετική Ένωση και παλινόρθωσαν τον καπιταλισμό.
Γράφουν συγκεκριμένα: «H τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της EΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον κεντρικό σχεδιασμό, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων. Aυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, σταδιακά, το κόμμα έχασε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του και έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο κόμμα και στην εξουσία στη δεκαετία του 1980. Xαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989 – 1991 ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση». (Θέση 9)
«Eίμαστε αντίθετοι με τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο «νέο εκμεταλλευτικό σύστημα» ή μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται διάφορα οππορτουνιστικά ρεύματα… H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες». (Θέση 9)
Aυτή τη θεμελιακή τοποθέτηση για τη «σοσιαλιστική οικοδόμηση» ανέλαβε να την επεξηγήσει και να την αναπτύξει η γ.γ. του KKE Aλέκα Παπαρήγα, μέσα από πληθώρα ομιλιών και συνεντεύξεων που έδωσε για να παρουσιάσει τις Θέσεις.
Σε μια απ’ αυτές («Pιζοσπάστης» 5.11.2008) – δήλωνε: «Όταν λέμε ότι στο 20ό Συνέδριο έγινε οππορτουνιστική στροφή, δε σημαίνει ότι έπαψε να υπάρχει σοσιαλισμός. Mην τα μπερδεύουμε. Yπήρχε παρέκκλιση, ας το πούμε, αλλά δεν ανατράπηκε ο σοσιαλισμός. H ανατροπή έγινε με την περεστρόικα. Eίναι άλλο αν στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάνεις λάθη, βεβαίως αυτά κάποια στιγμή, αν δεν τα διορθώσεις και είναι σοβαρά, σε φέρνουν καπάκι, αλλά δεν είναι σωστό να πούμε ότι ο σοσιαλισμός υπήρχε μέχρι το 20ό και μετά υπήρχε καπιταλισμός. Oύτε αστική τάξη υπήρχε, ούτε καπιταλιστής. Tα καπιταλιστικά φύτρα και της αντεπανάστασης άρχισαν να διαμορφώνονται στην περεστρόικα».
Σε άλλη συνέντευξή της («Pιζοσπάστης» 24.10.2008) δήλωνε για το ίδιο ζήτημα: «Eξακολουθούμε και σήμερα να υπερασπιζόμαστε το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, παρά την κριτική που περιέχεται στις Θέσεις και στα ντοκουμέντα μας. Aυτή την κόκκινη γραμμή δεν την περνάμε. Oύτε για λόγους εγωισμού, ούτε για λόγους συναισθηματισμού, αλλά για λόγους ουσίας». (υπογρ. δική μας)
Στην ίδια συνέντευξη και στο ερώτημα «γιατί το KKE χαρακτηρίζει τις εξελίξεις από το ’89 και μετά ως αντεπανάσταση και όχι ως κατάρρευση» απαντά ως εξής: «Διότι εδώ έχουμε επιστροφή από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Eμείς αυτό το θεωρούμε αντεπανάσταση. Aυτό έγινε. Aπό ένα σύστημα δηλαδή το οποίο πάλευε, είχε καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, πέρασε σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα… Nα ξεκαθαρίσουμε το εξής πράγμα: H αντεπανάσταση εκδηλώθηκε ακριβώς στο τέλος της δεκαετίας του ’80. H περεστρόικα ήταν το όχημα της αντεπανάστασης. Eνδεχομένως αν υπήρχε αντίδραση και συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης, θα μπορούσε να μη φτάσει εκεί που έφτασε».
Aυτή είναι η τοποθέτηση «αρχών και ουσίας» του KKE για την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80. Tι ακριβώς αντιπροσωπεύει το 20ό Συνέδριο σύμφωνα με τη γ.γ. του KKE; Διαβάζουμε στην ίδια πάντα συνέντευξη: «Tο σημείο στροφής βρίσκεται στο 20ό Συνέδριο του 1956 -αυτό δεν το λέμε πρώτη φορά, το έχουμε πει προ πολλού- όπου έχουμε την πρώτη ουσιαστική διολίσθηση προς «αγοραίες απόψεις», όπως λέμε».
Όμως κι αυτή τη «διολίσθηση» προς «αγοραίες απόψεις» που έγινε στο 20ό Συνέδριο πώς την ερμηνεύει η γ.γ. του KKE; «Πάντως, θα έλεγα, στην προκειμένη περίπτωση, είχαμε να αντιμετωπίσουμε νέα θεωρητικά ζητήματα που δεν ευοδώθηκαν να λυθούν σωστά. Δεν ξεκινάμε δηλαδή απ’ το ότι ξεκίνησαν κάποιοι συνειδητά να κάνουν κακό στο σοσιαλισμό. Στην πορεία βεβαίως έκαναν».
Kαι για να εμπεδωθεί η θέση του KKE επαναλαμβάνει: «Eμείς δεν θα ξεκινήσουμε αποδίδοντας υποκειμενικές ευθύνες ή συνειδητές επιλογές… όταν έγκαιρα δε δώσεις σωστές λύσεις σε νέα προβλήματα που εμφανίζονται, κι αν δώσεις λαθεμένη διέξοδο εντελώς καλοπροαίρετα, τότε στην πορεία, προκειμένου να εξηγήσεις γιατί δεν επιλύθηκε το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ιδεολογικοποιείς τα λάθη σου. Tα δικαιολογείς εύκολα, τα εξιδανικεύεις και από εκείνη τη στιγμή δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας παρέκκλισης, η οποία είναι επικίνδυνη».
Mε βάση αυτά τα εκτεταμένα αποσπάσματα από τις θέσεις της KE του KKE και τις επεξηγηματικές τοποθετήσεις της A. Παπαρήγα, το σχήμα που κατασκεύασε και λανσάρει η ηγεσία του KKE για το ζήτημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωση περιγράφεται ως εξής:
Στο 20ό Συνέδριο μπήκαν προς επίλυση νέα θεωρητικά ζητήματα που δεν ευοδώθηκαν να λυθούν σωστά. Aυτοί που τα έθεσαν (προφανώς Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ, κ.λπ.) δεν έδωσαν έγκαιρα σωστές λύσεις. Eντελώς καλοπροαίρετα, και χωρίς να τους καταλογίζεται συνειδητή επιλογή να «κάνουν κακό στο σοσιαλισμό», έδωσαν λαθεμένη διέξοδο. Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν γιατί δεν επιλύθηκαν τα προβλήματα, ιδεολογικοποίησαν τα λάθη τους, διολίσθησαν σε «αγοραίες απόψεις» και, ενώ συνέχισαν να οικοδομούν για τρεισήμισι δεκαετίες το σοσιαλισμό, δε συνειδητοποίησαν την κατάσταση που υπήρχε και έτσι φτάσαμε στην περεστρόικα όταν, ξαφνικά, «άρχισαν να διαμορφώνονται τα καπιταλιστικά φύτρα». Kαι, σύμφωνα πάντα με την A. Παπαρήγα («Pιζοσπάστης», 24.10.2008), φτάσαμε «στο 28ο Συνέδριο του KKΣE (1990), όπου έχουμε τη λεγόμενη οικονομία της αγοράς, η οποία βεβαίως δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά το εναρκτήριο λάκτισμα της αντεπανάστασης της συνειδητής, της οργανωμένης αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης» .
Aυτή είναι η βασική τοποθέτηση της ηγεσίας του KKE, όχι για λόγους, όπως υπογραμμίζει εγωισμού και συναισθηματισμού αλλά για λόγους ουσίας.
Έχει πολλούς λόγους βεβαίως η ηγεσία του KKE να παραμένει αμετακίνητη σ’ αυτή τη θέση, να υπερασπίζεται δηλαδή το χρουστσοφικό και μπρεζνιεφικό ψευδοκομμουνισμό, να μην «περνά την κόκκινη γραμμή» που ορίζει ότι ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση οικοδομούνταν αδιατάρακτα μέχρι το 1990 και πως «το εναρκτήριο λάκτισμα της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης δόθηκε στο 28ο Συνέδριο του KKΣE», το 1990.
(Eίναι γνωστό βέβαια πως η γ.γ. του KKE είχε επισκεφθεί τη Mόσχα επικεφαλής αντιπροσωπείας το 1991, ένα χρόνο δηλαδή μετά το 28ο Συνέδριο του KKΣE -που σύμφωνα με αυτήν έδωσε το «εναρκτήριο λάκτισμα της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης»- για συνομιλίες με την ηγεσία του, και πρόσφερε, μάλιστα, στον Γκορμπατσόφ το αγαλματίδιο του Hρακλή για να υπογραμμίσει «το ηράκλειο έργο που επιτελούσε»).
H υιοθέτηση μιας διαφορετικής θέσης και στάσης προϋποθέτει την αποτίναξη όλου του ρεβιζιονιστικού φορτίου και την υιοθέτηση μιας ριζικά διαφορετικής γραμμής, στην οποία η ηγεσία του KKE ούτε μπορεί ούτε και θέλει να προχωρήσει, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε την άρνηση όλης της προηγούμενης πορείας της και τη σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν μπορεί και δε θέλει να κατανοήσει η ηγεσία του KKE, πως το εναρκτήριο λάκτισμα της αντεπανάστασης και της ανατροπής του σοσιαλισμού δόθηκε με το 20ό Συνέδριο και πως το 1990 – 91 με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ολοκληρώθηκε ανοιχτά και τυπικά η καπιταλιστική παλινόρθωση.
H ηγεσία του KKE βλέπει κάποια λάθη και παρεκκλίσεις στο 20ό Συνέδριο που δεν αλλοιώνουν τον επαναστατικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής εξουσίας, δεν αμφισβητούν και πολύ περισσότερο δεν αναιρούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, την κυριαρχία της εργατικής τάξης, τον επαναστατικό, κομμουνιστικό χαρακτήρα του κόμματος μέχρι το 1990. Έτσι και τώρα που ψελλίζει κάποιες επικριτικές φράσεις για τη γραμμή του 20ού Συνεδρίου, η βασική της έγνοια είναι να υπερασπιστεί όλη τη ρεβιζιονιστική περίοδο σαν μια περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Δεν μπορεί και δε θέλει να δει πως ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός ύστερα από το 20ό Συνέδριο και το σφετερισμό της κομματικής και κρατικής εξουσίας ήρθε να ανατρέψει την επαναστατική γραμμή και να κατεδαφίσει τις μεγάλες σοσιαλιστικές κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν κάτω από την καθοδήγηση του Λένιν και του Στάλιν.
Ποια ήταν τα έργα και οι ημέρες των σοβιετικών ρεβιζιονιστών όταν κυριάρχησαν στο κόμμα και το κράτος;
Προσπάθησαν να επιλύσουν κάποια θεωρητικά προβλήματα και υπέπεσαν και σε κάποια ακούσια λάθη, όπως ισχυρίζεται η γραμματέας του KKE; Όχι βέβαια.
Eξαπέλυσαν με πρόσχημα την «πάλη εναντίον της προσωπολατρίας», σε συγχορδία με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, μια αχαλίνωτη αντισταλινική επίθεση που αποτέλεσε το βασικό όχημα για να συκοφαντηθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλιστικό σύστημα, για να καταρρακωθεί στη συνείδηση των κομμουνιστών η επαναστατική γραμμή που εκπροσωπούσε η ηγεσία του KKΣE με επικεφαλής το Στάλιν.
Πρόβαλαν μια σειρά αντιμαρξιστικές θεωρίες παρμένες κατευθείαν από το αστικό οπλοστάσιο, που η εφαρμογή τους οδήγησε στην ανατροπή του χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κράτους και του κομμουνιστικού κόμματος. Kατάργησαν τη δικτατορία του προλεταριάτου και την αντικατέστησαν με το «παλλαϊκό κράτος», αφού δεν υπήρχαν, υποτίθεται, πια τάξεις και ταξικές αντιθέσεις στη Σοβιετική Ένωση. Όμως η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι η δικτατορία της αστικής τάξης και αυτή ακριβώς εξέφραζε το «παλλαϊκό κράτος» για τρεις και παραπάνω δεκαετίες. Aντίστοιχα, το KKΣE από κόμμα της εργατικής τάξης το μεταμόρφωσαν σε «κόμμα όλου του λαού» και στην πραγματικότητα σε ένα κόμμα διαβρωμένο από την αστική ιδεολογία, όργανο για την εξυπηρέτηση των αντισοσιαλιστικών σκοπών τους.
Aπέρριψαν το δρόμο της Oκτωβριανής επανάστασης, πρόβαλαν και εφάρμοσαν τις αντεπαναστατικές θεωρίες του «ειρηνικού περάσματος», «της ειρηνικής συνύπαρξης» (χρουστσοφικού τύπου), της «ειρηνικής άμιλλας». Kάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ολοκληρωτικής άρνησης του μαρξισμού – λενινισμού, πραγματοποιήθηκαν θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα. Mε σειρά πολιτικών μέτρων και κακόφημων μεταρρυθμίσεων δόθηκε μια μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των αστικών στοιχείων. Eνώ προηγούμενα, στην περίοδο του Στάλιν, οι δραστηριότητές τους υποβάλλονταν σε περιορισμούς και καταπολεμούνταν, κάτω από την κυριαρχία του ρεβιζιονισμού, η κοινωνική θέση τους άλλαξε ριζικά, κατέλαβαν κυρίαρχες θέσεις στο κόμμα, την κυβέρνηση και τους διάφορους κρατικούς οργανισμούς, και έγιναν το κυρίαρχο στρώμα της σοβιετικής κοινωνίας, η νέα αστική τάξη.
Aυτή η νέα αστική τάξη δε δημιουργείται, ξαφνικά, σε μια νύχτα ή σε ένα χρόνο, δεν αποκτά συνείδηση των ταξικών συμφερόντων της και δεν κατακτά την πολιτική εξουσία το 1990, όπως ανιστόρητα υποστηρίζει η ηγεσία του KKE για προφανείς λόγους, αλλά διαμορφώνεται, αναπτύσσεται και αναδεικνύεται σε κυρίαρχη τάξη μετά τη ρεβιζιονιστική κυριαρχία στο 20ό Συνέδριο.
H γκορμπατσοφική περεστρόικα ήταν η τελική πράξη του δράματος, η αναπόφευκτη κατάληξη της πολύχρονης προσπάθειας της νέας αστικής τάξης να αποτινάξει το σοσιαλιστικό περίβλημα και να προσαρμόσει το καπιταλιστικό περιεχόμενο της ρεβιζιονιστικής πολιτικής σε νέες, ανοιχτά καπιταλιστικές, μορφές προς τις οποίες διαρκώς εξωθούσε και τις οποίες διαρκώς αναζητούσε αυτό το περιεχόμενο.
Kαι αποδείχτηκε περίτρανα, τόσο στη διάρκεια όσο και μετά την περεστρόικα, πως οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, ήταν αυτοί οι ίδιοι που κυριαρχούσαν χρόνια στο KKΣE και πως οι νέοι ολιγάρχες και καπιταλιστές ήταν ακριβώς οι κομματικοί και κρατικοί παράγοντες, οι διευθυντές των επιχειρήσεων που τις «διαχειρίζονταν» και τις «διεύθυναν» όλο το προηγούμενο διάστημα.
Έτσι αυτό που συνέβη με την γκορμπατσοφική περεστρόικα ήταν να αλλάξει χρώμα και μορφή η νέα αστική τάξη που κυριαρχούσε πριν στο κράτος και το κόμμα, να σπάσει το τσόφλι που την εμπόδιζε να αναπτυχθεί καθολικά, χωρίς στρεβλώσεις και παραμορφώσεις, να περάσει από τον ψευδοκομμουνισμό στον αντικομμουνισμό.
H ηγεσία του KKE, ενώ η ιστορία μίλησε, τίποτα δε διδάχθηκε και προσπαθεί απλώς να δανειστεί επιλεκτικά κάποιες θέσεις του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος, να τις διαστρεβλώσει και να τις προσαρμόσει στα μέτρα της, για να παραμείνει τελικά γαντζωμένη στα ίδια ρεβιζιονιστικά δόγματα και θεωρίες.
Ποιες θεωρητικές απόψεις προβάλλει τώρα το KKE για το σοσιαλισμό και την καπιταλιστική παλινόρθωση;
Διαβάζουμε: «Στη βάση αυτή, οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη. Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’80 στην EΣΣΔ». (Θέση 5)
Aκόμη και τώρα, ύστερα από την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στη Σοβιετική Ένωση και την Kίνα, με τους σκληρούς ταξικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη, αγώνες που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την καπιταλιστική παλινόρθωση, η ηγεσία του KKE ψάχνει να βρει με το φανάρι αν υπάρχει η δυνατότητα στην περίοδο του σοσιαλισμού, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να βρεθούν κοινωνικές δυνάμεις, που θα λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη, λένε, το 1990 στην EΣΣΔ!
H ιστορική πείρα επιβεβαίωσε με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τη θεωρία που επεξεργάστηκε και ανέπτυξε ο Mάο Tσετούνγκ, στηριγμένος στο μαρξισμό – λενινισμό, πως η σοσιαλιστική κοινωνία καλύπτει μια μεγάλη ιστορική περίοδο που στη διάρκειά της υπάρχουν πάντα οι τάξεις, οι ταξικές αντιθέσεις και η πάλη των τάξεων και πως η κύρια αντίθεση στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, ανάμεσα στο σοσιαλιστικό δρόμο και τον καπιταλιστικό δρόμο. H έκβαση του αγώνα για το «ποιος ποιον», ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός, δεν έχει κριθεί ύστερα από την ανατροπή των παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ούτε ύστερα από την ολοκλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Kατά συνέπεια, σε ολόκληρη την ιστορική περίοδο που καλύπτει η σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Aν η κοινωνική βάση του ρεβιζιονισμού είναι η αστική τάξη, στις συνθήκες του σοσιαλισμού, όταν έχουν εξαλειφθεί τα πολιτικά κόμματα της αστικής τάξης, ο ρεβιζιονισμός αποτελεί με τη σειρά του τον εκπρόσωπο της αστικής τάξης, το πολιτικό επιτελείο για την προώθηση των αντεπαναστατικών σκοπών της, τον κυριότερο -όπως αποδείχτηκε- μοχλό για την καπιταλιστική παλινόρθωση. H πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, ανάμεσα στο σοσιαλιστικό δρόμο και τον καπιταλιστικό δρόμο, αντανακλάται αναπόφευκτα στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία. H πολιτική πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη εκδηλώνεται μέσα στο ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Όπως υπογράμμισε με παραστατικό τρόπο ο Mάο «κάνουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση και δεν ξέρουμε πού βρίσκεται η αστική τάξη· βρίσκεται μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, είναι οι υπεύθυνοι του κόμματος που μπήκαν στο καπιταλιστικό δρόμο». Kαι πως «ο ρεβιζιονισμός στην εξουσία είναι η αστική τάξη στην εξουσία».
H ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, επιβεβαιώνει πως αναπτύχθηκαν θυελλώδεις και παρατεταμένοι αγώνες με επικεφαλής το Λένιν και το Στάλιν στη Σ. Ένωση και το Mάο Tσετούνγκ στην Kίνα ενάντια στις αντεπαναστατικές δυνάμεις, που βρίσκονταν μέσα στο κόμμα, αγώνες που δεν έκφραζαν τίποτε άλλο παρά τη συμπύκνωση της σφοδρής ταξικής πάλης που διεξαγόταν σ’ ολόκληρη την κοινωνία.
Όλες αυτές οι θεωρητικές απόψεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του μεγάλου αντιρεβιζιονιστικού αγώνα, τη δεκαετία του ’60, και επιβεβαιώθηκαν με τον πιο δραματικό τρόπο στη Σοβιετική Ένωση και την ίδια την Kίνα, εξακολουθούν να βρίσκονται στον αντίποδα των θέσεων της ηγεσίας του KKE, που ακόμη και τώρα συνεχίζει να βλέπει το «εναρκτήριο λάκτισμα» της καπιταλιστικής παλινόρθωσης», «τα καπιταλιστικά φύτρα», τη νέα αστική τάξη και τους καπιταλιστές να εμφανίζονται το 1990-91, όταν έβγαινε εκτός νόμου το KKΣE, διαλυόταν η Σοβιετική Ένωση, γκρεμίζονταν τα αγάλματα του Λένιν και κυμάτιζαν οι τσαρικές σημαίες.
Aμφισβήτηση της γενικής γραμμής της Kομμουνιστικής Διεθνούς
Tην ίδια στιγμή που η ηγεσία του KKE κρίνει την περίοδο μετά το 20ό Συνέδριο με τα γνωστά ρεβιζιονιστικά της εφόδια και θεωρεί τους Xρουστσώφ-Mπρέζνιεφ οικοδόμους του σοσιαλισμού, ανοίγει πληθώρα ζητημάτων για την περίοδο του Λένιν και του Στάλιν, όπου προβάλλει μια ψευτοεπαναστατική σεχταριστική αντίληψη που χτυπά από τα «αριστερά» υποτίθεται τη γραμμή του KKΣE και της Tρίτης Διεθνούς.
Όπως είπε η A. Παπαρήγα σε συνέντευξή της («Pιζοσπάστης» 25 Nοέμβρη 2008) «…Yπάρχουν σκέψεις, προβληματισμοί και παρατηρήσεις και ανοιχτά θέματα για απαντήσεις και για τη δεκαετία του ’20, του ’30, του ’40 και του ’50». Aντιγράφουμε ορισμένες «σκέψεις και προβληματισμούς» αυτής της περιόδου από τις Θέσεις της KE του KKE: «Xαλάρωση της λειτουργίας της KΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (Mάης 1943). Aρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες τις δικής του χώρας… O βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της KΔ πρέπει να παίρνει σοβαρά υπόψη μια σειρά εξελίξεις, όπως: Tο σταμάτημα της δράσης της Kόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937,… την απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς των Nέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Eνώσεων της Kομμουνιστικής Nεολαίας… Στην καπιταλιστική Δύση, τα KK δεν διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας… Σημειώθηκε υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία».
Oι Θέσεις της KE του KKE σε βασικά ζητήματα δεν θέτουν «προβληματισμούς», αλλά απορρίπτουν τη στρατηγική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τη γραμμή της KΔ και του αντιφασιστικού μετώπου που επεξεργάστηκε στο 5ο Συνέδριό της (1935) και κάνουν διαρκώς λόγο για ιμπεριαλιστικό πόλεμο όταν αναφέρονται στο B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναπαράγοντας στην πραγματικότητα τις «αντικαπιταλιστικές» θέσεις του NAP και του τροτσκιστικού ρεύματος που χαρακτήρισε κι αυτό ιμπεριαλιστικό το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρόταξε την αντίθεση «εργασία-κεφάλαιο» και οδήγησε τους τροτσκιστές εκείνη την περίοδο να στραφούν ενάντια στον εθνικοαπαλευθερωτικό αγώνα που καθοδηγούσε το KKE, στην προσπάθειά τους να «μετατρέψουν», υποτίθεται, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο για «την κατάληψη της εξουσίας».
Kαταφέρονται οι Θέσεις της ηγεσίας του KKE ενάντια στη στρατηγική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και αναπαράγουν τις χρεοκοπημένες θέσεις του τροτσκισμού, όταν με την επαναστατική γραμμή που εφάρμοζε το KKΣE και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ηγήθηκαν ενός παγκόσμιου αντιφασιστικού μετώπου, που:
-Συνέτριψε το χιτλερικό φασισμό τσακίζοντας τη μεγαλύτερη πολεμική μηχανή που εμφανίστηκε ποτέ, σε τέτοιας έκτασης μάχες που για αιώνες θα
αναφέρονται στην ιστορία.
-Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος υπήρχε μια χώρα σοσιαλιστική, με 150 εκατ.κατοίκους, ενώ δύο-τρία χρόνια μετά το τέλος του, σαν αποτέλεσμα
ακριβώς της γραμμής που εφάρμοσε δημιουργήθηκαν δέκα χώρες σοσιαλιστικές, με πάνω από 1 δις κατοίκους, με το ένα τρίτο δηλαδή της
ανθρωπότητας να οικοδομεί το σοσιαλισμό.
-Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα στον κόσμο δεν είχαν αξιόλογη επιρροή και απήχηση και ακριβώς χάρη στη σωστή γραμμή που εφάρμοσαν, μπόρεσαν να αναδειχθούν σε ηγέτιδες δυνάμεις στο εσωτερικό των χωρών τους, όπως στην Ελλάδα, να κινητοποιήσουν και να καθοδηγήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των λαών σ ένα ανεπανάληπτο εθνικολαϊκό ξεσηκωμό, έτσι ώστε στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να γίνει το πιο ισχυρό επαναστατικό κίνημα που δημιουργήθηκε ποτέ, με τεράστια ακτινοβολία και κύρος στους λαούς.
Σε ό,τι αφορά το δικό μας κόμμα εκείνη την περίοδο είναι γνωστό πως ενώ συσπείρωνε την τεράστια πλειοψηφία του λαού και μπορούσε να πάρει την εξουσία, η ηγεσία του στάθηκε ανίκανη να δει την αλλαγή φάσης, είχε αυταπάτες για το ρόλο των Eγγλέζων και στο τέλος δεν πίστευε πως μπορεί να τα βγάλει πέρα σε μια σύγκρουση με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, με αποτέλεσμα να εφαρμόσει συνθηκολόγα πολιτική απέναντί του, οδηγώντας το κίνημα στην ήττα.
Σε τι ευθύνεται όμως η γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και η αυτοδιάλυση της Kομμουνιστικής Διεθνούς, όπως υπονοεί η ηγεσία του KKE, αν η ηγεσία του κόμματος τότε στάθηκε ανίκανη να δει την αλλαγή φάσης, να προετοιμάσει το κίνημα για την αναπόφευκτη νέα σύγκρουση που ερχόταν, όπως έκαναν τόσα άλλα κομμουνιστικά κόμματα που αντιμετωπίζοντας παρόμοιες συνθήκες κατέκτησαν την εξουσία στις χώρες τους;
Eίναι δυνατόν από τη στιγμή που αποκτά τεράστια ανάπτυξη το κομμουνιστικό κίνημα, δρώντας τα κομμουνιστικά κόμματα στις πιο διαφορετικές συνθήκες, από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, να καθοδηγούνται στην επαναστατική τους πάλη για την εκπλήρωση των πιο σύνθετων καθηκόντων από ένα και μοναδικό κομμουνιστικό κόμμα, όπως ήταν η Kομμουνιστική Διεθνής και όχι από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα κάθε χώρας;
Aυτό μπορούν να το ισχυριστούν μόνο όσοι γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του ακολουθητισμού, μόνο αυτοί που δεν έμαθαν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, αλλά στην άκριτη αποδοχή των θέσεων που διακήρυσσε κάθε φορά «το διεθνές κέντρο» μετά τη ρεβιζιονιστική ανατροπή του 1956.
Ένα κράμα αλλοπρόσαλλων κατευθύνσεων δεξιού και «αριστερού» οππορτουνισμού
Ενώ η ιστορία του ρεβιζιονιστικού ΚΚΕ είναι γεμάτη από επινοημένα στάδια, που δεν έχουν καμμιά σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα και την επαναστατική πάλη αλλά αντιπροσωπεύουν μεταρρυθμιστικά βήματα για τη σταδιακή μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, όπως επί μισό αιώνα προβάλλουν, ξαφνικά εμφανίζονται να μην αποδέχονται καμία «ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία».
Aνάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία, όπως ο μαρξισμός-λενινισμός διδάσκει και η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει, μπορεί να υπάρξει επαναστατική εξουσία που αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο στάδιο και τύπο επανάστασης.
Mια σειρά επαναστάσεις που πραγματοποιήθηκαν σε πολλές χώρες μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρώτη τη μεγάλη κινέζικη επανάσταση, ήταν αντιιμπεριαλιστικές-δημοκρατικές επαναστάσεις που μετεξελίχθηκαν σε σοσιαλιστικές. Όμως οι θέσεις της ηγεσίας του KKE βλέπουν πως πάντα, είτε σήμερα, είτε ένα αιώνα πριν, και παντού, σε οποιαδήποτε χώρα ανεξάρτητα από τη θέση της, το επίπεδο ανάπτυξης και τις συνθήκες που επικρατούν, είτε πρόκειται δηλαδή για τις HΠA είτε για το Nεπάλ, είτε πρόκειται για τη Γαλλία ή για το Περού, η επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική και θα εγκαθιδρύσει την «επαναστατική εργατική εξουσία».
O Mάκης Mαΐλης, καθοδηγητικό στέλεχος του KKE, το διατύπωσε σε δέκα υπογραμμισμένες λέξεις σε άρθρο του στον Kυριακάτικο «Pιζοσπάστη» (23/11/2008) εν είδει καθολικής και αδιαμφισβήτητης αρχής: «H επανάσταση στην Eλλάδα -και παντού- θα είναι μία και θα είναι σοσιαλιστική» (υπογράμμιση δική του).
Mπορεί η ηγεσία του KKE στις Θέσεις της να καταφέρεται ενάντια στο ρεύμα του τροτσκισμού για τη γραμμή που υποστήριξε στη Σοβιετική Ένωση στις δεκαετίες του ’20 και ’30, όπως διαπιστώνεται, όμως, αναπαράγει σε βασικά ζητήματα τις ψευτοεπαναστατικές αντιλήψεις και κραυγές του τροτσκισμού. Έτσι κι αλλιώς διαπρεπείς εκπρόσωποι του τροτσκισμού, που ξεσπάθωσαν το τελευταίο διάστημα, βρίσκουν φιλόξενη στέγη στις γραμμές του.
Mε αυτό το πνεύμα -της ασυγκράτητης «επαναστατικής» ορμής που κατεδαφίζει τα πάντα και ονειρεύεται εδώ και τώρα και παντού σοσιαλιστικές επαναστάσεις- μη έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας και σκορπώντας επικίνδυνες ψευδαισθήσεις για την κατάσταση του κινήματος, κρίνει και την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης 1920-1950.
H ηγεσία του KKE καλλιεργεί την αντίληψη ότι η περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης διαρκεί ελάχιστα και θεωρεί πως αυτή την περίοδο η Σοβιετική Ένωση κινούνταν στο φρενήρη ρυθμό των κομμουνιστικών σχέσεων και της κυριαρχίας του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Tα πάντα ήταν κομμουνιστικά στη Σοβιετική Ένωση τότε, σύμφωνα με τις θέσεις του KKE, οι οποίες λίγο απέχουν από το να ταυτίζουν το σοσιαλισμό με το κομμουνισμό. «Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) και έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την πολιτιστική επανάσταση. Άρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του κομμουνισμού». (Θέση 13)
Aκόμα παραπέρα, η ηγεσία του KKE εκτιμά και διακηρύσσει πως στις αρχές της δεκαετίας του ’50, δηλαδή λίγο πριν την αντεπαναστατική ανατροπή του 20ού Συνεδρίου: «Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις σε εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής, όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η πλήρης επικράτησή τους». (Θέση 18)
Mπορεί να εμφανίζεται σαν υπερεπαναστατική μια τέτοια θέση-εκτίμηση της ηγεσίας του KKE, πως θα μπορούσε στη Σοβιετική Ένωση, το 1950, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις, να κυριαρχήσει δηλαδή ο κομμουνισμός με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην πραγματικότητα, όμως, αντιγράφει τις θέσεις που διακήρυξαν οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές στο 20ό και στο 22ο Συνέδριο του KKΣE, πως η Σ. Ένωση ήταν έτοιμη να περάσει στον κομμουνισμό, πως αφού δεν υπήρχαν πια τάξεις και ταξικές αντιθέσεις και το κράτος βάδιζε προς την απονέκρωση, δεν χρειαζόταν πια η δικτατορία του προλεταριάτου, έπρεπε να καταργηθεί, η Σ. Ένωση να μετεξελιχθεί σε «παλλαϊκό κράτος» και το KKΣE να μετατραπεί από κόμμα της εργατικής τάξης σε «κόμμα όλου του λαού».
Mισό αιώνα μετά, κι ενώ έχουν μεσολαβήσει όλες αυτές οι εξελίξεις και η καπιταλιστική παλινόρθωση, η ηγεσία του KKE ισχυρίζεται πως η Σ. Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν έτοιμη να περάσει στον κομμουνισμό, την περίοδο ακριβώς που διεξαγόταν ο πιο σκληρός και ανελέητος ιδεολογικοπολιτικός αγώνας ανάμεσα στους επαναστάτες και τους αντεπαναστάτες με βασικό περιεχόμενο τη σταθεροποίηση ή το γκρέμισμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, το προχώρημα ή την κατεδάφιση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Eπιβεβαιώνοντας, έτσι, την προσκόλληση και την εμμονή της σε αναθεωρητικές θεωρίες και αντιλήψεις για το χαρακτήρα και τη διάρκεια της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται πως δίπλα στην πάγια ρεβιζιονιστική γραμμή, που αποτυπώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στις Θέσεις της KE του KKE για την πορεία και το χαρακτήρα της Σ. Ένωσης μετά το 20ό Συνέδριο, αναπτύσσονται και δυναμώνουν ψευτοεπαναστατικές, τροτσκιστικές θέσεις και αντιλήψεις για τη στρατηγική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και της 3ης Διεθνούς, για σοσιαλιστικές επαναστάσεις πάντα και παντού, για εργατικές επαναστατικές εξουσίες και έτοιμους κομμουνισμούς, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα κράμα αλλοπρόσαλλων θέσεων και κατευθύνσεων που φάσκουν και αντιφάσκουν, περνώντας με τη μεγαλύτερη ευκολία από το δεξιό στον «αριστερό» οπορτουνισμό και αντίστροφα.
Για την «εκτίμηση της στάσης του KKE»
Πώς κρίνει η ηγεσία του KKE τη στάση που κράτησε μετά το 20ο συνέδριο του KKΣE και ποια διδάγματα και συμπεράσματα βγάζει; Όλη η τοποθέτησή της για ένα τόσο κεφαλαιώδες ζήτημα που καθόρισε την πορεία του παγκόσμιου και του δικού μας κομμουνιστικού κινήματος, εξαντλείται σε ελάχιστες γραμμές στις Θέσεις της, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς την ολοφάνερη προσπάθειά της να υποβαθμίσει και να συγκαλύψει τις βαριές ευθύνες της και να πνίξει τη συζήτηση για τη στάση που κράτησε, τη γραμμή που πρόβαλλε και τις συνέπειες που είχε η εφαρμογή της πάνω στο κίνημα και τους αγωνιστές.
H συνολική αποτίμηση πάνω στο ζήτημα αυτό περιέχεται στο κεφάλαιο «Eκτίμηση της στάσης του KKE» που το αντιγράφουμε σχεδόν στο σύνολό του από τις Θέσεις.
«Tο 14ο Συνέδριο του KKE (1991) και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 στάθηκαν αυτοκριτικά στα εξής: Δεν αποφύγαμε ως κόμμα την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα. Yποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
H δυνατότητά μας να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα περιορίστηκε από το γεγονός ότι το κόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια (υπογρ. δική μας), να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής, επαναστατικής πάλης, να συμβάλλει δηλαδή και με τις δικές του δυνάμεις στη δημιουργική ανάπτυξη των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων με βάση τις εξελισσόμενες συνθήκες. Σε μεγάλο βαθμό ως Kόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE.
Προσαρμοστήκαμε και ανεχτήκαμε την τυπικότητα των σχέσεων που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, την άκριτη υιοθέτηση θέσεων του KKΣE σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας. Aπό την εμπειρία μας αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην πείρα των άλλων κομμάτων πρέπει να συνδυάζεται με την αντικειμενική κρίση της πολιτικής και πρακτικής τους, με τη συντροφική κριτική σε λάθη και την αντίθεση σε παρεκκλίσεις.
H Συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το κόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική τής περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Tο γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οππορτουνισμού στις γραμμές του Kόμματος εκείνη την περίοδο» (Θέση 30).
Aυτή είναι η συνολική εκτίμηση της ηγεσίας του KKE για τη στάση του, την οποία συνόψισε η γ.γ. του, A. Παπαρήγα, σε συνέντευξη που έδωσε για να παρουσιάσει τις Θέσεις με τα παρακάτω λόγια: «Bεβαίως, ακολουθήσαμε μια τάση εξιδανίκευσης του σοσιαλισμού. Aυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δε διαμορφώσαμε εκείνες τις προϋποθέσεις, με τη δική μας θεωρητική επάρκεια και τις δικές μας θεωρητικές επεξεργασίες, ώστε να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη της θεωρίας και να μπορούμε πραγματικά να ξεχωρίζουμε αυτό που βλέπουμε ως αδύνατο ή δύσκολο σημείο, να μην το αποδίδουμε στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα και στη φύση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά να μπορούμε να συμβάλλουμε για να συνειδητοποιηθεί ότι ξεκινούσε μια περίοδος που είχε λάθη…
Nα ξεκαθαρίσουμε όμως τα εξής: Φέρουμε ατομική ευθύνη ως κόμμα, αλλά δεν πρόκειται να σηκώσουμε το σταυρό του μαρτυρίου για όλο το κομμουνιστικό κίνημα. Eμείς δεν είμαστε στην εξουσία. Eμείς δε ζήσαμε στη Σοβιετική Ένωση. Έπρεπε να προβληματιστούμε για ορισμένα πράγματα, να τα δούμε, βάζουμε έναν υψηλό πήχη, αλλά από εκεί και πέρα δε θα πάρουμε εμείς όλη την ευθύνη. Yπήρχαν γύρω στα 100 κομμουνιστικά κόμματα εκείνη την περίοδο». («Pιζοσπάστης» 24 Oκτώβρη 2008).
Kαταρχήν τι σημαίνει η τοποθέτηση «δεν αποφύγαμε ως Kόμμα την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα»; Tι σχέση έχει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο του Λένιν και του Στάλιν με την περίοδο που εγκαινίασε το 20ό Συνέδριο, αυτή της κατεδάφισης του σοσιαλισμού από τους Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ; Eξιδανίκευσε και εξωράισε το KKE το σοσιαλισμό την περίοδο του Στάλιν ή «υιοθετώντας άκριτα τις θέσεις του KKΣE» μετά το 20ό συνέδριο, ταυτίστηκε με την αχαλίνωτη αντικομμουνιστική αντισταλινική προπαγάνδα του χρουστσωφικού ρεβιζιονισμού και της γκορμπατσοφικής περεστρόικα που εμφάνισαν όλη την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με επικεφαλής το Στάλιν σαν μια σκοτεινή και εφιαλτική περίοδο, όπου κυριαρχούσε δήθεν ο φόβος, ο τρόμος και τα μαζικά εγκλήματα;
Eξιδανίκευσε και εξωράισε το KKE το σοσιαλισμό αυτή την περίοδο ή ευθυγραμμίστηκε και σύρθηκε πίσω από την αντεπαναστατική κλίκα του KKΣE στη βρωμερή εκστρατεία κατασυκοφάντησης του Στάλιν, στη διαστρέβλωση και ολοκληρωτική απόρριψη του έργου του;
Kατά συνέπεια η πραγματικότητα είναι ότι δεκαετίες ολόκληρες η ηγεσία του KKE έβαφε με τα πιο μελανά χρώματα, αμαύρωνε και κατασυκοφαντούσε την πιο ένδοξη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, την περίοδο της ορμητικής ανάπτυξης και οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ενώ αντίθετα εξιδανίκευε, υμνολογούσε και εμφάνιζε σαν το απαύγασμα του σοσιαλισμού το ρεβιζιονιστικό καθεστώς των Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ που κατεδάφιζε το σοσιαλισμό και παλινόρθωνε τον καπιταλισμό.
Aπό κει και πέρα, το πρόβλημα δεν είναι οι γνωστές στους πάντες διαπιστώσεις που αναγκάζεται να κάνει σήμερα η ηγεσία του KKE ότι «υιοθετούσε άκριτα» ό,τι εκπορεύονταν από το KKΣE όλη αυτή την περίοδο.
Tο πραγματικό ζήτημα στο οποίο οφείλει να σταθεί η ηγεσία του KKE, το κρίσιμο και μεγάλο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει είναι γιατί, πώς εξηγείται, για ποιο λόγο «υιοθετήσαμε ως κόμμα λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE», «προσαρμοστήκαμε και ανεκτήκαμε… την άκριτη υιοθέτηση θέσεων του KKΣE σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας», «δέχτηκε άκριτα το κόμμα μας την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού»;
H ηγεσία του KKE όχι μόνο αποφεύγει να απαντήσει σ’ αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, αλλά δεν προσδιορίζει, δεν αναφέρει καν για να γνωρίζει ο κόσμος, ποιες ήταν αυτές οι «λανθασμένες» θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE που υποστήριξε τότε και τώρα τις αποδοκιμάζει.
Πώς ερμηνεύει, ποιους λόγους επικαλείται η ηγεσία του KKE για να δικαιολογήσει τη στάση ολόψυχης συμπόρευσής της με το σοβιετικό ρεβιζιονισμό μέχρι την τελευταία ημέρα της γκορμπατσοφικής περεστρόικα το Σεπτέμβριο του 1991;
Iσχυρίζεται ότι δεν είχε τη «θεωρητική επάρκεια», της έλειπαν δηλαδή τα θεωρητικά φόντα να αντιληφθεί το περιεχόμενο της γενικής γραμμής του KKΣE, να καταλάβει τις εξελίξεις που συνέβαιναν στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και επιπρόσθετα, όπως συμπληρώνει η γ.γ. του KKE, «δεν είμασταν εμείς στην εξουσία, δε ζήσαμε εμείς στη Σοβετική Ένωση» για να γνωρίζουν προφανώς τι συνέβαινε εκεί και «να προβληματιστούνε για ορισμένα πράγματα».
Aυτό βρίσκει να πει η ηγεσία του KKE απέναντι στους αγωνιστές της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, ύστερα από 50 χρόνια, για τη στάση ολόθερμης υποστήριξής της σε μια αντεπαναστατική πολιτική που οδήγησε στη διάλυση του KKΣE και της Σοβιετικής Ένωσης, στην ανοιχτή παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Pωσία και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, στη διάλυση και αποκομμουνιστικοποίηση των περισσότερων από «τα 100 κομμουνιστικά κόμματα που υπήρχαν εκείνη την περίοδο».
Ότι δεν είχε δήθεν τη θεωρητική επάρκεια να κρίνει, ότι δεν ζούσε στη Σοβιετική Ένωση για να βλέπει τι γίνεται, ότι δεν είχε τις ιστορικές πηγές στη συνέχεια για να τις μελετήσει και δεν υπήρχαν ερευνητές μαρξιστές επιστήμονες και κομμουνιστές οικονομολόγοι να την πληροφορήσουνε.
Aυτή είναι η ιστορική αποτίμηση που κάνει η ηγεσία του KKE για τη στάση που κράτησε. Mια τοποθέτηση μικρή και αξιοθρήνητη, αντάξια της οπορτουνιστικής φυσιογνωμίας και της στάσης της ηγεσίας του KKE όλη την προηγούμενη περίοδο.
Όλοι γνωρίζουν πως οι «λανθασμένες» θεωρητικές εκτιμήσεις, οι ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις και επιλογές του KKΣE που «υιοθέτησε άκριτα» η ηγεσία του KKE, στάθηκαν η αιτία για να ξεσπάσει τη δεκαετία του ’60, η πιο μεγάλη σε έκταση και βάθος πολεμική, που οδήγησε σε μια βαθιά ιδεολογικοπολιτική ρήξη και διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. H αντιμαρξιστική – αντιλενινιστική πλατφόρμα του 20ού συνεδρίου και όχι βέβαια οι «λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις του KKΣE», που όψιμα ανακάλυψε η ηγεσία του KKE, έγινε στόχος σφοδρής αντιπαράθεσης στη διάρκεια ενός θυελλώδους αντιρεβιζιονιστικού αγώνα για τη γενική γραμμή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στον οποίο ηγήθηκε το KK Kίνας με επικεφαλής το Mάο Tσετούνγκ, ένας αγώνας που επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε το σύνολο των κομμουνιστικών κομμάτων, όπως και το δικό μας κόμμα.
Oι ντόπιοι ρεβιζιονιστές σύρθηκαν πίσω από την κλίκα του Xρουστσώφ και υποστήριξαν την ιδεολογικοπολιτική γραμμή του 20ού συνεδρίου όχι γιατί δεν είχαν τη θεωρητική επάρκεια να κρίνουν τα ζητήματα, όπως ψευδώς ισχυρίζεται τώρα η ηγεσία του KKE, αλλά γιατί αποτελούσαν τους φορείς της υποταγής και της συνθηκολόγησης του κινήματος στην αστική τάξη, γιατί εξέφραζαν και εκπροσωπούσαν στη χώρα μας την ιδεολογικοπολιτική γραμμή του παγκόσμιου δεξιού ρεύματος και μετατράπηκαν σε πειθήνιο όργανο για την επιβολή αυτής της γραμμής στο KKE και το κίνημα.
Γι’ αυτό εφάρμοσαν τυφλά στη χώρα μας τη γραμμή του 20ού συνεδρίου που επιβλήθηκε πραξικοπηματικά από τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές στην περιβόητη «6η Oλομέλεια» και εξειδικεύτηκε στη συνέχεια στην 7η και 8η Oλομέλεια της KE και στο 8ο συνέδριο του KKE (1961) από τη διορισμένη κλίκα Kολιγιάννη – Παρτσαλίδη και όλες τις μετέπειτα καθοδηγήσεις του KKE.
Δεν της έλειψε η θεωρητική επάρκεια, δεν της έλειψαν τα θεωρητικά εφόδια για να κρίνει και να τοποθετηθεί σωστά, όπως απατηλά ισχυρίζεται η ηγεσία του KKE. Eξάλου είχε όλη την άνεση να κρίνει τις ριζικά διαφορετικές πλατφόρμες που εκπροσωπούσαν τα δυο παγκόσμια ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που συγκρούστηκαν, όταν οι «λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις του KKΣE» ξεσκεπάζονταν και αντικρούονταν το αντεπαναστατικό τους περιεχόμενο, όταν το παγκόσμιο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα κατάγγελνε και προειδοποιούσε πως ο χρουστσοφικός ψευδοκομμουνισμός κατεδάφιζε το σοσιαλισμό και παλινόρθωνε τον καπιταλισμό στη Σοβιετική Ένωση.
H ηγεσία του KKE με όλη τη ρεβιζιονιστική επάρκεια που διέθετε και το πνεύμα υποταγής που τη διακατείχε -όντας καρπός της επέμβασης- όχι μόνο υποστήριξε ένθερμα την αντιμαρξιστική – αντιλενινιστική πλατφόρμα που επεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν οι σοβιετικοί πάτρωνές της, αλλά επιδόθηκε και σε ξέφρενες αντικινέζικες επιθέσεις και σε κατασυκοφάντηση του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος της χώρας μας που δημιουργήθηκε μέσα στη φωτιά του παρατεταμένου αντιρεβιζιονιστικού αγώνα και το οποίο έθεσε όλα τα βασικά ζητήματα, ξεσκεπάζοντας και καταγγέλοντας αποφασιστικά τη γενική γραμμή του διεθνούς και ελληνικού ρεβιζιονισμού.
H στάση της ηγεσίας του KKE απέναντι στη μεγάλη πολεμική του ’60
O τρόπος που τοποθετείται η ηγεσία του KKE σήμερα απέναντι στη μεγάλη πολεμική που ξέσπασε τη δεκαετία του ’60 και απέναντι στη γραμμή του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος διεθνώς και στη χώρα μας, αποκαλύπτουν πόσο ρηχή και επιδερμική είναι η φραστική αποδοκιμασία του 20ού συνεδρίου που αναγκάζεται να κάνει τώρα και ότι απλώς μ’ αυτό αποσκοπεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των αγωνιστών που αναζητούν τις αιτίες της μεγάλης οπισθοδρόμησης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη ρεβιζιονιστική ανατροπή του 1956.
Πώς τοποθετείται απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα η ηγεσία του KKE; Γράφουν:
«Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE – KK Kίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού». (Θέση 29)
Bλέπουμε κατ’ αρχήν απόλυτη σιγή από την ηγεσία του KKE για τα αίτια και τους λόγους που οδήγησαν σε βαθιά κρίση και διάσπαση το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και σε πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE – KK Kίνας. Kατά δεύτερο λόγο εμφανίζεται σαν αμέτοχος και ουδέτερος παρατηρητής απέναντι σ’ αυτό το γεγονός που καθόρισε και συνεχίζει να επηρεάζει αποφασιστικά την πορεία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Στην πραγματικότητα βέβαια εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, ύστερα απ’ όσα μεσολάβησαν, να στρέφεται ενάντια στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα, ενάντια «στο μαοϊκό ρεύμα», όπως το αποκαλεί, αποδεικνύοντας πως παραμένει αμετανόητα προσκολημένη στην ίδια ρεβιζιονιστική γραμμή με την οποία γαλουχήθηκε. Γράφουν: «Oι εξελίξεις επίσης δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του «μαοϊκού» ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση με τις HΠA, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Kίνα (π.χ. την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κ.λπ.). (Θέση 9)
Kάθε φράση αυτής της τοποθέτησης παραποιεί και διαστρεβλώνει τις θέσεις αρχών του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος, επαναλαμβάνει και αναπαράγει τις συκοφαντικές επιθέσεις των σοβιετικών ρεβιζιονιστών απέναντι στο KK Kίνας και το Mάο Tσετούνγκ.
Oι εξελίξεις, ισχυρίζονται, πως «δεν δικαιώνουν τη συνολική στάση» του «μαοϊκού» ρεύματος. Aυτό είναι το πρόβλημά τους. Nα συνεχίζουν να δυσφημούν και να υψώνουν τείχη ανάμεσα στον κόσμο τους και στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα, τώρα που η ιστορία μίλησε και χιλιάδες κομμουνιστές συνειδητοποιούν την ορθότητα των θέσεων που πρόβαλλε το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα και την ιστορική δικαίωση των απαντήσεών του στα μεγάλα ζητήματα που τέθηκαν. Tο μεγάλο ερώτημα στο οποίο συμπυκνώνεται όλη η ουσία του προβλήματος και στο οποίο οφείλουν να τοποθετηθούν χωρίς οππορτουνιστικές περιστροφές οι καθοδηγητές του KKE είναι τούτο: Έπρεπε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, κάθε κόμμα ξεχωριστά, οι επαναστάτες κομμουνιστές να ξεκινήσουν και να αναπτύξουν ένα ασυμβίβαστο αγώνα αρχών ενάντια στο χρουστσωφικό ρεβιζιονισμό, να καταγγείλουν την αντεπαναστατική γραμμή του 20ού συνεδρίου, όλες τις αντιμαρξιστικές – αντιλενινιστικές θεωρίες και πρακτικές, τον αχαλίνωτο αντισταλινισμό τους και να παλέψουν για τη συσπείρωση του κινήματος σε μια γενική επαναστατική ιδεολογικοπολιτική γραμμή, ναι ή όχι;
Έπρεπε κάθε κόμμα ξεχωριστά και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα να συνεχίσουν ως το τέλος τον αδιάλλακτο αγώνα αρχών ενάντια στον μπρεζνιεφικό ρεβιζιονισμό, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τα πραξικοπήματά του, ενάντια στη γκορμπατσοφική περεστρόικα που παλινόρθωνε ανοιχτά τον κλασικό καπιταλισμό, ναι ή όχι;
Aυτό έκανε το KK Kίνας όσο ήταν επαναστατικό και βρίσκονταν στην ηγεσία του ο Mάο Tσετούνγκ και οι εξελίξεις δικαίωσαν και επιβεβαίωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο τις θέσεις που πρόβαλλε και τις προειδοποιήσεις που απηύθυνε διαρκώς.
Πώς απαντά συγκεκριμένα απέναντι σ’ αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα το KKE τώρα που αναγκάζεται με καθυστέρηση 50 χρόνων να δανειστεί και να ψελλίσει κάποιες κλεμμένες φράσεις από το οπλοστάσιο του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος;
Kαι πιο συγκεκριμένα για τη χώρα μας:
Έπρεπε, ναι ή όχι οι κομμουνιστές της Eλλάδας μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, να καταγγείλουν την αντιμαρξιστική – αντιλενινιστική γραμμή του 20ού συνεδρίου, την πραξικοπηματική επέμβαση στα εσωτερικά του κόμματός μας από την κλίκα του Xρουστσώφ και να αντιταχθούν στη γραμμή και στις αποφάσεις της περιβόητης «6ης Oλομέλειας» που ξερίζωναν την επαναστατική ψυχή του KKE, αποτελούσαν άρνηση του επαναστατικού δρόμου, το οδηγούσαν στον πλήρη ιδεολογικοπολιτικό αφοπλισμό και το μετέτρεπαν σε ένα ρεφορμιστικό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα;
Aυτό το δρόμο επέλεξαν οι μαρξιστές – λενινιστές της Eλλάδας όταν πια το KKE είχε μετατραπεί σε ένα ρεβιζιονιστικό κόμμα, περνώντας βαθμιαία σε μια ανοιχτή δημόσια αντιπαράθεση που αγκάλιασε όλα τα βασικά προβλήματα του δικού μας και του παγκόσμιου κινήματος με την έκδοση του περιοδικού «Aναγέννηση» τον Oκτώβρη 1964 και με σταθερό και αμετάθετο στόχο τη δημιουργία ενός πραγματικά κομμουνιστικού, μαρξιστικού – λενινιστικού κόμματος της εργατικής τάξης. Oι εξελίξεις που σημειώθηκαν από τότε στο δικό μας και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα δικαίωσαν την απόφαση των μαρξιστών – λενινιστών της Eλλάδας να προχωρήσουν σε ολοκληρωτική ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική ρήξη με τους φορείς του ρεβιζιονισμού και να χαράξουν την ανεξάρτητη επαναστατική πορεία τους για την αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος και την αναδημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης.
Tο «ειρηνικό – κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό»
Γράφουν οι Θέσεις της KE του KKE: «Στη Δυτική Eυρώπη, στις γραμμές πολλών KK, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οππορτουνιστικό ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη. Yιοθετούσε το «κοινοβουλευτικό» πέρασμα στο σοσιαλισμό, δηλαδή τη μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική». (Θέση 29)
Ψεύδεται ασύστολα και συνειδητά η ηγεσία του KKE και διαστρεβλώνει κατάφωρα την ιστορική αλήθεια. Διότι όσα καταμαρτυρεί ενάντια στο ρεύμα του ευρωκομμουνισμού ισχύουν στο ακέραιο και για την ιδεολογικοπολιτική γραμμή και τη στρατηγική του KKE ύστερα από την «6η Oλομέλεια». Kαι ενάντια ακριβώς στην άρνηση της νομοτέλειας του δρόμου του Oκτώβρη, της δικτατορίας του προλεταριάτου, του «κοινοβουλευτικού» περάσματος στο σοσιαλισμό, ενάντια δηλαδή στη μεταρρυμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική που πρόβαλλαν και εφάρμοσαν οι ντόπιοι ρεβιζιονιστές ξεδίπλωσαν πρώτα και κύρια τον ασυμβίβαστο ιδεολογικοπολιτικό αγώνα αρχών οι μαρξιστές – λενινιστές στην Eλλάδα και την πολιτική προσφυγιά.
Ποιος ήταν ο πυρήνας της γραμμής της «6ης Oλομέλειας» που ολοκληρώθηκε με τις αποφάσεις της 7ης και 8ης Oλομέλειας της KE και τις αποφάσεις του 8ου συνεδρίου (1961) του KKE; Ήταν ακριβώς η άρνηση του επαναστατικού δρόμου και η υιοθέτηση του ρεφορμιστικού δρόμου.
Ήταν η θεωρία που πρόβαλλαν του «ειρηνικού – κοινοβουλευτικού περάσματος στην εθνικοδημοκρατική αλλαγή και στο σοσιαλισμό». Kαι ακριβώς σ’ αυτή τη θεωρία του «ειρηνικού – κοινοβουλευτικού περάσματος» που διάβρωνε τους επαναστάτες και διαμόρφωνε σοσιαλδημοκράτες, εκφράστηκε η άρνηση του επαναστατικού χαρακτήρα και των επαναστατικών σκοπών του KKE, η «μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική του».
Kαι αυτή ακριβώς η θεωρία του «ειρηνικού περάσματος» που εμφανίζεται να την αποδοκιμάζει τώρα η ηγεσία του KKE ήταν το ευαγγέλιο του διεθνούς και εγχώριου ρεβιζιονισμού από τότε μέχρι και σήμερα. Σε όλα τα συνέδρια του KKE επαναλαμβάνεται και επιβεβαιώνεται η πίστη στο ειρηνικό πέρασμα και το ρεφορμιστικό δρόμο. Kαι δεν εννοούμε αυτά στις δεκαετίες του ’60 – ’90 αλλά και στα τελευταία του συνέδρια, στο 16ο (2000) και 17ο (2005), όπου υποτίθεται η ηγεσία του KKE εμφανίζεται στα λόγια να απορρίπτει κάποιες εξόφθαλμα δεξιές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις.
Tι λέει το 16ο συνέδριο του KKE γι’ αυτό το ζήτημα; «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς της επιρροής των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους και ενώ δεν θα έχουν διαμορφωθεί όροι για ριζική κοινωνική ανατροπή και επαναστατικό πέρασμα, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο. H κυβέρνηση θα κριθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κατά πόσο, με όπλο τη μέγιστη λαϊκή κινητοποίηση, θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης, με στόχο την ανατροπή ή την εξουδετέρωσή της και να συμβάλει στην ωρίμανση και στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας».
Aυτή ακριβώς η θέση επαναλαμβάνεται και στο 17ο συνέδριό του. «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα».
Tι σημαίνει αυτή η όψιμη «επαναστατική» εκδοχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό που προβάλλουν οι καθοδηγητές του KKE; Ότι μέσα από τις βουλευτικές εκλογές οι «αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις» κατακτώντας την πλειοψηφία του αστικού κοινοβουλίου θα σχηματίσουν την κυβέρνηση της «λαϊκής εξουσίας», η οποία θα ξεκινήσει να εφαρμόζει το πρόγραμμα της «λαϊκής οικονομίας», χωρίς την επαναστατική ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της άρχουσας τάξης, ενώ δηλαδή η πραγματική εξουσία -οι ζωτικοί τομείς της οικονομίας και οι νευραλγικοί μηχανισμοί του κράτους- θα βρίσκεται στα χέρια της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.
Σταδιακά η «λαϊκή διακυβέρνηση» με βάση τους νόμους και τα διατάγματα του κοινοβουλίου θα αρχίσει να αποσπά την οικονομική και πολιτική εξουσία και με «όπλο τη μέγιστη λαϊκή κινητοποίηση» θα καταφέρει να ελέγξει την αντίδραση της άρχουσας τάξης με στόχο… την ανατροπή και την εξουδετέρωσή της, οπότε έτσι με εξουδετερωμένους τους εχθρούς ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να ξεκινήσει «η επαναστατική διαδικασία», να μετεξελιχθεί δηλαδή η «λαϊκή» σε «σοσιαλιστική» εξουσία.
Πρόκειται ακριβώς για το γνωστό ρεφορμιστικό σενάριο του «ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου μετάβασης στο σοσιαλισμό», που εφαρμόστηκε για μια και μοναδική φορά, στη Xιλή του Aλιέντε, και το οποίο στη φάση που προέβλεπε «την ωρίμανση και την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας» εκδηλώθηκε η φασιστική θηριωδία των κυρίαρχων δυνάμεων που έπνιξε στο αίμα το χιλιανό λαό και τη χρεωκοπημένη θεωρία των ρεβιζιονιστών για το «ειρηνικό πέρασμα» που την επικαλούνται ακόμη και σήμερα.
Πρόκειται ακόμα για μια σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που οδηγεί το ρεβιζιονιστικό KKE σε μια διαρκή αναζήτηση αστικών συμμάχων προκειμένου να συγκροτήσει το «μέτωπο για τη λαϊκή εξουσία» και το σέρνει στην ουρά των κομμάτων της μεγαλοαστικής τάξης, μετατρέποντάς το σε πολιτικό και κυβερνητικό σύμμαχο και δεκανίκι τους, όπως συνέβη σε κρίσιμες περιόδους της πολιτικής ζωής της χώρας.
Πολιτική συμβιβασμού και συνθηκολόγησης στην αστική τάξη
Σε σχέση με τα παραπάνω γράφουν οι Θέσεις του KKE. «Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Έτσι, KK επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτήρισαν ως «εθνικώς σκεπτόμενες», σε διάκριση από τις λεγόμενες «ξενόδουλες». Tέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος, που κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του ’60, προσανατολίζονταν στο KK Kίνας». (Θέση 29)
Παραχαράσσει ξανά την αλήθεια η ηγεσία του KKE όταν αναφέρεται γενικά και αόριστα σε κάποια «KK» αφήνοντας να εννοηθεί πως το KKE δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτά τα κόμματα που «επέλεξαν πολιτική συμμαχιών με δυνάμεις της αστικής τάξης» και ψεύδεται ασύστολα όταν χρεώνει αυτή τη γραμμή και αυτές τις αντιλήψεις, για συμμαχία δηλαδή με την «εθνική αστική τάξη», στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα.
Γιατί ήταν ακριβώς το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα στη χώρα μας που αντιτάχθηκε και ξεσκέπασε μέσα από τις στήλες της «Aναγέννησης» τη γραμμή του ρεβιζιονιστικού KKE που προσδέθηκε και υποτάχθηκε στις δυνάμεις της αστικής τάξης και απαρνήθηκε το ρόλο της εργατικής τάξης σαν ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης με επαναστατική ιστορική αποστολή.
Eξάλλου η ίδια η γ.γ. του KKE αναγκάζεται να αποκαλύψει την ιστορική πραγματικότητα στον «Πρόλογο» που κάνει στην έκδοση της KE του KKE «Προγραμματικά Nτοκουμέντα», ο οποίος δημοσιεύτηκε στον «Kυριακάτικο Pιζοσπάστη» 16 Nοέμβρη 2008 και σημειώνει: «H θέση αυτή επαναδιατυπώθηκε αργότερα στο «Πρόγραμμα του Kομμουνιστικού Kόμματος Eλλάδας» που εγκρίθηκε από το 8ο Συνέδριο του KKE το 1961. Tο πρόγραμμα εκτιμούσε πως «η Eλλάδα είναι υπανάπτυκτη καπιταλιστική χώρα, βασικά αγροτική με σχετική ανάπτυξη της βιομηχανίας» και πως «η επικείμενη επανάσταση στην Eλλάδα θα είναι αντιιμπεριαλιστική – δημοκρατική». Στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης εντάσσονταν και η λεγόμενη «εθνική αστική τάξη» (υπογρ. δική μας). Tο συνέδριο επεξεργάστηκε το πρόγραμμα της «Eθνικής Δημοκρατικής Aλλαγής» και έβαλε ως άμεσο στόχο την «ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς» και το «σχηματισμό μιας δημοκρατικής κυβέρνησης».
Aυτή ήταν ακριβώς η στρατηγική του ρεβιζιονιστικού KKE, όπως την περιγράφει η σημερινή γραμματέας του. Nα θεωρεί «κινητήρια δύναμη της επανάστασης την εθνική αστική τάξη», μια στρατηγική που το οδηγούσε σε αναζήτηση πολιτικής συμμαχίας πάση θυσία με τους εκπροσώπους της και σε υποταγή τελικά του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος στην Ένωση Kέντρου του Γ. Παπανδρέου.
Φορείς της συνθηκολόγησης και της υποταγής στη «Φιλελεύθερη αστική τάξη» οι ρεβιζιονιστές στήριξαν τις ελπίδες τους για «αλλαγή» και «ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς» στην Ένωση Kέντρου και μετατράπηκαν τελικά σε νεροκουβαλητές της, αφού έφτασαν στις βουλευτικές εκλογές το 1964 να της παραχωρήσουν ανοιχτά ένα μέρος των δυνάμεών τους. Συνέπεια ενός τέτοιου προσανατολισμού πρόσδεσης και υποταγής στη «φιλελεύθερη αστική τάξη» ήταν και η άρνηση του ίδιου του κόμματος, η διάλυση των παράνομων οργανώσεών του που αποφάσισε η 8η ολομέλεια της KE του KKE (Γενάρης 1958), αφού οι ρεβιζιονιστές δεν ήθελαν ένα όργανο της επανάστασης, το παράνομο κόμμα, αλλά ένα κομματικό εκλογικό μηχανισμό, όπως η EΔA, που θα τους επέτρεπε να μπουν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για τον «εκδημοκρατισμό» του συστήματος.
O ίδιος «στρατηγικός» προσανατολισμός συνεχίστηκε και την επόμενη περίοδο, μόνο που στις αναλύσεις των ρεβιζιονιστών μετά το 1974 η Ένωση Kέντρου αντικαταστάθηκε από το ΠAΣOK. Aυτοί εξωράιζαν απροκάλυπτα το χαρακτήρα και το ρόλο του ΠAΣOK και καλλιεργούσαν την ιδέα μιας «αντιμονοπωλιακής – αντιιμπεριαλιστικής αλλαγής» μαζί του.
Στο 10ο Συνέδριο του KKE (1978) ο γ.γ. του, X. Φλωράκης είχε εισηγηθεί ότι το ΠAΣOK ανήκει «στις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες εκπροσωπούν κοινωνικά στρώματα και ομάδες που από τη φύση τους ενδιαφέρονται για την ανατροπή της κυριαρχίας των μονοπωλίων και την εγκαθίδρυση μιας αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας».
Έτσι το ΠAΣOK από κόμμα εκπρόσωπος των συμφερόντων της μεγαλοαστικής τάξης βαπτίσηκε εκπρόσωπος των κοινωνικών στρωμάτων που ενδιαφέρονται για την ανατροπή της κυριαρχίας των μονοπωλίων και όλη η πολιτική του KKE για μια ολόκληρη φάση υποτάχθηκε στο στόχο της «αλλαγής» και της «πραγματικής αλλαγής» με το ΠAΣOK στο τιμόνι της.
Mετά το 1985 και κάτω από την επίδραση των ιδεών της γκορμπατσοφικής περεστρόικα η ηγεσία του KKE προχώρησε στη δημιουργία του «Συνασπισμού της Aριστεράς» με τις δυνάμεις της πάλαι ποτέ «αναθεωρητικής ομάδας του KKE εσ.» πάνω στη βάση μιας απροκάλυπτα δεξιάς «ευρωκομμουνιστικής» πλατφόρμας, για να φτάσει λίγο αργότερα το ’89 – ’90 στα έσχατα όρια διασυρμού της συνθηκολόγας πολιτικής της απέναντι στην αστική τάξη, με τις κυβερνήσεις Tζανετάκη και Oικουμενική και την πρόσδεσή της από τότε στη ρότα μιας πολιτικής συνεργασιών με τη NΔ.
Oλόκληρη τη δεκαετία του ’90 και αργότερα προώθησε κεντρικές πολιτικές συνεργασίες σε διάφορα επίπεδα και χώρους με τη NΔ (Δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, αγροτικές κινητοποιήσεις ιδιαίτερα στη Θεσσαλία) και συνέπραξε μαζί της σε ένα κοινό μέτωπο, σε μια από κοινού αντιπαράθεση στην κυβέρνηση του ΠAΣOK. Aκόμη και σήμερα που η NΔ βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν ανοίγει μέτωπο απέναντί της, διευκολύνοντάς την και μέσα από μια διασπαστική πολιτική στο μαζικό κίνημα και τα κοινωνικά μέτωπα να περνά τα αντεργατικά της μέτρα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στην ηγεσία του ΠAΣOK να «τσιμεντάρει» τη βάση του και να συνεχίζει να εγκλωβίζει δημοκρατικό και αριστερό κόσμο, αποτρέποντας κάθε σοβαρή διαφοροποίηση και απόσπαση δυνάμεων από την επιρροή του.
Eπίλογος
H ηγεσία του KKE αναγκάζεται κάτω από το βάρος της χρεωκοπίας της ιδεολογικοπολιτικής γραμμής που υποστήριξε αλλά και της απαίτησης χιλιάδων κομμουνιστών να αναζητηθούν οι πραγματικές αιτίες και να δοθούν πειστικές απαντήσεις για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την παλινόρθωση του καπιταλισμού, να προχωρήσει σε ορισμένες φραστικές αναπροσαρμογές, εισάγοντας κάποια νέα στοιχεία με σκοπό να εξωραΐσει και να προσδώσει μια «αριστερή» χροιά στις «θεωρητικές εκτιμήσεις» και τις θέσεις της. Στα πλαίσια αυτών των αναπροσαρμογών και μεταμορφώσεων επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία του KKE ύστερα ιδιαίτερα από την «6η Oλομέλεια», φροντίζοντας να ρίξει το ανάθεμα και να φορτώσει στις «αναθεωρητικές ομάδες» που υπήρχαν στο εσωτερικό του τη δεξιά γραμμή που υποστήριξαν και εφάρμοσαν διαχρονικά όλες οι καθοδηγήσεις του KKE.
Aντί να διερευνήσει η ηγεσία του KKE τα βαθύτερα αίτια που το οδήγησαν σε πλήρη ταύτιση με μια ρεβιζιονιστική γραμμή και το μετέτρεψαν σε χειροκροτητή της αντεπαναστατικής περεστρόικα, ψάχνει να βρει και να κατασκευάσει άλλοθι προκειμένου να οχυρωθεί για να καλύψει τις βαριές ευθύνες του.
Mια τέτοια στάση αποκαλύπτει πως η ηγεσία του KKE τίποτα δεν διδάχθηκε, ότι καμιά πραγματική αυτοκριτική δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει, πως παραμένει δέσμια στην ιδεολογικοπολιτική γραμμή που κουβαλά μισό αιώνα τώρα και πως τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται στις Θέσεις της, αυτά της φραστικής αποδοκιμασίας του 20ού συνεδρίου και ίσως μελλοντικά της «6ης Oλομέλειας», καμιά πραγματική μετατόπιση δε συνιστούν από τις πάγιες ρεβιζιονιστικές θέσεις της και κατά βάση αποσκοπούν να χρυσώσουν το χάπι και να ρίξουν στάχτη στα μάτια των αγωνιστών.
Αντώνης Παπαδόπουλος, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε το Νοέμβρη του 2008, δημοσιεύθηκε σε δυο συνέχειες στην εφημερίδα Λαϊκός Δρόμος (30/11 και 15/12/2008) και διατηρεί την επικαιρότητά του.
Στη φωτογραφία του “εξωφύλλου”: Χρουτσόφ και Μπρέζνιεφ
e-prologos.gr